Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο

Ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο
 
Τό τέταρτο εὐαγγέλιο διασώζει ἐπίσης σημαντικές πληροφορίες γιά τή Θεοτόκο, οἱ ὁποῖες δέν ἀναφέρονται στά τρία συνοπτικά εὐαγγέλια. Εἰδικότερα ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου ἐμφανίζεται σέ τρία περιστατικά τῆς ζωῆς καί τῆς δράσης τοῦ Ἰησοῦ. Τό πρῶτο εἶναι τό περιστατικό τοῦ γάμου στήν Κανᾶ καί τοῦ θαύματος τῆς μεταβολῆς τοῦ νεροῦ σέ κρασί (Ἰωάν. 2, 1-10), τό δεύτερο εἶναι, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἀντιδρώντας στή διδασκαλία του ἀναφέρουν ὅτι γνωρίζουν τόν πατέρα καί τή μητέρα του (Ἰωάν. 6, 42) καί τό τρίτο εἶναι κατά τή σταύρωση (Ἰωάν. 19, 25-27), ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐμπιστεύεται τή μητέρα του στόν ἀγαπημένο του μαθητή.

Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ εὐαγγελιστής ἀποφεύγει νά ἀναφέρει τό ὄνομα τῆς Θεοτόκου, τήν ὁποία συνήθως ὀνομάζει ἁπλά «μητέρα τοῦ Ιησοῦ» (2, 1.3) ἤ «τὴν μητέρα αὐτοῦ» (19, 25). Αὐτή ἡ ἀνωνυμία δέ δηλώνει φυσικά ἀπαξίωση τοῦ προσώπου της, ἀλλά μᾶλλον προϋποθέτει ὅτι ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἕνα οἰκεῖο στούς ἀναγνῶστες τοῦ εὐαγγελίου πρόσωπο, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα κατά συνέπεια εἶναι γνωστό. Ἄλλωστε, ὅπως ἤδη προαναφέρθηκε, αὐτή ἡ ἀναφορά στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἁπλά μέ τό χαρακτηρισμό της ὡς «μητέρας τοῦ Ἰησοῦ» εἶναι μιά γενικότερη τάση στά εὐαγγέλια. Ἀφήνοντας τό περιστατικό, πού περιγράφεται στό 6, 42, θά ἐξετάσουμε προσεκτικότερα τά ἄλλα δύο, τήν παρουσία τῆς μητέρας τοῦ Ἰησοῦ στό γάμο τῆς Κανᾶ καί τήν ἐμφάνισή της καί πάλι κάτω ἀπό τό σταυρό τοῦ Κυρίου, τά ὁποῖα, ὅπως θά φανεῖ στή συνέχεια, συνδέονται μεταξύ τους. Τό πρῶτο πού θά πρέπει ἐδῶ νά σημειωθεῖ εἶναι τό γεγονός ὅτι στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο ἡ Θεοτόκος ἐμφανίζεται στήν ἀρχή τῆς ἐπίγειας δράσης τοῦ Ἰησοῦ καί στή συνέχεια πάλι στό τέλος της. Αὐτό δέ μπορεῖ νά εἶναι τυχαῖο, ἀλλά κρύβει ἕνα βαθύτερο περιεχόμενο, τό ὁποῖο σχετίζεται μέ τόν τρόπο πού κατανοεῖ ὁ τέταρτος εὐαγγελιστής τό ρόλο τῆς μητέρας τοῦ Ἰησοῦ μέσα στή ζωή καί τή δράση του. Θά μποροῦσε ἐπί σης νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι κατά κάποιον τρόπο ἡ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου σέ αὐτά τά δύο γεγονότα θέτει τό χρονικό πλαίσιο τῆς ἐπίγειας δράσης τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ παρατήρηση αὐτή μπορεῖ νά ἐνισχυθεῖ ἀπό τίς κειμενικές συνδέσεις πού ἐντοπίζονται μέσα ἀπό μία προσεκτική ἀνάγνωση τῶν δύο περικοπῶν καί οἱ ὁποῖες θά ἐπισημανθοῦν στή συνέχεια.

