Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014
ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΝΗΣΟ ΤΗΝΟ (ΦΩΤΟ)
Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014
Προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης περί της Θεοτόκου
Προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης περί της Θεοτόκου
ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Εν Πειραιεί 16-4-2013
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς.
Η Υπεραγία Θεοτόκος προφητεύθηκε αιώνες πριν γεννηθεί. Γι' αυτό η ζωή της βρίσκεται στο κέντρο των αιώνων και αποτελεί «το περιήχημα της προφητικής αγγελίας, την οπτασία των προφητικών οραματισμών, το κέντρο της μεσσιανικής προσδοκίας». Απειράριθμες είναι οι παλαιοδιαθηκικές προτυπώσεις, που αναφέρονται στην «απείρανδρον Μητέρα του Εμμανουήλ». Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε τις αντιπροσωπευτικότερες θεομητορικές παλαιοδιαθηκικές προφητείες.
Α) ΠΕΝΤΑΤΕΥΧΟΣ
Στο πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, την Γένεση, συναντούμε τον πρώτο συμβολισμό. Η Εδέμ προτυπώνει τη νοητή Εδέμ, που είναι η Παναγία, στους κόλπους της οποίας κατοικεί ο νέος Αδάμ, ο Χριστός.
Μετά την παράβαση των πρωτοπλάστων Αδάμ και Εύας, ο Χριστός, ως ο άσαρκος Λόγος, διαλέγεται με τους παραβάτες και λέγει στον αρχέκακο όφι, τον διάβολο: «Και έχθραν θήσω αναμέσον σου και αναμέσον της γυναικός και αναμέσον του σπέρματός σου και αναμέσον του σπέρματος αυτής. Και αυτός σου τηρήσει την κεφαλήν και συ τηρήσεις αυτού την πτέρναν»[1]. Δηλ. «Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ' εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα». Η γυναίκα, της οποίας το σπέρµα θα συντρίψει την κεφαλή του φιδιού, του διαβόλου, είναι η Παρθένος Μαρία και το σπέρµα της ο Χριστός. Πρόκειται για το γνωστό "πρωτευαγγέλιο".
Η βάτος η καιομένη και μη καταφλεγομένη, την οποία είδε ο προφήτης Μωϋσής στο όρος Χωρήβ, αποτελεί προεικόνιση της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία ως άλλη βάτος ακατάφλεκτη κράτησε μέσα της «το καταναλίσκον πυρ της Θεότητος», χωρίς να καταστραφεί η παρθενία της. «Καταβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο. Τί ότι η βάτος καίεται και ου κατακαίεται»;
Η Κυρία Θεοτόκος αποκαλείται από τον ίδιο τον Θεό γη αγία : «Μωυσή, Μωυσή, μη εγγίσης ώδε. Λύσον το υπόδημα εκ των ποδών σου. Ο γαρ τόπος, εν ω έστηκας, γη αγία εστί». Και ο προφήτης Δαυίδ την αποκαλεί γη : «Και εξουδένωσαν γην επιθυμητήν». Και αλλού : «Αλήθεια εκ της γης ανέτειλε και δικαιοσύνη εκ του Ουρανού διέκυψεν». Αλήθεια μεν την Παναγία ονομάζει ο προφήτης, εξαιτίας της αληθινής παρθενίας της, επειδή και προ τόκου και εν τόκω και μετά τόκον ήταν αληθώς παρθένος. Δικαιοσύνη δε τον Χριστό ονομάζει, επειδή είναι δικαιοκρίτης. Την μεν Παρθένο Μαριάμ την ονομάζει γη, επειδή καταγόταν από τη γη ως άνθρωπος, τον δε Χριστό «εκ του Ουρανού», διότι καταγόταν από τους Ουρανούς, όχι ως άνθρωπος, αλλ'ως Θεός.
Οι πλάκες του Δεκαλόγου, που ήταν γραμμένες με το δάκτυλο του Θεού, παραπέμπουν στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία είναι ο πνευματικός τόμος, πάνω στον οποίο καταγράφηκε το πρόσωπο και το έργο του Χριστού.
Η ολόφωτη νεφέλη και ο πύρινος στύλος, που φώτιζαν τους Ισραηλίτες ημέρα και νύκτα «δείξαι αυτοίς την οδόν» προς τη γη της επαγγελίας, προεικονίζουν την Υπεραγία Θεοτόκο.
Η Κιβωτός του Νώε συμβολίζει την Παρθένο, η οποία φυλάσσει στα σπλάχνα της την απαρχή της Καινής κτίσεως. Κιβωτός ονομάζεται η Παρθένος και από τον προφήτη Δαυίδ : «Ανάστηθι, Κύριε, εις την ανάπαυσίν σου, συ και η κιβωτός του αγιάσματός σου».
Η σκηνή του πατριάρχου Αβραάμ είναι σύμβολο της Θεοτόκου, στην οποία κατεσκήνωσε ο Λόγος του Θεού.
Η κλίμαξ, την οποία είδε ο πατριάρχης Ιακώβ[2] να ενώνει τον ουρανό με τη γη, προτυπώνει τη Θεοτόκο, η οποία ως μυστική κλίμαξ ένωσε τον ουρανό με τη γη. Διά μέσου αυτής ο Θεός κατέβηκε στη γη, για να ανεβάσει «εις την άνω ζωήν το ανθρώπινον». Ο Ιακώβ, επίσης, αποκάλεσε την Πάναγνο Τόπο, λέγοντας : «Ως φοβερός ο τόπος ούτος»! Το ίδιο και ο προφήτης Ιεζεκιήλ : «Και ανέλαβον πνεύμα και ήκουσα καθόπισθέν μου φωνής σεισμού μεγάλου, λεγούσης˙ Ευλογημένη η δόξα Κυρίου εκ του τόπου τούτου». Και ο προφητάναξ Δαυίδ : «Ου δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω».
Η χρυσή στάμνα, που περιείχε το μάννα[3], προεικονίζει τη Θεοτόκο, η οποία ως άλλη χρυσή στάμνα έφερε μέσα της τον Ιησού, που είναι «ο άρτος της ζωής, ο εκ του ουρανού καταβάς».
Η επτάφωτη λυχνία, που έκαιε στη σκηνή του μαρτυρίου και στο ναό του Σολομώντα, προτυπώνει τη Θεοτόκο, από την οποία έλαμψε ο Χριστός, «το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Φαεινή λυχνία είναι η Θεοτόκος, «η μητέρα του φωτός». Η λυχνία προτυπώνει την τέλεια καθαρότητα και αγνότητα της Παρθένου. Το ίδιο υπονοεί και η εγκωμιαστική φράση του Άσματος των Ασμάτων : «ιδού ει καλή... όλη καλή ει, η πλησίον μου, και μώμος ουκ έστιν εν σοί. Ανάστα η πλησίον μου και ελθέ πρός με». Στο ίδιο κείμενο η μοναδική τέλεια περιστερά και εκλεκτή της μητέρας της είναι η Παρθένος Μαρία, που κατέκτησε την τελείωση και έγινε αιώνιο πρότυπο προς μίμηση.
Η ράβδος του Ααρών[4], που βλάστησε, προκαταγγέλει τη Θεοτόκο, που φύτρωσε από τη ρίζα του γενεαλογικού δένδρου του Ιεσσαί. Ράβδο, επίσης, την αποκαλεί και ο προφήτης Ησαΐας : «Εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί». Η Κυρία Θεοτόκος, κατά τον αυτόν προφήτη, λέγεται ρίζα : «Και έσται η ρίζα του Ιεσσαί και ο ανιστάμενος εξ αυτής άρχειν εθνών».
Β) ΨΑΛΜΟΙ
Ο προφητάναξ Δαυίδ αποκαλεί την Παναγία Σιών : «Ήξει εκ Σιών ο ρυόμενος και αποστρέψει ασεβείας από Ιακώβ». Και αλλού : «Εξελέξατο Κύριος την Σιών, ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν εαυτώ». Η Παναγία λέγεται ελαία, κατά την μαρτυρία του ιδίου προφήτου, ο οποίος μιλά ως εκ προσώπου της Παναγίας : «Εγώ δε, ωσεί ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού, ήλπισα επί το έλεος αυτού». Επίσης, η Παρθένος ονομάζεται Μήτηρ, κατά τον αυτόν προφήτη : «Μήτηρ Σιών ερεί άνθρωπος». Λέγεται, επιπροσθέτως, Βασίλισσα : «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου», Θυγάτηρ : «Άκουσον θύγατερ και ίδε και κλίνον το ους σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του Πατρός σου». Θυγάτηρ την ονομάζει και ο Σολομών στις Παροιμίες του : «Πολλαί θυγατέρες εποίησαν δύναμιν, συ δε υπέρκεισαι και υπερήρας πάσας». Αλλοίωσις : «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου», Ημέρα και Νυξ : «Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν», Ουρανός : «Εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος» και «Ο ουρανός του ουρανού τω Κυρίω, την δε γην έδωκε τοις υιοίς των ανθρώπων», Ανατολή : «Αι βασιλείαι της γης, άσατε τω Θεώ, ψάλατε τω Κυρίω τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού κατά ανατολάς», Δύση : «Οδοποιήσατε τω επιβεβηκότι επί δυσμών», Ήλιος : «Εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού», Πόλη : «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου η πόλις του Θεού» και «του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του Θεού».
Η Παναγία είναι, επίσης η «κόρη του βασιλέως», η κεκοσμημένη με θείες και ανθρώπινες αρετές, γι' αυτό και είναι η μόνη, που μπορεί να γίνει κατοικία του Θεού.
Σύμφωνα με το Άσμα Ασμάτων, η Θεοτόκος λέγεται Φορείο, δηλ. βαστακτήριο : «Φορείον εποίησεν εαυτώ ο βασιλεύς Σολομών από ξύλων του λιβάνου», Κλίνη : «Ιδού η κλίνη Σολομών, εξήκοντα δυνατοί κύκλω από δυνατών Ισραήλ», Νύμφη : «Δεύρο από λιβάνου Νύμφη», Αδελφή : «Τι εκωλύθησαν οι οφθαλμοί σου αδελφή μου νύμφη»; Κήπος και Πηγή : «Κήπος κεκλεισμένος και πηγή εσφραγισμένη».
Γ) ΠΡΟΦΗΤΕΣ
Ο προφήτης Αββακούμ την χαρακτηρίζει Θαιμάν : «ο Θεός από Θαιμάν ήξει» και Όρος : «Και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέως»[5]. Όρος, επίσης, την αποκαλεί ο προφήτης Δανιήλ, απευθυνόμενος προς τον Ναβουχοδονόσορα : «Εθεώρεις, βασιλεύ, ότι ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρός»; Αλλά, και ο προφήτης Δαυίδ : «Το όρος, ο ευδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ».
Η προφητεία του μεγολοφωνοτάτου προφήτου Ησαΐου, «Ιδού η Παρθένος, εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστι μεθερμηνευόμενον μεθ΄ημών ο Θεός»[6], αναφέρεται στη Θεοτόκο, που συνέλαβε και γέννησε τον Χριστό. Επίσης, η Υπεραγία Θεοτόκος χαρακτηρίζεται από τον ίδιο προφήτη ως «θρόνος υψηλός και επηρμένος» : «είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου», καθώς και «ανθρακοφόρος λαβίς»[7]. Ο πέμπτος Ευαγγελιστής, προφήτης Ησαΐας, την αποκαλεί, επίσης, Βιβλίο : «Και έσται μετά τα ρήματα ταύτα, ως οι λόγοι του βιβλίου του εσφραγισμένου», Τόμο : «Και είπε Κύριος προς με˙ Λάβε σεαυτώ τόμον καινόν», Λαβίδα : «Και απεστάλη προς με εν των Σεραφίμ και είχεν εν τη χειρί αυτού λαβίδα και εν αυτή άνθραξ», Προφήτη : «Και προσήλθον προς την προφήτιν και εν γαστρί έλαβε» και Νεφέλη : «Ιδού Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης και ήξει εις Αίγυπτον».
Θεομητορική προτύπωση αποτελεί, επίσης, και ο πόκος του Γεδεών. Όπως δηλ. ο πόκος δέχθηκε μόνον αυτός τη νυχτερινή δρόσο, έτσι και η Παναγία δέχθηκε τη δρόσο της ενεργείας του Θεού, με την οποία έσβησε η πλάνη, στην οποία είχε περιπέσει μεταπτωτικά η ανθρωπότητα. Και ο προφητάναξ Δαυίδ λέγει : «Καταβήσεται ως υετός επί πόκον και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γην».
Η προφητεία του προφήτου Ιεζεκιήλ για την «κατά ανατολάς κεκλεισμένην πύλην»[8] προτυπώνει την παρθενική μήτρα, από την οποία θα διέλθει μόνον ο Χριστός και έκτοτε θα παραμείνει για πάντα «κεκλεισμένη». Εδώ γίνεται λόγος για το αειπάρθενο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η Θεοτόκος υπήρξε παρθένος «προ τόκου, εν τόκω και μετά τόκον». «Η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, ου μη διέλθη τις δι'αυτής». Το ίδιο υπονοείται και με τις φράσεις «κήπος κεκλεισμένος, πηγή εσφραγισμένη». Ο ίδιος προφήτης την αποκαλεί Κεφαλή : «Και ιδού χειρ εκτεταμένη προς με και εν αυτή κεφαλή», Όραση : «Είδον όρασιν πυρός και το φέγγος αυτού κύκλω, ως όρασις τόξου», «Αύτη η όρασις ομοιώματος δόξης Κυρίου», Ήλεκτρο: «Και είδον ως όψιν ηλέκτρου, όρασιν πυρός», Πλίνθο : «Υιέ ανθρώπου, λάβε σεαυτόν πλίνθον καινόν».
Προεικόνιση του Θεομητορικού μυστηρίου αποτελούν οι Τρεις Παίδες «εν καμίνω». Όπως τους Τρεις Παίδες διέσωσε από τη φωτιά «ο τόκος της Θεοτόκου», ο οποίος μετέτρεψε τη φλόγα της καμίνου σε δρόσο, κατά παρόμοιο τρόπο και η παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, αν και δέχθηκε το πυρ της Θεότητος, έμεινε άφθαρτη και αλώβητη.
Τέλος, η προφητική ρήση του βιβλίου του προφήτου Δανιήλ, «εθεώρεις έως ου ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρών»[9], αναφέρεται στην Υπεραγία Θεοτόκο. Το βουνό, από το οποίο είδε ο Ναβουχοδονόσωρ να κόβεται το λιθάρι χωρίς χέρι ανθρώπου, προτυπώνει την Παναγία, η οποία ως όρος αλάξευτο έδωσε την καθαρή σάρκα της, για να γεννηθεί ο Θεάνθρωπος. Η Θεοτόκος γέννησε τον Σωτήρα του κόσμου, χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε ρήξη. Τόσον η σύλληψη όσον και η κύηση υπήρξε άφθορη[10].
[1] Γεν. 3,15.
[2] Γεν. 28, 12.
[3] Έξ. 16, 33.
[4] Αρ. 17, 23.
[5] Αβ. 3, 3.
[6] Ησ. 7, 14.
[7] Ησ. 6, 1 και 6.
[8] Ιεζ. 44, 1-2.
[9] Δαν. 2, 34.
[10] ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΥΠΟΔΙΑΚΟΝΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Θησαυρός, εκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2004, σσ. 186-188.
Η Υπεραγία Θεοτόκος προφητεύθηκε αιώνες πριν γεννηθεί. Γι' αυτό η ζωή της βρίσκεται στο κέντρο των αιώνων και αποτελεί «το περιήχημα της προφητικής αγγελίας, την οπτασία των προφητικών οραματισμών, το κέντρο της μεσσιανικής προσδοκίας». Απειράριθμες είναι οι παλαιοδιαθηκικές προτυπώσεις, που αναφέρονται στην «απείρανδρον Μητέρα του Εμμανουήλ». Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε τις αντιπροσωπευτικότερες θεομητορικές παλαιοδιαθηκικές προφητείες.
Α) ΠΕΝΤΑΤΕΥΧΟΣ
Στο πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, την Γένεση, συναντούμε τον πρώτο συμβολισμό. Η Εδέμ προτυπώνει τη νοητή Εδέμ, που είναι η Παναγία, στους κόλπους της οποίας κατοικεί ο νέος Αδάμ, ο Χριστός.
Μετά την παράβαση των πρωτοπλάστων Αδάμ και Εύας, ο Χριστός, ως ο άσαρκος Λόγος, διαλέγεται με τους παραβάτες και λέγει στον αρχέκακο όφι, τον διάβολο: «Και έχθραν θήσω αναμέσον σου και αναμέσον της γυναικός και αναμέσον του σπέρματός σου και αναμέσον του σπέρματος αυτής. Και αυτός σου τηρήσει την κεφαλήν και συ τηρήσεις αυτού την πτέρναν»[1]. Δηλ. «Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ' εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα». Η γυναίκα, της οποίας το σπέρµα θα συντρίψει την κεφαλή του φιδιού, του διαβόλου, είναι η Παρθένος Μαρία και το σπέρµα της ο Χριστός. Πρόκειται για το γνωστό "πρωτευαγγέλιο".
Η βάτος η καιομένη και μη καταφλεγομένη, την οποία είδε ο προφήτης Μωϋσής στο όρος Χωρήβ, αποτελεί προεικόνιση της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία ως άλλη βάτος ακατάφλεκτη κράτησε μέσα της «το καταναλίσκον πυρ της Θεότητος», χωρίς να καταστραφεί η παρθενία της. «Καταβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο. Τί ότι η βάτος καίεται και ου κατακαίεται»;
Η Κυρία Θεοτόκος αποκαλείται από τον ίδιο τον Θεό γη αγία : «Μωυσή, Μωυσή, μη εγγίσης ώδε. Λύσον το υπόδημα εκ των ποδών σου. Ο γαρ τόπος, εν ω έστηκας, γη αγία εστί». Και ο προφήτης Δαυίδ την αποκαλεί γη : «Και εξουδένωσαν γην επιθυμητήν». Και αλλού : «Αλήθεια εκ της γης ανέτειλε και δικαιοσύνη εκ του Ουρανού διέκυψεν». Αλήθεια μεν την Παναγία ονομάζει ο προφήτης, εξαιτίας της αληθινής παρθενίας της, επειδή και προ τόκου και εν τόκω και μετά τόκον ήταν αληθώς παρθένος. Δικαιοσύνη δε τον Χριστό ονομάζει, επειδή είναι δικαιοκρίτης. Την μεν Παρθένο Μαριάμ την ονομάζει γη, επειδή καταγόταν από τη γη ως άνθρωπος, τον δε Χριστό «εκ του Ουρανού», διότι καταγόταν από τους Ουρανούς, όχι ως άνθρωπος, αλλ'ως Θεός.
Οι πλάκες του Δεκαλόγου, που ήταν γραμμένες με το δάκτυλο του Θεού, παραπέμπουν στην Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία είναι ο πνευματικός τόμος, πάνω στον οποίο καταγράφηκε το πρόσωπο και το έργο του Χριστού.
Η ολόφωτη νεφέλη και ο πύρινος στύλος, που φώτιζαν τους Ισραηλίτες ημέρα και νύκτα «δείξαι αυτοίς την οδόν» προς τη γη της επαγγελίας, προεικονίζουν την Υπεραγία Θεοτόκο.
Η Κιβωτός του Νώε συμβολίζει την Παρθένο, η οποία φυλάσσει στα σπλάχνα της την απαρχή της Καινής κτίσεως. Κιβωτός ονομάζεται η Παρθένος και από τον προφήτη Δαυίδ : «Ανάστηθι, Κύριε, εις την ανάπαυσίν σου, συ και η κιβωτός του αγιάσματός σου».
Η σκηνή του πατριάρχου Αβραάμ είναι σύμβολο της Θεοτόκου, στην οποία κατεσκήνωσε ο Λόγος του Θεού.
Η κλίμαξ, την οποία είδε ο πατριάρχης Ιακώβ[2] να ενώνει τον ουρανό με τη γη, προτυπώνει τη Θεοτόκο, η οποία ως μυστική κλίμαξ ένωσε τον ουρανό με τη γη. Διά μέσου αυτής ο Θεός κατέβηκε στη γη, για να ανεβάσει «εις την άνω ζωήν το ανθρώπινον». Ο Ιακώβ, επίσης, αποκάλεσε την Πάναγνο Τόπο, λέγοντας : «Ως φοβερός ο τόπος ούτος»! Το ίδιο και ο προφήτης Ιεζεκιήλ : «Και ανέλαβον πνεύμα και ήκουσα καθόπισθέν μου φωνής σεισμού μεγάλου, λεγούσης˙ Ευλογημένη η δόξα Κυρίου εκ του τόπου τούτου». Και ο προφητάναξ Δαυίδ : «Ου δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω».
Η χρυσή στάμνα, που περιείχε το μάννα[3], προεικονίζει τη Θεοτόκο, η οποία ως άλλη χρυσή στάμνα έφερε μέσα της τον Ιησού, που είναι «ο άρτος της ζωής, ο εκ του ουρανού καταβάς».
Η επτάφωτη λυχνία, που έκαιε στη σκηνή του μαρτυρίου και στο ναό του Σολομώντα, προτυπώνει τη Θεοτόκο, από την οποία έλαμψε ο Χριστός, «το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Φαεινή λυχνία είναι η Θεοτόκος, «η μητέρα του φωτός». Η λυχνία προτυπώνει την τέλεια καθαρότητα και αγνότητα της Παρθένου. Το ίδιο υπονοεί και η εγκωμιαστική φράση του Άσματος των Ασμάτων : «ιδού ει καλή... όλη καλή ει, η πλησίον μου, και μώμος ουκ έστιν εν σοί. Ανάστα η πλησίον μου και ελθέ πρός με». Στο ίδιο κείμενο η μοναδική τέλεια περιστερά και εκλεκτή της μητέρας της είναι η Παρθένος Μαρία, που κατέκτησε την τελείωση και έγινε αιώνιο πρότυπο προς μίμηση.
Η ράβδος του Ααρών[4], που βλάστησε, προκαταγγέλει τη Θεοτόκο, που φύτρωσε από τη ρίζα του γενεαλογικού δένδρου του Ιεσσαί. Ράβδο, επίσης, την αποκαλεί και ο προφήτης Ησαΐας : «Εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί». Η Κυρία Θεοτόκος, κατά τον αυτόν προφήτη, λέγεται ρίζα : «Και έσται η ρίζα του Ιεσσαί και ο ανιστάμενος εξ αυτής άρχειν εθνών».
Β) ΨΑΛΜΟΙ
Ο προφητάναξ Δαυίδ αποκαλεί την Παναγία Σιών : «Ήξει εκ Σιών ο ρυόμενος και αποστρέψει ασεβείας από Ιακώβ». Και αλλού : «Εξελέξατο Κύριος την Σιών, ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν εαυτώ». Η Παναγία λέγεται ελαία, κατά την μαρτυρία του ιδίου προφήτου, ο οποίος μιλά ως εκ προσώπου της Παναγίας : «Εγώ δε, ωσεί ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού, ήλπισα επί το έλεος αυτού». Επίσης, η Παρθένος ονομάζεται Μήτηρ, κατά τον αυτόν προφήτη : «Μήτηρ Σιών ερεί άνθρωπος». Λέγεται, επιπροσθέτως, Βασίλισσα : «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου», Θυγάτηρ : «Άκουσον θύγατερ και ίδε και κλίνον το ους σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του Πατρός σου». Θυγάτηρ την ονομάζει και ο Σολομών στις Παροιμίες του : «Πολλαί θυγατέρες εποίησαν δύναμιν, συ δε υπέρκεισαι και υπερήρας πάσας». Αλλοίωσις : «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου», Ημέρα και Νυξ : «Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν», Ουρανός : «Εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος» και «Ο ουρανός του ουρανού τω Κυρίω, την δε γην έδωκε τοις υιοίς των ανθρώπων», Ανατολή : «Αι βασιλείαι της γης, άσατε τω Θεώ, ψάλατε τω Κυρίω τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού κατά ανατολάς», Δύση : «Οδοποιήσατε τω επιβεβηκότι επί δυσμών», Ήλιος : «Εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού», Πόλη : «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου η πόλις του Θεού» και «του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του Θεού».
Η Παναγία είναι, επίσης η «κόρη του βασιλέως», η κεκοσμημένη με θείες και ανθρώπινες αρετές, γι' αυτό και είναι η μόνη, που μπορεί να γίνει κατοικία του Θεού.
Σύμφωνα με το Άσμα Ασμάτων, η Θεοτόκος λέγεται Φορείο, δηλ. βαστακτήριο : «Φορείον εποίησεν εαυτώ ο βασιλεύς Σολομών από ξύλων του λιβάνου», Κλίνη : «Ιδού η κλίνη Σολομών, εξήκοντα δυνατοί κύκλω από δυνατών Ισραήλ», Νύμφη : «Δεύρο από λιβάνου Νύμφη», Αδελφή : «Τι εκωλύθησαν οι οφθαλμοί σου αδελφή μου νύμφη»; Κήπος και Πηγή : «Κήπος κεκλεισμένος και πηγή εσφραγισμένη».
Γ) ΠΡΟΦΗΤΕΣ
Ο προφήτης Αββακούμ την χαρακτηρίζει Θαιμάν : «ο Θεός από Θαιμάν ήξει» και Όρος : «Και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέως»[5]. Όρος, επίσης, την αποκαλεί ο προφήτης Δανιήλ, απευθυνόμενος προς τον Ναβουχοδονόσορα : «Εθεώρεις, βασιλεύ, ότι ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρός»; Αλλά, και ο προφήτης Δαυίδ : «Το όρος, ο ευδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ».
Η προφητεία του μεγολοφωνοτάτου προφήτου Ησαΐου, «Ιδού η Παρθένος, εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστι μεθερμηνευόμενον μεθ΄ημών ο Θεός»[6], αναφέρεται στη Θεοτόκο, που συνέλαβε και γέννησε τον Χριστό. Επίσης, η Υπεραγία Θεοτόκος χαρακτηρίζεται από τον ίδιο προφήτη ως «θρόνος υψηλός και επηρμένος» : «είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου», καθώς και «ανθρακοφόρος λαβίς»[7]. Ο πέμπτος Ευαγγελιστής, προφήτης Ησαΐας, την αποκαλεί, επίσης, Βιβλίο : «Και έσται μετά τα ρήματα ταύτα, ως οι λόγοι του βιβλίου του εσφραγισμένου», Τόμο : «Και είπε Κύριος προς με˙ Λάβε σεαυτώ τόμον καινόν», Λαβίδα : «Και απεστάλη προς με εν των Σεραφίμ και είχεν εν τη χειρί αυτού λαβίδα και εν αυτή άνθραξ», Προφήτη : «Και προσήλθον προς την προφήτιν και εν γαστρί έλαβε» και Νεφέλη : «Ιδού Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης και ήξει εις Αίγυπτον».
Θεομητορική προτύπωση αποτελεί, επίσης, και ο πόκος του Γεδεών. Όπως δηλ. ο πόκος δέχθηκε μόνον αυτός τη νυχτερινή δρόσο, έτσι και η Παναγία δέχθηκε τη δρόσο της ενεργείας του Θεού, με την οποία έσβησε η πλάνη, στην οποία είχε περιπέσει μεταπτωτικά η ανθρωπότητα. Και ο προφητάναξ Δαυίδ λέγει : «Καταβήσεται ως υετός επί πόκον και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γην».
Η προφητεία του προφήτου Ιεζεκιήλ για την «κατά ανατολάς κεκλεισμένην πύλην»[8] προτυπώνει την παρθενική μήτρα, από την οποία θα διέλθει μόνον ο Χριστός και έκτοτε θα παραμείνει για πάντα «κεκλεισμένη». Εδώ γίνεται λόγος για το αειπάρθενο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η Θεοτόκος υπήρξε παρθένος «προ τόκου, εν τόκω και μετά τόκον». «Η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, ου μη διέλθη τις δι'αυτής». Το ίδιο υπονοείται και με τις φράσεις «κήπος κεκλεισμένος, πηγή εσφραγισμένη». Ο ίδιος προφήτης την αποκαλεί Κεφαλή : «Και ιδού χειρ εκτεταμένη προς με και εν αυτή κεφαλή», Όραση : «Είδον όρασιν πυρός και το φέγγος αυτού κύκλω, ως όρασις τόξου», «Αύτη η όρασις ομοιώματος δόξης Κυρίου», Ήλεκτρο: «Και είδον ως όψιν ηλέκτρου, όρασιν πυρός», Πλίνθο : «Υιέ ανθρώπου, λάβε σεαυτόν πλίνθον καινόν».
Προεικόνιση του Θεομητορικού μυστηρίου αποτελούν οι Τρεις Παίδες «εν καμίνω». Όπως τους Τρεις Παίδες διέσωσε από τη φωτιά «ο τόκος της Θεοτόκου», ο οποίος μετέτρεψε τη φλόγα της καμίνου σε δρόσο, κατά παρόμοιο τρόπο και η παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, αν και δέχθηκε το πυρ της Θεότητος, έμεινε άφθαρτη και αλώβητη.
Τέλος, η προφητική ρήση του βιβλίου του προφήτου Δανιήλ, «εθεώρεις έως ου ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρών»[9], αναφέρεται στην Υπεραγία Θεοτόκο. Το βουνό, από το οποίο είδε ο Ναβουχοδονόσωρ να κόβεται το λιθάρι χωρίς χέρι ανθρώπου, προτυπώνει την Παναγία, η οποία ως όρος αλάξευτο έδωσε την καθαρή σάρκα της, για να γεννηθεί ο Θεάνθρωπος. Η Θεοτόκος γέννησε τον Σωτήρα του κόσμου, χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε ρήξη. Τόσον η σύλληψη όσον και η κύηση υπήρξε άφθορη[10].
[1] Γεν. 3,15.
[2] Γεν. 28, 12.
[3] Έξ. 16, 33.
[4] Αρ. 17, 23.
[5] Αβ. 3, 3.
[6] Ησ. 7, 14.
[7] Ησ. 6, 1 και 6.
[8] Ιεζ. 44, 1-2.
[9] Δαν. 2, 34.
[10] ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΥΠΟΔΙΑΚΟΝΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Θησαυρός, εκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2004, σσ. 186-188.
Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014
Ἡ Πάττυ κι ὁ Ἀκάθιστος
Ἡ Πάττυ κι ὁ Ἀκάθιστος
Ἡ Πάττυ τοῦ Μέγκα, «ἕνα χαζοχαρούμενο κορίτσι, τραβάει 30.000 μανάδες καὶ παιδιὰ στὸ Τάε Κβὸν Ντὸ Φαλήρου γιὰ νὰ τραγουδήσει πλέι μπάκ», παρατηρεῖ ὁ συνθέτης Παναγιώτης Καλαντζόπουλος στὴν (διαυγοῦς σκέψεως σημαντικὴ) συνέντευξή του στὴν «Καθημερινή» [6.3.11]. Σιτεμένες ἀμερικανίδες στὰρ πραγματοποιοῦν στὴν δύση -ἢ στὰ μεσάνυχτα- τῆς καριέρας τους μιὰ περιοδεία στὴν Ψωροκώσταινα (νῦν Φορογιώργαινα) καὶ τὰ εἰσιτήρια ἐξαντλοῦνται μέχρις ἐξαντλητικῆς ἐξαντλήσεως. Ἀνθυποπαραστάσεις ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς προσελκύουν μιλιούνια θεατῶν, ἐνῷ τὰ εἰσιτήρια δραματοποιημένων παραστάσεων τοῦ Μεγάλου Κυνὸς Σκοῦμπι-Ντοὺ καθίστανται ἐξόχως εὐρωβόρα στὴν ἀντίστοιχη μαύρη ἀγορά. Παραλλήλως, προσπαθῆστε μέρες ποὺ εἶναι νὰ προτείνεται σὲ ἕναν μετέφηβο νὰ παρακολουθήσει τοὺς Χαιρετισμοὺς χωρὶς νὰ ἀποσπάσετε (α) τὸ βλέμμα πληξάρας ἑνὸς μεσήλικος ἐν ὄψει τοῦ ἐτησίου ἰατρικοῦ τσὲκ-ἄπ του ἢ (β) τὸ βλέμμα ἑνὸς πολίτη ὅταν μαθαίνει πὼς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ περάσει τὰ ἑπόμενα πρωινά του σὲ δημόσιες ὑπηρεσίες. Ἀδύνατον. Ναὶ μὲν οἱ ἐκκλησίες εἶναι γεμάτες αὐτὲς τὶς πέντε Παρασκευές, ἀλλὰ ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας τὸ ποιά ὑμνολογία ἀναγιγνώσκεται ἐκεῖ μέσα, δὲν εἶναι οὔτε γιὰ ἀστεῖο τόσο γεμάτες ὅσο θὰ ἔπρεπε!
Ἐν ὀλίγοις: στὸ παρὸν σημείωμα θὰ προσπαθήσω νὰ διατυπώσω ὀλίγες νύξεις σχετικὰ μὲ τὴν αἰσθητικὴ τέρψη ποὺ προκαλοῦν οἱ τέσσερις στάσεις τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου
ὡς ἀκρόαμα ἢ κείμενο θεατρικὸ/λογοτεχνικό, ἀσχέτως μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὲς ἀποτελοῦν Χαιρετισμοὺς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν Θεοτόκο, καὶ μάλιστα στὸν χρόνο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται γιὰ τὸ εὐχαριστιακὸ σῶμα ὡς σημασία καὶ ὡς λειτουργία). Καὶ νὰ διερωτηθῶ γιατί ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὶς πέντε αὐτὲς Παρασκευὲς ὅσοι δὲν συμπεριλαμβάνουν τὸν ἑαυτό τους στὸ «χριστεπώνυμον πλήρωμα», ἀλλὰ ὁρκίζονται γιὰ τὶς θύραθεν φιλο-καλικές τους εὐαισθησίες (ὁπότε, ἢ τὰ αἰσθητικὰ κριτήρια τοῦ γράφοντος ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὴν μετοχή του στὴν Ἐκκλησία ἢ οἱ εὐαισθησίες τῶν θύραθεν φίλων στεροῦνται τὸ πλήρωμα τῆς εἰλικρινείας ἐλέῳ ἰδεολογικοῦ κωλύματος ἢ κολλήματος). Τὸ ζήτημα ἔχει καλυφθεῖ ἀπὸ πολὺ ἱκανώτερους, ἀλλὰ ἡ ἐπικαιρότητα εἶναι ἐπικαιρότητα!, καὶ τὸ manifesto τυγχάνει καὶ ἐντὸς τόπου καὶ ἐντὸς χρόνου.
Μοῦ φαίνεται ἐξαιρετικὰ δύσκολο νὰ προσεγγίσει κάποιος τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο ἀπὸ λογοτεχνικῆς ἀπόψεως χωρὶς νὰ ἀποφανθεῖ παραυτίκα πὼς πρόκειτα περὶ ἀριστουργήματος. Ἂς προσεγγίσουμε τὸ κείμενο ὡς κείμενο:
Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ὁ Ἀκάθιστος ἔχει καθαρὰ θεατρικὴ δομή, καὶ μάλιστα ἐξόχως χαριτωμένη (μὲ τὸ ἔτυμον τῆς λέξεως), ἀφηγεῖται μιὰ ἱστορία -τῆς ὁποίας τοὺς διαλόγους παραθέτει αὐτούσιους: στὴν πρώτη πράξη, ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἐπισκέπτεται τὴν Θεοτόκο∙ καὶ μόλις τὴν ἀντικρύζει, ἀρχίζει τὸ ἐγκώμιο: «Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει! Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρὰ (=κατάρα) ἐκλείψει» καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά. Ἀκολουθεῖ στιχομυθία τῆς Θεοτόκου μὲ τὸν Γαβριήλ, καὶ μετὰ είσερχόμαστε στὴν δεύτερη πράξη: ἡ Θεοτόκος ἐπισκέπτεται τὴν συγγενῆ της Ἐλισάβετ, τὴν σύζυγο τοῦ Ζαχαρίου καὶ μητέρα τοῦ Προδρόμου. Ὁ Πρόδρομος, ἔμβρυο στὴν μήτρα τῆς Ἐλισάβετ, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ Θεοτόκος ἐγκυμονεῖ τὸν Χριστὸ καὶ «ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν» (χοροπηδώντας στὴν μήτρα ἀντὶ γιὰ νὰ φωνάξει, γιατὶ ποῦ νὰ φωνάξει τὸ ἔμβρυο)[1], ἀρχίζει: «Χαῖρε [...]! Χαῖρε [...]!» καὶ λοιπά. Ἀκολουθεῖ ἕνα μικρὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν Ἰωσήφ, τὸν σύζυγο τῆς Μαρίας, ὁ ὁποῖος ὅσο νά’ναι ἔχει ἀρχικὰ τὶς ἀμφιβολίες του[2], καὶ μπαίνουμε στὴν τρίτη πράξη τῆς ἱστορίας μας: οἱ ποιμένες, οἱ βοσκοί, μαθαίνουν γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἐνσαρκώσεως[3] καὶ ἀρχίζουν τὴν δοξολογία τους πρὸς τὴν Θεοτόκο μὲ λεξιλόγιο ποὺ προκύπτει ἀπὸ τά... ζητήματα τοῦ ἐπαγγελματικοῦ τους κλάδου: «Χαῖρε, ἁμνοῦ καὶ ποιμένος μήτηρ∙ χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων» [4] (τώρα πεῖτε μου, δὲν διαπιστώνετε ἐδῶ τὸ λεπτὸ χιοῦμορ τοῦ ἰδιοφυοῦς ὑμνογράφου, ἀναμεμειγμένο μὲ τὴν ὄντως φιλοκαλία του;). Στὴν τέταρτη πράξη, μαθαίνουν διὰ τοῦ ἀστέρος τὰ νέα οἱ Μάγοι καὶ ἀρχίζουν τοὺς Χαιρετισμούς τους∙ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλες πράξεις, καὶ δὲν ἔχουμε κἂν μπεῖ στὴν τρίτη ἀπὸ τὶς τέσσερις στάσεις τοῦ Ἀκαθίστου, βρισκόμαστε ἀκόμα στὶς δύο πρῶτες...
Πρόκειται, σαφῶς, περὶ κειμένου θεατρικοῦ. Βέβαια, οἱ «Χαιρετισμοί», τὰ «Χαῖρε [...]! Χαῖρε [...]!» προφανῶς δὲν ἀνήκουν μόνον στὰ πρόσωπα τῆς ἱστορίας ποὺ ἀφηγεῖται ὁ Ἀκάθιστος, στὸν Ἀρχάγγελο, στοὺς Ποιμένες, στοὺς Μάγους κ.λπ., ἀλλὰ ταυτόχρονα [ἢ πρωτίστως] στοὺς μετέχοντες στὴν Ἀκολουθία πιστούς, τὴν Παρασκευὴ στὴν ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι τὰ κραυγάζουν ὡς δρῶντα πρόσωπα τοῦ δράματος διὰ τοῦ Πρεσβυτέρου τους.
Ἡ θεατρικὴ ἀμεσότητα τῶν Χαιρετισμῶν δὲν ἐξαντλεῖται στὰ «Χαῖρε [...]! Χαῖρε [...]!» ποὺ ψάλλει ὁ λαὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ βρίσκεται καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ κειμένου, ὅπου τὰ συναντᾶμε ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ θὰ τὰ συναντούσαμε σὲ ἕνα θεατρικὸ κείμενο ἢ κινηματογραφικὸ σενάριο, καὶ δὴ μὲ κλιμάκωση: ρωτᾶ ἡ Θεοτόκος τὸν Ἀρχάγγελο:
-«Ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις;»
-«Ἐκ λαγόνων ἁγνῶν υἱὸν πῶς ἐστι τεχθῆναι δυνατόν; Λέξον μοι!»
Πέρα ἀπὸ τὴν θεατρικότητα, τὸ κείμενο τοῦ Ἀκαθίστου καθορίζεται ἀπὸ τὸν πανταχοῦ παρόντα ρυθμό του: ὁλόκληρο τὸ κείμενο διαρθρώνεται γύρω ἀπὸ τὸ ἑξῆς ἐπαναλαμβανόμενο μοτίβο: ἀφ’ ἑνὸς (α) τὴν ἀλληλουχία τῶν πολλῶν ζευγῶν ἰσόποσων στίχων σὲ κάθε χαιρετισμὸ/ἐγκώμιο, «Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα∙ χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα» κλ.π., καὶ ἀφ’ ἑτέρου (β) τὴν ἐναλλαγὴ τοῦ ἀκροτελεύτιου σὲ κάθε χαιρετισμὸ «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» μὲ τὸ «Ἀλληλούϊα» ποὺ κάθε φορὰ ἕπεται στὸ κείμενο. Τὸ ζήτημα βέβαια δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ ἂν ὑφίσταται ἰσορροπία καὶ ρυθμὸς σὲ ἕνα κείμενο, ἀλλὰ τὸ μὲ πόση μαεστρία πραγματώνονται αὐτά. Μιὰ ἀνάγνωση τοῦ Ἀκαθίστου θὰ σᾶς πείσει!
Προσέξτε τώρα τὴν μουσικότητα τοῦ κειμένου: ἁπλῶς διαβάστε ἀργά, ρυθμικὰ καὶ δυνατὰ τὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα-παράδειγμα:
«Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτὴν ἐν ἀγνείᾳ, φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως∙»
- ∪ ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ - ∪ ∪ - ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ - ∪
Ὅπερ ἔδει δεῖξαι.
Ἂς προχωρήσουμε στὶς ποιητικὲς ἀρετὲς τοῦ κειμένου, στὴν καθ’ ἑαυτὴν ποιητική του γλαφυρότητα, μέσῳ ἐλάχιστων παραδειγμάτων, σχεδὸν τυχαίων μέσα στὸν κυκεώνα τῶν διατυπώσεων-ἐπιτευγμάτων:
«Χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις∙ χαῖρε, δι’ ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.»
Καὶ μόνον αὐτὸν τὸν στίχο νὰ ἀποσπάσει κανείς, ἀντιλαμβάνεται τὸ κατόρθωμα τῆς ἐκφραστικῆς. Πῶς νὰ τὸν σχολιάσει κανεὶς χωρὶς νὰ τὸν μαγαρίσει...
Ἑπόμενο:
«Καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νυδήν,/ ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν / ἅπασι, τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν».
Τὸ ἀποδίδω στὴν τρέχουσα μορφὴ τῆς γλώσσας γιὰ τὶς ἀνάγκες ὅσων ἔμαθαν ἑλληνικὰ ἐπὶ ὑπουργίας Διαμαντοπούλου: «καὶ ὑπέδειξε τὴν εὔφορη μήτρα της (νυδὴς=μῆτρα) ὡς χωράφι καλὸ γιὰ ὅλους, ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ θερίσουν τὴν σωτηρία». Τὸ «νυδὴν» ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν ὁμοιοκαταληξία «ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδύν», ἡ ὁποία ὅμως συμπαρασύρει καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν στίχων, τὸ νόημα, ἀφοῦ τὴν χρήση τῆς ἔννοιας τοῦ ἀγροῦ ἀκολουθεῖ ἡ ἔννοια τοῦ θερισμοῦ, τοῦ θερισμοῦ τῆς σωτηρίας ὅμως. Τὸ λοιπόν, ἂς ἀναφωνήσω ἀσμένως: λογοτεχνία, ὄχι ἀστεῖα! Σὲ ὅλο τὸν Ἀκάθιστο παρατηρεῖται τέλεια χρήση τῶν ἐκφραστικῶν τρόπων τῆς γλώσσας: ἐδῶ θὰ μνημονεύσουμε τὴν εὐστοχώτατη κρίση τοῦ Κώστα Ζουράρι, ὁ ὁποῖος διαβεβαιώνει ὅτι «τὰ τρία σημαντικώτερα καὶ τελειώτερα ποιήματα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι ἡ Ἰλιάδα, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος καὶ ὁ Ἐρωτόκριτος».[5] Ἐνίοτε ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι κάποιες ὁμοιοκαταληξίες ἔχουν ἐπιλεγεῖ ἀκριβῶς γιὰ νὰ προξενήσουν ἕνα χαμόγελο λόγῳ μιᾶς ζυγισμένης ὑπερβολῆς τους, στὰ πλαίσια τοῦ κατὰ τὴ γνώμη μου σκόπιμου καὶ ὑπαρκτοῦ λεπτοτάτου χιοῦμορ σὲ μερικὰ (μᾶλλον λίγα) σημεῖα τοῦ κειμένου: «μέλλοντος Συμεῶνος τοῦ παρόντος αἰῶνος μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος...». Ἀλλοῦ ἡ ὁμοιοκαταληξία «δένει» ἐκθαμβωτικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ στίχου, σὲ σχῆμα θέσης-ἄρσης (ἢ συναμφότερου): «Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα∙ χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα». Παράλληλα, τὸ κείμενο βρίθει συνειρμικῶν εἰκόνων σπάνιας μαεστρίας: «ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ σοί, Θεοτόκε» κλπ. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀποσπάσματα χάνουν μεγάλο κομμάτι ἀπὸ τὴν αἴγλη τους ὅταν παρατίθενται ἀποκομμένα ἀπὸ τὴν ἑνότητα τοῦ κειμένου, ἀπὸ τὸν ρυθμό του, τὴν θεατρικότητά του καὶ τὴν ἰσορροπία του: ἐνταγμένα ὅμως στὴν ὁλότητά του σὲ κάνουν, πραγματικά, νὰ παλαβώνεις.
Νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἀκάθιστος χωρίζεται σὲ 24 «οἴκους» (στροφές), ὁ καθεὶς ἐκ τῶν ὁποίων ξεκινᾶ μὲ ἕνα γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου[6]: δηλαδή, ὅλα αὐτὰ τὰ γλωσσικὰ ἐπιτεύγματα ποὺ ἀναφέραμε καταφέρνουν καὶ ἀνθοῦν μέσα στὸν (φαινομενικὸ) νάρθηκα τῆς ὑποχρεωτικῆς ἔναρξης κάθε οἴκου-στροφῆς ἀπὸ τὸ ἑπόμενο γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου!
Εἴπαμε ὅτι θὰ ἐξετάσουμε τὸν Ἀκάθιστο μόνον ὡς λογοτεχνικὸ/θεατρικὸ κείμενο. Δὲν θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ πῶς θεολογεῖ αὐτὸ τὸ κείμενο, σὲ τί βάθος καὶ μὲ πόση ὀμορφιά. Ἐπιτρέψτε μου ὅμως νὰ ἐνδώσω στὸν πειρασμὸ καὶ νὰ παραθέσω ἕνα, μόνο ἕνα, ψῆγμα τῆς θεολογίας τοῦ κειμένου, τὸ πῶς εἰκονογραφεῖ τὸ ὅτι «παρῆλθεν ἡ κατάρα τοῦ Νόμου»:
«Χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων, ἐπεδήμησε δι’ ἑαυτοῦ πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος∙ καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον, ἀκούει παρὰ πάντων οὔτως∙ Ἀλληλούϊα!»
Τί εἰκόνα: γράφονται καὶ καταγράφονται τὰ «ὀφλήματα» τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὰ πλέον ἀρχαῖα χρόνια, διαρκῶς: καὶ ξαφνικά, ὁ Θεὸς ἁπλῶς -ἁπλούστατα- «σχίζει τὸ χειρόγραφο». Ἡ Θεολογία ὡς Ὀμορφιά!
Ὁ θαυμασμὸς ποὺ προκαλεῖ αὐτὸ τὸ ἀριστουργηματικὸ κείμενο, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, δύναται νὰ καταστήσει τοῦτο ‘δῶ τὸ ἄρθρο σχοινοτενέστατο καὶ πάνυ οὐρανομῆκες, γι’ αὐτὸ συγκρατοῦμαι καὶ καταλήγω κάπου ἐδῶ. Δὲν μπορῶ ὅμως νὰ μὴν διερωτηθῶ: δὲν εἶναι πραγματικὰ κρῖμα νὰ διαβάζεται τέτοιο ἀριστούργημα σὲ μιὰ ἐκκλησία δίπλα σου, στὴ γειτονιά σου, νὰ ψάλλεται καὶ νὰ ἀπαγγέλεται ἕνα κείμενο ζωντανὸ[7] ποὺ ἀποπνέει τόση ὀμορφιὰ καὶ δωρίζει τέτοια ἀγαλλίαση στὴν καρδιά σου ἀπὸ τὸ κάλλος του καὶ μόνο, καὶ ἐσὺ νὰ ἀπέχεις λόγῳ τῆς βλακώδους ἀναγωγῆς «ἐκκλησία=σκοταδισμός, μεσαίωνας, συντηρητισμὸς» ἢ λόγῳ ἀνεξηγήτου πλὴν μείζονος πληξάρας; Εἶναι δυνατὸν νὰ λείπεις, νὰ μὴν εἶσαι ἐκεῖ, ἀσχέτως τῆς σχέσης σου μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός; Πόσῳ δὲ μᾶλλον ἂν καμώνεσαι ὅτι ἀσχολεῖσαι ἔστω καὶ λίγο μὲ τὰ γράμματα ἢ τὴν Τέχνη! Ἀναπηρία!
[1] Παραθέτω τὸ ἀπόσπασμα, διότι μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν παραθέσω τοὐλάχιστον τοὺς πρώτους στίχους τοῦ ἐγκωμίου τοῦ βρέφους λόγῳ τῆς ἐκθαμβωτικῆς λογοτεχνικῆς καὶ εἰκονολογικῆς ὀμορφιᾶς τους: «Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθύς, ἐπιγνὸν τὸν ταύτης ἀσπασμόν, ἔχαιρε∙ καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν, ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον∙ Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα∙ χαῖρε, καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα. Χαῖρε γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον∙ χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν φύουσα».
[2] «Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη, [...] κλεψίγαμον ὑπονοῶν ἄμεμπτε∙ μαθὼν δὲ σοῦ τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἔφη∙ Ἀλληλούϊα!»
[3] Καὶ πάλι, ἀδύνατον νὰ μὴν παρατεθεῖ ἡ ὀμορφιὰ τῆς εἰκόνας: «[...] θεωροῦσι τοῦτον (σ.σ.: τὸν Χριστὸ) ὡς ἀμνὸν ἄμωμον ἐν τῇ γαστρὶ Μαρίας βοσκηθέντα...».
[4] Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ: ὁ Κώστας Ζουράρις ἔχει ἀναλύσει πολλάκις καὶ μὲ ζηλευτὴ μαεστρία τὸ «χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων» ὡς σύνοψη τῆς ἑλληνικῆς («ἰλιαδορωμέηκης») πολιτικῆς θεωρίας: ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι τῆς παρούσης.
[5] Μά, αὐτὸ εἶναι τὸ δράμα: ὅτι ὁ Ἀκάθιστος, αὐτὴ ἡ κείμενη τελειότητα, ἀποτελεῖ γιὰ ἀρκετοὺς «προοδευτικοὺς» συμπολίτες μας (νὰ χαρῶ ἐγὼ πρόοδο!) ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικὸ κείμενο γιὰ ἀφελῆ γραϊδια∙ ἔχουν τὸν θησαυρὸ στὸ ντουλάπι τους καὶ ἀδυνατοῦν νὰ τὸν ἐκτιμήσουν. Ὁ ὄντως ἀθεόφοβος Βασίλης Ἀλεξάκης ἐκφράζει τὴν ἄποψη στὸ ἐντυπωσιακὰ εὐπώλητο βιβλίο του «μ.Χ.» ὅτι «ὁ Ἀκάθιστος εἶναι τόσο δημοφιλὴς ἐπειδὴ εἶναι παντελῶς δυσνόητος∙ δὲν ἔχει κάποια ἰδιαίτερη ἀξία»- ἢ κάπως ἔτσι. Ἂς εἶναι...
[6] Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη... Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ... Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα... Δύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπεσκίασε τότε πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω...
[7] ζωντανό: διαβάζεται ΚΑΘΕ χρόνο σὲ ΚΑΘΕ ἐκκλησία/γειτονιὰ ἀπὸ πραγματικοὺς ἀνθρώπους, κάθε προέλευσης/τάξης/μόρφωσης κ.λπ. Περίπου 1.400 χρόνια τώρα. 1.400 χρόνια! Πραγματικὸ λαϊκὸ γεγονός, λαοῦ ζῶντος καὶ πάντοτε παρόντος, ἐκεῖ, αὐτὲς τὶς πέντε Παρασκευὲς τοῦ χρόνου. Ποῦ ἀλλοῦ!
Σωτήρης Μητραλέξης, στρατευμένος φιλόλογος 12/3/2011
Ἡ Πάττυ τοῦ Μέγκα, «ἕνα χαζοχαρούμενο κορίτσι, τραβάει 30.000 μανάδες καὶ παιδιὰ στὸ Τάε Κβὸν Ντὸ Φαλήρου γιὰ νὰ τραγουδήσει πλέι μπάκ», παρατηρεῖ ὁ συνθέτης Παναγιώτης Καλαντζόπουλος στὴν (διαυγοῦς σκέψεως σημαντικὴ) συνέντευξή του στὴν «Καθημερινή» [6.3.11]. Σιτεμένες ἀμερικανίδες στὰρ πραγματοποιοῦν στὴν δύση -ἢ στὰ μεσάνυχτα- τῆς καριέρας τους μιὰ περιοδεία στὴν Ψωροκώσταινα (νῦν Φορογιώργαινα) καὶ τὰ εἰσιτήρια ἐξαντλοῦνται μέχρις ἐξαντλητικῆς ἐξαντλήσεως. Ἀνθυποπαραστάσεις ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς προσελκύουν μιλιούνια θεατῶν, ἐνῷ τὰ εἰσιτήρια δραματοποιημένων παραστάσεων τοῦ Μεγάλου Κυνὸς Σκοῦμπι-Ντοὺ καθίστανται ἐξόχως εὐρωβόρα στὴν ἀντίστοιχη μαύρη ἀγορά. Παραλλήλως, προσπαθῆστε μέρες ποὺ εἶναι νὰ προτείνεται σὲ ἕναν μετέφηβο νὰ παρακολουθήσει τοὺς Χαιρετισμοὺς χωρὶς νὰ ἀποσπάσετε (α) τὸ βλέμμα πληξάρας ἑνὸς μεσήλικος ἐν ὄψει τοῦ ἐτησίου ἰατρικοῦ τσὲκ-ἄπ του ἢ (β) τὸ βλέμμα ἑνὸς πολίτη ὅταν μαθαίνει πὼς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ περάσει τὰ ἑπόμενα πρωινά του σὲ δημόσιες ὑπηρεσίες. Ἀδύνατον. Ναὶ μὲν οἱ ἐκκλησίες εἶναι γεμάτες αὐτὲς τὶς πέντε Παρασκευές, ἀλλὰ ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας τὸ ποιά ὑμνολογία ἀναγιγνώσκεται ἐκεῖ μέσα, δὲν εἶναι οὔτε γιὰ ἀστεῖο τόσο γεμάτες ὅσο θὰ ἔπρεπε!
Ἐν ὀλίγοις: στὸ παρὸν σημείωμα θὰ προσπαθήσω νὰ διατυπώσω ὀλίγες νύξεις σχετικὰ μὲ τὴν αἰσθητικὴ τέρψη ποὺ προκαλοῦν οἱ τέσσερις στάσεις τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου
ὡς ἀκρόαμα ἢ κείμενο θεατρικὸ/λογοτεχνικό, ἀσχέτως μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὲς ἀποτελοῦν Χαιρετισμοὺς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν Θεοτόκο, καὶ μάλιστα στὸν χρόνο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται γιὰ τὸ εὐχαριστιακὸ σῶμα ὡς σημασία καὶ ὡς λειτουργία). Καὶ νὰ διερωτηθῶ γιατί ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὶς πέντε αὐτὲς Παρασκευὲς ὅσοι δὲν συμπεριλαμβάνουν τὸν ἑαυτό τους στὸ «χριστεπώνυμον πλήρωμα», ἀλλὰ ὁρκίζονται γιὰ τὶς θύραθεν φιλο-καλικές τους εὐαισθησίες (ὁπότε, ἢ τὰ αἰσθητικὰ κριτήρια τοῦ γράφοντος ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὴν μετοχή του στὴν Ἐκκλησία ἢ οἱ εὐαισθησίες τῶν θύραθεν φίλων στεροῦνται τὸ πλήρωμα τῆς εἰλικρινείας ἐλέῳ ἰδεολογικοῦ κωλύματος ἢ κολλήματος). Τὸ ζήτημα ἔχει καλυφθεῖ ἀπὸ πολὺ ἱκανώτερους, ἀλλὰ ἡ ἐπικαιρότητα εἶναι ἐπικαιρότητα!, καὶ τὸ manifesto τυγχάνει καὶ ἐντὸς τόπου καὶ ἐντὸς χρόνου.
Μοῦ φαίνεται ἐξαιρετικὰ δύσκολο νὰ προσεγγίσει κάποιος τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο ἀπὸ λογοτεχνικῆς ἀπόψεως χωρὶς νὰ ἀποφανθεῖ παραυτίκα πὼς πρόκειτα περὶ ἀριστουργήματος. Ἂς προσεγγίσουμε τὸ κείμενο ὡς κείμενο:
Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ὁ Ἀκάθιστος ἔχει καθαρὰ θεατρικὴ δομή, καὶ μάλιστα ἐξόχως χαριτωμένη (μὲ τὸ ἔτυμον τῆς λέξεως), ἀφηγεῖται μιὰ ἱστορία -τῆς ὁποίας τοὺς διαλόγους παραθέτει αὐτούσιους: στὴν πρώτη πράξη, ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ἐπισκέπτεται τὴν Θεοτόκο∙ καὶ μόλις τὴν ἀντικρύζει, ἀρχίζει τὸ ἐγκώμιο: «Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει! Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρὰ (=κατάρα) ἐκλείψει» καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά. Ἀκολουθεῖ στιχομυθία τῆς Θεοτόκου μὲ τὸν Γαβριήλ, καὶ μετὰ είσερχόμαστε στὴν δεύτερη πράξη: ἡ Θεοτόκος ἐπισκέπτεται τὴν συγγενῆ της Ἐλισάβετ, τὴν σύζυγο τοῦ Ζαχαρίου καὶ μητέρα τοῦ Προδρόμου. Ὁ Πρόδρομος, ἔμβρυο στὴν μήτρα τῆς Ἐλισάβετ, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ Θεοτόκος ἐγκυμονεῖ τὸν Χριστὸ καὶ «ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν» (χοροπηδώντας στὴν μήτρα ἀντὶ γιὰ νὰ φωνάξει, γιατὶ ποῦ νὰ φωνάξει τὸ ἔμβρυο)[1], ἀρχίζει: «Χαῖρε [...]! Χαῖρε [...]!» καὶ λοιπά. Ἀκολουθεῖ ἕνα μικρὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν Ἰωσήφ, τὸν σύζυγο τῆς Μαρίας, ὁ ὁποῖος ὅσο νά’ναι ἔχει ἀρχικὰ τὶς ἀμφιβολίες του[2], καὶ μπαίνουμε στὴν τρίτη πράξη τῆς ἱστορίας μας: οἱ ποιμένες, οἱ βοσκοί, μαθαίνουν γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἐνσαρκώσεως[3] καὶ ἀρχίζουν τὴν δοξολογία τους πρὸς τὴν Θεοτόκο μὲ λεξιλόγιο ποὺ προκύπτει ἀπὸ τά... ζητήματα τοῦ ἐπαγγελματικοῦ τους κλάδου: «Χαῖρε, ἁμνοῦ καὶ ποιμένος μήτηρ∙ χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων» [4] (τώρα πεῖτε μου, δὲν διαπιστώνετε ἐδῶ τὸ λεπτὸ χιοῦμορ τοῦ ἰδιοφυοῦς ὑμνογράφου, ἀναμεμειγμένο μὲ τὴν ὄντως φιλοκαλία του;). Στὴν τέταρτη πράξη, μαθαίνουν διὰ τοῦ ἀστέρος τὰ νέα οἱ Μάγοι καὶ ἀρχίζουν τοὺς Χαιρετισμούς τους∙ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλες πράξεις, καὶ δὲν ἔχουμε κἂν μπεῖ στὴν τρίτη ἀπὸ τὶς τέσσερις στάσεις τοῦ Ἀκαθίστου, βρισκόμαστε ἀκόμα στὶς δύο πρῶτες...
Πρόκειται, σαφῶς, περὶ κειμένου θεατρικοῦ. Βέβαια, οἱ «Χαιρετισμοί», τὰ «Χαῖρε [...]! Χαῖρε [...]!» προφανῶς δὲν ἀνήκουν μόνον στὰ πρόσωπα τῆς ἱστορίας ποὺ ἀφηγεῖται ὁ Ἀκάθιστος, στὸν Ἀρχάγγελο, στοὺς Ποιμένες, στοὺς Μάγους κ.λπ., ἀλλὰ ταυτόχρονα [ἢ πρωτίστως] στοὺς μετέχοντες στὴν Ἀκολουθία πιστούς, τὴν Παρασκευὴ στὴν ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι τὰ κραυγάζουν ὡς δρῶντα πρόσωπα τοῦ δράματος διὰ τοῦ Πρεσβυτέρου τους.
Ἡ θεατρικὴ ἀμεσότητα τῶν Χαιρετισμῶν δὲν ἐξαντλεῖται στὰ «Χαῖρε [...]! Χαῖρε [...]!» ποὺ ψάλλει ὁ λαὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ βρίσκεται καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ κειμένου, ὅπου τὰ συναντᾶμε ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ θὰ τὰ συναντούσαμε σὲ ἕνα θεατρικὸ κείμενο ἢ κινηματογραφικὸ σενάριο, καὶ δὴ μὲ κλιμάκωση: ρωτᾶ ἡ Θεοτόκος τὸν Ἀρχάγγελο:
-«Ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις;»
-«Ἐκ λαγόνων ἁγνῶν υἱὸν πῶς ἐστι τεχθῆναι δυνατόν; Λέξον μοι!»
Πέρα ἀπὸ τὴν θεατρικότητα, τὸ κείμενο τοῦ Ἀκαθίστου καθορίζεται ἀπὸ τὸν πανταχοῦ παρόντα ρυθμό του: ὁλόκληρο τὸ κείμενο διαρθρώνεται γύρω ἀπὸ τὸ ἑξῆς ἐπαναλαμβανόμενο μοτίβο: ἀφ’ ἑνὸς (α) τὴν ἀλληλουχία τῶν πολλῶν ζευγῶν ἰσόποσων στίχων σὲ κάθε χαιρετισμὸ/ἐγκώμιο, «Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα∙ χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα» κλ.π., καὶ ἀφ’ ἑτέρου (β) τὴν ἐναλλαγὴ τοῦ ἀκροτελεύτιου σὲ κάθε χαιρετισμὸ «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» μὲ τὸ «Ἀλληλούϊα» ποὺ κάθε φορὰ ἕπεται στὸ κείμενο. Τὸ ζήτημα βέβαια δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ ἂν ὑφίσταται ἰσορροπία καὶ ρυθμὸς σὲ ἕνα κείμενο, ἀλλὰ τὸ μὲ πόση μαεστρία πραγματώνονται αὐτά. Μιὰ ἀνάγνωση τοῦ Ἀκαθίστου θὰ σᾶς πείσει!
Προσέξτε τώρα τὴν μουσικότητα τοῦ κειμένου: ἁπλῶς διαβάστε ἀργά, ρυθμικὰ καὶ δυνατὰ τὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα-παράδειγμα:
«Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτὴν ἐν ἀγνείᾳ, φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως∙»
- ∪ ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ - ∪ ∪ - ∪ ∪ ∪ - ∪ ∪ - ∪
Ὅπερ ἔδει δεῖξαι.
Ἂς προχωρήσουμε στὶς ποιητικὲς ἀρετὲς τοῦ κειμένου, στὴν καθ’ ἑαυτὴν ποιητική του γλαφυρότητα, μέσῳ ἐλάχιστων παραδειγμάτων, σχεδὸν τυχαίων μέσα στὸν κυκεώνα τῶν διατυπώσεων-ἐπιτευγμάτων:
«Χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις∙ χαῖρε, δι’ ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.»
Καὶ μόνον αὐτὸν τὸν στίχο νὰ ἀποσπάσει κανείς, ἀντιλαμβάνεται τὸ κατόρθωμα τῆς ἐκφραστικῆς. Πῶς νὰ τὸν σχολιάσει κανεὶς χωρὶς νὰ τὸν μαγαρίσει...
Ἑπόμενο:
«Καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νυδήν,/ ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν / ἅπασι, τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν».
Τὸ ἀποδίδω στὴν τρέχουσα μορφὴ τῆς γλώσσας γιὰ τὶς ἀνάγκες ὅσων ἔμαθαν ἑλληνικὰ ἐπὶ ὑπουργίας Διαμαντοπούλου: «καὶ ὑπέδειξε τὴν εὔφορη μήτρα της (νυδὴς=μῆτρα) ὡς χωράφι καλὸ γιὰ ὅλους, ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ θερίσουν τὴν σωτηρία». Τὸ «νυδὴν» ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν ὁμοιοκαταληξία «ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδύν», ἡ ὁποία ὅμως συμπαρασύρει καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν στίχων, τὸ νόημα, ἀφοῦ τὴν χρήση τῆς ἔννοιας τοῦ ἀγροῦ ἀκολουθεῖ ἡ ἔννοια τοῦ θερισμοῦ, τοῦ θερισμοῦ τῆς σωτηρίας ὅμως. Τὸ λοιπόν, ἂς ἀναφωνήσω ἀσμένως: λογοτεχνία, ὄχι ἀστεῖα! Σὲ ὅλο τὸν Ἀκάθιστο παρατηρεῖται τέλεια χρήση τῶν ἐκφραστικῶν τρόπων τῆς γλώσσας: ἐδῶ θὰ μνημονεύσουμε τὴν εὐστοχώτατη κρίση τοῦ Κώστα Ζουράρι, ὁ ὁποῖος διαβεβαιώνει ὅτι «τὰ τρία σημαντικώτερα καὶ τελειώτερα ποιήματα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι ἡ Ἰλιάδα, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος καὶ ὁ Ἐρωτόκριτος».[5] Ἐνίοτε ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι κάποιες ὁμοιοκαταληξίες ἔχουν ἐπιλεγεῖ ἀκριβῶς γιὰ νὰ προξενήσουν ἕνα χαμόγελο λόγῳ μιᾶς ζυγισμένης ὑπερβολῆς τους, στὰ πλαίσια τοῦ κατὰ τὴ γνώμη μου σκόπιμου καὶ ὑπαρκτοῦ λεπτοτάτου χιοῦμορ σὲ μερικὰ (μᾶλλον λίγα) σημεῖα τοῦ κειμένου: «μέλλοντος Συμεῶνος τοῦ παρόντος αἰῶνος μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος...». Ἀλλοῦ ἡ ὁμοιοκαταληξία «δένει» ἐκθαμβωτικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ στίχου, σὲ σχῆμα θέσης-ἄρσης (ἢ συναμφότερου): «Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα∙ χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα». Παράλληλα, τὸ κείμενο βρίθει συνειρμικῶν εἰκόνων σπάνιας μαεστρίας: «ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ σοί, Θεοτόκε» κλπ. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀποσπάσματα χάνουν μεγάλο κομμάτι ἀπὸ τὴν αἴγλη τους ὅταν παρατίθενται ἀποκομμένα ἀπὸ τὴν ἑνότητα τοῦ κειμένου, ἀπὸ τὸν ρυθμό του, τὴν θεατρικότητά του καὶ τὴν ἰσορροπία του: ἐνταγμένα ὅμως στὴν ὁλότητά του σὲ κάνουν, πραγματικά, νὰ παλαβώνεις.
Νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἀκάθιστος χωρίζεται σὲ 24 «οἴκους» (στροφές), ὁ καθεὶς ἐκ τῶν ὁποίων ξεκινᾶ μὲ ἕνα γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου[6]: δηλαδή, ὅλα αὐτὰ τὰ γλωσσικὰ ἐπιτεύγματα ποὺ ἀναφέραμε καταφέρνουν καὶ ἀνθοῦν μέσα στὸν (φαινομενικὸ) νάρθηκα τῆς ὑποχρεωτικῆς ἔναρξης κάθε οἴκου-στροφῆς ἀπὸ τὸ ἑπόμενο γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου!
Εἴπαμε ὅτι θὰ ἐξετάσουμε τὸν Ἀκάθιστο μόνον ὡς λογοτεχνικὸ/θεατρικὸ κείμενο. Δὲν θὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ πῶς θεολογεῖ αὐτὸ τὸ κείμενο, σὲ τί βάθος καὶ μὲ πόση ὀμορφιά. Ἐπιτρέψτε μου ὅμως νὰ ἐνδώσω στὸν πειρασμὸ καὶ νὰ παραθέσω ἕνα, μόνο ἕνα, ψῆγμα τῆς θεολογίας τοῦ κειμένου, τὸ πῶς εἰκονογραφεῖ τὸ ὅτι «παρῆλθεν ἡ κατάρα τοῦ Νόμου»:
«Χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων, ἐπεδήμησε δι’ ἑαυτοῦ πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος∙ καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον, ἀκούει παρὰ πάντων οὔτως∙ Ἀλληλούϊα!»
Τί εἰκόνα: γράφονται καὶ καταγράφονται τὰ «ὀφλήματα» τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὰ πλέον ἀρχαῖα χρόνια, διαρκῶς: καὶ ξαφνικά, ὁ Θεὸς ἁπλῶς -ἁπλούστατα- «σχίζει τὸ χειρόγραφο». Ἡ Θεολογία ὡς Ὀμορφιά!
Ὁ θαυμασμὸς ποὺ προκαλεῖ αὐτὸ τὸ ἀριστουργηματικὸ κείμενο, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, δύναται νὰ καταστήσει τοῦτο ‘δῶ τὸ ἄρθρο σχοινοτενέστατο καὶ πάνυ οὐρανομῆκες, γι’ αὐτὸ συγκρατοῦμαι καὶ καταλήγω κάπου ἐδῶ. Δὲν μπορῶ ὅμως νὰ μὴν διερωτηθῶ: δὲν εἶναι πραγματικὰ κρῖμα νὰ διαβάζεται τέτοιο ἀριστούργημα σὲ μιὰ ἐκκλησία δίπλα σου, στὴ γειτονιά σου, νὰ ψάλλεται καὶ νὰ ἀπαγγέλεται ἕνα κείμενο ζωντανὸ[7] ποὺ ἀποπνέει τόση ὀμορφιὰ καὶ δωρίζει τέτοια ἀγαλλίαση στὴν καρδιά σου ἀπὸ τὸ κάλλος του καὶ μόνο, καὶ ἐσὺ νὰ ἀπέχεις λόγῳ τῆς βλακώδους ἀναγωγῆς «ἐκκλησία=σκοταδισμός, μεσαίωνας, συντηρητισμὸς» ἢ λόγῳ ἀνεξηγήτου πλὴν μείζονος πληξάρας; Εἶναι δυνατὸν νὰ λείπεις, νὰ μὴν εἶσαι ἐκεῖ, ἀσχέτως τῆς σχέσης σου μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός; Πόσῳ δὲ μᾶλλον ἂν καμώνεσαι ὅτι ἀσχολεῖσαι ἔστω καὶ λίγο μὲ τὰ γράμματα ἢ τὴν Τέχνη! Ἀναπηρία!
[1] Παραθέτω τὸ ἀπόσπασμα, διότι μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν παραθέσω τοὐλάχιστον τοὺς πρώτους στίχους τοῦ ἐγκωμίου τοῦ βρέφους λόγῳ τῆς ἐκθαμβωτικῆς λογοτεχνικῆς καὶ εἰκονολογικῆς ὀμορφιᾶς τους: «Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθύς, ἐπιγνὸν τὸν ταύτης ἀσπασμόν, ἔχαιρε∙ καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν, ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον∙ Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα∙ χαῖρε, καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα. Χαῖρε γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον∙ χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν φύουσα».
[2] «Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη, [...] κλεψίγαμον ὑπονοῶν ἄμεμπτε∙ μαθὼν δὲ σοῦ τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἔφη∙ Ἀλληλούϊα!»
[3] Καὶ πάλι, ἀδύνατον νὰ μὴν παρατεθεῖ ἡ ὀμορφιὰ τῆς εἰκόνας: «[...] θεωροῦσι τοῦτον (σ.σ.: τὸν Χριστὸ) ὡς ἀμνὸν ἄμωμον ἐν τῇ γαστρὶ Μαρίας βοσκηθέντα...».
[4] Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ: ὁ Κώστας Ζουράρις ἔχει ἀναλύσει πολλάκις καὶ μὲ ζηλευτὴ μαεστρία τὸ «χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων» ὡς σύνοψη τῆς ἑλληνικῆς («ἰλιαδορωμέηκης») πολιτικῆς θεωρίας: ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι τῆς παρούσης.
[5] Μά, αὐτὸ εἶναι τὸ δράμα: ὅτι ὁ Ἀκάθιστος, αὐτὴ ἡ κείμενη τελειότητα, ἀποτελεῖ γιὰ ἀρκετοὺς «προοδευτικοὺς» συμπολίτες μας (νὰ χαρῶ ἐγὼ πρόοδο!) ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικὸ κείμενο γιὰ ἀφελῆ γραϊδια∙ ἔχουν τὸν θησαυρὸ στὸ ντουλάπι τους καὶ ἀδυνατοῦν νὰ τὸν ἐκτιμήσουν. Ὁ ὄντως ἀθεόφοβος Βασίλης Ἀλεξάκης ἐκφράζει τὴν ἄποψη στὸ ἐντυπωσιακὰ εὐπώλητο βιβλίο του «μ.Χ.» ὅτι «ὁ Ἀκάθιστος εἶναι τόσο δημοφιλὴς ἐπειδὴ εἶναι παντελῶς δυσνόητος∙ δὲν ἔχει κάποια ἰδιαίτερη ἀξία»- ἢ κάπως ἔτσι. Ἂς εἶναι...
[6] Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη... Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ... Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα... Δύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπεσκίασε τότε πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω...
[7] ζωντανό: διαβάζεται ΚΑΘΕ χρόνο σὲ ΚΑΘΕ ἐκκλησία/γειτονιὰ ἀπὸ πραγματικοὺς ἀνθρώπους, κάθε προέλευσης/τάξης/μόρφωσης κ.λπ. Περίπου 1.400 χρόνια τώρα. 1.400 χρόνια! Πραγματικὸ λαϊκὸ γεγονός, λαοῦ ζῶντος καὶ πάντοτε παρόντος, ἐκεῖ, αὐτὲς τὶς πέντε Παρασκευὲς τοῦ χρόνου. Ποῦ ἀλλοῦ!
Σωτήρης Μητραλέξης, στρατευμένος φιλόλογος 12/3/2011
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΟΡΑΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ .
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΟΡΑΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου
Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος ευλαβής που ωνομαζόταν Αγαθόνικος. Αυτός είχε διδαχθή, ακόμη από την παιδική του ηλικία, να λέγη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, τον ύμνο αυτό:
«Θεοτόκε, Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά σού. Ευλογημένη, συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Ότι Σωτήρα έτεκες, των ψυχών ημών».
Αργότερα έκανε μια ζωή με πολλές φροντίδες και έλεγε σπανιώτερα αυτόν τον ύμνο της Κυρίας Θεοτόκου. Κατόπιν σιγά σιγά έπαυσε να τον λέγη.
Ο Θεός όμως, ο Οποίος δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, έστειλε στο σπίτι του έναν ερημίτη από την Θηβαίδα για να τον ελέγξη διότι εξέχασε αυτόν τον ύμνο της Κυρίας Θεοτόκου. Ο Αγαθόνικος απήντησε στον ερημίτη μοναχό ότι έπαυσε να τον λέγη, διότι, παρότι τον έλεγε για πολλά χρόνια, όμως δεν ευρήκε καμμία ωφέλεια.
Τότε ο ερημίτης του είπε: «Φέρε στον νού σου τυφλέ και αχάριστε, πόσες φορές σε εβοήθησε αυτή η δοξολογική προσευχή και σε έσωσε από διάφορους πειρασμούς!
Θυμήσου, όταν ήσουν ακόμη παιδί, πως λυτρώθηκες από πνιγμό κατά ένα θαυμαστό τρόπο! Ενθυμήσου, όταν σε εκτύπησαν πολλοί γείτονες σε μία λακκούβα που είχες πέσει κι όμως έμεινες ατραυμάτιστος! Θυμήσου ακόμη, όταν ταξίδευες κάποτε με κάποιον φίλον σου, επέσατε και οι δυό σας από την καρότσα!
Αυτός έσπασε το πόδι του και συ δεν έπαθες τίποτε. Δεν γνωρίζεις ότι ο φίλος σου είναι κάτω αδύνατος από μία ασθένεια, ενώ εσύ είσαι υγιής και δεν αισθάνεσαι κανένα πόνο;
Καί, όταν του έφερε στην μνήμη όλα αυτά τα θαυμαστά έργα, στο τέλος του είπε: «Να ξέρης ότι όλες αυτές οι δυστυχίες και ατυχίες που ήλθαν στην ζωήν σου, απομακρύνθηκαν από την θεία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου, χάρις στην μικρή σου αυτή δοξολογική προσευχή, την οποίαν έλεγες κάθε ημέρα ενώπιόν της.
Δώσε λοιπόν προσευχή και συνέχιζε να προσεύχεσαι και στο μέλλον με την προσευχή αυτή και η Μητέρα του Κυρίου μας δεν θα σε εγκαταλείψη ποτέ». Έτσι κατάλαβε ο Αγαθόνικος και δεν άφησε πάλι αυτή την προσευχή.
Ούτε εμείς να μην αφήνουμε να περνά μία ημέρα χωρίς να προσευχηθούμε μ᾿ αυτή την προσευχή μπροστά στην Κυρία Θεοτόκο κι έτσι θα φυλαγώμεθα από πολλές δοκιμασίες και πειρασμούς στην ζωή μας.
Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος ευλαβής που ωνομαζόταν Αγαθόνικος. Αυτός είχε διδαχθή, ακόμη από την παιδική του ηλικία, να λέγη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, τον ύμνο αυτό:
«Θεοτόκε, Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά σού. Ευλογημένη, συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Ότι Σωτήρα έτεκες, των ψυχών ημών».
Αργότερα έκανε μια ζωή με πολλές φροντίδες και έλεγε σπανιώτερα αυτόν τον ύμνο της Κυρίας Θεοτόκου. Κατόπιν σιγά σιγά έπαυσε να τον λέγη.
Ο Θεός όμως, ο Οποίος δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, έστειλε στο σπίτι του έναν ερημίτη από την Θηβαίδα για να τον ελέγξη διότι εξέχασε αυτόν τον ύμνο της Κυρίας Θεοτόκου. Ο Αγαθόνικος απήντησε στον ερημίτη μοναχό ότι έπαυσε να τον λέγη, διότι, παρότι τον έλεγε για πολλά χρόνια, όμως δεν ευρήκε καμμία ωφέλεια.
Τότε ο ερημίτης του είπε: «Φέρε στον νού σου τυφλέ και αχάριστε, πόσες φορές σε εβοήθησε αυτή η δοξολογική προσευχή και σε έσωσε από διάφορους πειρασμούς!
Θυμήσου, όταν ήσουν ακόμη παιδί, πως λυτρώθηκες από πνιγμό κατά ένα θαυμαστό τρόπο! Ενθυμήσου, όταν σε εκτύπησαν πολλοί γείτονες σε μία λακκούβα που είχες πέσει κι όμως έμεινες ατραυμάτιστος! Θυμήσου ακόμη, όταν ταξίδευες κάποτε με κάποιον φίλον σου, επέσατε και οι δυό σας από την καρότσα!
Αυτός έσπασε το πόδι του και συ δεν έπαθες τίποτε. Δεν γνωρίζεις ότι ο φίλος σου είναι κάτω αδύνατος από μία ασθένεια, ενώ εσύ είσαι υγιής και δεν αισθάνεσαι κανένα πόνο;
Καί, όταν του έφερε στην μνήμη όλα αυτά τα θαυμαστά έργα, στο τέλος του είπε: «Να ξέρης ότι όλες αυτές οι δυστυχίες και ατυχίες που ήλθαν στην ζωήν σου, απομακρύνθηκαν από την θεία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου, χάρις στην μικρή σου αυτή δοξολογική προσευχή, την οποίαν έλεγες κάθε ημέρα ενώπιόν της.
Δώσε λοιπόν προσευχή και συνέχιζε να προσεύχεσαι και στο μέλλον με την προσευχή αυτή και η Μητέρα του Κυρίου μας δεν θα σε εγκαταλείψη ποτέ». Έτσι κατάλαβε ο Αγαθόνικος και δεν άφησε πάλι αυτή την προσευχή.
Ούτε εμείς να μην αφήνουμε να περνά μία ημέρα χωρίς να προσευχηθούμε μ᾿ αυτή την προσευχή μπροστά στην Κυρία Θεοτόκο κι έτσι θα φυλαγώμεθα από πολλές δοκιμασίες και πειρασμούς στην ζωή μας.
ΜΗ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕΙΣ ΠΑΝΑΓΙΑ! (ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ ΤΟΥ 1694) .
ΜΗ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕΙΣ ΠΑΝΑΓΙΑ! (ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ ΤΟΥ 1694)
Βρισκόμαστε στην Κεφαλονιά του 1694
Νησί ανυπεράσπιστο ό τόπος, αφέθηκε στα χέρια άγριων πειρατών πού, άφοϋ λεηλάτησαν και άρπαξαν, πήραν στο φεύγα τους νέους και κοπελιές για τα παζάρια της Ανατολής. Από το χωριό του "Αϊ-Δημήτρη πού γειτονεύει με το Ληξούρι, άρπαξαν τρία παλληκάρια καί τα πήγανε αλυσοδεμένα στη Μπαρμπαριά, τον τόπο πού σήμερα φωνάζουν Αλγέρι.
Εκεί τα βάλανε σε ένα σκοτεινό κι ανήλιαγο κελί κι αυτά τα δύσμοιρα περίμεναν το τέλος. Κάθε πού ξημέρωνε ό Θεός, μούγκριζαν οι τοίχοι από τα βογγητά του πόνου καί του θανατικού.
Γεμάτη ή φυλακή από Ρωμιούς, άκουγαν τα παλληκάρια τις παρακλήσεις των άλλων καταδίκων στη μάνα Παναγιά. Ελπίδα ανθρώπου πουθενά, Μα για κοίταξε! Σάν ό άνθρωπος μένει έρημος καί μόνος καί από πουθενά δεν έχει να κρατηθεί καί αφήσει την ψυχή καί το σώμα στη Χάρη Της, ή Παναγιά διπλά νοιάζεται γι αυτόν. Γιατί Εκείνη ξέρει από πόνο.
Εκεί λοιπόν, μέσα στην απελπισία καί τη σκοτεινιά πιάσανε τη δέηση καί οι τρεις στην Ύπεραγία Θεοτόκο να τους πάρει κοντά της καί να μη γνωρίσουν θάνατο μαρτυρικό.
Νηστικοί, εγκαταλελειμμένοι, απογοητευμένοι, την παρακαλούσαν να πεθάνουν παρά να τους σκοτώσουν.
-Παναγιά μας, έλεγαν, μη μας αφήσεις στον κακό θάνατο. Πάρε μας μαζί σου. Λάφρωσέ μας από τον πόνο.
Καί μέσα στην προσευχή τους αποκοιμήθηκαν... Καί ξύπνησαν... ακούγοντας πετεινούς.
Δεμένα στα σίδερα τα παλληκάρια με χέρια καί πόδια με χοντρές αλυσίδες, ρωτούσε ό ένας τον άλλον.
Λέει το λοιπόν ό ένας Κεφαλονίτης.
-Τί είναι αυτό πού ακούμε, αδέλφια;
Στό πρώτο ερώτημα αποκρίθηκε το άκουσμα μιας χαρούμενης καμπάνας.
Μπροστά τους το όμορφο χωριό τους! Ή Παναγία τους έφερε θαυματουργικά από τη Βόρεια Αφρική στο πανηγύρι του τόπου τους.
Όταν άκουσαν τις καμπάνες, άχάραγα ακόμα, σύρανε την ταλαιπωρία μα καί την ελπίδα τους κοντά στην εκκλησία της Παναγιάς πού γιόρταζε τα έννιάμερα της Χάρης Της στις 23 του Αυγούστου.
Οι μανάδες καί οι συγγενείς τους άντίκρυσαν τα τρία ναυτόπουλα με τίς αλυσίδες καί χάθηκαν στην αγκαλιά τους με δάκρυα ευγνωμοσύνης στο Θεό.
Άφοϋ προσκύνησαν την Παναγιά, οι τρεις Κεφαλονίτες αποφάσισαν να γίνουν μοναχοί καί να αφιερωθούν στο Θεό. Μέχρι σήμερα υπάρχουν, σε πίστωση του θαύματος, κρεμασμένες οί αλυσίδες των παλληκαριών στο θρονί της Παναγιάς πού τους λευτέρωσε από την κουρσάρικη αιχμαλωσία.
Κοντά στο Ναό έχτισαν δύο πρόχειρα κελιά κι έφτιαξαν το πρώτο ησυχαστήριο.
Σέ ανάμνηση του θαύματος υπάρχει επιγραφή πού μαρτυρεί το γεγονός «1694,23 Αυγούστου έποιήθη το θαύμα. Ιάκωβος, Γεώργιος, Ιωάννης. Χαίρε ότι ήλευθερώθητε της φθοράς του θανάτου δια πρεσβειών της Θεομήτορος».
Νησί ανυπεράσπιστο ό τόπος, αφέθηκε στα χέρια άγριων πειρατών πού, άφοϋ λεηλάτησαν και άρπαξαν, πήραν στο φεύγα τους νέους και κοπελιές για τα παζάρια της Ανατολής. Από το χωριό του "Αϊ-Δημήτρη πού γειτονεύει με το Ληξούρι, άρπαξαν τρία παλληκάρια καί τα πήγανε αλυσοδεμένα στη Μπαρμπαριά, τον τόπο πού σήμερα φωνάζουν Αλγέρι.
Εκεί τα βάλανε σε ένα σκοτεινό κι ανήλιαγο κελί κι αυτά τα δύσμοιρα περίμεναν το τέλος. Κάθε πού ξημέρωνε ό Θεός, μούγκριζαν οι τοίχοι από τα βογγητά του πόνου καί του θανατικού.
Γεμάτη ή φυλακή από Ρωμιούς, άκουγαν τα παλληκάρια τις παρακλήσεις των άλλων καταδίκων στη μάνα Παναγιά. Ελπίδα ανθρώπου πουθενά, Μα για κοίταξε! Σάν ό άνθρωπος μένει έρημος καί μόνος καί από πουθενά δεν έχει να κρατηθεί καί αφήσει την ψυχή καί το σώμα στη Χάρη Της, ή Παναγιά διπλά νοιάζεται γι αυτόν. Γιατί Εκείνη ξέρει από πόνο.
Εκεί λοιπόν, μέσα στην απελπισία καί τη σκοτεινιά πιάσανε τη δέηση καί οι τρεις στην Ύπεραγία Θεοτόκο να τους πάρει κοντά της καί να μη γνωρίσουν θάνατο μαρτυρικό.
Νηστικοί, εγκαταλελειμμένοι, απογοητευμένοι, την παρακαλούσαν να πεθάνουν παρά να τους σκοτώσουν.
-Παναγιά μας, έλεγαν, μη μας αφήσεις στον κακό θάνατο. Πάρε μας μαζί σου. Λάφρωσέ μας από τον πόνο.
Καί μέσα στην προσευχή τους αποκοιμήθηκαν... Καί ξύπνησαν... ακούγοντας πετεινούς.
Δεμένα στα σίδερα τα παλληκάρια με χέρια καί πόδια με χοντρές αλυσίδες, ρωτούσε ό ένας τον άλλον.
Λέει το λοιπόν ό ένας Κεφαλονίτης.
-Τί είναι αυτό πού ακούμε, αδέλφια;
Στό πρώτο ερώτημα αποκρίθηκε το άκουσμα μιας χαρούμενης καμπάνας.
Μπροστά τους το όμορφο χωριό τους! Ή Παναγία τους έφερε θαυματουργικά από τη Βόρεια Αφρική στο πανηγύρι του τόπου τους.
Όταν άκουσαν τις καμπάνες, άχάραγα ακόμα, σύρανε την ταλαιπωρία μα καί την ελπίδα τους κοντά στην εκκλησία της Παναγιάς πού γιόρταζε τα έννιάμερα της Χάρης Της στις 23 του Αυγούστου.
Οι μανάδες καί οι συγγενείς τους άντίκρυσαν τα τρία ναυτόπουλα με τίς αλυσίδες καί χάθηκαν στην αγκαλιά τους με δάκρυα ευγνωμοσύνης στο Θεό.
Άφοϋ προσκύνησαν την Παναγιά, οι τρεις Κεφαλονίτες αποφάσισαν να γίνουν μοναχοί καί να αφιερωθούν στο Θεό. Μέχρι σήμερα υπάρχουν, σε πίστωση του θαύματος, κρεμασμένες οί αλυσίδες των παλληκαριών στο θρονί της Παναγιάς πού τους λευτέρωσε από την κουρσάρικη αιχμαλωσία.
Κοντά στο Ναό έχτισαν δύο πρόχειρα κελιά κι έφτιαξαν το πρώτο ησυχαστήριο.
Σέ ανάμνηση του θαύματος υπάρχει επιγραφή πού μαρτυρεί το γεγονός «1694,23 Αυγούστου έποιήθη το θαύμα. Ιάκωβος, Γεώργιος, Ιωάννης. Χαίρε ότι ήλευθερώθητε της φθοράς του θανάτου δια πρεσβειών της Θεομήτορος».
Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014
Δέσποινα Μπακάλη, Διώχνουν την Παναγιά από τα σχολεία;
Δέσποινα Μπακάλη, Διώχνουν την Παναγιά από τα σχολεία;
Της Δέσποινας Μπακάλη
ΜΑΘΑΙΝΩ ότι στο Υπουργείο Παιδείας & Δια Βίου Μάθησης σχεδιάζουν, από την επόμενη χρονιά, στο μάθημα των θρησκευτικών της Β΄ Γυμνασίου να απουσιάζει κάθε αναφορά στη μορφή της Παναγίας, καθώς και η διδασκαλία της Καινής Διαθήκης. Ο σχεδιασμός περιλαμβάνει την επιδερμική προσέγγιση της Καινής Διαθήκης, θεωρώντας περιττή για τη νέα γενιά της χώρας μας τη διδασκαλία για την Παναγία, τα Πάθη του Ιησού, τη Σταυρική Θυσία και την Ανάσταση.
Η νέα ύλη περιορίζεται σε ορισμένες αναφορές στα θέματα αυτά, μεταβάλλοντας το μάθημα των Θρησκευτικών σε φιλολογική προσέγγιση των ομοιοτήτων και των διαφορών των διαφόρων θρησκειών!...
Προκρίνεται, μάλιστα, μια οπτική, σύμφωνα με την οποία όλες οι θρησκείες είναι ίδιες, με διαφορετικές βέβαια εκδοχές. Υπό αυτό το πρίσμα, δίνονται πλέον κάποιες πληροφορίες για τον Χριστό, όπως ακριβώς δίνονται και για τον Αλλάχ(!). Το μάθημα των Θρησκευτικών χάνει το χριστιανικό του χαρακτήρα και μεταβάλλεται σε υπόθεση της θρησκειολογίας, με τις συγκρίσεις μεταξύ των διαφόρων θρησκειών να κυριαρχούν. Είναι πράγματι απίστευτο, ότι στους πυρήνες της διδακτικής ύλης – για τους οποίους μάλιστα ενημερώθηκαν οι επιμορφωτές καθηγητές- περιλαμβάνονται ενότητες, όπως «Ο Ιησούς Χριστός στο Κοράνι και στη λογοτεχνία του Ισλάμ»! Ή «Διάσπαση και αντιπαλότητα στις θρησκείες», με τα παιδιά να καλούνται να μελετήσουν ως κυρίαρχο θέμα «Χριστιανούς που διώκουν χριστιανούς»! Κι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια τόσο εύπλαστη ηλικία, στην εφηβεία, όταν ο νέος άνθρωπος αναζητεί, πιο έντονα από ποτέ, διεξόδους και αλήθεια. Κι έρχεται η νέα ύλη των Θρησκευτικών να του στερήσει ένα παράθυρο στο φως και ουσιαστικά να του περιορίσει τη συνολική ανάπτυξή του ως ανθρώπου.
Αν, επιπλέον, σκεφτούμε ότι στο νέο λύκειο που ευαγγελίζεται το Υπουργείο Παιδείας και διά Βίου Μάθησης μειώνονται οι ώρες διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στη Β΄ Λυκείου, ενώ στη Γ΄ Λυκείου το εν λόγω μάθημα μετατρέπεται σε επιλεγόμενο, τότε αντιλαμβανόμαστε την έκταση ενός ατοπήματος που συντελείται βήμα-βήμα.
Ως Ελληνίδα και ως μητέρα, είμαι εκατό τοις εκατό υπέρ της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης των παιδιών μας, καθώς και υπέρ της υποβολής τους σε ποικίλα ερεθίσματα που ευνοούν τη σύγκριση, την σε βάθος ανάλυση, την έρευνα, την επιλογή… Άλλο όμως αυτό, και άλλο να «εξορίζουμε» την Παναγιά! Αν η θρησκεία είναι θρησκειολογία, τότε και η γλώσσα είναι γλωσσολογία, η ηθική γίνεται ηθικολογία, η πολιτική αναλώνεται σε πολιτικολογία, η παιδεία μεταλλάσσεται σε εκπαίδευση , ενώ και ο πεπαιδευμένος νέος άνθρωπος αλλοιώνεται σε εκπαιδευμένο που έχει θεωρητικές γνώσεις, χωρίς βιώματα και αλήθειες. Χωρίς στάση ζωής.
Ρωτάω λοιπόν : Προοδευτικότητα είναι να καταστρέφεις τις παραδόσεις; Να φαλκιδεύεις την ταυτότητά σου; Γιατί πρέπει να αποκόψουμε το θρησκευτικό βίωμα έτσι όπως υπάρχει στη, συνυφασμένη με τον ελληνισμό, χριστιανική θρησκεία και τι εξυπηρετεί η κίνηση αυτή;
Στην λογική ενός «εύπεπτου» διεθνισμού, θα αλλοιώσουμε τα εθνικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας, χτυπώντας τον πυρήνα της εθνικής μας ενότητας: την εθνική συνείδηση, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι η κοινή θρησκευτική πίστη; Σεβασμός στην ανεξιθρησκία και στα αναμφισβήτητα δικαιώματα των αλλόθρησκων σημαίνει «εξορία» της Παναγίας; Ο χριστιανισμός είναι φως. Δεν είναι σκοτάδι. Είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μας, και ανεξίτηλο. Η πνευματικότητά του δεν συνιστά αναλώσιμη ιστορία προς σύγκριση με άλλες αντίστοιχες θρησκευτικές ιστορίες. Είναι στήριγμα στον άνθρωπο. Και αυτό δεν αλλάζει, όσες προσπάθειες και αν γίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
πηγή: Τύπος της Κυριακής, 15/1/2012
Ετικέτες ΒΙΒΛΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014
Χαίρε κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις,χαίρε απογεννώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις
Χαίρε κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις,χαίρε απογεννώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις
Οι άνθρωποι στη ζωή μας λειτουργούμε πολλές φορές σα να μην έχουμε προσανατολισμό και πυξίδα. Παραδομένοι στα βαρίδια κάθε λογής που αποτυπώνονται με τη φράση «μέριμνες», αισθανόμαστε ότι η ζωή είναι αυτή που μας καθοδηγεί σε δρόμους που μπορεί να μην μας δίνουν ευτυχία, αλλά που δεν μπορούμε να τους αλλάξουμε. Αισθανόμαστε ξαστοχισμένοι στην εργασία μας, στις σχέσεις μας με τους άλλους, ακόμη και τους οικείους μας, κυρίως όμως από την πορεία του κόσμου και του πολιτισμού, όπως επίσης και αιχμάλωτοι στον χρόνο και την πορεία του. Δεν είναι εύκολο να βρούμε την ψυχή μας, να ακούσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο, τα σκιρτήματα της καρδιάς μας, παραδομένοι στο φέρον που μας φέρει. Έτσι, αιχμαλωτισμένοι στις μέριμνες, έρχονται στιγμές που νοσταλγούμε την λύτρωση και την καθοδήγηση ώστε να βρούμε νόημα στην πορεία μας και ελευθερία στην αιχμαλωσία μας στα κάθε είδους δεσμά.
Η Εκκλησία μάς προβάλλει το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου ως εκείνη η οποία κυοφόρησε τον Οδηγό για όσους περιπλανώνται, τον Λυτρωτή για όσους είναι αιχμάλωτοι, δηλαδή τον Κύριό μας Ιησού Χριστού. Και βρήκε προσανατολισμό στη δική της ζωή η ίδια πρώτα, αλλά και βίωσε την λύτρωση στις δικές της αιχμαλωσίες και γι’ αυτό η σχέση της με το Χριστό αποτελεί πρότυπο και για τον καθέναν από μας.
Η Παναγία νίκησε την αιχμαλωσία της ανθρώπινης φύσης στον ορθολογισμό και την σύγχυση που αυτός φέρνει. Η λογική και η σκέψη είναι δώρα του Θεού στον άνθρωπο, με τα οποία αυτός μπορεί να αναζητήσει αλήθειες στη ζωή του, να δημιουργήσει, να οργανώσει, να βρει προσανατολισμό σε ό,τι αφορά στην ζωή του. Όμως η λογική και η σκέψη δεν επαρκούν για να δώσουν απαντήσεις σε όλα τα «γιατί;» της ζωής, όπως επίσης και να ερμηνεύσουν τα μετά την έξοδο του ανθρώπου από το χρόνο και τον κόσμο. Και εάν δεν υπάρχει αυτή η ερμηνεία, τότε κανείς δεν μπορεί να βρει λύτρωση στην αιχμαλωσία του από το θάνατο. Γι’ αυτό και η σχέση του ανθρώπου με το Χριστό αποτελεί την απάντηση που καθοδηγεί, τον δρόμο που λυτρώνει αληθινά. Γιατί δίνει στον καθένα την δυνατότητα να γνωρίσει όχι απλώς κάποιες αλήθειες για τη ζωή αλλά την ίδια την Αλήθεια που είναι ο Χριστός. Και όταν υπάρχει ο Χριστός εντός της ύπαρξης, ως προσευχή, ως κοινωνία, ως έμπνευση, ως η παρηγοριά στα άλυτα δια της λογικής μυστήρια και στα άπειρα «γιατί;», τότε ο άνθρωπος δεν νιώθει μόνος και ανήμπορος έναντι του θανάτου, αλλά εμπιστεύεται και γνωρίζει να περιμένει την έκβαση της κυοφορίας που θα είναι η φανέρωση στην ίδια του τη ζωή του Λυτρωτή. Για να της δοθεί τότε νόημα και ελπίδα που υπερβαίνουν το «νυν».
Η Παναγία νίκησε την αιχμαλωσία της ανθρώπινης φύσης στα πάθη και τις επιθυμίες για ηδονή εν τω κόσμω και εν ταις αισθήσεσι. Όλη της η ζωή έγινε υπέρβαση της μέριμνας. Διατηρούσε εν τη καρδία της τα ρήματα των ανθρώπων που συνάντησε, αλλά πρωτίστως είχε εμπιστοσύνη στη χαρά της κοινωνίας με τον Υιό της. Αγαπούσε το παιδίον Ιησούν, αλλά παρέμεινε κοντά στον Υιό της όταν εκείνος ενηλικιώθηκε, μέχρι το τέλος της ζωής Του. Αυτό σημαίνει ότι έβαλε την σχέση μαζί Του και την χαρά που αυτή της έδινε πιο πάνω από κάθε επιθυμία, κάθε ενασχόληση που γίνεται πάθος, ακόμη και πιο πάνω από την καταξίωση και την αποδοχή της ιδίας ως «μακαρίας διότι υπήρξε η κοιλία η οποία Τον εβάστασε». «Ό,τι αν λέγη υμίν ποιήσατε», ήταν η ρήση της Παναγίας πρωτίστως στον εαυτό της και κατόπιν σε όλους. Έτσι η χαρά της ήταν κυρίως πνευματική. Το να ακολουθεί το θέλημα του Υιού της, αλλά και να βιώνει την φυσική Του παρουσία ήταν η ηδονή που πηγάζει από τη σχέση με τον Θεό. Και έτσι δεν έμεινε στις χαρές του κόσμου, αλλά ούτε και στις μέριμνες που την ίδια στιγμή φέρνουν και ηδονή και οδύνη.
Η Παναγία νίκησε την αιχμαλωσία της ανθρώπινης φύσης στο παρόν της εποχής που έζησε, αλλά και στο κάθε παρόν. Συσστρατεύθηκε στην πνευματική ζωή, που υπερβαίνει τον χρόνο. Έθρεψε την ύπαρξή της με την προσευχή και το λόγο του Θεού εν τω ναώ. Έθρεψε την ύπαρξή της με την τροφή του Αγγέλου. Έθρεψε την ύπαρξή της με το νόημα της κοινωνίας με τον Υιό και Θεό της, βλέποντας την αποστολή της να μην περιορίζεται στο να είναι μητέρα ενός ανθρώπου, αλλά γενόμενη μητέρα του Θεανθρώπου να υιοθετήσει στην καρδιά της το να γίνει μητέρα όλων των ανθρώπων. Και καθώς η ίδια ελευθερώθηκε μέσα από τη σχέση με τον Υιό της έγινε η μορφή η οποία νικά το χρόνο, τις μέριμνες, το πρόσκαιρο. Κέντρο της ζωής ο Χριστός. Νοηματοδοτείται έτσι το σήμερά της, αλλά και γίνεται το σήμερα «αεί». Διότι αποτελεί είσοδο στη Βασιλεία του Θεού, που καθιστά τον άνθρωπο μεριμνώντα για την σωτηρία όλων, προσευχόμενο για την σωτηρία όλων, ευήκοο στα αιτήματα σωτηρίας όλων.
Αυτήν την αιχμαλωσία βιώνουμε σήμερα, λόγω του πολιτισμού και των προβλημάτων μας οι άνθρωποι. Αυτήν την απουσία γνήσιου προσανατολισμού διαπιστώνουμε στην κυριαρχία του ορθολογισμού, στην φιληδονία, στην μέριμνα του σήμερα. Η σχέση μας με το Χριστό, όπως μας την διδάσκει η Υπεραγία Θεοτόκος, αποτελεί άνοιγμα στον τρόπο ζωής της Εκκλησίας. Αποτελεί αλλαγή και μεταμόρφωση της καρδιάς μας, η οποία γνωρίζει την δύναμη του μυστηρίου της πίστης, ότι δεν είναι ο ορθός λόγος και η γνώση που δίνουν απαντήσεις στα πάντα, αλλά ο Χριστός που είναι η Αλήθεια μπορεί να μας βοηθήσει να απαντήσουμε στα δικά μας «γιατί;». Ότι δεν είναι οι ηδονές των αισθήσεων και του βίου ο δρόμος της ευτυχίας, αλλά η υπακοή στο θέλημα του Θεού και η πνευματική χαρά. Ότι δεν είναι η παράδοση στην μέριμνα του «νυν» και του « σήμερα» το νόημά μας, αλλά το άνοιγμα στο « αεί» της αγάπης και της πρόνοιας του Θεού, που καταξιώνει κάθε κόπο μας και που μας ελεεί αληθινά. Αυτό είναι και το νόημα μίας εκκλησιαστικής πρότασης όχι απλώς πυξίδας και προσανατολισμού στην κρίση του πολιτισμού μας, αλλά αληθινής λύτρωσης. Η προσευχή και η προσπάθεια μίμησης της Παναγίας μας μάς δείχνουν τον δρόμο. Επαφίεται στον καθέναν μας η ευθύνη και η χαρά να ακολουθήσουμε τον Λυτρωτή της και Λυτρωτή μας.
Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014
Ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο
Ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο
Τό θαῦμα στήν Κανᾶ ὡς πρῶτο σημεῖο τοῦ Ἰησοῦ λειτουργεῖ σύμφωνα μέ τήν παρατήρηση τοῦ καθ. Χ. Καρακόλη προγραμματικά κι ἑπομένως ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τά ὅσα θά ἀκολουθήσουν καί γιά τή θεολογία τοῦ τετάρτου εὐαγγελίου. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής σημειώνει στό 1, 11 ὅτι μέ τό θαῦμα στήν Κανᾶ «ἐφανέρωσεν τὴν δόξαν αὐτοῦ». Ἡ ἰδέα τῆς δόξας εἶναι κεντρική στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο καί συνδέεται μέ τήν αὐτοαποκάλυψη τοῦ σαρκωθέντος Λόγου καί κορυφώνεται στό πάθος καί τήν ἀνάστασή του. Εἶναι ἑπομένως ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον τό γεγονός ὅτι ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ θά διαδραματίσει σημαντικό ρόλο· θά μεσιτεύσει γιά τό θαῦμα πού θά ἀκολουθήσει κι ἑπομένως θά συμβάλει στή φανέρωση τῆς δόξας τοῦ υἱοῦ της. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ στήν ἔμμεση παράκληση τῆς μητέρας του ὡστόσο ξαφνιάζει: «τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι». Ἡ φράση δηλώνει σαφῶς τήν ἄρνηση τοῦ Ἰησοῦ νά ἐπιτελέσει τό θαῦμα καθ’ ὑπόδειξιν τρίτου, κάτι πού συμφωνεῖ μέ τή γενικότερη τάση τοῦ εὐαγγελιστῆ νά παρουσιάζει πάντοτε τόν Ἰησοῦ νά ἐνεργεῖ μέ δική του πρωτοβουλία κι ὄχι κατ’ ἀπαίτηση τῶν ἀνθρώπων Τό ὅτι ὅμως δέ θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ἀπαξίωση ἤ περιφρόνηση τῆς Θεοτόκου ἀπό τόν υἱό της, αὐτό φαίνεται κι ἀπό το γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς τελικά φροντίζει νά ἰκανοποιήσει τό ἔμμεσο αἴτημά της καί μετατρέπει τό νερό σέ κρασί. Πολύ πιθανόν λοιπόν ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου σκοπό ἔχει νά ὑπογραμμίσει τήν ὀντολογική ἀπόσταση πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ ἰδίου, πού εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ καί τῆς μητέρας του..
Τό δεύτερο πού προκαλεῖ ἐντύπωση εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς προσφωνεῖ τή μητέρα του μέ τή λέξη «γύναι», μία προσφώνηση, ἡ ὁποία ὡστόσο δέ χρησιμοποιεῖται στόν ἀρχαῖο κόσμο γιά νά χαρακτηρίσει τή σχέση τοῦ γιοῦ μέ τή μητέρα του. Πέραν ὅμως τούτου οἱ μαρτυρίες πού διασώζονται στά κείμενα τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης βεβαιώνουν ὅτι ἡ λέξη δέν εἶχε ὑποτιμητικό χαρακτήρα, ἀλλά ἀντίθετα χρησιμοποιεῖτο ὡς ἔκφραση σεβασμοῦ. Ἡ παρουσία ὡστόσο τῆς λέξης μέσα στή συγκεκριμένη ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ πιθανόν θέλει νά ὑπογραμμίσει ἐπίσης τή διάσταση μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τῆς μητέρας του. Ἐκφράζοντας τήν τιμή του πρός τή μητέρα του ὁ Ἰησοῦς ταυτόχρονα τονίζει τήν ἀνθρώπινη φύση τῆς Θεοτόκου καί διατηρεῖ κάποια ἀπόσταση ἀπό ἐκείνην. Εἶναι ὡστόσο σημαντικό νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς προσφωνεῖ τή μητέρα του μέ αὐτόν τόν τρόπο δύο φορές στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο, τήν πρώτη φορά ἐδῶ, στήν ἀρχή τῆς δράσης του καί τῆς φανέρωσης τῆς δόξας του καί τή δεύτερη φορά κατά τή σταύρωση, στήν κορύφωση δηλαδή αὐτῆς τῆς φανέρωσης (19, 26: «γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου»). Αὐτή ἡ παρατήρηση θά πρέπει νά συνδυασθεῖ μέ τήν ἑπόμενη φράση τῆς ἀπάντησης τοῦ Ἰησοῦ στή μητέρα του: «οὔπω ἤκει ἡ ὥρα μου». Ἡ λέξη «ὥρα» ἔχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις μεταξύ τῶν ἑρμηνευτῶν. Γιά τούς περισσότερους ἑρμηνευτές Πατέρες θά πρέπει νά συνδεθεῖ μέ τή μεσσιανική ἀποστολή τοῦ Κυρίου καί τή στιγμή πού ἐκεῖνος ἀποφασίζει ὅτι εἶναι ἡ κατάλληλη γιά νά παρέμβει θαυματουργικά. Ὁπωσδήποτε στήν κατανόησή της μπορεῖ νά βοηθήσει ἡ ἀναζήτηση μέσα στό κατά Ἰωάννην ἀνάλογων χρήσεων τῆς λέξης. Πραγματικά ἡ λέξη «ὥρα» ἀπαντᾶ σέ πολλά σημεῖα τοῦ εὐαγγελίου, ἔχει θετική σημασία καί συνδέεται πάντοτε μέ τό πάθος καί τήν κορύφωση ἑπομένως, κατά τόν εὐαγγελιστή, τοῦ δοξασμοῦ τοῦ Ἰησοῦ (7, 30· 8, 20· 12, 23· 13, 1· 16, 32· 17, 1). Ἑπομένως ἡ «ὥρα» μέσα στό τέταρτο εὐαγγέλιο ἀποκτᾶ ἕνα βαθύτερο θεολογικό περιεχόμενο, δηλώνει δηλαδή τόν τελικό δοξασμό τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν Πατέρα του. Σέ ἐκείνη τή στιγμή, ὅπως ἤδη προαναφέρθηκε, παροῦσα εἶναι καί πάλι ἡ Θεοτόκος. Συνοψίζοντας τά ὅσα προαναφέρθηκαν ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ μπορεῖ νά ἀποτελεῖ τήν ἄρνησή του νά προχωρήσει γιά χάρη κάποιας ἀνθρώπινης ἐπιθυμίας στήν πρόωρη τελική φανέρωση τῆς δόξας του. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ παράκληση τῆς Θεοτόκου λειτουργεῖ ὡς ἡ παρότρυνση γιά νά ξεκινήσει ἡ πορεία πρός αὐτήν τήν τελική ὥρα τοῦ δοξασμοῦ τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ ρόλος της ἑπομένως εἶναι καταλυτικός.
Δέ θά τήν συναντήσουμε ὡστόσο ξανά παρά μονάχα στό τέλος αὐτῆς τῆς πορείας, κάτω ἀπό τό σταυρό μαζί μέ κάποιες ἄλλες μαθήτριες τοῦ Ἰησοῦ (19, 25) κι ὅπου ὁ Ἰησοῦς λίγο πρίν παραδώσει τό πνεῦμα του θά τήν παραδώσει στόν ἀγαπημένο του μαθητή. Ἡ πράξη αὐτή τοῦ Ἰησοῦ ἔχει ἕνα βαθύ συμβολικό περιεχόμενο, ἄν ληφθεῖ ὑπόψη, πρῶτον, ἡ κεντρική θέση πού καταλαμβάνει ὁ ἀγαπημένος μαθητής τοῦ Ἰησοῦ μέσα στό εὐαγγέλιο καί, δεύτερον, ὁ ρόλος τῆς Θεοτόκου μέσα σέ αὐτό. Ὁ ἀγαπημένος μαθητής εἶναι ὁ ἀψευδής μάρτυρας ὅσων ἔπραξε καί δίδαξε ὁ Ἰησοῦς (19, 35), ὁ πρῶτος ἀπό τούς μαθητές πού πιστεύει στήν ἀνάστασή του, (20, 8), ἐκεῖνος πού τόν ἀναγνωρίζει πρῶτος στή Γαλιλαία (21, 7). Ἡ θέση του μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα εἶναι σημαντική · εἶναι ἐκεῖνος πού ἐκπροσωπεῖ τήν ἀποστολική παράδοση γιά τόν Ἰησοῦ μέσα σέ αὐτήν καί πού κατά κάποιον τρόπο ἀντιπροσωπεύει τήν κοινότητα. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου εἶναι τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο βρίσκεται κοντά στόν Ἰησοῦ ἀλλά κι ἐκείνη πού συμβάλλει στή φανέρωση τῆς δόξας του καί κατά τήν ὥρα ἐκείνη δέν τόν ἐγκαταλείπει, ἀλλά παραμένει πιστά δίπλα του ὡς μητέρα ἀλλά καί ὡς πιστή μαθήτρια. Εἶναι ἑπομένως κι ἐκείνη αὐθεντικός μάρτυρας τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ παράδοση ἑπομένως ἀπό τόν Ἰησοῦ τῆς μητέρας του στόν ἀγαπημένο μαθητή δηλώνει ἀκριβῶς τή σημαντική θέση τῆς Θεοτόκου μέσα στήν πρώτη ἐκκλησιαστική κοινότητα. Ἄν ὁ ἀγαπημένος μαθητής μπορεῖ κατά κάποιον τρόπο νά ἐκπροσωπεῖ αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα, τότε ἡ Θεοτόκος καθίσταται μέ αὐτήν τήν κίνηση τοῦ Ἰησοῦ, πού δηλώνει τή μεγάλη ἀγάπη του πρός τους δικούς του (βλ. Ἰωάν. 13,1), ἡ μητέρα τῶν μελῶν αὐτῆς τῆς κοινότητας καί κατ’ ἐπέκταση καί ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μέσα στούς αἰῶνες. Αὐτή ἡ ἰδέα ἴσως κρύβεται πίσω καί ἀπό τήν παράδοξη παράσταση τῆς γυναίκας στό 12ο κεφάλαιο τῆς Ἀποκάλυψης. Εἶναι βέβαια πέραν τῶν ὁρίων τῆς παρούσας ἀνάλυσης ὁποιαδήποτε ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ δύσκολου αὐτοῦ κεφαλαίου. Ὅμως εἶναι πολύ πιθανόν πίσω ἀπό τήν εἰκόνα τῆς γυναίκας πού εἶναι περιβεβλημένη μέ τόν ἥλιο κι ἡ ὁποία γεννᾶ ἕνα γιό τόν ὁποῖο ἐπιδιώκουν νά ἀφανίσουν οἱ ἀντίθεες δυνάμεις καί ὁποῖος ὅμως διασώζεται ἀπό τό Θεό μαζί μέ τή μητέρα του νά κρύβεται μία ἔμμεση καί συμβολική ἀναφορά στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἐδῶ λειτουργεῖ ὡς σύμβολο τῆς Ἐκκλησίας.
Συνοψίζοντας τά ὅσα παρουσιάστηκαν στίς προηγούμενες σελίδες μπορεῖ κανείς νά διαπιστώσει τή σημαντική καί βαθειά θεολογική σημασία τοῦ προσώπου τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου μέσα στήν Καινή Διαθήκη καί νά ἐξηγήσει τήν τιμή πού τῆς ἀποδόθηκε ἀπό τίς γενιές τῶν πιστῶν πού ἀκολούθησαν μέχρι σήμερα. Ἐπιπλέον οἱ διαφορετικές θεολογικές ὀπτικές πού ἀναδείχθηκαν στίς προηγούμενες σελίδες ἀποτέλεσαν τή βάση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας γιά τό πρόσωπό της. Ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου πού δέχθηκε ταπεινά νά συνεργαστεῖ στό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, πού παρακολούθησε ὡς ταπεινός μάρτυρας ὅλη τήν πορεία τῆς ἐπιτέλεσης αὐτοῦ τοῦ ἔργου ἀπό τόν Υἱό της, πού παρέμεινε μαζί του πιστή μαθήτρια μέχρι τό τέλος καί στή συνέχεια ἔγινε μέλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν, εἶναι ἐκείνη πού μέσα στούς αἰῶνες συγκινεῖ τούς πιστούς πού μέ εὐλάβεια προστρέχουν σέ αὐτήν ὡς βοηθό καί μεσίτρια πρός τόν Υἱό της.
Τό τέταρτο εὐαγγέλιο διασώζει ἐπίσης σημαντικές πληροφορίες γιά τή Θεοτόκο, οἱ ὁποῖες δέν ἀναφέρονται στά τρία συνοπτικά εὐαγγέλια. Εἰδικότερα ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου ἐμφανίζεται σέ τρία περιστατικά τῆς ζωῆς καί τῆς δράσης τοῦ Ἰησοῦ. Τό πρῶτο εἶναι τό περιστατικό τοῦ γάμου στήν Κανᾶ καί τοῦ θαύματος τῆς μεταβολῆς τοῦ νεροῦ σέ κρασί (Ἰωάν. 2, 1-10), τό δεύτερο εἶναι, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἀντιδρώντας στή διδασκαλία του ἀναφέρουν ὅτι γνωρίζουν τόν πατέρα καί τή μητέρα του (Ἰωάν. 6, 42) καί τό τρίτο εἶναι κατά τή σταύρωση (Ἰωάν. 19, 25-27), ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐμπιστεύεται τή μητέρα του στόν ἀγαπημένο του μαθητή.
Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ εὐαγγελιστής ἀποφεύγει νά ἀναφέρει τό ὄνομα τῆς Θεοτόκου, τήν ὁποία συνήθως ὀνομάζει ἁπλά «μητέρα τοῦ Ιησοῦ» (2, 1.3) ἤ «τὴν μητέρα αὐτοῦ» (19, 25). Αὐτή ἡ ἀνωνυμία δέ δηλώνει φυσικά ἀπαξίωση τοῦ προσώπου της, ἀλλά μᾶλλον προϋποθέτει ὅτι ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἕνα οἰκεῖο στούς ἀναγνῶστες τοῦ εὐαγγελίου πρόσωπο, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα κατά συνέπεια εἶναι γνωστό. Ἄλλωστε, ὅπως ἤδη προαναφέρθηκε, αὐτή ἡ ἀναφορά στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἁπλά μέ τό χαρακτηρισμό της ὡς «μητέρας τοῦ Ἰησοῦ» εἶναι μιά γενικότερη τάση στά εὐαγγέλια. Ἀφήνοντας τό περιστατικό, πού περιγράφεται στό 6, 42, θά ἐξετάσουμε προσεκτικότερα τά ἄλλα δύο, τήν παρουσία τῆς μητέρας τοῦ Ἰησοῦ στό γάμο τῆς Κανᾶ καί τήν ἐμφάνισή της καί πάλι κάτω ἀπό τό σταυρό τοῦ Κυρίου, τά ὁποῖα, ὅπως θά φανεῖ στή συνέχεια, συνδέονται μεταξύ τους. Τό πρῶτο πού θά πρέπει ἐδῶ νά σημειωθεῖ εἶναι τό γεγονός ὅτι στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο ἡ Θεοτόκος ἐμφανίζεται στήν ἀρχή τῆς ἐπίγειας δράσης τοῦ Ἰησοῦ καί στή συνέχεια πάλι στό τέλος της. Αὐτό δέ μπορεῖ νά εἶναι τυχαῖο, ἀλλά κρύβει ἕνα βαθύτερο περιεχόμενο, τό ὁποῖο σχετίζεται μέ τόν τρόπο πού κατανοεῖ ὁ τέταρτος εὐαγγελιστής τό ρόλο τῆς μητέρας τοῦ Ἰησοῦ μέσα στή ζωή καί τή δράση του. Θά μποροῦσε ἐπί σης νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι κατά κάποιον τρόπο ἡ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου σέ αὐτά τά δύο γεγονότα θέτει τό χρονικό πλαίσιο τῆς ἐπίγειας δράσης τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ παρατήρηση αὐτή μπορεῖ νά ἐνισχυθεῖ ἀπό τίς κειμενικές συνδέσεις πού ἐντοπίζονται μέσα ἀπό μία προσεκτική ἀνάγνωση τῶν δύο περικοπῶν καί οἱ ὁποῖες θά ἐπισημανθοῦν στή συνέχεια.
Τό θαῦμα στήν Κανᾶ ὡς πρῶτο σημεῖο τοῦ Ἰησοῦ λειτουργεῖ σύμφωνα μέ τήν παρατήρηση τοῦ καθ. Χ. Καρακόλη προγραμματικά κι ἑπομένως ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τά ὅσα θά ἀκολουθήσουν καί γιά τή θεολογία τοῦ τετάρτου εὐαγγελίου. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής σημειώνει στό 1, 11 ὅτι μέ τό θαῦμα στήν Κανᾶ «ἐφανέρωσεν τὴν δόξαν αὐτοῦ». Ἡ ἰδέα τῆς δόξας εἶναι κεντρική στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο καί συνδέεται μέ τήν αὐτοαποκάλυψη τοῦ σαρκωθέντος Λόγου καί κορυφώνεται στό πάθος καί τήν ἀνάστασή του. Εἶναι ἑπομένως ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον τό γεγονός ὅτι ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ θά διαδραματίσει σημαντικό ρόλο· θά μεσιτεύσει γιά τό θαῦμα πού θά ἀκολουθήσει κι ἑπομένως θά συμβάλει στή φανέρωση τῆς δόξας τοῦ υἱοῦ της. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ στήν ἔμμεση παράκληση τῆς μητέρας του ὡστόσο ξαφνιάζει: «τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι». Ἡ φράση δηλώνει σαφῶς τήν ἄρνηση τοῦ Ἰησοῦ νά ἐπιτελέσει τό θαῦμα καθ’ ὑπόδειξιν τρίτου, κάτι πού συμφωνεῖ μέ τή γενικότερη τάση τοῦ εὐαγγελιστῆ νά παρουσιάζει πάντοτε τόν Ἰησοῦ νά ἐνεργεῖ μέ δική του πρωτοβουλία κι ὄχι κατ’ ἀπαίτηση τῶν ἀνθρώπων Τό ὅτι ὅμως δέ θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ἀπαξίωση ἤ περιφρόνηση τῆς Θεοτόκου ἀπό τόν υἱό της, αὐτό φαίνεται κι ἀπό το γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς τελικά φροντίζει νά ἰκανοποιήσει τό ἔμμεσο αἴτημά της καί μετατρέπει τό νερό σέ κρασί. Πολύ πιθανόν λοιπόν ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου σκοπό ἔχει νά ὑπογραμμίσει τήν ὀντολογική ἀπόσταση πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ ἰδίου, πού εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ καί τῆς μητέρας του..
Τό δεύτερο πού προκαλεῖ ἐντύπωση εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς προσφωνεῖ τή μητέρα του μέ τή λέξη «γύναι», μία προσφώνηση, ἡ ὁποία ὡστόσο δέ χρησιμοποιεῖται στόν ἀρχαῖο κόσμο γιά νά χαρακτηρίσει τή σχέση τοῦ γιοῦ μέ τή μητέρα του. Πέραν ὅμως τούτου οἱ μαρτυρίες πού διασώζονται στά κείμενα τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης βεβαιώνουν ὅτι ἡ λέξη δέν εἶχε ὑποτιμητικό χαρακτήρα, ἀλλά ἀντίθετα χρησιμοποιεῖτο ὡς ἔκφραση σεβασμοῦ. Ἡ παρουσία ὡστόσο τῆς λέξης μέσα στή συγκεκριμένη ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ πιθανόν θέλει νά ὑπογραμμίσει ἐπίσης τή διάσταση μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τῆς μητέρας του. Ἐκφράζοντας τήν τιμή του πρός τή μητέρα του ὁ Ἰησοῦς ταυτόχρονα τονίζει τήν ἀνθρώπινη φύση τῆς Θεοτόκου καί διατηρεῖ κάποια ἀπόσταση ἀπό ἐκείνην. Εἶναι ὡστόσο σημαντικό νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς προσφωνεῖ τή μητέρα του μέ αὐτόν τόν τρόπο δύο φορές στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο, τήν πρώτη φορά ἐδῶ, στήν ἀρχή τῆς δράσης του καί τῆς φανέρωσης τῆς δόξας του καί τή δεύτερη φορά κατά τή σταύρωση, στήν κορύφωση δηλαδή αὐτῆς τῆς φανέρωσης (19, 26: «γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου»). Αὐτή ἡ παρατήρηση θά πρέπει νά συνδυασθεῖ μέ τήν ἑπόμενη φράση τῆς ἀπάντησης τοῦ Ἰησοῦ στή μητέρα του: «οὔπω ἤκει ἡ ὥρα μου». Ἡ λέξη «ὥρα» ἔχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις μεταξύ τῶν ἑρμηνευτῶν. Γιά τούς περισσότερους ἑρμηνευτές Πατέρες θά πρέπει νά συνδεθεῖ μέ τή μεσσιανική ἀποστολή τοῦ Κυρίου καί τή στιγμή πού ἐκεῖνος ἀποφασίζει ὅτι εἶναι ἡ κατάλληλη γιά νά παρέμβει θαυματουργικά. Ὁπωσδήποτε στήν κατανόησή της μπορεῖ νά βοηθήσει ἡ ἀναζήτηση μέσα στό κατά Ἰωάννην ἀνάλογων χρήσεων τῆς λέξης. Πραγματικά ἡ λέξη «ὥρα» ἀπαντᾶ σέ πολλά σημεῖα τοῦ εὐαγγελίου, ἔχει θετική σημασία καί συνδέεται πάντοτε μέ τό πάθος καί τήν κορύφωση ἑπομένως, κατά τόν εὐαγγελιστή, τοῦ δοξασμοῦ τοῦ Ἰησοῦ (7, 30· 8, 20· 12, 23· 13, 1· 16, 32· 17, 1). Ἑπομένως ἡ «ὥρα» μέσα στό τέταρτο εὐαγγέλιο ἀποκτᾶ ἕνα βαθύτερο θεολογικό περιεχόμενο, δηλώνει δηλαδή τόν τελικό δοξασμό τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν Πατέρα του. Σέ ἐκείνη τή στιγμή, ὅπως ἤδη προαναφέρθηκε, παροῦσα εἶναι καί πάλι ἡ Θεοτόκος. Συνοψίζοντας τά ὅσα προαναφέρθηκαν ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ μπορεῖ νά ἀποτελεῖ τήν ἄρνησή του νά προχωρήσει γιά χάρη κάποιας ἀνθρώπινης ἐπιθυμίας στήν πρόωρη τελική φανέρωση τῆς δόξας του. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ παράκληση τῆς Θεοτόκου λειτουργεῖ ὡς ἡ παρότρυνση γιά νά ξεκινήσει ἡ πορεία πρός αὐτήν τήν τελική ὥρα τοῦ δοξασμοῦ τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ ρόλος της ἑπομένως εἶναι καταλυτικός.
Δέ θά τήν συναντήσουμε ὡστόσο ξανά παρά μονάχα στό τέλος αὐτῆς τῆς πορείας, κάτω ἀπό τό σταυρό μαζί μέ κάποιες ἄλλες μαθήτριες τοῦ Ἰησοῦ (19, 25) κι ὅπου ὁ Ἰησοῦς λίγο πρίν παραδώσει τό πνεῦμα του θά τήν παραδώσει στόν ἀγαπημένο του μαθητή. Ἡ πράξη αὐτή τοῦ Ἰησοῦ ἔχει ἕνα βαθύ συμβολικό περιεχόμενο, ἄν ληφθεῖ ὑπόψη, πρῶτον, ἡ κεντρική θέση πού καταλαμβάνει ὁ ἀγαπημένος μαθητής τοῦ Ἰησοῦ μέσα στό εὐαγγέλιο καί, δεύτερον, ὁ ρόλος τῆς Θεοτόκου μέσα σέ αὐτό. Ὁ ἀγαπημένος μαθητής εἶναι ὁ ἀψευδής μάρτυρας ὅσων ἔπραξε καί δίδαξε ὁ Ἰησοῦς (19, 35), ὁ πρῶτος ἀπό τούς μαθητές πού πιστεύει στήν ἀνάστασή του, (20, 8), ἐκεῖνος πού τόν ἀναγνωρίζει πρῶτος στή Γαλιλαία (21, 7). Ἡ θέση του μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα εἶναι σημαντική · εἶναι ἐκεῖνος πού ἐκπροσωπεῖ τήν ἀποστολική παράδοση γιά τόν Ἰησοῦ μέσα σέ αὐτήν καί πού κατά κάποιον τρόπο ἀντιπροσωπεύει τήν κοινότητα. Ἀπό τήν ἄλλη ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου εἶναι τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο βρίσκεται κοντά στόν Ἰησοῦ ἀλλά κι ἐκείνη πού συμβάλλει στή φανέρωση τῆς δόξας του καί κατά τήν ὥρα ἐκείνη δέν τόν ἐγκαταλείπει, ἀλλά παραμένει πιστά δίπλα του ὡς μητέρα ἀλλά καί ὡς πιστή μαθήτρια. Εἶναι ἑπομένως κι ἐκείνη αὐθεντικός μάρτυρας τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ παράδοση ἑπομένως ἀπό τόν Ἰησοῦ τῆς μητέρας του στόν ἀγαπημένο μαθητή δηλώνει ἀκριβῶς τή σημαντική θέση τῆς Θεοτόκου μέσα στήν πρώτη ἐκκλησιαστική κοινότητα. Ἄν ὁ ἀγαπημένος μαθητής μπορεῖ κατά κάποιον τρόπο νά ἐκπροσωπεῖ αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα, τότε ἡ Θεοτόκος καθίσταται μέ αὐτήν τήν κίνηση τοῦ Ἰησοῦ, πού δηλώνει τή μεγάλη ἀγάπη του πρός τους δικούς του (βλ. Ἰωάν. 13,1), ἡ μητέρα τῶν μελῶν αὐτῆς τῆς κοινότητας καί κατ’ ἐπέκταση καί ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μέσα στούς αἰῶνες. Αὐτή ἡ ἰδέα ἴσως κρύβεται πίσω καί ἀπό τήν παράδοξη παράσταση τῆς γυναίκας στό 12ο κεφάλαιο τῆς Ἀποκάλυψης. Εἶναι βέβαια πέραν τῶν ὁρίων τῆς παρούσας ἀνάλυσης ὁποιαδήποτε ἑρμηνευτική προσέγγιση τοῦ δύσκολου αὐτοῦ κεφαλαίου. Ὅμως εἶναι πολύ πιθανόν πίσω ἀπό τήν εἰκόνα τῆς γυναίκας πού εἶναι περιβεβλημένη μέ τόν ἥλιο κι ἡ ὁποία γεννᾶ ἕνα γιό τόν ὁποῖο ἐπιδιώκουν νά ἀφανίσουν οἱ ἀντίθεες δυνάμεις καί ὁποῖος ὅμως διασώζεται ἀπό τό Θεό μαζί μέ τή μητέρα του νά κρύβεται μία ἔμμεση καί συμβολική ἀναφορά στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἐδῶ λειτουργεῖ ὡς σύμβολο τῆς Ἐκκλησίας.
Συνοψίζοντας τά ὅσα παρουσιάστηκαν στίς προηγούμενες σελίδες μπορεῖ κανείς νά διαπιστώσει τή σημαντική καί βαθειά θεολογική σημασία τοῦ προσώπου τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου μέσα στήν Καινή Διαθήκη καί νά ἐξηγήσει τήν τιμή πού τῆς ἀποδόθηκε ἀπό τίς γενιές τῶν πιστῶν πού ἀκολούθησαν μέχρι σήμερα. Ἐπιπλέον οἱ διαφορετικές θεολογικές ὀπτικές πού ἀναδείχθηκαν στίς προηγούμενες σελίδες ἀποτέλεσαν τή βάση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας γιά τό πρόσωπό της. Ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου πού δέχθηκε ταπεινά νά συνεργαστεῖ στό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, πού παρακολούθησε ὡς ταπεινός μάρτυρας ὅλη τήν πορεία τῆς ἐπιτέλεσης αὐτοῦ τοῦ ἔργου ἀπό τόν Υἱό της, πού παρέμεινε μαζί του πιστή μαθήτρια μέχρι τό τέλος καί στή συνέχεια ἔγινε μέλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν, εἶναι ἐκείνη πού μέσα στούς αἰῶνες συγκινεῖ τούς πιστούς πού μέ εὐλάβεια προστρέχουν σέ αὐτήν ὡς βοηθό καί μεσίτρια πρός τόν Υἱό της.
Αἰκατερίνη Τσαλαμπούνη (Λέκτορας τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας Α.Π.Θ.)
Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014
ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΟΤΑΝ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΕΡΗΜΙΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Το Άγιον Όρος είναι κλήρος της Παναγίας
Η Κυρία Θεοτόκος όταν φανερώθηκε στον πρώτο ερημίτη του Άθωνα, τον άγιο Πέτρο (655—681) και μετά από τέσσερις ως πέντε αιώνες στον ηγούμενο της Μεγίστης Λαύρας Νικόλαο και στον ένα και στον άλλο είπε: « Η κατοίκησή σας και η κατά Θεόν ανάπαυσή σας αλλού πουθενά δεν θα είναι παρά μόνο στο Όρος του Άθωνος, το οποίον έλαβα από τον Υιόν και Θεόν μου να είναι κλήρος δικός μου, στον οποίον εκείνοι που θέλουν να αναχωρήσουν από τις κοσμικές φροντίδες συγχύσεις, να έρχονται σ' αυτό και να δουλεύουν στο περιβόλι αυτό, να καλλιεργούν την αρετή, την καθαρότητα της καρδιάς και την αγνότητα της ψυχής τους και από τώρα και εμπρός θα λέγεται από όλους «Άγιον Όρος» «Αγιον Όρος τουτεΰθεν κεκλήσεται... καί περιβόλι δικό μου».
«Υπόσχομαι δε, πολύ να αγαπώ, να βοηθώ και να σκέπω εκείνους, που με άδολη καρδιά έρχονται να δουλέψουν ολόψυχα στο Θεό, να προσεύχονται αδιάκοπα για την ψυχή τους, να παρακαλούνε το Θεό για την Εκκλησία Του και όλο τον κόσμο να τον φωτίσει ο Θεός να γίνουν όλοι πρόβατα γνήσια και άδολα του Χρίστου και Θεού μας.»
«Με το έλεος και τη χάρη του Υιού και Θεού μου θα γεμίσει από την μια άκρη ως την άλλη το Όρος τούτο από Μοναχούς πλήθος πολύ ευσεβών και Ορθοδόξων. Για τούτο χαίρεται και αγάλλεται το πνεύμα μου, διότι όλοι αυτοί, θα υμνούν, θα ευλογούν και θα δοξάζουν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα της Παναγίας Τριάδος. Από αυτούς τους Μοναχούς, με τα σημεία και θαύματα που θα κάνουν, με την καθαρή και άγια ζωή τους, θα δοξάζεται και θα μεγαλύνεται, σε όλα τα πλάτη και τα μήκη, σε Ανατολή και Δύση, σε Βορρά και Νότο το όνομα του Θεού από όλον τον κόσμο.»
«Από την θλίψη, τη στενοχώρια, τους πειρασμούς, τα σκάνδαλα και τις στερήσεις που θα υπομένουν οι Μοναχοί αυτοί, θα μάθει ο κόσμος να κάνει υπομονή στις δύσκολες στιγμές της ζωής του.»
«Για όλα αυτά δε που θα υπομένουν αυτοί και δι' αυτών όλος ο κόσμος, θα παρακαλέσω τον Υιόν και Θεόν μου να συγχώρεση τις τυχόν ελλείψεις τους και να τους αξιώσει θείων και ουρανίων χαρισμάτων. Θα παρακαλέσω να τους χαρίσει ειλικρινή μετάνοια και φωτισμό για να κάνουν καλήν απολογία, κατά την ημέρα εκείνη την μεγάλη και επιφανή της Δευτέρας Παρουσίας και στη μέλλουσα δίκαια Κρίση να τύχουν του απείρου ελέους. Αλλά και στην παρούσα ζωή θα έχουν κι από μένα μεγάλη βοήθεια, διότι θα τους ελαφρύνω τους πόνους, τους κόπους, τις πίκρες και θα αποδιώχνω τους νοητούς και αισθητούς πειρασμούς, που θα τους γίνονται από τον εχθρό και επίβουλο Διάβολο και πολέμιο του ανθρωπίνου γένους».
Με τις υποσχέσεις και θείες υποθήκες αυτές της Παναγίας μας, το Άγιον Όρος, από τότε που κατοικήθηκε από Μοναχούς και μέχρι σήμερα, διαφυλάχθηκε και συνεχίζει την αγία ζωή και πνευματική δράση του, καίτοι οί κάτοικοι του Μοναχοί σκληρά κατά καιρούς δοκιμάστηκαν και μέχρι σήμερα δοκιμάζονται, από διαφόρους πειρασμούς ορατούς και αόρατους, με τη βοήθεια του Θεού και τη σκέπη της Θεοτόκου θα συνεχίσει τον Ιερόν αγώνα του, για να διαφυλάξει την Πίστη, τη γλώσσα και τις εθνικοθρησκευτικές Παραδόσεις του Χριστιανισμού αβλαβείς και αδιαλώβητες, όπως από την αρχή μας τις παρέδωσαν οι άγιοι Πατέρες των Επτά Αγίων Οικουμενικών Συνόδων της Αγίας Εκκλησίας μας.
Ή Παναγία σαν μάνα φροντίζει τους Μοναχούς
Στο κοινόβιο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου, πριν από 30 χρόνια ζούσε ένα πολύ απλό κι αγαθό Γεροντάκι, γνωστός με το όνομα Γερο - Θωμάς, πάντα πρόθυμος και ακάματος εργάτης της υπακοής. Σαν υπηρεσία του (διακόνημα) είχε να είναι βοηθός στον ζυμωτή και φούρναρη του Μοναστηριού.
Μια μέρα έτυχε ανάγκη να απουσιάσει για δυο ημέρες ο ζυμωτής και φούρναρης της Μονής Γερο - Γρηγόρης, ο οποίος από χρόνια είχε την υπηρεσία αυτή και γνώριζε πολύ καλά και εξυπηρετούσε τα διακονήματα αυτά, με πολύ προσήλωση και ευλάβεια.
Σαν αντικαταστάτη του στις υπηρεσίες αυτές, άφησε τον Γερο -Θωμά, ο οποίος επειδή δεν είχε ποτέ του ζυμώσει ξαφνιάστηκε και βρέθηκε σε μεγάλη απορία, διότι έπρεπε να ζυμώσει και να φουρνίσει τότε και να δώσει ψωμί για δυο ημέρες στους πατέρες του Κοινοβίου που τότε είχε περισσότερους από εξήντα Μοναχούς και σε δέκα ως είκοσι διερχόμενους κάθε ημέρα προσκυνητές.
Στη μεγάλη αυτή ανάγκη και απορία που βρέθηκε ο Γερο - Θωμάς, άρχισε να κάνει θερμή προσευχή και με δάκρυ να παρακαλεί την Παναγία Μητέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Κυρία Θεοτόκο και τον άγιο Παύλο, να τον φωτίσουν τι να κάνει; στην προκειμένη περίπτωση, γιατί τα είχε κυριολεκτικά χαμένα και δεν ήξερε πούθε να αρχίσει.
Ξαφνικά παίρνει την μαγιά του προζυμιού και εκεί που πήγε να βάλει νερό κι αλεύρι βλέπει δίπλα του μια μεγαλόπρεπη μαυροφορούσα γυναίκα, η οποία πήρε το προζύμι το ανακάτεψε, έβαλε το αλεύρι στην σκάφη και σε δυο ώρες έγινε το ζυμάρι, έπλασε τα ψωμιά τα φούρνισε και μέσα στις δυο αυτές ώρες ξεφούρνισε και έδωσε ο Γερο -Θωμάς ψωμί στους Μοναχούς, οι οποίοι ακόμη μέχρι σήμερα δεν μπορούν να ξεχάσουν την γλυκύτητα και νοστιμιά του ψωμιού αυτού.
Ο δε Γερο - Θωμάς σαν υπνωτισμένος δεν κατάλαβε τίποτε, πώς και με ποιό τρόπο γίνανε όλα αυτά! Το μόνο που κατάλαβε ήταν η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που δεν ήταν άλλη παρά η Κυρία Θεοτόκος.
Οι δε αδελφοί της Μονής αυτής του έλεγαν: Γερο- Θωμά, κάτι φάρμακο θα έβαλες μέσα στο ψωμί που είναι τόσο γλυκό και νόστιμο και έγινε τόσο γρήγορα και τόσο ωραίο.
Εδώ έδωκε την παρουσία της η Κυρία Θεοτόκος που σαν μάνα φροντίζει τα παιδιά της, τους Μοναχούς του Αγίου Όρους για να μη μείνουν νηστικοί από έλλειψη τροφίμων και άρτου, όπως. εμπράκτως το είδαμε όλοι κατά τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής 1940 -1944.
Από το γεροντικό του Αγίου Ορους
Tweet View the discussion thread. blog comments powered by DISQUS back to top
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)