Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Παναγία Μυρτιδιώτισσα

 

Παναγία Μυρτιδιώτισσα

Παναγία Μυρτιδιώτισσα η προστάτιδα των Κυθήρων

Το νησί των Κυθήρων σεμνύνεται για την προστάτιδά του «Παναγία Μυρτιδιώτισσα».


Η χαριτόβρυτη εικόνα της, μεγαλοπρεπής και επιβλητική, ανακαλύφθηκε, καθώς λέει η παράδοση, στην τοποθεσία «Μυρτίδια», περιοχή τότε έρημη και κατάφυτη από μυρσίνες.

Κάποιος ευλαβέστατος βοσκός, την ώρα που προσευχόταν, άκουσε μέσα σ’ εκείνη την ερημιά μια φωνή να του λέει:

– Αν ψάξεις εδώ τριγύρω, θα βρεις την εικόνα μου. Βρίσκομαι εδώ από πολύ καιρό, για να βοηθήσω τούτο τον τόπο.

Πραγματικά, σε λίγη ώρα ο βοσκός ανακαλύπτει την πάνσεπτη εικόνα της Παναγίας μέσα σε κλαδιά μυρσίνης.

Συγκινημένος την ασπάζεται και τη μεταφέρει στην καλύβα του.

Το πρωί, πράγμα παράδοξο, η εικόνα είχε εξαφανιστεί. Την ξαναβρίσκει όμως στο σημείο που για πρώτη φορά την είχε ανακαλύψει.

Εκεί ακριβώς χτίζει ναό, ενθρονίζει μέσα σ’ αυτόν την ιερή εικόνα και την επονομάζει «Παναγία Μυρτιδιώτισσα», επειδή βρέθηκε στην περιοχή «Μυρτίδια» και μέσα στις μυρσίνες.

Στη θαυματουργή εικόνα της Μυρτιδιώτισσας εικονίζεται η Θεοτόκος σαν Βρεφοκρατούσα. Το πρόσωπό της, καθώς και του Κυρίου, είναι τελείως μελανό και πλαισιωμένο από καθαρό χρυσάφι και πολύτιμους λίθους.

Συνήθως δεν διακρίνεται σ’ αυτά κανένα απολύτως χαρακτηριστικό.

Συμβαίνει όμως σε αραιά διαστήματα το εξής παράδοξο: Το πρόσωπο της Παρθένου αλλάζει ξαφνικά χρώμα και γίνεται ρόδινο. Στα χείλη διαγράφεται ένα ανέκφραστο γλυκό μειδίαμα, ενώ τα μάτια της κοιτάζουν τον πιστό με ιλαρότητα.

Αυτό διαρκεί για λίγα δευτερόλεπτα, οπότε η σεπτή μορφή της επανέρχεται στη συνηθισμένη κατάσταση.

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ ΣΤΟ ΠΥΡΓΙ (Αλεξ.Παπαδιαμάντη)

 

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ ΣΤΟ ΠΥΡΓΙ (Αλεξ.Παπαδιαμάντη)

Φως της Καστοριάς: Το Γενέσιον της Θεοτόκου, 8 Σεπτεμβρίου. Ποίημα  Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κ᾿ ἡ Ἄννα
ποὺ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!

Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.

Χαίρεται τ᾿ ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει
τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό,
χαίρετ᾿ ὁ βοσκὸς ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,
χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,
χαίρεται τὸ ἐρίφιο ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.

Κ᾿ ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει
καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανειώνει ἡ γῆς,
σὰ σεμνὴ κόρη ποὺ περίμενε χρόνια
τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα
καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·
καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα ποὺ γέννησε θεόπαιδο
κ᾿ εὐφράνθη στὰ γεράματά της!

Δός μου κ᾿ ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,
πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.

Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.