Τό θαῦμα στήν Κανᾶ ὡς πρῶτο σημεῖο τοῦ Ἰησοῦ λειτουργεῖ σύμφωνα μέ τήν παρατήρηση τοῦ καθ. Χ. Καρακόλη προγραμματικά κι ἑπομένως ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τά ὅσα θά ἀκολουθήσουν καί γιά τή θεολογία τοῦ τετάρτου εὐαγγελίου. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής σημειώνει στό 1, 11 ὅτι μέ τό θαῦμα στήν Κανᾶ «ἐφανέρωσεν τὴν δόξαν αὐτοῦ». Ἡ ἰδέα τῆς δόξας εἶναι κεντρική στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο καί συνδέεται μέ τήν αὐτοαποκάλυψη τοῦ σαρκωθέντος Λόγου καί κορυφώνεται στό πάθος καί τήν ἀνάστασή του. Εἶναι ἑπομένως ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον τό γεγονός ὅτι ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ θά διαδραματίσει σημαντικό ρόλο· θά μεσιτεύσει γιά τό θαῦμα πού θά ἀκολουθήσει κι ἑπομένως θά συμβάλει στή φανέρωση τῆς δόξας τοῦ υἱοῦ της. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ στήν ἔμμεση παράκληση τῆς μητέρας του ὡστόσο ξαφνιάζει: «τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι». Ἡ φράση δηλώνει σαφῶς τήν ἄρνηση τοῦ Ἰησοῦ νά ἐπιτελέσει τό θαῦμα καθ’ ὑπόδειξιν τρίτου, κάτι πού συμφωνεῖ μέ τή γενικότερη τάση τοῦ εὐαγγελιστῆ νά παρουσιάζει πάντοτε τόν Ἰησοῦ νά ἐνεργεῖ μέ δική του πρωτοβουλία κι ὄχι κατ’ ἀπαίτηση τῶν ἀνθρώπων Τό ὅτι ὅμως δέ θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ἀπαξίωση ἤ περιφρόνηση τῆς Θεοτόκου ἀπό τόν υἱό της, αὐτό φαίνεται κι ἀπό το γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς τελικά φροντίζει νά ἰκανοποιήσει τό ἔμμεσο αἴτημά της καί μετατρέπει τό νερό σέ κρασί. Πολύ πιθανόν λοιπόν ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου σκοπό ἔχει νά ὑπογραμμίσει τήν ὀντολογική ἀπόσταση πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ ἰδίου, πού εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ καί τῆς μητέρας του..

Τό δεύτερο πού προκαλεῖ ἐντύπωση εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς προσφωνεῖ τή μητέρα του μέ τή λέξη «γύναι», μία προσφώνηση, ἡ ὁποία ὡστόσο δέ χρησιμοποιεῖται στόν ἀρχαῖο κόσμο γιά νά χαρακτηρίσει τή σχέση τοῦ γιοῦ μέ τή μητέρα του. Πέραν ὅμως τούτου οἱ μαρτυρίες πού διασώζονται στά κείμενα τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης βεβαιώνουν ὅτι ἡ λέξη δέν εἶχε ὑποτιμητικό χαρακτήρα, ἀλλά ἀντίθετα χρησιμοποιεῖτο ὡς ἔκφραση σεβασμοῦ. Ἡ παρουσία ὡστόσο τῆς λέξης μέσα στή συγκεκριμένη ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ πιθανόν θέλει νά ὑπογραμμίσει ἐπίσης τή διάσταση μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τῆς μητέρας του. Ἐκφράζοντας τήν τιμή του πρός τή μητέρα του ὁ Ἰησοῦς ταυτόχρονα τονίζει τήν ἀνθρώπινη φύση τῆς Θεοτόκου καί διατηρεῖ κάποια ἀπόσταση ἀπό ἐκείνην. Εἶναι ὡστόσο σημαντικό νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς προσφωνεῖ τή μητέρα του μέ αὐτόν τόν τρόπο δύο φορές στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο, τήν πρώτη φορά ἐδῶ, στήν ἀρχή τῆς δράσης του καί τῆς φανέρωσης τῆς δόξας του καί τή δεύτερη φορά κατά τή σταύρωση, στήν κορύφωση δηλαδή αὐτῆς τῆς φανέρωσης (19, 26: «γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου»). Αὐτή ἡ παρατήρηση θά πρέπει νά συνδυασθεῖ μέ τήν ἑπόμενη φράση τῆς ἀπάντησης τοῦ Ἰησοῦ στή μητέρα του: «οὔπω ἤκει ἡ ὥρα μου». Ἡ λέξη «ὥρα» ἔχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις μεταξύ τῶν ἑρμηνευτῶν. Γιά τούς περισσότερους ἑρμηνευτές Πατέρες θά πρέπει νά συνδεθεῖ μέ τή μεσσιανική ἀποστολή τοῦ Κυρίου καί τή στιγμή πού ἐκεῖνος ἀποφασίζει ὅτι εἶναι ἡ κατάλληλη γιά νά παρέμβει θαυματουργικά. Ὁπωσδήποτε στήν κατανόησή της μπορεῖ νά βοηθήσει ἡ ἀναζήτηση μέσα στό κατά Ἰωάννην ἀνάλογων χρήσεων τῆς λέξης. Πραγματικά ἡ λέξη «ὥρα» ἀπαντᾶ σέ πολλά σημεῖα τοῦ εὐαγγελίου, ἔχει θετική σημασία καί συνδέεται πάντοτε μέ τό πάθος καί τήν κορύφωση ἑπομένως, κατά τόν εὐαγγελιστή, τοῦ δοξασμοῦ τοῦ Ἰησοῦ (7, 30· 8, 20· 12, 23· 13, 1· 16, 32· 17, 1). Ἑπομένως ἡ «ὥρα» μέσα στό τέταρτο εὐαγγέλιο ἀποκτᾶ ἕνα βαθύτερο θεολογικό περιεχόμενο, δηλώνει δηλαδή τόν τελικό δοξασμό τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν Πατέρα του. Σέ ἐκείνη τή στιγμή, ὅπως ἤδη προαναφέρθηκε, παροῦσα εἶναι καί πάλι ἡ Θεοτόκος. Συνοψίζοντας τά ὅσα προαναφέρθηκαν ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ μπορεῖ νά ἀποτελεῖ τήν ἄρνησή του νά προχωρήσει γιά χάρη κάποιας ἀνθρώπινης ἐπιθυμίας στήν πρόωρη τελική φανέρωση τῆς δόξας του. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ παράκληση τῆς Θεοτόκου λειτουργεῖ ὡς ἡ παρότρυνση γιά νά ξεκινήσει ἡ πορεία πρός αὐτήν τήν τελική ὥρα τοῦ δοξασμοῦ τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ ρόλος της ἑπομένως εἶναι καταλυτικός.

Δέ θά τήν συναντήσουμε ὡστόσο ξανά παρά μονάχα στό τέλος αὐτῆς τῆς πορείας, κάτω ἀπό τό σταυρό μαζί μέ κάποιες ἄλλες μαθήτριες τοῦ Ἰησοῦ (19, 25) κι ὅπου ὁ Ἰησοῦς λίγο πρίν παραδώσει τό πνεῦμα του θά τήν παραδώσει στόν ἀγαπημένο του μαθητή. Ἡ πράξη αὐτή τοῦ Ἰησοῦ ἔχει ἕνα βαθύ συμβολικό περιεχόμενο, ἄν ληφθεῖ ὑπόψη, πρῶτον, ἡ κεντρική θέση πού καταλαμβάνει ὁ ἀγαπημένος μαθητής τοῦ Ἰησοῦ μέσα στό εὐαγγέλιο καί, δεύτερον, ὁ ρόλος τῆς Θεοτόκου μέσα σέ αὐτό. Ὁ ἀγαπημένος μαθητής εἶναι ὁ ἀψευδής μάρτυρας ὅσων ἔπραξε καί δίδαξε ὁ Ἰησοῦς (19, 35), ὁ πρῶτος ἀπό τούς μαθητές πού πιστεύει στήν ἀνάστασή του, (20, 8), ἐκεῖνος πού τόν ἀναγνωρίζει πρῶτος στή Γαλιλαία (21, 7). Ἡ θέση του μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα εἶναι σημαντική · εἶναι ἐκεῖνος πού ἐκπροσωπεῖ τήν ἀποστολική παράδοση γιά τόν Ἰησοῦ μέσα σέ αὐτήν καί πού κατά κάποιον τρόπο ἀντιπροσωπεύει τήν κοινότητα. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου εἶναι τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο βρίσκεται κοντά στόν Ἰησοῦ ἀλλά κι ἐκείνη πού συμβάλλει στή φανέρωση τῆς δόξας του καί κατά τήν ὥρα ἐκείνη δέν τόν ἐγκαταλείπει, ἀλλά παραμένει πιστά δίπλα του ὡς μητέρα ἀλλά καί ὡς πιστή μαθήτρια. Εἶναι ἑπομένως κι ἐκείνη αὐθεντικός μάρτυρας τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ παράδοση ἑπομένως ἀπό τόν Ἰησοῦ τῆς μητέρας του στόν ἀγαπημένο μαθητή δηλώνει ἀκριβῶς τή σημαντική θέση τῆς Θεοτόκου μέσα στήν πρώτη ἐκκλησιαστική κοινότητα. Ἄν ὁ ἀγαπημένος μαθητής μπορεῖ κατά κάποιον τρόπο νά ἐκπροσωπεῖ αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα, τότε ἡ Θεοτόκος καθίσταται μέ αὐτήν τήν κίνηση τοῦ Ἰησοῦ, πού δηλώνει τή μεγάλη ἀγάπη του πρός τους δικούς του (βλ. Ἰωάν. 13,1), ἡ μητέρα τῶν μελῶν αὐτῆς τῆς κοινότητας καί κατ’ ἐπέκταση καί ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μέσα στούς αἰῶνες. Αὐτή ἡ ἰδέα ἴσως κρύβεται πίσω καί ἀπό τήν παράδοξη παράσταση τῆς γυναίκας στό 12ο κεφάλαιο τῆς Ἀποκάλυψης. Εἶναι βέβαια πέραν τῶν ὁρίων τῆς παρούσας ἀνάλυσης ὁποιαδήποτε ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ δύσκολου αὐτοῦ κεφαλαίου. Ὅμως εἶναι πολύ πιθανόν πίσω ἀπό τήν εἰκόνα τῆς γυναίκας πού εἶναι περιβεβλημένη μέ τόν ἥλιο κι ἡ ὁποία γεννᾶ ἕνα γιό τόν ὁποῖο ἐπιδιώκουν νά ἀφανίσουν οἱ ἀντίθεες δυνάμεις καί ὁποῖος ὅμως διασώζεται ἀπό τό Θεό μαζί μέ τή μητέρα του νά κρύβεται μία ἔμμεση καί συμβολική ἀναφορά στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἐδῶ λειτουργεῖ ὡς σύμβολο τῆς Ἐκκλησίας.

Συνοψίζοντας τά ὅσα παρουσιάστηκαν στίς προηγούμενες σελίδες μπορεῖ κανείς νά διαπιστώσει τή σημαντική καί βαθειά θεολογική σημασία τοῦ προσώπου τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου μέσα στήν Καινή Διαθήκη καί νά ἐξηγήσει τήν τιμή πού τῆς ἀποδόθηκε ἀπό τίς γενιές τῶν πιστῶν πού ἀκολούθησαν μέχρι σήμερα. Ἐπιπλέον οἱ διαφορετικές θεολογικές ὀπτικές πού ἀναδείχθηκαν στίς προηγούμενες σελίδες ἀποτέλεσαν τή βάση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας γιά τό πρόσωπό της. Ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου πού δέχθηκε ταπεινά νά συνεργαστεῖ στό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, πού παρακολούθησε ὡς ταπεινός μάρτυρας ὅλη τήν πορεία τῆς ἐπιτέλεσης αὐτοῦ τοῦ ἔργου ἀπό τόν Υἱό της, πού παρέμεινε μαζί του πιστή μαθήτρια μέχρι τό τέλος καί στή συνέχεια ἔγινε μέλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν, εἶναι ἐκείνη πού μέσα στούς αἰῶνες συγκινεῖ τούς πιστούς πού μέ εὐλάβεια προστρέχουν σέ αὐτήν ὡς βοηθό καί μεσίτρια πρός τόν Υἱό της.

Αἰκατερίνη Τσαλαμπούνη (Λέκτορας τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας Α.Π.Θ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου