Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Η Κοίμηση και η Μετάσταση της Παναγίας. Γιατί Μετάσταση και όχι Ανάσταση; Συγγραφέας: kantonopou


Πολλές είναι οι γιορτές της Παναγίας μέσα στον χρόνο. Όλες ονομάζονται Θεομητορικές. Όμως η πιο λαμπρή από όλες είναι το λεγόμενο «Πάσχα του καλοκαιριού», αφού έρχεται μετά από νηστεία 15 ημερών.

Η 15η Αυγούστου είναι η ημέρα που γιορτάζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου. Όπως αναφέρει η χριστιανική παράδοση, η ψυχή της, «επτά φορές λαμπρότερη από τον ήλιο», εντυπωσίασε τους Αποστόλους καθώς εξήλθε από το σώμα της. Γιατί όλοι ήταν παρόντες στον θάνατό της, αφού μεταφέρθηκαν δίπλα της με θαυμαστό τρόπο από τα πέρατα της Γης. Ο δε τάφος της, μετά από 3 ημέρες, βρέθηκε άδειος, γι΄ αυτό και μιλάμε για Μετάσταση της Παναγίας.

Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι η ημερομηνία Κοίμησης της Παναγίας ήταν η 15η Αυγούστου. Πάντως, η συγκεκριμένη ημερομηνία καθιερώθηκε από τον 5ο μ.Χ αιώνα μάλλον με το σκεπτικό να βρίσκεται κοντά, όμως να έπεται του εορτασμού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (6/8). Και πιθανόν για να είναι κοινή η νηστεία για τις δύο γιορτές.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τιμώντας σωστὰ καὶ ἐπάξια τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁμολογεῖ Θεοτόκο καὶ Ἀπειπάρθενο, τὴν κηρύττει «τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ» καὶ τὴν ἐπικαλεῖται σὰν μεσίτρια ἀκοίμητη καὶ μετὰ τὸ Θεό, Θεὸ (2). Μὲ τὴν τιμὴ τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, συνδέονται δυὸ σημαντικὰ γεγονότα τῆς ζωῆς της: Ἡ Κοίμηση καὶ ἡ ἔνσωμη Μετάστασή της στοὺς οὐρανούς.

Η Μητέρα του Χριστού τρεις ημέρες μετά την Κοίμηση και την Ταφή της από τους Μαθητές και τους πρώτους Αποστολικούς Πατέρες, “μετέστη” στους ουρανούς. Η “μετάσταση” της Θεοτόκου είναι ταυτόχρονα ανάσταση και ανάληψη. Δηλαδή, το νεκρό της σώμα συνδέθηκε πάλι με την ψυχή της και “ανελήφθη” από τον Υιό της στον ουρανό. Δεν ήταν δυνατόν αυτή που γέννησε τον νικητή του θανάτου να κατέχεται από τον θάνατο.

Χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς συνέβη στο σώμα της Παναγίας πέραν της μεταστάσεώς του στον ουρανό και της αφθαρτοποιήσεώς του, προτιμούμε να μείνουμε χωρίς προσθήκες και επεξηγήσεις στον όρο «μετάσταση» που μας παρέδωσαν οι άγιοι Πατέρες, με δεδομένα τα λόγια της Αγίας Γραφής στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή 15,22-23: «Ώσπερ γαρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται. Έκαστος δε εν τω ιδίω τάγματι· απαρχή Χριστός, έπειτα οι Χριστού εν τη παρουσία αυτού». Και μια και η ζωοποίηση των σωμάτων ακόμα δεν έχει συμβεί πέραν του Χριστού, εφ” όσον δεν έχει συμβεί ακόμα η Δευτέρα Παρουσία, δεν μπορούμε να μιλάμε για «ανάσταση», αλλά απλώς για «μετάσταση». Άλλωστε κατά τον λόγο της Αγίας Γραφής, οι ψυχές των αγίων, ακόμα και χωρίς το σώμα τους, δεν κατέχονται εκ του θανάτου: «Λέγει αυτώ Μάρθα· οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα. Είπεν αυτη ο Ιησούς· εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα.» (Ιωάννης 11,21). Άλλο πράγμα λοιπόν είναι η μετάσταση και η διαφύλαξη του σώματος της Παναγίας από τη φθορά, και άλλο η ανάσταση. Και ακόμα και αν χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «συνανίσταται» για το σώμα της Παναγίας όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (PG 151,465), είναι προφανές ότι δεν πρόκειται ακριβώς για τη γενική ανάσταση που θα συμβεί κατά τη Δευτέρα Παρουσία, αλλά για κάτι που μοιάζει με αυτήν.

Η Κοίμηση της Θεοτόκου υπήρξε ένδοξος και ήταν ανάλογη με την ζωή της. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μιλώντας για την Κοίμηση της Θεοτόκου, όχι μόνον την ονομάζει ένδοξη, αλλά συγχρόνως την ονομάζει μεταβίωση.

Αυτή η λεγομένη μεταβίωση είναι η ανάσταση και ανάληψη του σώματος της Παναγίας. Κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως και άλλων αγίων, δεν εορτάζουμε μόνον την άνοδο της ψυχής της Θεοτόκου στον ουρανό, αλλά και του σώματος. Γράφει ότι η Θεοτόκος μετέστη στον ουρανό και παρέστη εκ δεξιών του παμβασιλέως. Έτσι, με το σώμα της ανέβηκε στον Ουρανό. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, αυτοί που αναλήφθηκαν με το σώμα τους στον ουρανό, είναι η Παναγία μαζί με τον Υιό της, καθώς ο Προφήτης Ηλίας και ο Ενώχ.

Αυτή όμως η “μετάσταση” δεν χώρισε την Θεοτόκο από τον κόσμο. Περισσότερο από όλους τους Αγίους, η Θεοτόκος, παρά την “κοίμησή” της, συνεχίζει να είναι παρούσα μέσα στο κόσμο με την άμαχη προστασία της. Αυτό μαρτυρούν τα αμέτρητα θαύματά της.

Ἡ ἀνάσταση τῆς Παρθένου καὶ ἡ Μετάστασή της στοὺς οὐρανούς, ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ ζωηφόρο ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἀφθαρσίας καὶ θεώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ποὺ καθιδρύθηκε διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, καὶ τὸ προοίμιο τῆς γενικῆς ἀναστάσεως στὸ τέλος τῶν αἰώνων.

Ότι συνέβη με τον Χριστό, ο οποίος πέθανε και αναστήθηκε, το ίδιο θα συμβεί και με κάθε άνθρωπο. Προς το παρόν, βέβαια, γευόμαστε μόνο το θάνατο. Βλέπουμε την κυριαρχία του πάνω σε όλη την δημιουργία. Αυτό που προσδοκούμε είναι η κοινή ανάσταση, η ζωοποίηση των νεκρών σωμάτων και η ένδυση των φθαρτών με αφθαρσία. Αυτό που αναμένουμε εμείς να συμβεί, όταν θα έλθει ο Χριστός κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του, σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας μας, συνέβη ήδη στην Θεοτόκο.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ἐν τὴ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τὴ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε, Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταὶς πρεσβείαις ταὶς σαὶς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν, ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.

Έρευνα, συγκέντρωση, επεξεργασία και παράθεση Χώρα Του Αχωρήτου

Πηγές:

https://bimag.gr/pws-egine-h-koimish-kai-h-metastash-ths-theotokou/

http://users.sch.gr/aiasgr/Theotokos_Maria/Theotokologia/H_metastash_ths_Theotokou.htm

http://www.agiazoni.gr/article.php?id=98197850470911866722

http://www.saint.gr/857/saint.aspx

http://choratouaxoritou.gr/?p=53248

Η Ιστορία των παρακλήσεων στην Υπεραγία Θεοτόκο Συγγραφέας: kantonopou


Η αγάπη, ο σεβασμός και η τιμή των πιστών για το πρόσωπο της Θεοτόκου Μαρίας εκδηλώθηκαν από πολύ νωρίς, από την αρχή της σωτηρίου οικονομίας, όπως λέγουν οι άγιοι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας, και είναι τόσο μεγάλη, ώστε αδυνατεί ο ανθρώπινος λόγος να περιγράψει τα αισθήματα αυτά επαρκώς.
Από αυτήν την αγάπη, την τιμή και την ελπίδα στην μεσιτεία της προς τον μέγα και Μόνο Μεσίτη Χριστό και Υιό της, κατά το ανθρώπινον η Εκκλησία καθιέρωσε να τελείτε κατά την περίοδο της νηστείας του Δεκαπενταυγούστου, η ιερή Ακολουθία του Μικρού και του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος εναλλάξ, εκτός των εορτών της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Έτσι επ’ ευκαιρίας του γεγονότος αυτού καλόν είναι να δούμε και να γνωρίσουμε μερικά πράγματα για το τι είναι κανόνας, και ποιος συνέθεσε τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό κανόνα στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Κανόνας στην εκκλησιαστική υμνογραφία είναι ύμνοι μακροσκελής, αποτελούμενοι από μικρότερες ενότητες, που ονομάζονται Ωδές. Η κάθε ωδή αποτελείτε από τον ειρμό, που είναι η πρώτη στροφή κάθε Ωδής και χρησιμεύει σαν υπόδειγμα στα τροπάρια, που τρέπονται σύμφωνα με τον ήχο του ειρμού και τέλος το εφύμνιο όπου επαναλαμβάνεται σε κάθε τροπάριο «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς».

H Μεγάλη και Μικρή Παράκληση στην Ύπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιο λαοφιλείς ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι υμνολογικά ποιήματα του δεκάτου τρίτου αιώνα, κληρονομιές της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και της επανασυγκροτηθείσης Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως αντίστοιχα.
Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην ποίηση όσο και στην τελική μορφολογία των δύο κανόνων.
Το σίγουρο γεγονός της Ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι ότι ο Κανών της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα της Νικαίας Θεοδώρου Β’ Δούκα του Λασκάρεως.
Ο τίτλος του δούκα μάς δείχνει ότι συνέθεσε τον Κανόνα πριν την άνοδό του στον θρόνο της Νικαίας τον Νοέμβριο 1254.
Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις ήταν προικισμένος υμνογράφος και υπήρξε συνθέτης πολλών Κανόνων και άλλων ύμνων, όμως δοκιμαζόταν από κάποια ασθένεια, η οποία τον ανάγκασε να παραιτηθεί από τον θρόνο της Νικαίας και να αποσυρθεί στην Μονή των Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, όπου και εκάρη μοναχός λίγο πριν τον θάνατο του.
Ο Θεόδωρος συνέθεσε τον Κανόνα της Μεγάλης Παρακλήσεως, ενώ ακόμα ήταν δούκας, μάλλον σε κάποια ύφεση της ασθενείας του που διήρκεσε περισσότερο του συνήθους, γεγονός που αποδόθηκε σε θαύμα της Θεοτόκου προς αυτόν.
Ο Κανών γρήγορα διαδόθηκε στις Μονές της Νικαίας και κατά πάσα πιθανότητα διαμορφώθηκε σε ακολουθία από τους μοναχούς των Σωσάνδρων ή των πέριξ Μονών.
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου ο Κανών χρησιμοποιείται ήδη με την σημερινή του μορφή ως Παράκλησις σαν Βασιλική Ακολουθία και διαδίδεται σε όλη την Αυτοκρατορία της Νικαίας.
Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου η Μεγάλη Παράκλησις ετελείτο καθημερινώς προς ίασή του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της Κοιμήσεως τού Θεοδώρου, αλλά αφού συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την ακολουθία στην μνήμη του Θεοδώρου και κατέστη συνήθεια έκτοτε να ψάλλεται η ακολουθία κάθε Αύγουστο εις μνήμην τού ποιητού της.
Βεβαίως το όνομα της ακολουθίας δεν ήτο ίδιο με το σημερινό της Μεγάλης Παρακλήσεως, αφού δεν υπήρχε ακόμα Μικρή Παράκλησις.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ονομαστή ευθύς εξ αρχής «Παρακλητικός Κανών», αφού αποτελούσε επίκληση προς βοήθεια και παρηγοριά άνωθεν.
Στις 25 Ιουλίου 1261 o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό του Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου τερματίζοντας έτσι την λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων τού 1204.
Η αναίμακτη ανάκτηση της Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως ως θαυματουργή παρέμβαση της Θεοτόκου. Ο Αυτοκράτωρ για να τιμήσει το θαύμα και την Θεοτόκο αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις τού δεκαπενταύγουστου.
Μεταξύ της 25ης Ιουλίου και 15 Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες ακολουθίες γινόντουσαν στην Κωνσταντινούπολη και μεταξύ αυτών ήταν και ο προσφάτως εισαχθείς Παρακλητικός Κανών τού Θεοδώρου Λασκάρεως.
Η νέα Βασιλική Αυλή του Μιχαήλ,, ευρέθη προ διλήμματος. Οι δύο βασιλικές δυναστείες τού Θεοδώρου Λασκάρεως και Μιχαήλ Παλαιολόγου ευρίσκοντο σε μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ο Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από τον νόμιμο διάδοχο και γιο τού Θεοδώρου, Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά συνέπεια να δεχθεί η Βασιλική Αυλή ακολουθίες που θύμιζαν την δυναστεία τού Θεοδώρου.
Ο άγνωστος μέχρι τότε μοναχός Θεοστήρικτος έδωσε την λύση. Χρησιμοποιώντας τον ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο τού Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα, ευαγγέλιο, έφτιαξε την Ακολουθία τού Μικρού Παρακλητικού Κανόνος.
Ο Κανών τού Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί ως πρώτος κανών τού όρθρου στις εορτές μεγάλων αγίων.
Ο Θεοφάνης με την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τον Κανόνα τού Ιωάννου Δαμάσκηνου στην έγερση τού Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανειστή τους ειρμούς της α’, γ’, ζ και η’ ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό.
Έτσι ο Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.
Ο τελευταίος παρέμεινε εις χρήση μόνο κατά την νηστεία του δεκαπενταύγουστου αφού ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος με την μνήμη τού Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία άρχισε να εναλλάσσεται με τον Μικρό, ο όποιος διεδόθη εξ ίσου ευρέως και χρησιμοποιείτο πλέον καθ’ όλη την διάρκεια τού χρόνου (εις πάσαν περίστασιν). Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθη η εναλλακτική χρήση των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο.
Είναι φυσικό να υποθέσουμε πως αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο τον Μιχαήλ και την λησμόνηση των διαφορών των δύο δυναστειών καθιερώθηκε η εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο ως εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.
Έτσι σήμερα αποδίδουμε τιμή στην πρώτη πρέσβειρα και μεσίτρια, μετά τον Θεάνθρωπο Χριστόν, η Παναγία μας είναι εκείνη, που μπορεί και θέλει να μεταφέρει τις ικεσίες και τις δεήσεις μας στα πόδια του Παμβασιλέως Θεού.
Ας καταφύγουμε λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, με πίστη, με αληθινή ταπείνωση και με αγάπη στην φυσική μας μητέρα και ας την παρακαλούμε καθημερινά, ειλικρινά για τα προβλήματά μας, και εκείνη Πολυεύσπλαχνη, θα μας συμπαραστέκεται στις δύσκολες ώρες και θα μας ελεεί με τη μεγάλη χάρη της. Αμήν..

Κοίμηση της Θεοτόκου Μαρίας (Απόσπασμα ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά) Συγγραφέας: kantonopou


Αν <<ο θάνατος των οσίων είναι τίμιος και η μνήμη δικαίου συνοδεύεται από εγκώμια>>, πόσο μάλλον τη μνήμη της αγίας των αγίων, δια της οποίας επέρχεται όλη η αγιότης στους αγίους, δηλαδή τη μνήμη της αειπάρθενης και Θεομήτορος, πρέπει να την επιτελούμε με τις μεγαλύτερες ευφημίες. Αυτό πράττουμε εορτάζοντας την επέτειο της αγίας κοιμήσεως ή μεταστάσεώς της, που αν και με αυτή είναι λίγο κατώτερη από τους αγγέλους, όμως ξεπέρασε σε ασύγκριτο βαθμό και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις δια της εγγύτητός της προς τον Θεό και δια των από παλαιά γραμμένων και πραγματοποιημένων σ’ αυτή θαυμασίων.
Ο θάνατός της είναι ζωηφόρος, μεταβαίνοντας σε ουράνια και αθάνατο ζωή, και η μνήμη τούτου είναι χαρμόσυνη εορτή και παγκόσμια πανήγυρις, που όχι μόνο ανανεώνει τη μνήμη των θαυμασίων της Θεομήτορος, αλλά και προσθέτει τη κοινή και παράδοξη συνάθροιση των ιερών Αποστόλων από κάθε μέρος της γης για την πανίερη κηδεία της, με θεολήπτους ύμνους, με τις αγγελικές επιστασίες και χοροστασίες και λειτουργίες γι΄ αυτήν.
Οι Απόστολοι προπέμπουν, ακολουθούν, συμπράττουν, αποκρούουν, αμύνονται και συνεργούν με όλη τη δύναμη μαζί με εκείνους που εγκωμιάζουν το ζωαρχικό και θεοδόχο εκείνο σώμα, το σωστικό φάρμακο του γένους μας, το σεμνολόγημα όλης της κτίσεως.
Ενώ ο ίδιος ο Κύριος Σαβαώθ και Υιός αυτής της αειπάρθενης, είναι αοράτως παρών και αποδίδει στη μητέρα την εξόδιο τιμή. Σε αυτού τα χέρια εναπέθεσε και το θεοφόρο πνεύμα, δια του οποίου έπειτα από λίγο μεταθέτει και το συζυγικό προς εκείνο σώμα σε χώρο αείζωο και ουράνιο. Διότι μόνο αυτή, ευρισκομένη ανάμεσα στο Θεό και σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, τον μεν Θεό κατέστησε υιόν ανθρώπου, τους δε ανθρώπους έκανε υιούς Θεού, ουρανώσασα τη γη και θεώσασα το γένος. Και μόνο αυτή από όλες τις γυναίκες αναδείχθηκε μητέρα του Θεού εκ φύσεως πάνω από κάθε φύση. Υπήρξε βασίλισσα κάθε εγκοσμίου και υπερκοσμίου κτίσματος.

Αρχιμ. Καλλίστρατου Ν. Λυράκη: Η ενδοξοτέρα θνήσκει Συγγραφέας: kantonopou


H ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ, η αειπάρθενος Μαριάμ, αξιώθηκε να ζήσει την τιμιότερη ζωή, που έζησε ποτέ άνθρωπος! Γιατί μόνη Αυτή «εν γυναιξί» εξελέγη για να προσφέρει στον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού τις μητρικές Της υπηρεσίες!
Απέβη έτσι το Πρόσωπο της ευδοκίας αυτής της Αγίας Τριάδος! Κατέστη όντως το πιο κοντινό και στενό Πρόσωπο που συνεδέθη ποτέ με τον Κύριο του παντός!

Πρώτη Αυτή πληροφορήθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ για τη θεία υπόσταση του μέλλοντος να γεννηθεί εξ αυτής υπερφυώς, ότι δηλαδή θα είναι ο Υιός του Θεού. Και πρώτη Αυτή άκουσε από το αρχαγγελικό στόμα το όνομα, το όποιο θα είχε ως άνθρωπος: «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» ( Λουκ. α’, 31).

Για εννέα μήνες Τον έφερε στα σπλάγχνα Της! Και όταν « ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι καί ἔτεκεν τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» ( Λουκ. β’, 7), με πόση στοργή θα έσκυβε επάνω Του και θα ατένιζε το θείο Βρέφος! Με πόση ευλάβεια θα Το κρατούσε στην αγκάλη Της και θα Το γαλουχούσε ως νήπιο!

Και ανέθρεψε ως παιδί το δεύτερο Πρόσωπο της Παναγίας Τριάδος η άσημη Κόρη της Ναζαρέτ! Παρακολούθησε κατόπιν όλη Του την άγια ζωή και δράση στον κόσμο. Έζησε την οδύνη του θείου Πάθους και του σταυρικού Του θανάτου ως ρομφαία, που διαπέρασε τα μητρικά Της σπλάγχνα! Αλλά και γεύτηκε η Παναγία μας την ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση της Ανάστασης του Υιού Της! Παραβρέθηκε στο θαύμα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος και της ίδρυσης της Εκκλησίας στο υπερώο της Ιερουσαλήμ! Είδε και πληροφορήθηκε το θρίαμβο του Υιού Της με τη θαυμαστή εξάπλωση της Εκκλησίας στον κόσμο!

Τι απέμενε άραγε γι’ Αυτήν πλέον; Πως μπορούσε να παραμένει ακόμα στη γη, η περισσότερο από όλους τους αγίους αγιασμένη, η Κεχαριτωμένη Μαρία; Γι’ αυτό, όταν ήλθε η ώρα που ο Θεός ορίζει για κάθε άνθρωπο, το σώμα Της έμεινε χωρίς πνοή στο νεκρικό κρεβάτι! Και η Παναγία Μητέρα του Κυρίου μας παρέδωσε το πνεύμα Της στα χέρια του Υιού Της!

Ναι. Και την Παναγία την επισκέφτηκε ο θάνατος!

Ο θάνατος! Ο κοινός κλήρος όλων εκείνων που φέρουν την ανθρώπινη φύση. Δεν κάνει εξαίρεση ούτε και σ’ αυτούς τους άγιους του Θεού. Πως ήταν δυνατό, επομένως να εξαιρεθεί και η Θεοτόκος, καίτοι υπήρξε των αγίων αγιωτέρα και ενδοξότερα των ουρανίων δυνάμεων και τιμιωτέρα των Χερουβίμ;

Ο ιερός Δαμασκηνός -στο σχετικό λόγο για την Παναγία- μας παρουσιάζει τη Θεοτόκο όχι μόνο να αποδέχεται το θάνατο, αλλά και να επείγεται να συναντήσει το Μονογενή Της γι’ αυτό και Τον παρακαλεί να δεχθεί στα θεϊκά Του χέρια την « φίλην » σ’ Αυτόν ψυχή Της. Γράφει ο άγιος Πατήρ: «Στα χέρια Σου το πνεύμα μου, τέκνο μου, παραδίδω. Δέξου μου τη δική σου φίλη ψυχή, που άμεμπτη κράτησες. Σε Σένα και όχι στη γη το σώμα μου αφήνω. Φύλαξε το σώο εκείνο, το όποιο έκανες κατοικία, το οποίο διατήρησες παρθενικό και όταν γεννήθηκες. Πλησίον Σου πάρε με, για να κατοικήσω με Σένα και εγώ, με Σένα που είσαι των σπλάγχνων μου η φύτρα. Προς Σένα βιάζομαι να έλθω. Προς Σένα, ο Όποιος ήλθες και με επισκέφθηκες, χωρίς να χωρισθείς από τον Πατέρα Σου»(1).

Πόσο εκπληκτικό! Η Μητέρα της ζωής, το σκήνωμα της δόξης του Θεού, η μεγαλώνυμη Θεοτόκος, δέχεται νέκρωση!

Αλλά, γιατί η Κοίμηση της Θεοτόκου να είναι άξια και αφορμή απορίας; Ε άν ο Κύριος Ιησούς, που έγινε άνθρωπος, γεύθηκε το ποτήριο του θανάτου, πως να μη το γευθεί η Κόρη της Ναζαρέτ, που υπήρξε γυναίκα θνητή; Υπάρχει κανείς άνθρωπος, ο όποιος θα ζήσει επάνω στη γη και δεν θα πεθάνει;»(2) αναρωτιέται ο Προφήτης. Και ο απόστολος Παύλος μας βεβαιώνει: «Επιφυλάσσεται σε κάθε άνθρωπο να πεθάνει μια φορά»(3).

Εξαιτίας των παραπάνω λόγων και η Παναγία γεύθηκε τον πικρό θάνατο. Διότι, όπως σημειώνει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης: «Εάν δεν υπάρχει, κατά το λόγιο, άνθρωπος, ο οποίος έζησε και δεν δοκίμασε θάνατο-άνθρωπος δε, και του ανθρώπου πέρα, και η υμνουμένη τώρα Παναγία, έχει δειχθεί βεβαίως τρανώς ό τι και Αυτή ξεπλήρωσε το ίδιο με μας νόμο της φύσεως, εάν όχι ίσα με μας, αλλά πάνω από μας»(4).

Αναντίρρητα, ο θάνατος είναι σκληρός. Αλλά από τη στιγμή που ο Χριστός νίκησε το θάνατο και ανέστη εκ νεκρών, ο θάνατος έπαυσε να προκαλεί τη φρίκη και την απόγνωση στους ανθρώπους. Πολύ περισσότερο ο θάνατος των αγίων δεν είναι γεγονός θλιβερό. Είναι χαρά και αγαλλίαση, διότι καταργήθηκε πλέον το κράτος του θανάτου και η ανθρώπινη φύση ντύθηκε την αθανασία. «Εγώ ο άνθρωπος θεώθηκα», γράφει ο ιερός Δαμασκηνός, «απαθανατίσθηκα εγώ ο θνητός… διότι ξεντύθηκα το ένδυμα της φθοράς και φόρεσα την αφθαρσία καθώς τυλίχθηκα την αλουργίδα της Θεότητας»(5).

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό γιατί θ άνατος της « ζωαρχικής Μητέρας» του Κυρίου υπερβαίνει την έννοια του θανάτου, ώστε να μην ονομάζεται κάματος, αλλά «κοίμηση» και «θεία μετάσταση» και «εκδημία» ή «ενδημία» προς τον Κύριο. Και εάν ακόμη λεχθή «θάνατος», όμως είναι θάνατος ζωηφόρος και «αρχή δευτέρας υπάρξεως», της αιωνίου, κατά τον ιερό Δαμασκηνό(6).

Πότε κοιμήθηκε η Θεομήτωρ; Δεν γνωρίζομε. Η Καινή Διαθήκη δεν μας δίνει πληροφορίες για το πότε γεννήθηκε η κόρη της Ναζαρέτ, αλλ’ ούτε και για το πότε απέθανε. Ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου έγραφε τα εξής σχετικά:

«Οι Γραφές δεν μας δίνουν καμιά πληροφορία για το τέλος της Θεοτόκου, ούτε εάν απέθανε, ούτε εάν δεν απέθανε ούτε εάν τάφηκε, ούτε εάν δεν τάφηκε» (7). Και προσθέτει χαρακτηριστικά ο αυτός πατήρ: «Αν απέθανε η αγία Παρθένος και τάφηκε, με τιμή η κοίμηση Της και με αγνεία η τελευτή και με παρθενία το στεφάνι. Αν δέχθηκε θάνατο μαρτυρικό, καθώς έχει γραφεί «την καρδιά σου θα διαπεράσει μεγάλο και οδυνηρό μαχαίρι» και τότε μεταξύ των μαρτύρων η δόξα Της και το άγιο Της σώμα με μακαριότητα αναπαύθηκε»(8).

Οπωσδήποτε ο θάνατος της Μητροπάρθενης Κόρης δεν υπήρξε ένα άδοξο γι’ Αυτή γεγονός. Αυτός ο ίδιος ο Υιός Της και Σωτήρας, κατά την ώρα της Κοίμησης της Μητέρας Του ήλθε « πρός τήν οἰκείαν λοχεύτριαν»· και «υπηρετεί με δεσποτικές παλάμες την παναγία και θεϊκωτάτη Μητέρα και υποδέχεται την ιερή ψυχή»(9). Συνοδευόμενος δε από όλους τους αγγέλους και τους άγιους την αναφέρει όχι απλώς στον ουρανό, αλλ’ έως αυτού του βασιλικού θρόνου Του, στα επουράνια ‘για των Αγίων.

Ο ιερός Δαμασκηνός περιγράφει με πολύ στοργικό και τρυφερό τρόπο αυτήν την υποδοχή της ψυχής της Παναγίας μας εκ μέρους του Υιού Της. Μας παρουσιάζει τον Κύριο Ιησού να προσκαλεί να έλθει κοντά Του η πάναγνη Μητέρα Του, της Όποιας η αρετή υπερβαίνει σε θελκτικότητα όλα τα αρώματα. Λέει , λοιπόν, ο Νυμφίος Χριστός στην Αειπάρθενο:

«Έλα, ευλογημένη μου Μητέρα, να ξεκουρασθείς. Σήκω, έλα κοντά Μου, η ενάρετη μεταξύ των γυναικών, διότι ο χειμώνας αφού παρήλθε, ήλθε η ώρα για να κόψουμε κλαδιά. Η ωραία κοντά Μου, και μώμος δεν υπάρχει σε Σένα. Η ευωδία των μύρων Σου ξεπερνά όλα τα αρώματα » (10) .

Και γεμάτος θαυμασμό για τη μετάσταση Της απορεί και γράφει: «Ω πως ο ουρανός υποδέχθηκε Αυτή, που υπήρξε πλατύτερη από τους ουρανούς! Πως δέχθηκε ο τάφος Αυτήν, η οποία δέχθηκε τον Θεό! Ναι, Τη δέχθηκε, και Τη χώρεσε, διότι δεν έγινε πλατύτερη από τον ουρανό με το σωματικό Της όγκο- διότι πως ένα σώμα τριών πήχεων, που όλο και φυραίνει, θα μπορούσε να ξεπεράσει το πλάτος και το μάκρος του ουρανού; Με τη θεία χάρη όμως ξεπέρασε κάθε ύψος και πλάτος, διότι το θεϊκό είναι πέραν από κάθε σύγκριση. Ω, το ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και αξιοπροσκύνητο μνήμα»(11).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν παρευρέθηκαν στην εκδημία της Παναγίας μας βασιλείς και αυτοκράτορες. Δεν συνόδευσαν την πομπή οι πρίγκιπες και οι ηγεμόνες των κοσμικών βασιλείων. Παρίσταντο όμως «οι αυτόπται του Λόγου θεράποντες», οι άγιοι Απόστολοι! Το εκφράζει ο υμνωδός, όταν ψάλλει εκ μέρους της Θεοτόκου: « Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανή τῷ χωρίω, κηδεύσατέ μου τό σῶμα. Καί σύ Υἱέ καί Θεέ μον, παράλαβέ μου τό πνεῦμα » (12).

Αλλά και στους αίνους ομολογούμε: « Ἐκ περάτων, συνέδραμον, Ἀποστόλων οἱ πρόκριτοι, θεαρχίῳ νεύματι τοῦ κηδεύσαί Σε· καί ἀπό γῆς αἰρομένην Σέ πρός ὕψος θεώμενοι, τήν φωνήν τοῦ Γαβριήλ ἐν χαρά ἀνεβόων Σου, χαῖρε ὄχημα τῆς Θεότητος ὅλης, Χαῖρε, μόνη τά επίγεια τοῖς ἄνω τῷ τοκετῷ Σον συνάψασα» (13) .

Και ήταν φυσική αυτή η σύναξη -«εκ περάτων» της γης- των Αγίων Αποστόλων, με σκοπό να αποδώσουν την αρμόζουσα τιμή στην Πάναγνη Μητέρα του θείου Διδασκάλου τους. Και τούτο, διότι ο ενταφιασμός της Θεοτόκου μόνο των άξιων Αποστόλων ήταν καθήκον.

Έπρεπε να προπέμψουν οι οικείοι και οι μαθητές τη Μητέρα του Διδασκάλου. Αυτοί ενετύλιξαν το σεπτό σώμα Της με τη σινδόνα και το ενταφίασαν.

Αυτή η πράξη των αγίων Αποστόλων υπήρξε απόλυτα σύμφωνη και με την προτύπωση της Θεοτόκου με την Κιβωτό της Π. Διαθήκης και την ερμηνεία της. Γι’ αυτό και ο ιερός Δαμασκηνός, υπενθυμίζοντας την προτύπωση, γράφει:

«Εσένα, την αληθινή Κιβωτό του Κυρίου και Θεού, σήκωσαν στους ώμους η σύναξη των Αποστόλων, καθώς κάποτε οι ιερείς την Κιβωτό, που ήταν η προτύπωσή Σου, Σένα ακούμπησαν στον τάφο και Σένα έστειλαν με αυτόν, σαν να ήταν κάποιος Ιορδάνης, στην αληθινή γη της επαγγελίας, ναι, την «άνω Ιερουσαλήμ», τη μητέρα όλων των πιστών, αυτήν «που τεχνούργησε και έπλασε ο Θεός» (14).

Κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας -την οποία αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων Γιουβενάλιος, όταν βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451

μ.Χ.)- κατέφθασε στη βασίλισσα Πουλχερία, μετά την ταφή της Αειπαρθένου Μαρίας, ένας από τους αγίους Αποστόλους, που δεν κατόρθωσε να είναι παρών την ήμερα της ταφής Της, και ζήτησε να προσκυνήσει το « θεοδόχον σώμα» Της. Τότε « ἤνοιξαν τήν σορόν », αλλά « τό μέν σῶμα Αὐτῆς τό πανύμνητον οὐδαμῶς εὑρεῖν ἠδυνήθησαν »· βρήκαν μόνο « τά ἐντάφια Αυτῆς ». Και αφού δοκίμασαν « ἄφατον εὐωδίαν ἠσφαλίσαντο τήν σορόν ». Γεμάτοι έκπληξη από « τό τοῦ μυστηρίου θαῦμα » σκέπτονταν αυτό μόνο: » Ὅπως ὁ Θεός Λόγος καί Κύριος τῆς δόξης εὐδόκησε «κατ’ ἰδίαν ὑπόστασιν » να σαρκωθεί και να γίνει άνθρωπος « ἐξ Αὐτῆς » και να γεννηθεί με σάρκα, και όπως «μετά τόν τόκον » διαφύλαξε άφθορη την παρθενία Της, έτσι πάλι ο Ίδιος « εὐδόκησε καί μετά τήν ἐντεῦθεν ἀποβίωσιν » της Θεοτόκου να τιμήσει « τό ἄχραντον καί ἀ μίαντον σῶμα Της» με την αφθαρσία και την μετάθεση του στη αιωνιότητα «προ της κοινής και καθολικής αναστάσεως» (15).

Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης ομιλεί όμως περί αναστάσεως της Θεοτόκου την τρίτη ημέρα μετά την Κοίμηση Της. Λέγει το εξής:

«Το να αναστηθεί από των νεκρών η Παναγία και να αναληφθεί με το σώμα και να είναι ήδη ζωντανή στους ουρανούς το δεχόμαστε, διότι αυτό είναι « ἀσυγκρίτως θεομητροπρεπέστερον τοῦ νεκράν αὐτήν εἶναι », δηλαδή από του να μένει « τό ἄχραντο σῶμα Της νεκρόν » στην γη, « ὡς χωρισμένον τῆς ζωοποιούσης αὐτό ἁγιωτάτης ψυχῆς » (16).

Σεβόμενοι βέβαια την άποψη του αγίου Νικόδημου, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία μας δεν δίδαξε ότι η Θεοτόκος ανελήφθη με το πανάσπιλο σώμα Της στον ουρανό και ότι μετέστη με αυτό στην αΐδιο δόξα και μακαριότητα. Διότι ούτε η Αγία Γραφή, ούτε η Αποστολική Παράδοση αναφέρουν το γεγονός αυτό. Για το γεγονός αυτό δίνουν διάφορες λεπτομέρειες μόνο τα Απόκρυφα, και αυτά τον τέταρτο αιώνα.

Στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία «πρώτη μνεία» περί της Μεταστάσεως της Θεοτόκου γίνεται σε κάποιο λόγο, ο όποιος αποδίδεται «ψευδώς εις το Μόδιστον των Ιεροσολύμων (700)» (17).

Η γιορτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Εκκλησία άρχισε να γιορτάζεται από τον έκτο αιώνα. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι οι τρεις λόγοι του ιερού Δαμασκηνού δεν αναφέρονται στη Μετάσταση, αλλά « εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Πανυμνήτου καί ὑπερενδόξου εὐλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας» (18).

Και ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου -μένοντας πιστός στη σιωπή των Γραφών ως προς το τέλος της Θεοτόκου- αφήνει μετέωρη τη σκέψη μας ως προς το θέμα αυτό, ενώ παράλληλα εξηγεί τον πιθανό λόγο για τον όποιο ο Θεός θέλησε να ταφεί στην σιωπή το μυστήριο του θανάτου της Παναγίας μας. Σημειώνει, λοιπόν, ο άγιος Επιφάνιος :

«Πέθανε η αγία Παρθένος και έχει θαφτεί, με τιμή αυτής η κοίμηση (…) με μαρτυρία η δόξα Της, και με μακαρισμούς το άγιο Της σώμα (…). Το τέλος Της κανείς δεν γνωρίζει. Αλλά και εάν νομίζουν μερικοί ότι κάνουν λάθος, να ζητήσουν μαρτυρίες από την Αγία Γραφή, και θα βρουν ότι δεν αναφέρεται ο θάνατος της Μαρίας. Ούτε εάν πέθανε, ούτε εάν δεν έχει πεθάνει· ούτε εάν έχει θαφτεί·(…) απλώς σιώπησε η Γραφή για το υπερβολικό του θαύματος, για να μην οδηγήσει σε έκπληξη τη διάνοια των ανθρώπων. Διότι εγώ δεν τολμώ να πω, αλλά σκεπτόμενος να ασκώ σιωπή(…) δεν λέω ότι έμεινε αθάνατη- αλλά δεν πείθομαι, εάν έχει πεθάνει. Διότι υπερέβαλε η Γραφή τη διάνοια την ανθρώπινη, και την άφησε μετέωρη για το σκεύος το τίμιο και εξοχότατο· για να μην υποπτευθεί κάποιος περί Αυτής σαρκικά πράγματα» (19).

Επιπλέον η Ορθόδοξη αγιογραφία εικονογραφεί την « Κοίμησιν της Θεοτόκου» και όχι την « ανάληψίν » Της. «Η Θεομήτορ ιστορείται νεκρά, εξαπλωμένη επί φερέτρου » (20).

* * *

«Τίμιος ὁ θάνατος τῶν ὁσίων ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» ( Ψαλμ. ριε’, 6). Ομολογουμένως τιμιότατος υπήρξε ο θάνατος της Υπεραγίας Θεοτόκου. Το διαλαλεί η Παράδοση, η οποία παρουσιάζει την Παναγία μας να μεταβαίνει προς την πραγματική Ζωή με τη σεπτή Της Κοίμηση· και ενώ κυκλώνεται από το νέφος των ουρανίων Δυνάμεων και των αγίων Αποστόλων, παραδίδει την αγία και ακηλίδωτη ψυχή Της στον Υιό και Θεό Της. Κι οι εμπνευσμένοι υμνωδοί της Εκκλησίας μας ψάλλουν:

«Την Ζωήν ἡ κυήσασα, πρός τήν Ζωήν μεταβέβηκας, τῇ σεπτῇ Κοιμήσει Σον, τήν ἀθάνατον, δορυφορούντων ἀγγέλων Σοι, Ἀρχῶν καί Δυνάμεων, Ἀποστόλων, Προφητῶν, καί ἁπάσης τῆς κτίσεως δεχόμενου τε ἀκηράτοις παλάμαις τοῦ Υἱοῦ Σον τήν ἀμώμητον ψυχήν Σον, Παρθενομῆτορ Θεόνυμφε » (21). .

Και τα αναρίθμητα πλήθη των πιστών, που κατακλύζουν τους ιερούς Ναούς κατά την ένδοξη γιορτή της Κοιμήσεως Της, διακηρύττουν την εγκόσμιο και υπερκόσμιο δόξα της Θεοτόκου:

« Τῇ ἐνδόξω Κοιμήσει Σου οὐρανοί ἐπαγάλλονται, καί ἀγγέλων γέγηθε τά στρατεύματα· πᾶσα ἡ γῆ δέ εὐφραίνεται, ὠδήν Σοι ἐξόδιον προσφωνοῦσα τῇ Μητρί, Τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, ἀπειρόγαμε Παναγία Παρθένε, ἡ τό γένος τῶν ἀνθρώπων ρυσαμένη προγονικῆς ἀποφάσεως » (22) .

Με πάλλουσα δε από συγκίνηση καρδιά κάθε ευσεβής πιστός μυστικά δέεται προς τη Μητέρα όλων των ανθρώπων: « Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς Σε ἀνατίθημι…».

—————————————–

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) « Εἰς χεῖρας σου, τέκνον, τό πνεῦμα μου παρατίθημί · δέξαι μου τήν σήν φίλην ψυχήν, ἥν ἐτήρησας ἄ μεμπτον σοι τόν ἐ μόν σῶμα καί οὐ τῇ γῇ παραδίδω· φύλαξον σῶον, ὅ κατοικῆσαι ηὐδόκησας καί γεννηθείς παρθένον ἐτήρησας · πρός σέ μέ μετάστησον , ἵ ν ‘ ὅπου εἶ σύ, τῶν ἐμῶν σπλάγχνων τό κύημα, ἔσομαι κἀγώ σοι συνέστιος · πρός σέ γάρ ἐπείγομαι τόν πρός ἐμέ ἀδιαστάτως τοῦ Πατρός καταφοιτήσαντα » (Ρ. G. 96, 736).

(2). « Τίς ἐστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὔκ ὄ ψεται θάνατον;» ( Ψαλμ. πη’, 49).

(3). « Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν » (Εβρ. θ΄, 27).

(4). « Εἰ γάρ οὐκ ἐστί, κατά τό λόγιον, ἄνθρωπος ὅς ζήσεται καί οὐκ ὄψεται θάνατον ἄνθρωπος δε καί ἀνθρώπου ἐ πέκεινα καί ἡ νῦν ὑμνούμένη (η Παναγία), δέδεκται δήπου τρανῶς ὡς καί αὕτη τόν ἡμῖν ἐκπεπλήρωκε νόμον τῆς φύσεως εἰ καί μή καθ’ ἡμᾶς ἴσως, ἀλλ ‘ ὑπέρ ἡμᾶς » (Ρ G. 97, 1053).

(5). « Τεθέωμαι ὁ ἄνθρωπος, ὁ θνητός ἠ θανάτισμαι, την φθοράν ἀπημφίεσμαι, τήν ἀ φθαρσίαν περίκειμαι τῇ περιβολῇ τῆς Θεότητος » (Ρ G . 96, 725).

(6). Ρ G 96, 716 ΑΒ C.

(7). « Ζητήσωσι τά ἴχνη τῶν Γραφῶν καί εὕρωσιν οὔτε θάνατον Μαρίας, οὔτε εἰ τέθνηκεν, οὔτε εἰ μή τέθνηκεν οὔτε εἰ τέθαπται, οὔτε εἰ μή τέθαπται » (Ρ G 42, 716).

(8). « Ἤτοι ἄν ἀπέθανεν ἡ ἁγία Παρθένος, καί τέθαπται, ἐν τιμῇ αὐτῆς ἡ κοίμησις, καί ἐν ἀγνεία ἡ τελευτή καί ἐν παρθενίᾳ ὁ στέφανος· ἤτοι ἄν ἀνηρέθη, καθώς γέγραπται » καί τήν ψυχήν αὐτῆς διελεύσεται ρομφαῖα » ἐν μάρτυσιν αὐτῆς τό κλέος, καί ἐν μακαριστῷ τό ἅγιον αὐτῆς σῶμα » (Ρ G 43, 737).

(9). « Δεσποτικαῖς παλάμαις τῇ παναγίᾳ ταύτῃ καί θειοτάτη οἵα μητρί λειτουργῶν τήν ἱεράν ψυχήν ὑποδέχεται » (Ρ G 96, 705).

(10). « Δεῦρο, εὐλογημένη μου Μήτηρ, εἰς τήν ἀνάπαυσίν μου ἀκούσασα. Ἀνάστα, ἐλθέ, ἡ πλησίον μου, ἡ καλή μου, ἡ καλή ἐν γυναιξίν, ὅτι ἰδού ὁ χειμών παρῆλθεν, ὁ καιρός τῆς τομῆς ἔφθασε. Καλή ἡ πλησίον μου, καί μῶμος οὐκ ἐστίν ἐν σοι. Ὀσμή μύ ρων σου ὑπέρ πάντα τά ἀρώματα » (Ρ G 96, 736).

(11). «Ὤ, πῶς οὐρανός ὑπεδέξατο τήν πλατυτέρα οὐρανῶν χρηματίσασαν·πῶς δέ τάφος τό τοῦ θεοῦ δοχεῖον ἐχώρησε · καί ἐδέξατο, καί κεχώρησεν. Οὐ γάρ σω ματικοῖς ὄγκοις οὐρανοῦ πλατύτερον χωρίον ἐγένετο · πῶς γάρ τό τρίπηχον τό ἀεί λεπτυνόμενον σῶμα, εὕρεσί τε καί μήκεσιν οὐρανοῦ παραβληθῆναι δυνήσεται ; Τῇ δέ χάριτι μᾶλλον διά ὕψους καί πλάτους τό μέτρον ὑ περηκόντισε » τό γάρ θεῖον ἀσύγκριτον. «Ὤ, ἱεροῦ καί θαυμαστοῦ καί σεβασμίου καί προσκυνητοῦ μνήματος» (Ρ G 96, 720).

(12). « Oἱ Ἀπόστολοι, ἀφοῦ συναθροισθήκατε ἐδῶ στό χωρίο Γεσθημανῆ, κηδεύσατέ μου τό σῶμα. Καί σύ Υἱέ καί Θεέ μου, παράλαβε μου τήν ψυχή».

(13). «Από τα πέρατα του κόσμου έτρεξαν οι πρόκριτοι Απόστολοι, με το νεύμα του Θεού για να Σε κηδεύσουν και από τη γη υψωμένη προς τα άνω, ενώ Την έβλεπαν, με την προσφώνηση του Γαβριήλ με χαρά Σε εφώναζαν Χαίρε όχημα όλης της Θεότητας» Χαίρε, μόνη που με τον τοκετό Σου σύναψες τα επίγεια με τα ουράνια».

(14). « Σέ τῶν Ἀποστόλων ὁ δῆμος τήν ἀληθῆ κιβωτόν Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐπί τῶν ὤμων ἀράμενος, ὡς πάλαι ποτέ οἱ ἱερεῖς τήν τυπικήν κιβωτόν, καί ἐν τάφῳ θέμενοι δι’ αὐτοῦ ὡς δι’ Ἰορδανοῦ τινός ἐπί τήν ἀληθῆ τῆς ἐπαγγελίας παρέπεμπον γῆν, τήν ἄνω φημί Ἱερουσαλήμ, τήν πάντων τῶν πιστῶν μητέρα, ἧς τεχνίτης καί δημιουργός ὁ Θεός» (Ρ G 96, 717-720).

(15). Ρ G 96, 741 Β, 728 C .

(16). Νικόδημου Αγιορείτου : « Ἑρτοδρόμιον », σελ. 653.

(17). Π. Ν. Τρεμπέλα: Δογματική τῆς Ὀ ρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος Β’ σελ. 215-216.

(18). Ρ G 96, 700, 721, 753.

(19). « Ἀπέθανεν ἡ ἁγία Παρθένος καί τέθαπται, ἐν τιμῇ αὐτῆς ἡ κοίμησις (…) ἐν μάρτυσιν αὐτῆς τό κλέος, καί ἐν μακαρισμοῖς τό ἅγιον αὐτῆς σῶμα (,..). Τό τέλος Αὐτῆς οὐδείς ἔγνω. Ἀλλά καί εἰ δοκοῦσί τίνες ἐσφάλθαι, ζητήσωσι τά ἴχνη τῶν Γραφῶν, καί εὕρωσιν ἄν οὔτε θάνατον Μαρίας, οὔτε εἰ τέθνηκεν, οὔτε εἰ μή τέθνηκεν οὔτε εἰ τέθαπται· (…) ἁπλῶς ἐσιώπησεν ἡ Γραφή, διά τό ὑπερβάλλον τοῦ θαύματος, ἵνα μή εἰς ἔκπληξιν ἀγάγῃ τήν διάνοιαν τῶν ἀνθρώπων. Ἐγώ γάρ οὐ τολμῷ λέγειν, ἀλλά διανοούμενος σιωπήν ἀσκῶ (…) οὐ λέγω ὅτι ἀθάνατος ἔμεινεν ἀλλ’ οὔτε διαβεβαιοῦμαι ὅτι τέθνηκεν. Ὑπερέβαλε γάρ ἡ Γραφή τόν νοῦν τόν ἀνθρώπινον, καί ἐν μετεώρῳ εἴασε διά τό σκεῦος τό τίμιον καί ἐξοχώτατον · ἵνα μή τίς ἐν ὑπονοίᾳ γένηται περί αὐτῆς σαρκικῶν πραγμάτων» (Ρ G 42, 737 Α, 716 Β C ).

(20). Κ. Καλοκύρη : «Μαρία» (εικονογραφία) Θ.Η.Ε. τόμος 8ος, σελ. 700.

(21). «Συ η οποία γέννησες τη Ζωή (τον Χριστό), προς τη Ζωή έχεις μεταβεί, με τη σεπτή Σου Κοίμηση, την αθάνατη, ενώ δορυφορείσαι από αγγέλους. Αρχές και Δυνάμεις, Αποστόλους, Προφήτες, και όλη την κτίση που γίνεται δεκτή από τα καθαρά χέρια του Υιού σου η άμωμη ψυχή Σου, Παρθενομήτορ Θεόνυμφε ».

(22). «Με την ένδοξη Κοίμηση Σου οι ουρανοί χαίρονται, και των αγγέλων τα στρατεύματα πανηγυρίζουν και όλη η γη ευφραίνεται, με εξόδιο ύμνο στη Μητέρα Εκείνου, που δεσπόζει όλων των ανθρώπων Συ που είσαι άπειρη από γάμο, Παναγία Παρθένε, εκείνη που λυτρώνεις το ανθρώπινο γένος από την προγονική απόφαση».

ΕΝ Η ΕΣΚΗΝΩΣΕ ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΥΣΗΣ ΖΩΗΣ Η ΑΠΟΛΑΥΣΙΣ Συγγραφέας: kantonopou


          Οι άνθρωποι ποθούμε την ευτυχία που θα κρατήσει για πάντα. Την ταυτίζουμε με πρόσωπα, με καταστάσεις, με αγαθά. Την ταυτίζουμε με την ευχαρίστηση που προέρχεται όταν ικανοποιούμε το θέλημά μας. Όταν αισθανόμαστε ότι υπάρχει κάτι που μας καθιστά κέντρο του κόσμου, χωρίς να μας ενδιαφέρει αν πραγματικά είμαστε. Αρκεί εμείς να αισθανόμαστε τη πληρότητα ότι δεν μας λείπει κάτι, έστω και πρόσκαιρα. Γι’ αυτό και αδυνατούμε να κατανοήσουμε γεγονότα όπως η φθορά, η ήττα, η αρρώστια, η δοκιμασία, ο θάνατος. Δεν μπορούμε να δώσουμε νόημα σε ό,τι μας ταλαιπωρεί, σε ό,τι μας στερεί τη δυνατότητα να είμαστε χαρούμενοι. Βιαζόμαστε λοιπόν να ζήσουμε. Κατά βάθος θέλουμε να ξεγελάσουμε τον χρόνο, ο οποίος λειτουργεί ως εχθρός. Κριτήριό μας είναι το νυν, το σήμερα, το τώρα. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε το αύριο, γιατί δεν είναι απτό. Φοβόμαστε ό,τι δεν είναι στα δικά μας χέρια. Φοβόμαστε την μεταβολή. Ό,τι όλοι όσοι έχουν προηγηθεί μας περιγράφουν ως αναπόφευκτο. Έτσι, δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι υπάρχει ένας δρόμος στον οποίο τα πάντα είναι γιορτή. Ακόμη και τα   πιο δύσκολα.

          Στην ακμή του θέρους η Εκκλησία μας γιορτάζει την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Την αποκαλεί «Πάσχα του καλοκαιριού». Γιορτάζει έναν θάνατο, μα τίποτα σ’ αυτή τη γιορτή δεν έχει πένθος. Ο θάνατος είναι πραγματικό γεγονός. Έχει όλες τις συνέπειες, τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, τον αποχωρισμό από τα οικεία πρόσωπα, το ανεπίστρεπτο, το ξόδι, την ταφή. Δε θα επανέλθει το πρόσωπο στη ζωή. Όλοι θα πρέπει να μάθουν να ζούνε χωρίς αυτό.  Κι όμως, ενώ αυτά είναι τα δεδομένα, ο θάνατος αυτός έχει τον χαρακτήρα ενός θριάμβου και μάλιστα αιώνιου. Το πρόσωπο που έφυγε, ξεπέρασε τον χρόνο. Και όχι μόνο. Όλες οι συνέπειες του θανάτου αίρονται. Το σώμα δεν παραμένει στον τάφο της Γεθσημανή, αλλά με έναν τρόπο που ξεπερνά τους όρους της φύσης μας θα ενωθεί με την ψυχή και ο θάνατος θα γίνει μετάσταση στον ουρανό.  Ο αποχωρισμός από τα οικεία πρόσωπα δεν θα κρατήσει. Αυτή που έφυγε θα είναι παρούσα όχι μόνο στην μνήμη όσων την αγάπησαν και θα την αγαπήσουν, αλλά και στις καρδιές τους. Θα παίρνει τις λύπες τους, τους φόβους, τη δική τους φθορά και θα τα αντικαθιστά με την χαρά της κοινωνίας με τον Θεό. Το ανεπίστρεπτο θα αντικατασταθεί με το συνεχές παρόν. Το ξόδι θα γίνει πάνδημο τραγούδι, μόνο που δε θα κρατά για εκείνη τη στιγμή, αλλά συνεχώς οι άνθρωποι θα υμνούν την κοίμηση με ύμνους έκπαγλης ομορφιάς. Και κανείς δε θα χρειαστεί να μάθει να ζει χωρίς αυτήν, διότι θα δίνει η ίδια σημεία της παρουσίας της με τα θαύματα, με την ψυχική ενίσχυση διά της προσευχής, με την ελπίδα και την παρηγοριά που το πρόσωπό της και μόνο θα φέρνει στον κόσμο και τους ανθρώπους. Όχι μόνο σε έναν λαό ή σε μία κοινότητα, αλλά σε όσους την επικαλούνται απανταχού της γης.

          Είναι γιορτή η κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, διότι, όπως αναφέρεται σε έναν από τους πιο ωραίους ύμνους της εορτής αυτή είναι η γυναίκα «εν η εσκήνωσε της μελλούσης ζωής η απόλαυσις», «στην οποία εγκαταστάθηκε καταλαμβάνοντάς την οντολογικά η απόλαυση της μελλούσης ζωής» (Ιδιόμελο του Όρθρου της εορτής). Και αυτή η απόλαυση δεν είναι άλλη από το Πρόσωπο του Υιού και Θεού της, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Εκείνος είναι  που ανατρέπει όλες τις συνέπειες του θανάτου. Εκείνος είναι που δίνει διάρκεια στην ευτυχία, διότι είναι η Ευτυχία. Μέσα από την κοινωνία μαζί Του τα πάντα νοηματοδοτούνται αλλιώς. Και δεν μπορούμε να χωρίσουμε, όσο κι αν το συναίσθημα κάποτε μας κάνει να το βλέπουμε έτσι, την Υπεραγία Θεοτόκο, την γυναίκα, την μητέρα, την Παναγία, από τον Υιό και Θεό της. Δε χωρίζεται ο άνθρωπος από τον Θεό, διότι τα πάντα εντός της είναι ο Χριστός. Ζει δε ουκέτι αυτή, αλλ΄ εν εαυτή ζει Χριστός. Και γίνεται πρότυπο για όλους μας, στην πορεία της ζωής μας, στην αναζήτηση της δικής μας  προσωπικής ευτυχίας, ο δρόμος και ο τρόπος  της, για να κατανοήσουμε και να ζήσουμε το εφικτό της ευτυχίας που διαρκεί και νικά και τον θάνατο!

      «Εσκήνωσε». Η σκηνή προϋποθέτει άνθρωπο πάροικο. Όχι παραδομένο στην ασφάλεια της μόνιμης κατοικίας, του βολέματος στη ζωή, αλλά έτοιμο να φύγει και να πάει όπου θέλει ο Θεός.  Έτοιμο για το αναπάντεχο. Έτοιμο να αποδεχθεί το ανατρεπτικό. Την αγάπη, αλλά και το μίσος των ανθρώπων. Τη χαρά, αλλά και τη λύπη που ο κόσμος παρέχει. Να μην ταραχθεί από την ρομφαία των λόγων και των έργων που η ζωή, οι πειρασμοί, ο χρόνος, οι άλλοι φέρνουν στην καρδιά. Στις σκηνές ζούσαν οι Ισραηλίτες στην έρημο του Σινά, μέχρι να φτάσουν στη γη της επαγγελίας. Η μόνη βεβαιότητα που είχαν ήταν ότι ο Θεός τους αγαπά. Και αυτή είναι η μέγιστη αλήθεια που έζησε η Υπεραγία Θεοτόκος και που την κράτησε όρθια σε κάθε περίσταση της ζωής της.  Ότι ο Θεός την αγαπά. Και αυτό ζητά ο Χριστός για να σκηνώσει στην καρδιά του καθενός ανθρώπου. Να αποδεχθεί ότι τον αγαπά ο Θεός. Πέρα από κάθε βεβαιότητα. Ιδίως στις δυσκολίες και στους σταυρούς. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται πίστη βαθιά και καρδιακή. Και τότε κάθε τι φωτίζεται διαφορετικά. Ακόμη και ο θάνατος.

      «Της μελλούσης ζωής». Δεν αρνούμαστε το σήμερα, το νυν, το τώρα. Δεν παραπλανιόμαστε όμως από την δύναμή τους. Η Παναγία, στη βεβαιότητα της αγάπης του Χριστού, ήξερε καλά ότι τα πάντα είναι ανάσταση και αιωνιότητα. Ότι ο χρόνος δεν είναι πανδαμάτωρ, γιατί μπορούμε να τον υπερβούμε μέσα από την κοινωνία με Εκείνον που μας δίνει την μέλλουσα ζωή. Και αυτή δεν είναι απλώς ένας παράδεισος στον οποίο δεν υπάρχει πόνος, λύπη, στεναγμός, ούτε μία αιώνια ανάπαυση από τα βάρη της ζωής, αλλά κοινωνία προσώπων. Η χαρά της συνάντησης και της συνύπαρξης πέρα από κάθε αμαρτία και κακό. Πέρα από κάθε εγωκεντρισμό. Στην μέλλουσα ζωή δε θα είμαστε το κέντρο του κόσμου, δε θα είμαστε ο ήλιος, αλλά μέσα από τις ακτίνες του Ήλιου της Δικαιοσύνης, από τις λαμπηδόνες που θα προέρχονται από Αυτόν θα φωτίζεται η ύπαρξή μας, αρχικά η ψυχή και μετά την ανάσταση και το σώμα, ώστε να κρατούμε αιώνια τη χαρά του να συνυπάρχουμε με την όντως ζωή. Στον τρόπο αυτό μπροστά θα είναι η Υπεραγία Θεοτόκος και μαζί της οι άγιοι, αλλά και όλοι εμείς που θα ζούμε το «αεί». Αιώνια ζωή είναι να παίρνεις ζωή από την Ζωή. Και γι’ αυτό μεσιτεύει η Υπεραγία Θεοτόκος. Για να μην ξεχνούμε τον προορισμό μας.

        «Η απόλαυσις». Στην παρούσα ζωή απόλαυση δίνουν τα επιτεύγματα. Οι ηδονές. Η δόξα μας. Η αναγνώριση της αξίας μας. Το δίκιο μας. Η αίσθηση ότι τα χαρίσματά μας είναι μοναδικά και ότι οι άλλοι υπάρχουν για μας. Όμως στην σχέση με τον Χριστό η απόλαυση είναι το Πρόσωπό Του. Γιατί σ’ αυτό ενυπάρχει η Αγάπη. Και τα ελάχιστα ψήγματα αυτής της αγάπης  που μπορούμε να κατανοήσουμε και να ζήσουμε στην παρούσα ζωή  μάς κάνουν να  προγευτούμε τι τελικά μας κάνει αυθεντικά και διαρκώς ευτυχισμένους: η Αγάπη! Αυτήν που έζησε η Υπεραγία Θεοτόκος. Αυτήν που δείχνει στον καθέναν μας, όταν την επικαλείται, όχι ιδιοτελώς, αλλά με γνώμονα την κοινωνία με τον Υιό της. Ο Χριστός είναι η απόλαυση της αγάπης που κρατά για πάντα. Και μας κάνει να νικούμε κάθε θάνατο, σωματικό, πνευματικό, της απώλειας, της ήττας, του σταυρού, της περιθωριοποίησης. Γιατί ακόμη και στην πιο δύσκολη περίσταση, η αγάπη νοηματοδοτεί, κατανοεί, συγχωρεί, δίνει αντοχή και ανοχή.

       Να γιατί η ένδοξος κοίμηση γίνεται γιορτή. Γίνεται Πάσχα για εκείνην και την ίδια στιγμή  πρόσκληση συμπόρευσης για  τον καθέναν μας στον τρόπο και τον δρόμο της Εκκλησίας!

Κέρκυρα, 15 Αυγούστου 2017

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

 http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr/

Δέχεται η Ορθόδοξος Εκκλησία τον πραγματικό και αληθινό σωματικό θάνατο της Θεοτόκου;Υμνογραφική διερεύνηση. Συγγραφέας: kantonopou


i-koimisi-tis-theotokou-tha-taksidepsei-apo-ti-suro-sto-toledo

Επειδή είναι γενικά αναγνωρισμένο  και αποδεκτό, ότι η διδασκαλία και το δόγμα εμπεριέχονται στην Λα­τρεία και, επομένως, στην Υμνογραφία της Εκκλησίας μας, θα παραθέσουμε όσον το δυ­νατόν συστηματικώς κατανεμημένα αποσπά­σματα από την Υμνολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, για να δούμε ποια είναι η επίσημη θέση της για το θέμα»Δέχεται η Ορθόδοξος Εκκλησία τον πραγματικό  και αληθινόν σωματικό θάνατο της Θεοτόκου, δηλαδή τον χωρισμό  της αγίας ψυχής της από το πανάχραντο σώμα της, πριν απ’ την Μετάσταση στους Ουρανούς:

Πρώτον.

Η ορθόδοξος Υμνολογία, για να δηλώ­σει την αποδημίαν της Θεοτόκου, χρησιμοποιεί τους όρους: Κοίμησις, Θάνατος, Νέκρωσις: π.χ. Κοίμησις

– «Και ύμνησε θεοπρεπώς, σου την θείαν Πανάμωμε Κοίμησιν» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή στ’,).

– «τους υμνητάς της φαιδράς σου Κοιμήσεως» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή θ’, σελ. 80).

– «οι Δίκαιοι, εν τη Κοιμήσει σου, Κόρη, υμνολογούντες σε» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή θ’).

– «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε» (Απολυτίκιον ιε’ Αυγ.).

Επομένως, η γιορτή της ιε’ Αυγούστου δεν είναι μόνον η Μετάσταση, αλλά και η Κοί­μηση. Το Συναξάριον της ιε’ Αυγούστου λέ­γει μεν: «Τη ΙΕ’ του αυτού μηνός, Μνήμη της σεβάσμιας Μεταστάσεως…», αλλά αμέ­σως κατόπιν οι στίχοι λέγουν: «Ου θαύμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην, Του κοσμοπλάστου σαρκικώς τεθνηκότος Ζη αεί Θεομήτωρ, καν δεκάτη θάνε πέ­μπτη».

Το δε περιεχόμενο της Κοιμήσεως αναλυ­τικά έχει ως εξής:

«Την ζωήν η κυήσασα, προς ζωήν μεταβέβηκας, τη σεπτή Κοιμήσει σου την αθάνατον, δορυφορούντων Αγγέλων σοι, Αρχών και Δυνάμεων, Αποστόλων, Προ­φητών, και απάσης της κτίσεως, δεχόμενου τε, ακηράτοις παλάμαις του Υιού σου, την αμώμητον ψυχήν σου, Παρθενομήτορ Θεόνυμφε» (Στιχηρόν προσόμοιον Αίνων ιε’ Αυγ.).

Νέκρωσις:

«Εν τη Κοιμήσει σου, νέκρωσις άφθορος» (Κάθισμα ιε’ Αυγ.) «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν» (Κοντάκιον ιε’ Αυγ.), αυτό σημαίνει ότι ετάφη, και ενεκρώθη, μεν, αλλά, τελικά, διεξέφυγεν αυτών των καταστάσεων.

– «Νέκρωσιν πως υπέστης, η τον νεκρωτήν του Άδου κυήσασα;» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή α’,).

– «Ω θαύματος καινού! ω τεραστίου ξένου! πως νέκρωσιν υπέστη, η ζωηφόρος κόρη» (Στιχηρόν προσόμοιον εσπερ. ιδ’ Αυγ.).

Θάνατος – η Παναγία θνητή: «Γυναίκα σε θνητήν, άλλ’ υπερφυές και Μητέρα Θεού είδότες…» (Κανών Ίωάν. Δαμασκ. Ωδή γ’).

– «Δια θανάτου γαρ προς την ζωήν μεταβέ­βηκας» (Κανών Ίωάν. Δαμ. Ωδή ζ’, σελ. 86).

– «Πως ουν το άχραντον, ζωαρχικόν τε σου σκήνωμα, της του θανάτου πείρας, γέγονεν μέτοχον,» (Κανών Ίωάν. Δαμασκ. Ωδή ζ’).

– «όμως μιμούμενη δε, τον ποιητήν σου και Υίόν, υπέρ φύσιν υποκύπτεις, τοις της φύσε­ως νόμοις» (Κανών Α’, Ωδή α’, ιε’ Αυγ. ).

– «Νόμους της φύσεως λαθούσα, τη κυήσει σου, τω ανθρωπίνω νόμω θνήσκεις μόνη Αγνή» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή ζ’).

Δεύτερον:

Στην ορθόδοξη Υμνολογία υπογραμμί­ζεται, ότι η ψυχή της Θεοτόκου χωρίσθηκε του νεκρού σώματός της. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο ορθόδοξος ορι­σμός του θανάτου. Αναφέρεται, λοιπόν, ότι η Παναγία παρέδωσε την ψυχή της «εις χείρας του Κυρίου και Υιού της». Ψυχή χωρίζεται σώματος – παραδίδεται:

– «Εν ταίς του Υιού χερσί, σήμερον την Παναγίαν παρατίθεται ψυχήν» (Δοξαστικόν αποστίχων Εσπερινού ιδ’ Αυγ., σελ. 76). -«Εξίσταντο Αγγέλων αι δυνάμεις, εν τη Σιών σκοπούμεναι, τον οικείον Δεσπότην, γυναικείαν ψυχήν χειριζόμενον» (Κανών Ιω­άν. Δαμ.,).

Προηγήθηκε ο θάνατός της ως αρραβών, δηλα­δή, προϋπόσχεση ζωής. Άρα πέρασε απ’ την φάση του θανάτου: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοί, Παρθένε άχραντε…, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος… και μετά θάνατον ζώσα» (Κανών Ιωάν. Δαμασκ., σελ. 88).

– «Και συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το Πνεύμα» (Εξαποστειλάριον, σελ. 89). Σώμα άψυχον – λείψανον Παναγίας:

– «Ηλάλαζεν Αποστόλων ο δήμος, και δα­κρύων επληρώθη ηνίκα, σου την ψυχήν την αγίαν λιπούσαν, το θεοδόχον τεθέαται σκη νωμα) (Ωδή στ’).

– «Όθεν ανταπέδωκεν, τοις ανόμοις ο Κύ­ριος, δόλον γαρ ειργάσαντο τω τιμίω Λειψάνω σου» (κάθισμα Θεοτόκου του Όρθρου της ιδ’ Αυγ.).

– «Οι θεοφόροι Απόστολοι…, καταλαβόντες το πανάχραντον και ζωαρχικόν σου σκήνος, εξόχως ησπάζοντο» (Δοξαστικόν Μεγ. Ε­σπερινού ιε’ Αυγ.).

Τρίτον.

Τελείται η κηδεία της Παναγίας: – «Ήθροισται ο χορός, Μαθητών πα­ραδόξως… κηδεύσαι σου το σώμα, το θείον» (Απόστ. μικρ. Εσπερ. ιε’ Αυγ.).

– «Εκ περάτων συνέδραμον, Αποστόλων οι πρόκριτοι, θεαρχίω νεύματι του κηδεύσαι σε» (Στιχηρόν προσόμοιον των Αίνων ιε’ Αυγ.).

– «Δήμος των μαθητών αθροίζεται κηδεύσαι, Μητέρα Θεοτόκον» (Απόστιχον μικρού Εσπερ. ιε’ Αυγ.).

– «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε κηδεύσατέ μου το σώμα» (Εξαποστ.,).

– «νεφέλαι τους Αποστόλους, αιθέριους διήρπαζον και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν, τω αχράντω σου σώματι, οι και κηδεύσαντες σεπτώς…» (Δοξαστ. Αίνων ιε’ Αυγ.).

Ακολουθεί ταφή.

Γίνεται λόγος για «τάφον» της Παναγίας: – «Ο τάφος σου κηρύττει, Πανάμωμε, την ταφήν σου» (Προεόρτ. Καν. Ωδή ε’ σελ. 77). Ενδιαφέρον τούτο. Φαίνεται ότι την εποχήν του υμνογράφου κάποιοι ηρνούντο ότι η Παναγία απέθανεν και ετάφη. Γι’ αυτό ο ποιητής επιχειρηματολογεί, ότι: η ύπαρξη του τάφου σου, ω Παρθένε, μαρτυρεί ότι έγινε και ο ενταφιασμός σου σ’ αυτόν. Απάντησις σε αρνητές της ταφής της Πα­ναγίας.

– «Ω του παραδόξου θαύματος! η πηγή της ζωής, εν μνημείω τίθεται» (Στιχηρά Προσόμοια μεγ. Εσπερ. ιε’ Αυγ.). Και εδώ ύυποδηλούται μάλλον άρνηση εκ μέρους τινών του γεγονότος του ενταφιασμού της Θεοτόκου. Ο ποιητής απορρίπτει κάθε τέ­τοια άρνηση, ακόμη και εκ μέρους της ιδίας της Θεοτόκου!

– «Ει ο ακατάληπτος ταύτης καρπός, δι’ ον ουρανός εχρημάτισεν, ταφήν υπέστη, εκου­σίως ως θνητός, πως την ταφήν αρνήσεται, η απειρογάμως κυήσασα;» (Κανών Ιωάν. Δα­μασκ., Ωδή δ’).

– «Ω των υπέρ έννοιαν θαυμάτων, της αειπαρθένου τε και θεομήτορος! τάφον γαρ οικήσασα, έδειξε Παράδεισον» (Κανών Ιωάν. Δαμ. Ωδή θ’).

– «Ήρθη το σώμα μεν του τάφου» (Ωδή ζ’).

– «Μένει κενός ο θείος τάφος, σου του σώ­ματος, της χάριτος δε πλήρης» (Προεόρτ. Κανών, Ωδή ζ’).

– «Πως… η ζωηφόρος κόρη,… τάφω νυν κα­λύπτεται;» (Στιχ. προσόμ. Εσπερ. ιδ’ Αυγ.).

Είναι ποτέ δυνατόν, μετά την ανίχνευση και διακρίβωση αυτή να υποστηρίξει κά­ποιος, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Υμνογραφίαν της, και, επομένως, στην διδασκαλίαν της δεν ομολογεί την θεοτόκον ως: «και θανούσαν και ταφείσαν»;

Επιμέλεια άρθρου.πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου.

https://fdathanasiou.wordpress.com/

Η Αγία Σκέπη της Θεοτόκου Συγγραφέας: kantonopou † ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΑΡΚΕΛΛΟΥ ΚΑΡΑΚΑΛΛΗΝΟΥ


Η Αγία Σκέπη της Θεοτόκου

† ΜΟΝΑΧΟΥ  ΜΑΡΚΕΛΛΟΥ  ΚΑΡΑΚΑΛΛΗΝΟΥ

«Νεφέλη γαρ Κυρίου ην επί της Σκηνής ημέρας,
 και πυρ ην επ’ αυτοίς νυκτός εναντίον παντός Ισραήλ».
(Έξοδος κεφ. μ’ 36)

Δέσποινα Θεοτόκε, το κειμήλιον των αρετών, η σκέπη και η καταφυγή πάντων των Χριστιανών, πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων σου και λύτρωσαι ημάς εκ των ορατών και αοράτων εχθρών.Θεοτόκε Παρθένε, η των ουρανών Πλατυτέρα, εσύ είσαι η κλίμαξ ην ο Ιακώβ εθεάσατο. Δια των ιδικών σου πρεσβειών ανερχόμενοι οι Άγγελοι αναφέρουν εις τον Άγιον Θεόν τας προσευχάς των Χριστιανών. κατερχόμενοι δε μεταφέρουν εις αυτούς την χάριν και τας δωρεάς Αυτού.
Νεφέλη οδηγούσε και εσκέπαζε τους Ισραηλίτας όταν εβάδιζον εις την έρημον και νεφέλη εκάλυπτεν την Σκηνήν του Μαρτυρίου. Όλα αυτά όμως ήσαν τύπος και σκιά της χάριτος του Θεού2.

Όταν όμως ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο Ιησούς Χριστός εσκήνωσεν εν σοι, δια της ενσάρκου οικονομίας αυτού, τότε εσύ Θεοτόκε έγινες η φωτεινή Σκηνή του Αγίου Πνεύματος, φωτίζουσα, σκέπουσα, περιθάλπουσα και οδηγούσα τον νέον Ισραήλ εις τον Παράδεισον, εις την Βασιλείαν των ουρανών.

Πώς να μη σε ευχαριστήσωμεν Πάναγνε διότι με την αστραπόμορφον Σκέπην σου πλημμυρίζεις τας ψυχάς των ευσεβών Χριστιανών με θεία νοήματα; Εσύ Παναγία μας, ως φιλόστοργος Μήτηρ στολίζεις τις ψυχές μας δια των πολλών σου χαρίτων και τας καθιστάς ευαρέστους ενώπιον του Αγίου Θεού.

Η αισχύνη της ψυχικής γυμνότητος δια των πολλών σου χαρίτων καλύπτεται. δια του ιερού σου Μαφορίου3 σκεπάζεις τις ψυχές μας αι οποίαι στερούνται ενδύματος γάμου και δεν ημπορούν να εισέλθουν εις την Βασιλείαν των Ουρανών.

Πολυύμνητε Κόρη, το ταμείον των θείων δωρεών μη παρίδης τας δεήσεις των πτωχών δούλων σου. Κάθε ψυχή στερουμένη έργων αγαθών προς Σε ανατρέχει. επιποθούσα δε της θείας Χάριτος προς Σε καταφεύγει. Εσύ είσαι η σκέπη και η ευπρέπεια πάντων των εις Σε προστρεχόντων.

Η ευσπλαχνία σου Θεοτόκε, ωσάν θάλασσα ανεξάντλητος επικαλύπτει πάντας τους αμαρτωλούς και επιχέει προς τους δεομένους ιάματα των ψυχών και των σωμάτων.

Κάθε ψυχή, εφ’ όσον επικαλείται την βοήθειάν σου Δέσποινα, όσον άμορφη κι αν έχη κατασθή ένεκα της αμαρτίας δεν θα παραμείνη εις την ακοσμίαν αυτής, αλλά αι πρεσβείαι σου θα ελκύσουν επ’ αυτήν την χάριν του Αγίου Πνεύματος.

Άνευ των ιδικών σου πρεσβειών και της ιδικής σου προστασίας και Σκέπης ουδείς λυτρούται εκ των ακαθάρτων λογισμών και ουδείς αναβαίνει άνευ των θερμών δεήσεών σου προς τον Θεόν και Πατέρα ημών.

Ω θαυμαστή πρεσβεία πάντων των Ορθοδόξων Χριστιανών! Των προφητών εκπλήρωμα, Αποστόλων δόξα, Μαρτύρων εγκαλλώπισμα, της Παρθενίας το καύχημα και παντός του κόσμου πανθαύμαστος Σκέπη!

Ως όρνις σκέπασον υπό τας αγίας πτέρυγάς σου και περιφρούρησον τα πιστά τέκνα σου, Θεοτόκε Παρθένε.

Καθ’ ημέραν πράττομεν τα πονηρά και παροργίζομεν τον δίκαιον Θεόν. Ένεκα των πολλών αμαρτιών μας, υποπίπτομεν εις πολλούς πειρασμούς και θλίψεις. «Πολλαί αι θλίψεις του αμαρτωλού» (Ψαλ. λα’ 10).

Πρόφθασον Δέσποινα και δώρησαι μετάνοιαν εις την πατρίδα μας και περίσκεπε αυτήν εκ των επαπειλούντων αυτήν εχθρών. «Εκύκλωσαν με κύνες πολλοί συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με» (Ψαλ. κα’ 17).

Δεν θα υπήρχωμεν επί της γης Θεοτόκε, εάν δεν προέφθανον αι πρεσβείαι σου να εξευμενίσουν τον Άγιον Θεόν, προς τον οποίον καθ’ ημέραν αμαρτάνομεν.

Παναγία μας, η παραμυθία πάντων των ευσεβών Χριστιανών, λύτρωσαί μας εκ της επικειμένης ημίν δικαίας του Θεού παιδεύσεως.

Σκέπε πάντοτε εκ πάσης απειλής ημάς Δέσποινα, ότι μετά Θεόν τας ελπίδας σοι αναθέμεθα.

Ταις της Πανυπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου πρεσβείαις, της ακαταμαχήτου ημών προστασίας, σώσον την κληρονομίαν σου Κύριε, ίνα απροσκόπτως και ελευθέρως δοξάζομεν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομά Σου, εις το οποίον πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.

μ.μ.
1-10-94

Απολυτίκιον
ήχος α’. Του λίθου σφραγισθέντος

Της Σκέπης σου την χάριν, ανυμνούμεν Παρθένε. ην εν τω πανσέπτω ναώ σου εφήπλωσας τοις πάσι. το θαύμα εκπλήττει πάντα νουν, πώς θείον σου μαφόριον σεμνή, εφηπλούτο πανταχόθεν τοις πιστοίς, τη αίγλη αστραπηφόρον. Χάρις τη αντιλήψει σου Αγνή, χάρις τη θεία Σκέπη σου. Χάρις τη προμηθεία σου, μόνη Πανάχραντε.1.    Η εορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου μας υπενθυμίζει την ένδοξον αυτής φανέρωσιν εν Βλαχέρναις, την οραθείσαν υπό του Αγίου Ανδρέου και του μαθητού αυτού Επιφανίου. Η Υπεραγία Θεοτόκος δορυφορουμένη υπό των Αγίων Αγγέλων, χειροκρατουμένη δε υπό του Τιμίου Προδρόμου και Ιωάννου του Θεολόγου εισήλθε εις το μέσον του Ναού και κλίνασα το γόνυ αυτής προσηύξατο επί πολλήν ώραν, ραίνουσα με δάκρυα το Θεοειδές αυτής πρόσωπον, υπέρ των πιστών τον Μονογενή αυτής Υιόν δυσωπούσα. Εγερθείσα έπειτα η Θεοτόκος εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα και λαβούσα εκ της Αγίας Σορού το Μαφόριον αυτής ήλθε προ του Βήματος και σεμνοπρεπώς δια των αχράντων αυτής χειρών εφήπλωσεν επάνω του περιεστώτος λαού και εσκέπασεν αυτούς. Όταν δε η Κυρία Θεοτόκος ανέβαινεν εις τους ουρανούς η θεία Σκέπη ολίγον κατ’ ολίγον επήρθη, η οποία ήταν η Χάρις αυτής, εκδηλουμένη δια του ιερού αυτής Μαφορίου, φυλαττομένου εις τον Ναόν των Βλαχερνών.

Δια της εορτής αυτής ευχαριστούμεν την Παναγίαν μας, την Προστάτιδα ημών, δια την φανερωθείσαν προς το Χριστιανικόν γένος ευσπλαχνίαν αυτής και δεόμεθα προς αυτήν εκτενώς, ίνα πάντοτε ευσπλάχνως σκέπη ημάς τους αιτούντας την Σκέπην αυτής.

Ως Θεομητορική εορτή η Αγία Σκέπη καθιερώνεται τον Ι’ αιώνα επί Λέοντος του Σοφού.
Εις τον νεώτερον όμως Ελληνισμόν η προστασία της Αγίας Σκέπης εκδηλώθηκε ιδιαίτερα εις το έπος του 1940. Γίνεται νεφέλη δια να κρύψη τον στρατό μας εις τα βουνά της Βορείου Ηπείρου και απλώνει το «Μαφόρι» της αγάπης και σκεπάζει τους αγωνιστάς της τιμής και του δικαίου.

2.    «Η νεφέλη γαρ εγένετο σκιάζουσα επ’ αυτοίς ημέρας, εν τω εξαίρειν αυτούς εκ της παρεμβολής» (Αριθμοί κεφ. α’ 34).

3. Μαφόριον ή ωμοφόριον: Η Δέσπονα Θεοτόκος με το Μαφόριον εκάλυπτεν την ιεράν αυτής κεφαλήν και τους ώμους. Ήτο δε χρώματος κοκκίνου προς ένδειξιν της ακηράτου αυτής παρθενίας. Δια τούτο και οι ζωγράφοι ιστορούν τας παρθένους αγίας Μάρτυρας με κόκκινον Μαφόριον, τας υπάνδρους με λευκόν και τας μοναζούσας με μαύρον. (Βλέπε και Βασιλειών β’ κεφ. ιγ’. σχετικήν ιστορίαν με την Θάμαρ, θυγατέρα του Δαβίδ….)

«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου kantonopou ΣΤΥΛ. Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Κατηγορία ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ,


Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, άρθρο Στυλιανού Παπαδοπούλου, τόμος Α, σελ. 464-472, Αθήνα 1962).
Αειπαρθενία της Θεοτόκου. Το αφηρημένον ουσιαστικόν «αειπαρθενία» δηλοί την κατάστασιν ανδρός ή γυναικός, κατά την οποίαν ούτοι ουδέποτε εγνώρισαν γαμιαίας σχέσεις και διετήρησαν ούτω την παρθενίαν των ες αεί.
Η λέξις Αειπαρθενία και Αειπάρθενος απεδόθη από των πρώτων ήδη αιώνων εις την Παναγίαν Μητέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μαζί με πολλάς άλλας λέξεις, ακτινοβολούσας τον μέγαν σεβασμόν των πιστών προς την Κυρίαν Θεοτόκον.
Αντίστοιχος λέξις εις την λατινικήν και τας ευρωπαϊκάς γλώσσας δεν υπάρχει και δια τον λόγον τούτον δεν απαντά μονολεκτικός τύπος δια την δήλωσιν του «αειπάρθενου» της Θεοτόκου εις τους Λατίνους Πατέρας και εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Η πίστις εις την αλήθειαν της Αειπαρθενίας της Θεοτόκου ήτο κοινή συνείδησις των αποστολικών χρόνων και διήκει δι’ όλης της χριστιανικής παραδόσεως μέχρι σήμερον, δια τους ορθοδόξους καί τους ρωμαιοκαθολικούς χριστιανούς.
Ας ίδωμεν, όμως, συστηματικώς διατυπουμένην την περί Αειπαρθενίας της Θεοτόκου διδασκαλίαν: α) εις τήν Αγίαν Γραφήν, β) τους αποστολικούς Πατέρας, γ) τους μετέπειτα Πατέρας, δ) την Ορθόδοξον Υμνολογίαν και ε) τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
1. Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου κατά τας Γραφάς.
α) Π. Διαθήκη. Η εκ παρθένου γέννησις του Σωτήρος εξαγγέλλεται καί προφητεύεται σαφώς εις την Π. Διαθήκην. Κλασσική κατέστη η προφητεία του Ησαΐου (ζ 14), την οποίαν αναφέρει και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (α 23): «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει καί τέξεται υιόν καί καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Η παρθένος θα τέξη, κατά τον προφήτην, υιόν (η παρθένος… τέξεται). Κατά την έκφρασιν ταύτην του Ησαΐου, επομένως, η τίκτουσα, θα είναι παρθένος καί κατά την στιγμήν, την οποίαν θα τίκτη. Εάν η γεννώσα κατά τον τόκον δεν θα ήτο παρθένος, δεν θα έλεγεν ο Ησαΐας: «ή παρθένος τέξεται», αλλ’ η γυνή τέξεται, διότι μόνον η γυνή τίκτει φυσιολογικώς και ουδέποτε η παρθένος. Ούτω, συμφώνως προς τον Ησαΐαν, η Μαρία θα παραμείνη παρθένος κατά τον τόκον. Με την ερμηνείαν αυτήν της προφητείας συμφωνούν οι αποστολικοί καί μετέπειτα Πατέρες. (Πρβλ. Ιουστίνου, PG 673 και 676. Πλείονα διά την υπό το πνεύμα τούτο ερμηνείαν της προφητείας, όρα Μ. Schmans, Katholische Dogmatik. V, (Mariologie). Munchen 1955, σ. 122- 123.
Πλην της σαφούς ταύτης προφητείας περί της διαφυλάξεως της παρθενίας της Θεοτόκου κατά τον τόκον υπάρχουν καί άλλα χωρία της Π. Διαθήκης εκληφθέντα καί ερμηνευθέντα υπό τών Πατέρων, ως αφορώντα εις τήν διατήρησιν τής παρθενίας τής Θεοτόκου κατά καί μετά τόκον. Τοιαύτα είναι:
Το Ησ. «καί εξελεύσεται ράβδος εκ τής ρίζης Ιεσσαί καί άνθος εκ τής ρίζης αναβήσεται καί αναπαύσεται επ’ αυτόν Πνεύμα Θεού…» (ια 1 – 2).
Το Ιεζεκ. «καί η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, καί ουδείς μη διέλθη δι’ αυτής. Ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι’ αυτής καί έσται κεκλεισμένη». (Υπό την φράσιν «πύλη κεκλεισμένη» νοείται η Παρθένος Μαρία). Το Εξ. γ 2 κ. εξ. περί τής φλεγομένης καί μή καιομένης βάτου. Το Γέν. κη 12-13, περί τής κλίμακος τού Ιακώβ. Το Εξ. ιστ’ 33. Το Κριτ. στ’ 37 κ. εξ. Το Ψαλμ. οε’ 3 και το πστ 5. Το Αριθ. ιζ’ 8 κ.ά.
β) Κ. Διαθήκη.
Ουδείς των ιερών Ευαγγελιστών ασχολείται ειδικώς περί τό αειπάρθενον της Θεοτόκου. Ούτοι, αρκούνται να δηλώσουν την δια Πνεύματος Αγίου σύλληψιν του Υιού του Θεού (Λουκ. α’ 35, Ματθ. α’ 18) καί την εκ παρθένου γέννησιν αυτού (Ματθ. α’ 23, Λουκ. α’ 26, 27 καί 31).
Πρώτον, λοιπόν, βεβαιούται η διά Πνεύματος Αγίου σύλληψις υπό του Ματθαίου. «Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ήν. Μνηστευθείσης γάρ τής μητρός αυτού Μαρίας τώ Ιωσήφ, πριν ή συνελθείν αυτούς, ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου.α’ 18). και υπό του Λουκά: «Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ού γινώσκω; Καί αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή· Πνεύμα Αγιον επελεύσεται επί σέ καί δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι» (Λουκ. α 35). Η Παρθένος δεν θα χρειασθή να πληρώση τον φυσικόν νόμον της αναπαραγωγής· μένει ξένη πρός ό,τι συμβαίνει με τούς λοιπούς ανθρώπους καί μάλιστα απορούσα πώς, παρθένος αύτη ούσα, θα γεννήση υιόν, λαμβάνει την απάντησιν, ότι δι’ υπερφυσικού τρόπου καταλύοντος κατ’ ανάγκην τόν φυσικόν νόμον, θα πραγματοποιηθή η γέννησις: «διά Πνεύματος Αγίου».
Δεύτερον, δείκνυται ότι η τίκτουσα, κατά τόν τόκον θα είναι παρθένος. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρων την προφητείαν τού Ησαΐου (ζ 14), λέγει «η Παρθένος… έξει καί τέξεται υιόν» (α 23)· ό Λουκάς απηχών καί ούτος τήν προφητείαν τού Ησαΐου, λέγει· «καί ιδού συλλήψη εν γαστρί καί τέξη υιόν» (α 31). Ποία «συλλήψει καί τέξη»; Η παρθένος, η μεμνηστευμένη ανδρί (Λουκ. α 27′). Κατά τα χωρία ταύτα, η Παρθένος εκ Πνεύματος Αγίου θα συλλάβη καί η ίδια Παρθένος θα τέξη, χωρίς να μεταβληθή τι ως προς τήν παρθενίαν αυτής. Η παράταξις των ρημάτων «έξει καί τέξεται» καί συλλήψη καί τέξη», χωρίς διάκρισιν του τρόπου πραγματοποιήσεώς των, σημαίνει ακριβώς τον ταυτόσημον τρόπον πραγματοποιήσεως του «συλλήψη» καί του «τέξη», δηλ. «διά Πνεύματος Αγίου» γίνεται καί η σύλληψις καί ο τοκετός. Όπως επομένως είς τήν πρώτην περίπτωσιν, της συλλήψεως δηλαδή, η Μαρία παραμένει παρθένος, ούτω και εις τήν δευτέραν, τήν γέννησιν ή τόν τοκετόν, διατηρεί τήν παρθενίαν της, αφού υπερφυσικώς τίκτει.
Διά το πώς συμβαίνει τούτο, απαντά θαυμασίως ό Ζιγαβηνός, λέγων «Τούτο γάρ ούτε ο Ευαγγελιστής εδίδαξεν, ούτε πρό αυτού ο άγγελος, ο ευαγγελισάμενος τη Θεοτόκω τήν σύλληψιν. Ηγνόησαν γάρ τούτο καί αυτοί, διά τό είναι πάσιν ακατάληπτον, καί μόνη τη μακαρία Τριάδι γνωστόν. Τούτο δέ γίνωσκε μόνον, ότι σεσάρκωται ο Υιός ευδοκία του Πατρός, καί συνεργία τού Αγίου Πνεύματος» (Ερμηνεία είς τό Ματθ. α 18, έκδοσις Θ. Φαρμακίδου, Αθήναι 1942, Α’, σ. 14- 15).
Δια το παράδοξον της διατηρήσεως της παρθενίας καί κατά τόκον ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει: «ως ούτε του τόκου την παρθενίαν λύσαντος, ούτε της παρθενίας τη τοιαύτη κυοφορία εμποδών γενομένης. Όπου γάρ πνεύμα σωτηρίας γεννάται… άχρηστα πάντως της σαρκός θελήματα» (PG 46, 396). Πλήν των ανωτέρω, όμως, χωρίων τα οποία εξητάσαμεν καί είδομεν, ότι μας πληροφορούν —χωρίς να το λέγουν απ’ ευθείας, διότι δεν το αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα— δια την διατήρησιν της παρθενίας της Θεοτόκου πρό καί κατά τόκον, υπάρχουν και άλλα, πρό παντός δέ φράσεις καί λέξεις μεμονωμέναι, τά οποία χρησιμοποιούν οι εκάστοτε αιρετικοί διά να προσβάλλουν τήν αλήθειαν τού Αειπαρθένου της Θεοτόκου. Τα χωρία καί αι λέξεις, αι σκανδαλίζουσαι τους αιρετικούς είναι τα έξής:
1)  «Καί ουκ εγίνωσκεν αυτήν (ο Ιωσήφ) έως ου (έως ότου) έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον» (Ματθ. α’ 25). Βάσει τού «έως ού» λέγουν, ότι ο Ιωσήφ δεν εγνώριζε την Παρθένον μόνον μέχρι της γεννήσεως του Ιησού.
2)  Εις το αυτό χωρίον και εις Λουκ. β 7 υπάρχει η λέξις «πρωτότοκος» και υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς υπήρξεν απλώς ό πρώτος γεννηθείς και εν συνεχεία ηκολούθησαν άλλοι υιοί ή τέκνα γενικώς.
3) Ενίοτε το θεόπνευστον κείμενον αποκαλεί τον Ιωσήφ «άνδρα της Μαρίας» (Ματθ. α 16) καί την Παρθένον «γυναίκα τού Ιωσήφ» (Ματθ. α’ 20 καί 24). Το «άνδρα» και «γυναίκα» σημαίνει κατ ά τούς αιρετικούς, ότι η Μαρία, μετά την γέννησιν του Ιησού, εγέννησε καί άλλα τέκνα μετά του Ιωσήφ, ως ανδρός αυτής.
4) υπάρχει το περίφημον πρόβλημα των αδελφών του Κυρίου.
Ας εξετάσωμεν, όμως, κατά σειράν τα προαναφερθέντα χωρία και τας φράσεις ή τας λέξεις.
1. Πράγματι ο Ματθαίος (α 25) λέγει· «καί ούκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκεν…». Με το «έως ου» ο ευαγγελιστής θέλει απλώς να δηλώση το γεγονός της παρθενίας της Θεοτόκου έως την στιγμήν της γεννήσεως. Δεν ενδιαφέρεται διά τον περαιτέρω χρόνον. Η έκφρασις αύτη «ορίζει μόνον το χρονικόν όριον, μέχρι του οποίου ενδιαφέρεται να τονίση ο εξιστορών ότι συνέβη ή δέν συνέβη τι, χωρίς να δηλοί κατ’ ανάγκην την μετά το όριον τούτο αλλαγήν της καταστάσεως, ούσα ούτως ειπείν σχήμα τονισμού της πραγματικότητος καί της διάρκειας του πρό του ορίου, προ του «έως ου» συμβαίνοντος· ούτω το «έως ου» καταλήγει εις την σημασίαν του διηνεκώς, λέγει ο Ι. Καλογήρου (Μαρία η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 19, σημ. 1), αναλύων τα περί τού θέματος λεγόμενα του ιερού Χρυσοστόμου (PG 78, 102).
Την αποστομωτικήν απάντησιν εις τους ισχυριζομένους, ότι μόνον έως την γέννησιν του Ιησού η Θεοτόκος ήτο παρθένος συμφώνως πρός το «έως ου» δίδει η ιδία η Αγία Γραφή. Όντως, εις αυτήν εύρηνται πολλά παράλληλα προς το Ματθ. α’ 25 χωρία, βοηθούντα ημάς να κατανοήσωμεν ορθώς το «έως ου»… Πρώτος ο Ιερώνυμος συνεκέντρωσε τοιαύτα παράλληλα χωρία εκ της Γραφής και είτα ο Ι. Χρυσόστομος τον συνεπλήρωσε (PG 57, 58). Ο Ιερώνυμος τα χωρία ταύτα εχρησιμοποίησεν είς τον αγώνα του κατά του αιρετικού Ελβιδίου, γράψας κατ’ αυτού ολόκληρον έργον (Adv. Helv.. PL 23). Ο Ελβίδιος (Δ’ αιών), σημειωθήτω, υπήρξεν εκ των πρώτων αρνητών της αειπαρθενίας της Θεοτόκου. Ιδού, λοιπόν, μερικά παράλληλα χωρία:
«Από του αιώνος καί έως του αιώνος Σύ εί, Κύριε» (Ψαλμ. πθ’ 2). Εάν το «έως ου» του Ματθ. (α’ 25) εσήμαινεν ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ εγνώρισε την Παρθένον, τότε καί κατά το προκείμενον χωρίον δεν θα υπάρχη ο Κύριος πέραν του αιώνος, όπερ αντιβαίνει εις την διδασκαλίαν των Γραφών.
Το Πράξ. β’ 34 «Είπεν ο Κύριος τώ Κυρίω μου, κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θώ τούς εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου». Εάν οι εχθροί τεθούν υποπόδιον των ποδών του Κυρίου, θα παύση ούτος να κάθηται εις τα δεξιά του Πατρός; Βεβαίως δεν θα παύση να κάθηται εις τα δεξιά, αλλ’ εδώ ο συγγραφεύς ενδιαφέρεται μόνον διά τόν συγκεκριμένον χρόνον, καθ’ όν θα ηττηθούν οι εχθροί.
Το Γέν. η 1 «Ούχ υπέστρεψεν ο κόραξ έως ου εξηράνθη η γή». Ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: «Καίτοι γε ουδέ μετά ταύτα υπέστρεψε» (PG 57, 58).
Επίσης το Β’ Βασιλ. στ’ 23 «Τη δε Μελχάλ ουκ εγίνετο παιδίον έως τής ημέρας του αποθανείν αυτήν». Κατά τους αρνητάς της αειπαρθενίας της Θεοτόκου, δια την έκφρασιν «έως ου» η Μελχάλ θα έπρεπε να έκαμε παιδίον μετά τον θάνατον αυτής.
Αλλά και αυτός ούτος ο Κύριος εχρησιμοποίησε παράλληλον έκφρασιν υπό την έννοιαν, καθ’ ήν και η Ορθόδοξος Εκκλησία εννοεί το «έως ου», λέγων προς τους μαθητάς του· «’Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη’ 20). Μετά την συντέλειαν του αιώνος, δεν θα ευρίσκεται ο Κύριος μετά των μαθητών του; Το «έως ου» λοιπόν, ως φαίνεται μετά την παράθεσιν των ανωτέρω χωρίων καθαρότατα, «είρηκεν ούχ ίνα υποπτεύσης ότι μετά ταύτα αυτήν έγνω, αλλ’ ίνα μάθης ότι πρό των ωδίνων πάντως ανέπαφος ήν η Παρθένος» (Χρυσ. PG 57, 58). Και ο Ζιγαβηνός προσθέτει «Το έως τίθεμεν… επεί εκ πορνείας γεγεννήσθαι τον Χριστόν εφλυάρουν Ιουδαίοι» (Ερμην. Ματθ. α 25, έκδ. Θ. Φαρμακίδου, Άθήναι 1842, Α’, σ. 20).
2. Η λέξις «πρωτότοκος» των χωρίων Ματθ. α 25 και Λουκ. β’ 7 ηρμηνεύθη, ως εάν είχον ακολουθήση καί άλλα τέκνα, του Ιησού όντος πρωτοτόκου κατά σειράν γεννήσεως. Τούτο, όμως, δέν είναι ορθόν, διότι η λέξις εις την Γραφήν δηλώνει:
α) τον πρώτον τεχθέντα μεταξύ αδελφών (Γέν. λε’ 23),
β) τον μονογενή, τον μη ακολουθούμενον υπ’ άλλου αδελφού (ως χρησιμοποιείται ενταύθα, Ματθ. α’ 25 καί Λουκ. β’ 7)·
γ) τον εξαίρετον καί τίμιον υπέρ πάντας τους άλλους (Έβρ. ιβ’ 23)·
δ) και τον «πρωτότοκον πάσης κτίσεως» (Κολοσ. α’ 15). Πρβλ. καί Ζιγαβηνού, έκδ. Φαρμακίδου, Α, σ. 20-21.
Άπασα η παράδοσις ερμηνεύει τον «πρωτότοκον» όχι ως πρώτον μεταξύ πολλών, αλλ’ως τον μόνον, τον Μονογενή, ο οποίος εξήλθεν εκ της κοιλίας της Θεοτόκου (Μ. Βασιλείου, PG 31, 1468). Ο δε Θεοφύλακτος λέγει, ότι «πρωτότοκος λέγεται ο πρώτος τεχθείς κάν μη δεύτερος ετέχθη» (PG 123, 721). Πρβλ. καί Μ. Σιώτου, Το πρόβλημα των αδελφών του Ιησού, Αθήναι 1950, σ. 78. Την αυτήν ερμηνείαν δίδει καί ο Δίδυμος ο Τυφλός εις το «πρωτότοκος» (Περί Τριάδος, GP 39, 832c).
Πρέπει να παρατηρηθή προσέτι, ότι η Κ. Διαθήκη ουδαμού ονομάζει τέκνα Μαρίας, δια να δεχθώμεν, ότι ο Ιησούς ήτο πρωτότοκος μεταξύ πολλών τέκνων της Μαρίας.
3. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος ονομάζει τον δίκαιον Ιωσήφ άνδρα της Μαρίας,«Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας» (α 16) και «Ιωσήφ δέ ο ανήρ αυτής» (α 19). Την δε Παρθένον ο αυτός ευαγγελιστής ονομάζει γυναίκα του Ιωσήφ, «μή φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου» (α 20) καί «καί παρέλαβε τήν γυναίκα αυτού» (α 24). Δια να ίδωμεν ακριβέστερον υπό ποίαν έννοιαν χρησιμοποιούνται εδώ το «ανήρ» καί «γυνή», θα παραθέσωμεν δύο παράλληλα χωρία εκ της Κ. Διαθήκης: «ητοιμασμένην ως νύμφην κεκοσμημένην τω ανδρί αυτής» (Αποκ. κα’ 2) και «απογράψασθαι συν Μαριάμ τη μεμνηστευμένη αυτω γυναικί, ούση εγκύω» (Λουκ. β’ 5).
Εις την πρώτην περίπτωσιν, ονομάζεται «ανήρ αυτής» ο μη εισέτι νυμφευθείς, ο μη γνωρίζων ακόμη συνάφειαν. Εις την δευτέραν περίπτωσιν, η Μαριάμ ονομάζεται γυνή του Ιωσήφ παρά την δήλωσιν, ότι αύτη είναι μόνον «μεμνηστευμένη αυτω». Χρησιμοποιούνται κατά ταύτα εις την Κ. Διαθήκην το ανήρ και γυνή και δια τον χρόνον της μνηστείας.Όρα και Ζιγαβηνόν «Άνδρα δε αυτής είπε τόν Ιωσήφ ως μνηστήρα. Καί γάρ καί γυναίκα ταύτην αυτού καλεί προϊών, ως μνηστήν. Ούτω γάρ ήν έθος καλείσθαι καί πρό τής συναφείας» (Έργ. μν., Α’, σ. 13).
4. Οι ευαγγελισταί Ματθαίος (ιβ’ 46-49), Λουκάς (η’ 19-20) καί Μάρκος (γ- 32-34) κατονομάζουν «αδελφούς Κυρίου» ορισμένα πρόσωπα σχέσιν έχοντα με τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Εάν δεχθώμεν, ότι πρόκειται περί πραγματικών αδελφών του Κυρίου, τότε καταρρίπτεται το αειπάρθενον της Θεοτόκου. Αλλ’ ερωτώμεν μετά του Επιφανίου (PG 42, 715, 716), εάν η Παρθένος είχε και άλλα τέκνα, διατί να εμπιστευθή ο επί του σταυρού αποθνήσκων Ιησούς την μητέρα του εις τον Ιωάννην; (Ίω. ιθ’ 26, 27).
«Ει δε είχεν άνδρα, ει είχεν οίκον, ει είχε τέκνα, είς τα ίδια ανεχώρει, ού πρός τον αλλότριον». Ουδαμού παρατηρείται το φαινόμενον να εγκαταλείπη η μήτηρ τον οίκον της και τα τέκνα της, όταν συμβαίνη να αποθάνη ο πρωτότοκος υιός της. Και κατά την προκειμένην περίπτωσιν, «έλαβεν ο μαθητής (ο Ιωάννης) αυτήν (την Θεοτόκον) είς τα ίδια» (Ίω. ιθ’ 27), δια τον απλούστατον λόγον, ότι η Θεοτόκος δεν είχεν υιούς, διότι ο Ιησούς δεν είχεν αδελφούς.
Τας πρώτας ορθάς ειδήσεις περί των λεγομένων «αδελφών του Κυρίου» ευρίσκομεν εις τα απόκρυφα Ευαγγέλια του Πέτρου καί του Ιακώβου, το δεύτερον των οποίων μάλιστα ονομάζεται καί «πρωτευαγγέλιον». Το πρώτον εγράφη ίσως πρό του 150 είς την Συρίαν και το δεύτερον οπωσδήποτε πρό του 200 (Β. Altaner, Patrologie, Freiburg 1958, σ. 56).
Πρώτος δε εκ των εκκλησιαστικών ανδρών, ο οποίος έθεσεν ορθώς το πρόβλημα των αδελφών του Κυρίου, ίσως κατ’ επίδρασιν των προαναφερθέντων αποκρύφων εαγγελίων και μάλιστα του Ιακώβου, είναι ο Ωριγένης (253/4). Δεν πρέπει δε να σκανδαλίζη το γεγονός, ότι εκκλησιαστικοί άνδρες ως ο Ωριγένης και ο Επιφάνιος αργότερον εδέχθησαν επίδρασιν εκ των αποκρύφων ευαγγελίων, διότι τούτο δεν θα συνέβαινεν, εάν αι παραληφθείσαι ιδέαι δεν ήσαν κοινώς παραδεδεγμέναι υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας. (Πρβλ. Ι. Καλογήρου, μν. έργ., σ. 17-18). Σημειωθήτω δε, ότι ο πυρήν του πρωτευαγγελίου είναι ιστορικός και διασώζει την παράδοσιν και ως εκ τούτου έχει σχέσιν με τα κανονικά Ευαγγέλια (Μ. Σιώτη, μν. έργ., σ. 12, σημ. I).
Οι λεγόμενοι «αδελφοί του Κυρίου» είναι υιοί του Ιωσήφ εκ της γυναικός του, της αποθανούσης ήδη προ της μνηστείας του μετά της Παρθένου Μαρίας. Επειδή δε η Παρθένος ήτο νόμω γυνή τού Ιωσήφ, καλούνται αδελφοί Κυρίου οι νόμω υιοί τής μητρός του Κυρίου. Πρβλ. Ωριγένη:
«Ζητείται παρά πολλοίς περί των αδελφών Ιησού… αδελφούς μεν ουκ είχε φύσει, ούτε της Παρθένου τεκούσης ύστερον… νόμω τοιγαρούν εχρημάτισαν αυτού αδελφοί, υιοί Ιωσήφ όντες εκ προτεθνηκυίας γυναικός και επεί καθ’ ομολογίαν γυνή αυτού η Μαρία εχρημάτισεν… Ακολούθως τη τοιαύτη διατάξει (αναφέρει διάταξιν του Μωσαϊκού νόμου) αδελφοί του Ιησού είρηνται οι εκ του Ιωσήφ, ει καί αυτός εξ’ αυτού μή τυγχάνει» (Ε. Preuschen, Origenes Werke, IV, 6, 506 κ.έξ.). Όρα επίσης καί Ί. Καλογήρου, μν. έργ., σ. 22. Κ. Δρατσέλλα, Η Θεοτόκος και ο Ακάθιστος Ύμνος, Τρίκαλα 1957, σ. 41, 42 και την μνημονευθείσαν σπουδαιοτάτην μονογραφίαν του Μ. Σιώτη, σ. 59 κ. αλλαχού.
Την γραμμήν του Ωριγένους ακολουθεί όλη η μετέπειτα εκκλησιαστική γραμματεία, πλήν εξαιρέσεων, ως του Ιερωνύμου λ.χ., αντεπεξερχομένου κατά του αιρετικού Ελβιδίου (De perpelua virginitatae Mariae, Adversus Helvidium, Liber unus, PL 23, 194-215). Μάλιστα ο Επιφάνιος Κύπρου, εξ αφορμής εν Αραβία κυκλοφορουσών κακοδοξιών σχετικών προς το πρόσωπον της Παρθένου γενικώς, έγραψεν, εκθέτων την ορθόδοξον διδασκαλίαν επί του θέματος των «αδελφών του Κυρίου» και της Αειπαρθενίας της Θεοτόκου, εις το έργον του Πανάριον ή κατά Αιρέσεων (PG 42, 699-740).
Κατά τα ανωτέρω, λοιπόν, οι «αδελφοί τού Κυρίου» καταχρηστικώς ονομάζονται ούτω, όντες υιοί τού Ιωσήφ, καί δεν πρέπει η έκφρασις αύτη τών Ευαγγελίων να χρησιμοποιήται υπό των εκάστοτε αιρετικών ως όπλον κατά τής Αειπαρθενίας τής Θεοτόκου. Μέχρι τούδε εξητάσαμεν το Αειπάρθενον τής Θεοτόκου κατά την Π. καί τήν Κ. Διαθήκην. Έκ τής εξετάσεως ταύτης προκύπτει, ότι :
α) η Παρθένος Μαρία συνέλαβεν εκ Πνεύματος Αγίου, καταργήσασα επομένως τόν φυσικόν νόμον
β) κατά τόν τόκον της παρέμεινε παρθένος, όπως παρθένος παρέμεινε καί μετά τήν σύλληψιν, αφού καί η σύλληψις καί ο τόκος κατά συνέπειαν έγιναν κατά τρόπον υπερφυσικόν καί
γ) ωρισμέναι φράσεις ή χωρία τής Κ. Διαθήκης, χρησιμοποιούμενα κατά της Αειπαρθενίας τής Θεοτόκου, ορθώς εξηγούμενα δέν προσβάλλουν το Αειπάρθενον τής Θεοτόκου. Πρέπει να είπωμεν, ότι είς τήν Κ. Διαθήκην δεν ευρίσκομεν μαρτυρίαν άμεσον περί τής μετά τόν τόκον παρθενίας της Θεοτόκου, περί τού Αειπαρθένου δηλαδή. Η παντελής, όμως, έλλειψις μαρτυριών διά το αντίθετον αποκλείει πάσαν συνάφειαν τής Παρθένου μετά τού Ιωσήφ μετά τήν γέννησιν τού Ιησού. Η δημιουργουμένη αύτη συνείδησις καί η βέβαια γνώσις των πραγμάτων διά της παραδόσεως ωδήγησε τους αποστολικούς Πατέρας καί είτα τούς Πατέρας και εκκλησιαστικούς συγγραφείς να εκφρασθούν ποικιλοτρόπως υπέρ τής Αειπαρθενίας τής Θεοτόκου, ως θα ίδωμεν εν τοις εξής.
2. Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου κατά τους αποστολικούς Πατέρας καί τους απολογητάς.
α)  Είς τα έργα Ιγνατίου του Θεοφόρου (+110) ευρίσκομεν μαρτυρίας διά την πρό καί την κατά τόκον παρθενίαν τής Θεοτόκου. Εις τήν προς Σμυρν. I, 1 (ΒΕΠ Β’, σ. 280) απαντά περί του Ιησού η έκφρασις «γεγενημένον αληθώς εκ Παρθένου» και εις τήν πρός Εφεσ. XVII αναγιγνώσκομεν «ο γάρ τού Θεού υιός… εκυοφορήθη εκ Μαρίας κατ’ οικονομίαν Θεού, εκ σπέρματος μέν Δαβίδ, διά Πνεύματος δέ αγίου» (σ. 291). Πρβλ.Ι. Καλογήρου, μν. έργ., σ. 10-11. Αλλά και εις την πρός Εφεσίους XIX διακηρύττεται η παρθενία της Μαρίας καί ο υπεφυσικός της τόκος (ΒΕΠ Β’ σ. 291)· «καί έλαθε τόν άρχοντα τού αιώνος τούτου η παρθενία Μαρίας, καί ο τοκετός αυτής».
β)  Εις τον Ιουστίνον, ευρίσκομεν σαφείς μαρτυρίας περί τής παρθενικής καί άρα υπερφυσικής γεννήσεως τού Κυρίου, χωρίς να μας ομιλή ο ιερός Πατήρ διά την μετά τήν γέννησιν κατάστασιν, αφου οι σύγχρονοί του χριστιανοί και μή θα εγνώριζον προφανώς καί εξ’ ιδίας ακόμη αντιλήψεως —ο Ιουστίνος απέθανε περί το 160— ότι η Παρθένος δέν ήλθεν εις πραγματικήν κοινωνίαν γάμου μετά τού Ιωσήφ, διατηρήσασα ούτω τήν παρθενίαν της ες αεί. Αναφερόμενος εις τήν γέννησιν τού Κυρίου, γράφει ο Ιουστίνος· «τουτέστι διά παρθενικής μήτρας τον πρωτότοκον των πάντων ποιημάτων σαρκοποιηθέντα αληθώς παιδίον γενέσθαι, προλαβών αυτό δια τού προφητικού Πνεύματος» (PG 6. 673β). Πρβλ. επίσης καί πολλούς διαλόγους του ως τους 43, 45, 48, 54, 71, 100 κ.ά. Εκ των ανωτέρω φαίνεται, ότι οι αποστολικοί Πατέρες δεν εκφράζονται διά τήν διατήρησιν τής παρθενίας τής Θεοτόκου μετά τόκον, αλλ’ ούτε καί διά το αντίθετον γίνεται η παραμικρά νύξις, ενώ εκ τού τρόπου του εκφράζεσθαι περί τής Θεοτόκου εις τα έργα των μάς αφήνουν να πιστεύσωμεν, ότι υπό το επίθετον «Παρθένος», όπως αποκαλούν τήν Θεοτόκον, νοείται το «Αειπάρθενος». Πρβλ. καί Μ. Σιώτη. μν. έργ., σ. 95.
3. Η Αειπαρθενία τής Θεοτόκου κατά τους Πατέρας και τους έκκλησιαστικούς συγγραφείς,
α)  Πρώτος ο Ωριγένης (+253/54) σαφώς και απεριφράστως εκφράζεται και διά την μετά τον τόκον διατήρησιν τής παρθενίας τής Θεοτόκου, αν και δεν χρησιμοποιεί τον όρον «Αειπάρθενος». Εξηγών, διατί οι λεγόμενοι «αδελφοί τού Κυρίου» δεν είναι πραγματικοί του αδελφοί, γράφει·
«Ζητείται παρά πολλοίς περί τών αδελφών Ιησού, πώς είχε τούτους, της Μαρίας μέχρι τελευτής παρθένου διαμεινάσης» (Ε. Preuschen, Origenes Werke, IV, σ. 506, 90 κ.έξ.). Καί αλλαχού· «το αξίωμα της Μαρίας εν παρθενία τηρείν μέχρι τέλους βούλονται…»(ένθ. αν., X, σ. 21). Καί εις άλλο σημείον ο κριτικώτατος ούτος εκκλησιαστικός συγγραφεύς γράφει, ότι δεν δύνανται (οι πολέμιοι της Αειπαρθενίας της Θεοτόκου) να αποδείξουν, «ότι συνουσία εχρήσατο μετά την απότευξιν του Σωτήρος». Κέκτηται δε η μαρτυρία αύτη ιδιαιτέραν σημασίαν, καθότι ο Ωριγένης γράφει κατά το α’ ήμισυ του Γ’ αιώνος, οπότε —εάν πράγματι η Θεοτόκος δεν διετήρησε τήν παρθενίαν της μέχρι τέλους της ζωής της— τα γεγονότα καί η παράδοσις ήσαν πολύ πρόσφατα, ώστε να δύνανται ευχερώς να αποδείξουν τον ισχυρισμόν των οι εχθροί του «Αειπαρθένου». Εν τούτοις όμως δεν ηδυνήθησαν να το πράξουν.
β)  Γρηγόριος ο Θαυματουργός (+270), μαθητής του Ωριγένους, εις την εν αρμενική μεταφράσει διασωθείσαν ομιλίαν του «εις την Γέννησιν» υποστηρίζει, ότι η Θεοτόκος υπήρξε παρθένος πρό, κατά καί μετά τόκον (Pitra, Analecta Sancta, Paris 1883, IV, σ. 383 κ.έξ. καί 392).
γ)  Δια πρώτην φοράν απαντώμεν τον όρον «Αειπάρθενος» εις τον β’ Λόγον του Μ. Αθανασίου (+373) κατά Αρειανών.
«Ουκούν οι αρνούμενοι εκ τού Πατρός είναι φύσει καί ίδιον αυτού τής ουσίας τόν Υιόν αρνείσθωσαν καί αληθινήν σάρκα ανθρωπίνην αυτόν ειληφέναι εκ Μαρίας της αειπαρθένου» (PG 26, 296β). Καί αλλαχού «καί αύτη δε η Κυριότοκος Μαρία και αειπάρθενος» (PG 27, 1393C). Ο όρος απαντά ακόμη μίαν φοράν εις τήν ερμηνείαν του συμβόλου τής πίστεως· «ενανθρωπήσαντα, τουτέστιν γεννηθέντα τελείως εκ Μαρίας της Αειπαρθένου δια Πνεύματος Αγίου» (PG 26, 1232 Α). Ο Μ. Αθανάσιος, λοιπόν, εισήγαγε τον όρον «Αειπάρθενος» εις την γραμματείαν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και έκτοτε χρησιμοποιείται ούτος συχνάκις υπό των Πατέρων καί δη των μεταγενεστέρων αιώνων, αν καί κατά το πλείστον ούτοι χρησιμοποιούν τον όρον «Παρθένος», εκφράζοντες διά τούτου το Αειπάρθενο της Θεοτόκου,
δ)  Καί Δίδυμος ο Τυφλός (+398) ρητώς διδάσκει το «Αειπάρθενον», λέγων «ότιπερ ο εκ του αρρήτου φωτός αχρόνως εκλάμψας, από της Αειπαρθένου εν υστέροις καιροίς δια φιλανθρωπίαν αφράστως ετέχθη» (PG 39, 404C). Την ιδίαν δε διδασκαλίαν εκθέτει και εις άλλα σημεία (αυτόθι, 832C.
ε)  Ο ιερός Χρυσόστομος (+407) καταρρίπτων τα επιχειρήματα των αιρετικών κατά του αφράστου μυστήριου της εκ Παρθένου γεννήσεως του Ιησού, διδάσκει το «Αειπάρθενον» εις πολλά σημεία. (Πρβλ. λ.χ. τα PG 78, 102. 57,58 καί 56, 387-388).
στ)  Επιφάνιος ο Σαλαμίνος (+404) αντεπεξήλθε μετά πολλής θεολογικής εμβριθείας εις τας περί το πρόσωπον της Αειπαρθένου Μαρίας αιρετικάς δοξασίας, τας επιπολαζούσας εν Αραβία και αλλαχού. Πολεμών τάς αιρέσεις ταύτας, εξέφρασε σαφώς τήν πίστιν του εις το «Αειπάρθενον» (PG 42, 737ΑΒ). Συχνότερον δε παντός άλλου ο Επιφάνιος αποδίδει τον όρον Αειπάρθενος εις την Θεοτόκον· «εις την υπέρ της αυτής Αγίας Αειπαρθένου υπόθεσιν… ως εις το όνομα της Αειπαρθένου κολλυρίδα τινά επιτελείν…» (αυτόθι, 736). Εκ του ανωτέρω φαίνεται, ότι ο Επιφάνιος καταφέρεται εναντίον ομάδων γυναικών, των Κολλυριανίδων, διότι «ετέλουν ιερουργίας εις το όνομα της Θεοτόκου ως εiς θεάν» (Ί. Καλογήρου, μν. εργ., σ. 118. Περί της αιρέσεως ταύτης πρβλ. F. J. Dolger, Die eigenartige Marienehrung der Philomarianiten oder Kollyridianer in Arabien, είς Antike und Christentum I, 2, σ. 107-142).
ζ)  Κύριλλος ο Αλεξανδρείας (+444) είναι καί ούτος κατηγορηματικώς εκπεφρασμένος υπέρ του «Αειπαρθένου» καί μάλιστα λέγει· «Σοί γαρ καί ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός επί τού Σταυρού αναλαμβανόμενος την Θεοτόκον καί αειπάρθενον, ώς παρθένω παρέδωκεν… σκεύος αμίαντον» (Ομιλίαι Διάφοροι XI, PG 77, 1632C).
η)  Επειδή είναι αδύνατον διά τόν ολίγον χώρον να αναφέρωμεν εδώ αναλυτικώς όλους τούς Πατέρας και εκκλησιαστικούς Συγγραφείς, πρβλ. διά τήν πίστιν εις το «Αειπάρθενον» και Νείλου (+430) (PG 79, I89CD καί 189C), Πρόκλου Κωνσταντιπουπόλεως (+446) (PG 65, 700C). Πηλουσιώτου Ισιδώρου (+435) (PG 78, Ι93Β), Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως (+740) (PG 98, 304CD),Ιωάννου Δαμασκηνού (+754) (PG 79, 18ICD καί 713BC).
4. Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου εις την Υμνολογίαν.
Εις την Υμνολογίαν ευρίσκομεν πλήθος λέξεων ή και φράσεων, δηλουσών τήν βαθείαν πίστιν τών υμνογράφων εις τήν αειπαρθενίαν τής Θεοτόκου. Οι περίφημοι χαρακτηρισμοί τής Θεομήτορος ως «Απειρογάμου» (Ωρολόγιον. εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1952, σ. 488), ως «άνθους τής αφθαρσίας» καί «στέφους της εγκρατείας» (αύτόθι, 496). ως καί η θαυμασία προσφώνησις· «χαίρε, νύμφη ανύμφευτε» δηλώνουν τήν απόλυτον πίστιν της Εκκλησίας εις το «Αειπάρθενον». Αλλά καί ο ίδιος ο όρος συναντάται συχνάκις· «Η περιστερά η τον ελεήμονα αποκυήσασα, χαίρε Αειπάρθενε» (αυτόθι, σ. 507) διακηρύττει το τέταρτον τροπάριον της εννάτης ωδής της ακολουθίας του Ακαθίστου Ύμνου. Εις το τέταρτον τροπάριον της τέταρτης ωδής του κανόνος «είς την Υπεραγίαν Θεοτόκον», ποιηθέντος υπό του Θεοδώρου Στουδίτου, αναγινώσκομεν «ως φιλάνθρωπος βοήθησον, Θεοτόκε μόνη Αειπάρθενε».
Πρβλ. επίσης καί τον Ειρμόν της όγδοης ωδής το Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος, την Ευχήν μεταλήψεως, αποδιδομένην εις τον Ι. Χρυσόστομον, το τροπάριον της ακολουθίας της Τραπέζης (μετά το μεταλαβείν), το Απόδειπνον το Μέγα κ. ά., όπου υπάρχει ο όρος «Αειπάρθενος». Εκ τής μικράς ταύτης σταχυολογήσεως φαίνεται, ότι οι υμνογράφοι, όπως καί οι Πατέρες, χρησιμοποιούν ευρύτερον το «Παρθένος», εννοούντες πάντοτε το «Αειπάρθενος». Τούτο βεβαίως δεν δεικνύει καθόλου αμφιβολίαν ή δισταγμόν περί τήν αλήθειαν του «Αειπαρθένου», αφού, μάλιστα, ως θα ίδωμεν κατωτέρω, η αλήθεια αύτη διεκηρύχθη και υπό οικουμενικών συνόδων, αλλ’ απλώς ο όρος «Αειπάρθενος» χρησιμοποιείται κυρίως δι’ απολογητικούς σκοπούς και τούτου ένεκεν είναι σπανιώτερος του «Παρθένος».
5. Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου κατά τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και τας ορθοδόξους ομολογίας.
α)  Από της Ε’ Οικουμενικής Συνόδου, συγκληθείσης είς Κωνσταντινούπολιν το 553, η πίστις εις την Αειπαρθενίαν της Θεοτόκου προσλαμβάνει δογματικόν χαρακτήρα και επικυρούται. Εις τον έκτον αναθεματισμόν της Συνόδου κατα των «Τριών κεφαλαίων» ευρίσκομεν τον όρον «Αειπάρθενος»·
«ει τις καταχρηστικώς, αλλ’ ουκ αληθώς Θεοτόκον λέγει την αγίαν ενδοξον αειπάρθενον Μαρίαν, ή κατά αναφοράν, ως ανθρώπου ψιλού γεννηθέντος, αλλ’ ουχί του Θεού Λόγου σαρκωθέντος εξ αυτής… ο τοιούτος ανάθεμα έστω» (Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Α’, Αθήναι 1952, σ. 175).
β)  Και εις τον Α’ Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, συγκληθείσης υπό Ιουστινιανού του Β’ κατά το 692 εις Κωνσταντινούπολιν, αναφέρεται ο όρος «αειπάρθενος», αποδιδόμενος εις τήν Θεοτόκον. Έχει δε το σχετικόν χωρίον ως εξής:
«Και την αυτόν ασπόρως τεκούσαν άχραντον αειπάρθενον, κυρίως καί κατά αλήθειαν Θεοτόκον δοξάζοντες» (αυτόθι, σ. 191).
γ)  Το «Αειπάρθενον» ευρίσκομεν διδασκόμενον καί εις νεωτέρας σχετικώς ομολογίας ως του Γρηγορίου του Παλαμά «μορφήν την καθ’ ημάς λαβών, και εκ της αειπαρθένου Μαρίας ευδοκία του Πατρός και συνεργία του αγίου Πνεύματος κυηθείς» (αυτόθι, σ. 343) και του Δοσιθέου, πατριάρχου Ιεροσολύμων· «πιστεύομεν τον υιόν του Θεού… εν γαστρί της αειπαρθένου Μαρίας συλληφθέντα» (Μν. έργ., Β’, Άθήναι 1953, σ. 750).
Η προηγηθείσα μικρά αναδρομή εις τα κείμενα τών Γραφών καί των εκκλησιαστικών συγγραφέων δεικνύει σαφώς την πεποίθησιν συμπάσης της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις το «Αειπάρθενον» της Θεοτόκου. Δια τους αρνουμένους το μέγα τούτο ιδίωμα της Θεομήτορος, έχομεν να είπωμεν, ότι δια να αποδεχθή κανείς πράγματα υπερβαίνοντα τον φυσικόν νόμον, πρέπει να ασκηθή εις την καθαρώς θρησκευτικήν και υπερφυσικήν υπέρβασιν του ιδίου του εαυτού του, «ταις πρεσβείαις της Υπεραγίας καί Αειπαρθένου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου».
ΒΙΒΛΙΟΓΡ. Ι. Κ α λ ο γ ή ρ ο υ, Μαρία η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την Ορθόδοξον Πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 10-30 κ. αλλαχού. Μ. Σιώτη, Το πρόβλημα των αδελφών του Ιησού, Αθήναι 1951. Του αυτού, Η εμφάνισις της λατρείας της Θεοτόκου και η επί τής έορτής τής Κοιμήσεως εκκλησιαστική παράδοσις, είς Γρηγόριος Παλαμάς, ΛΓ’ (1950), σ. 177-192. Μ. S c h m a u s. Katholische Dogmatik, V (Mariologie), Miinchen 1955. σ. 106-144. Δ. N. Μ ω ρ αΐ τ ο υ, άρθρον είς ΘΧΕ, Γ’ (1937) 1009-1010. Κ. Δ ρ α τ σ έ λ λ α, Ή Θεοτόκος καί ό Ακάθιστος Ύμνος, Τρίκαλα 1957, σ. 31-42. Ί. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεία τής ’Ορθοδόξου Καθολικής ’Εκκλησίας, Α*. Άθήναι 1952 καί Β’, Άθήναι 1953. Ε Dublanchy, άρθρον είς DTC, X (1926). σ. 2369 – 2384. L. Kdstcrs, άρθρον είς LTK, IV (1932), σ. 887-889.
ΣΤΥΛ. Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Κατηγορία ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ,

ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ, ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ Συγγραφέας: kantonopou


0p.jpgΕίναι και λέγεται η αγιωτάτη Παρθένος Μήτηρ κατά δύο τρόπους.Πρώτον Μήτηρ Θεού, και δεύτερον Μήτηρ πάντων των χριστιανών. Και του Θεού μεν είναι Μήτηρ φυσική, των δε Χριστιανών είναι Μήτηρ θετή. Είναι Μήτηρ Θεού φυσική, αληθώς Θεοτόκος, διότι αληθώς εγέννησε αυτόν τον Υιόν του Θεού από την αδιάφθορον αυτής μήτραν, όπου ο θείος Λόγος ενυμφεύσατο την σάρκαν και ήνωσεν εις αδιαίρετον υπόστασιν την θείαν του με την ανθρωπίνην φύσιν. Υπέρ φύσιν και λόγον και έννοιαν είναι Μήτηρ θετή πάντων των Χριστιανών, διότι αν εμείς δια την χάριν της υιοθεσίας, είμεθα αδελφοί θετοί του Ιησού χριστού, τον οποίον εγέννησε η Παρθένος, και αυτός ο Ιησούς καθώς λέγει ο απ. Παύλος, είναι ανάμεσά μας ως πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς, έπεται ότι εμείς είμεθα υιοί θετοί της Θεομήτορος.
Τώρα ως Μήτηρ Θεού, διά το μητρικό αξίωμα πρέπει να έχει από τον Θεό τόση χάρη, όση πρέπει να έχει η Μήτηρ από τον Υιόν, και πάλιν ως Μήτηρ των Χριστιανών, δια την μητρικήν αγάπη πρέπει να δίδει τόση χάρη εις τους Χριστιανούς, όση πρέπει να δίδει η μητέρα προς τα παιδιά. Αλλ’ η χάρη την οποία έχει η Παναγία Παρθένος από τον Θεό, πρέπει να συμμετρήται με το αξίωμα της Μητρός τού Θεού, τούτο δε το αξίωμα είναι άπειρον, λοιπόν και η χάρη την οποία λαμβάνει, είναι άπειρος, ομοίως και η χάρη που δίδει εις τους χριστιανούς, πρέπει να συμμετρήται με την αγάπη της Μητρός προς τα τέκνα, τούτη δε η αγάπη είναι άπειρος, λοιπόν και η χάρη την οποία δίδει είναι άπειρος.
Και συμμετρώντες πάλι την άπειρον χάρη, την οποία λαμβάνει από τον Θεό, ως Μήτηρ Θεού, και την άπειρον χάρη την οποία δίδει εις τους Χριστιανούς ως Μήτηρ των Χριστιανών, η Παρθένος είναι πέλαγος χαρίτων. Ως Μήτηρ Θεού, έχει περισσότερη από όλους τους αγίους και Αγγέλους την παρρησία έμπροσθεν εις τον Θεόν τον Υιόν της, και ως Μήτηρ των Χριστιανών περισσότερες από όλους τους αγίους και Αγγέλους, χαρίζει τας ευεργεσίας προς ημάς τα παιδιά της.
Οι άλλοι άγιοι παρακαλούν ως δούλοι Θεού, η Παναγία Παρθένος παρακαλεί ως μήτηρ Θεού. Ποίον παρακαλεί; Ένα Υιόν Θεόν, τον οποίον συνέλαβε, εγέννησε, έθρεψε, τον οποίο αγάπησε με όση αγάπη όλοι μαζί οι μακάριοι αγαπούν τον Θεό, και από τον οποίο αγαπήθη με όση αγάπη έχει ο Θεός προς όλους μαζί τους μακαρίους. Όλοι οι άγιοι παρακαλούν τον Θεό ως αυθέντη, η Παναγία Παρθένος τον παρακαλεί ως Υιόν. Δια ποιόν παρακαλεί; Δια τους χριστιανούς οι οποίοι είναι παιδιά της κατά φύση απόγονοι τού αυτού γένους, του αυτού αίματος, εξ ου και αυτή εγεννήθει και κατά χάρη αδελφοί εκείνου του Υιού τον οποίον εγέννησε. Οι άλλοι άγιοι παρακαλούν δι’ ημάς ως αδελφούς, η Παναγία Παρθένος παρακαλεί δι’ ημάς ως διά παιδιά.
Όποιος δεν τιμά και δεν ευλαβείται την μητέρα του, δεν είναι άξιος να λέγεται άνθρωπος, όποιος δεν τιμά και δεν ευλαβείται την Μητέρα του Θεού, δεν είναι άξιος να ονομάζεται χριστιανός. Τις δύναται να καυχηθεί ότι είναι πιστός δούλος τού Ιησού, αν δεν είναι πιστός δούλος και της Μητρός Του; η ότι είναι ευλαβής τού Υιού, χωρίς να είναι και της Μητρός;Χριστιανοί, μικροί και μεγάλοι, όσοι λατρεύετε και προσκυνείτε το όνομα του Ιησού, τιμάτε και ευλαβείσθε και το όνομα της Παρθένου Μαρίας, της Μητρός του Ιησού και μητρός ημών.
Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης