Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Παναγία Μυρτιδιώτισσα

 

Παναγία Μυρτιδιώτισσα

Παναγία Μυρτιδιώτισσα η προστάτιδα των Κυθήρων

Το νησί των Κυθήρων σεμνύνεται για την προστάτιδά του «Παναγία Μυρτιδιώτισσα».


Η χαριτόβρυτη εικόνα της, μεγαλοπρεπής και επιβλητική, ανακαλύφθηκε, καθώς λέει η παράδοση, στην τοποθεσία «Μυρτίδια», περιοχή τότε έρημη και κατάφυτη από μυρσίνες.

Κάποιος ευλαβέστατος βοσκός, την ώρα που προσευχόταν, άκουσε μέσα σ’ εκείνη την ερημιά μια φωνή να του λέει:

– Αν ψάξεις εδώ τριγύρω, θα βρεις την εικόνα μου. Βρίσκομαι εδώ από πολύ καιρό, για να βοηθήσω τούτο τον τόπο.

Πραγματικά, σε λίγη ώρα ο βοσκός ανακαλύπτει την πάνσεπτη εικόνα της Παναγίας μέσα σε κλαδιά μυρσίνης.

Συγκινημένος την ασπάζεται και τη μεταφέρει στην καλύβα του.

Το πρωί, πράγμα παράδοξο, η εικόνα είχε εξαφανιστεί. Την ξαναβρίσκει όμως στο σημείο που για πρώτη φορά την είχε ανακαλύψει.

Εκεί ακριβώς χτίζει ναό, ενθρονίζει μέσα σ’ αυτόν την ιερή εικόνα και την επονομάζει «Παναγία Μυρτιδιώτισσα», επειδή βρέθηκε στην περιοχή «Μυρτίδια» και μέσα στις μυρσίνες.

Στη θαυματουργή εικόνα της Μυρτιδιώτισσας εικονίζεται η Θεοτόκος σαν Βρεφοκρατούσα. Το πρόσωπό της, καθώς και του Κυρίου, είναι τελείως μελανό και πλαισιωμένο από καθαρό χρυσάφι και πολύτιμους λίθους.

Συνήθως δεν διακρίνεται σ’ αυτά κανένα απολύτως χαρακτηριστικό.

Συμβαίνει όμως σε αραιά διαστήματα το εξής παράδοξο: Το πρόσωπο της Παρθένου αλλάζει ξαφνικά χρώμα και γίνεται ρόδινο. Στα χείλη διαγράφεται ένα ανέκφραστο γλυκό μειδίαμα, ενώ τα μάτια της κοιτάζουν τον πιστό με ιλαρότητα.

Αυτό διαρκεί για λίγα δευτερόλεπτα, οπότε η σεπτή μορφή της επανέρχεται στη συνηθισμένη κατάσταση.

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ ΣΤΟ ΠΥΡΓΙ (Αλεξ.Παπαδιαμάντη)

 

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ ΣΤΟ ΠΥΡΓΙ (Αλεξ.Παπαδιαμάντη)

Φως της Καστοριάς: Το Γενέσιον της Θεοτόκου, 8 Σεπτεμβρίου. Ποίημα  Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κ᾿ ἡ Ἄννα
ποὺ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!

Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.

Χαίρεται τ᾿ ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει
τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό,
χαίρετ᾿ ὁ βοσκὸς ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,
χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,
χαίρεται τὸ ἐρίφιο ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.

Κ᾿ ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει
καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανειώνει ἡ γῆς,
σὰ σεμνὴ κόρη ποὺ περίμενε χρόνια
τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα
καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·
καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα ποὺ γέννησε θεόπαιδο
κ᾿ εὐφράνθη στὰ γεράματά της!

Δός μου κ᾿ ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,
πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.

Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Εγκώμιο Α΄ στην πάνσεπτη Κοίμηση της Μητέρας του Θεού


«Μ' εγκώμια μνημονεύουμε τους δίκαιους», λέγει ο σοφώτατος Σολομώντας. «Ο θάνατος των αγίων Του είναι αξετίμητος για το Θεό», προείπε ο θεοπάτορας Δαβίδ. Αν λοιπόν όλους τους δίκαιους τους μνημονεύουμε εγκωμιαστικά, ποιος δε θα προσφέρη τον έπαινό του στη βρυσομάννα της δικαιοσύνης και της οσιότητας το θησαυρό, όχι για να δοξάση, μα για να δοξαστή ο ίδιος με δόξα αιώνια;
Δεν έχει ανάγκη από τη δική μας δόξα η σκηνή της δόξας του Θεού, ή πόλη του Θεού, μια και γι' Αυτήν ειπώθηκαν λόγια δοξασμένα, καθώς της λέγει ο εξαίσιος Δαβίδ: «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου, η πόλις του Θεού».
Αλήθεια, ποια τάχα μπορούμε να νομίσουμε για πόλη του αόρατου και άπειρου Θεού, που όλα τα χωράει στην παλάμη Του, παρά μόνο Εκείνη, που με αληθινά υπερφυσικό και υπερούσιο τρόπο εχώρεσε απερίγραπτα τον υπερούσιο Λόγο του Θεού και Θεό; Γι' Αυτήν ο ίδιος ο Κύριος με τα χείλη του προφήτη έχει λαλήσει λόγια όλο δόξα, γιατί τί ενδοξότερο υπάρχει από την αποδοχή της αρχαίας αληθινής Θεϊκής Βουλής ;
2. Αληθινά, δεν υπάρχει γλώσσα άνθρωπου, μήτε υπερκόσμιος αγγελικός νους, που να μπορή επάξια να υμνήση Εκείνη, με την οποία μας δόθηκε η δυνατότητα να θεωρούμε καθαρά «τη δόξα του Κυρίου». Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα βουβαθούμε τάχα, αφού δε μπορούμε επάξια να την υμνήσουμε, ζαρώνοντας από φόβο; Καθόλου. Να περάση πάλι το πόδι μας το κατώφλι, που λένε, ν' αγνοήσουμε τ' ανθρώπινά μας όρια και ν' αγγίξουμε τραχιά τ' αννέγγιχτα, λυμένοι από το χαλινάρι του φόβου; Ποτέ. Ενώνοντας όμως τον πόθο με το φόβο και πλέκοντας κι από τα δυό ένα διπλό στεφάνι με ιερή ευλάβεια, τρεμάμενο χέρι και ψυχή όλο πόθο, ας προσφέρουμε μ' ευγνωμοσύνη στη Μητέρα του Βασιλιά, Αυτήν που ευεργέτησε όλη την πλάση, το φτωχικό μα πρώτο απ' όλα δώρο του νου μας - της το χρωστάμε. Ιστοράνε δά πως κάποιοι ξωμάχοι, καθώς οργώνανε με τα καματερά τους, είδανε να διαβαίνη ένας βασιλιάς, λαμπρός μέσα στη βασιλική του πορφύρα, στραφτοκοπώντας από τη φεγγοβολή του διαδήματος και μ' αμέτρητους σωματοφύλακες γύρω του. Επειδή τίποτε δεν είχανε να προσφέρουν στο βασιλιά, ένας γρήγορα έπιασε με τις χούφτες του νερό - έτρεχε πλάι άφθονο - και του το πήγε δώρο. O βασιλιάς του είπε: «Τι είναι τούτο, παιδί μου;». Θαρραλέα αποκρίθηκε: «Ό,τι είχα, αυτό έφερα, γιατί η κρίση μου έλεγε πως το καλύτερο ήταν να μη σκεπάση την προθυμία μου η φτώχεια, μια κι εσύ δεν έχεις ανάγκη τα δώρα μας ούτε θέλεις τίποτε δικό μας έξω από την αγάπη μας. Τούτο που κάνω είναι χρέος μα κι έπαινος για μας, αφού όσοι δείχνουν ευγνωμοσύνη συνήθως δοξάζονται».Ο βασιλιάς θαύμασε και παίνεψε τη σοφία του, δέχτηκε καλοδιάθετα την πρόθυμη προσφορά του και τον αντάμειψε βασιλικά με πάμπολλα δώρα. Αν λοιπόν ο αλαζονικός εκείνος τύραννος προτίμησε τα φιλικά αισθήματα κι όχι τα πλούσια δώρα, Αυτή, η αληθινά αγαθή Δέσποινά μας, η Μητέρα του Θεού, του μόνου αγαθού, που η συγκατάβασή Του είναι άπειρη και προτίμησε το δίλεπτο παρά τις πλούσιες προσφορές καρπών, δε θα δεχτή την πρόθεσή μας παραβλέποντας την αδυναμία μας; Μα ναι, θα δεχτεί το χρέος μας και θα μας αμείψει μ' ασύγκριτα δώρα. Αφού λοιπόν είναι ανάγκη να μιλήσουμε οπωσδήποτε για να ξεπληρώσουμε το χρέος, ας γυρίσουμε το λόγο μας γρήγορα σ' Αυτήν λέγοντας:

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

Τό Θεοτοκάριον τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου



Ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι μεγάλη Θεο­μητορική ἑορτή πού δείχνει τό μεγαλεῖο καί τήν δόξα τῆς Θεο­τόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας. Ἡ ψυχή καί τό σῶμα τῆς Πανα­γίας μετά τήν κοίμησή της ἀνέβηκαν στόν οὐρανό καί ἀπό ἐκεῖ μεσιτεύει στόν Υἱό καί Θεό της.
Θά ἤθελα νά ἐπισημάνω, μέ τήν εὐκαιρία τῆς μεγάλης αὐτῆς Θεομητορικῆς ἑορτῆς, ὅτι ἕνα ἀπό τά ἀγαπητά λειτουργικά βιβλία στίς Ἱερές Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀλλά καί ἐκτός αὐτοῦ εἶναι τό Θεοτοκάριο πού ψάλλεται κάθε ἡμέρα κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ.
Μέσα στούς ὕμνους τοῦ Θεοτοκαρίου περικλείεται ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως διαμορφώθηκε ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἀπό τά κείμενα τῶν Πατέρων. Ἰσχύει καί στό σημεῖο αὐτό ἡ ἑνότητα μεταξύ τοῦ lex credendi καί lex orandi, δηλαδή συνδυασμός μεταξύ κανόνα πίστεως καί κανόνα προσευχῆς.  Νομίζω ὅτι σέ αὐτόν τόν συνδυασμό ἀνευρίσκεται ἡ ὀρθόδοξη θεολογία.  
Τό Θεοτοκάριον εἶναι ἕνα λειτουργικό βιβλίο, τό ὁποῖο περι­λαμβάνει κανόνες καί τροπάρια προσόμοια στήν Παναγία μας. Τό πρῶτο Θεοτοκάριο εἶναι τοῦ μοναχοῦ Ἀγαπίου Λάνδου τοῦ Κρητός, πού ἐκδόθηκε στήν Βενετία τό ἔτος 1643 καί σέ μεταγενέστερες ἐκδόσεις, καί τό δεύτερο Θεοτο­κάριο εἶναι τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Σήμερα ἐν χρήσει στίς Ἱερές Μονές εἶναι τό Θεοτοκάριον τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού ψάλλεται κάθε ἀπό­γευ­μα στόν Ἑσπερινό στόν ἦχο τῆς κάθε ἑβδομάδος, καί μετά τόν κανόνα ψάλλονται τά προσόμοια τροπάρια.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἔχει συλλέξει πενήντα ἕξι κανόνες, δηλαδή ἑπτά κανόνες γιά τούς ὀκτώ ἤχους. Συγχρό­νως, ἔχει προσθέσει καί ἕξι παρακλητικούς κανόνες στήν Πανα­γία, γιά κάθε θλίψη, γιά κάθε ἀσθένεια, εὐχαριστία μετά τήν νόσο, παρακλητικό ἰαμβικό κανόνα, χαρμόσυνο κανόνα πού ψάλλεται τό Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου, καί εὐχα­ριστήριο κανόνα πού ψάλλε­ται στίς Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους τό Σάββατο τοῦ Ἀκαθί­στου. Ὁ συνολικός ἀριθμός τῶν κανόνων εἶναι ἑξήντα δύο, οἱ ὁποῖοι συνετέ­θησαν ἀπό εἴκοσι μεγάλους ὑμνογράφους τῆς Ἐκκλη­σίας μας.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικός ὁ πρῶτος κανόνας τοῦ πρώτου ἤχου ὁ ὁποῖος ψάλλεται τό ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, καί εἶναι ποίημα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Στόν κανόνα αὐτόν παρουσιάζεται μέ ὡραίους λόγους ἕνας διάλο­γος μεταξύ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, τῆς Θεομήτορος καί τοῦ Χριστοῦ, καί δείχνει τό ἔργο τῆς Παναγίας μας στήν Ἐκ­κλη­σία.
Στό πρῶτο τροπάριο κάθε ὠδῆς τοῦ κανόνος αὐτοῦ ὁ ἁμαρ­τωλός ἄνθρωπος δέεται στήν Θεοτόκο γιά τίς ἁμαρτίες του. Στό δεύτερο τροπά­ριο ἡ Θεοτόκος δέεται στόν Χριστό γιά τόν συγκεκριμένο ἄνθρω­πο. Στό τρίτο τροπάριο ὁ Χριστός ἀπαντᾶ στήν Θεοτόκο Μητέρα Του ὅτι δέν εἶναι πραγματική ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, γιατί τά ἔργα του εἶναι ἀντίθετα μέ τήν ἐκζήτηση μετάνοιας. Καί στό τέταρτο τροπάριο ἡ Θεοτόκος μεταφέρει στόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τόν προτρέπει σέ μετάνοια καί τελικά σέ σωτηρία. Ὅλος αὐτός ὁ διάλογος εἶναι ἐκπληκτικός καί ἐκτυλίσσεται μέ δραματικό τρόπο, γιατί φαίνεται ὅτι ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος ζητᾶ τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, ἀλλά ἡ μετάνοιά του δέν εἶναι ἀλη­θι­νή καί ὁλο­κλη­ρωμένη.
Στόν κανόνα αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος ἐπιμένει, ἡ Θεοτόκος ἐξακολου­θεῖ νά πρεσβεύη στόν Υἱό της γιά τόν ἄνθρωπο πού τήν παρακαλεῖ νά μεσιτεύση στόν Χριστό, καί στό τέλος ὁ Χριστός δίνει τήν ἄφεση, ἀλλά ζητᾶ ἀπό τήν Θεοτόκο νά τοῦ πῆ νά παύση νά ἁμαρτάνη. Ἡ Θεοτόκος μεταβιβάζει αὐτόν τόν λόγο τοῦ Χρι­στοῦ στόν ἄνθρωπο καί τοῦ συνιστᾶ νά προσέχη, ὥστε ὁ ὑπόλοιπος βίος του νά εἶναι θεάρεστος, γιά νά ἀπολαύση τόν Πα­ρά­δεισο.
Μέ ἕναν ὡραῖο καί ἐπαγωγικό τρόπο στόν κανόνα αὐτό φαίνεται ποιό εἶναι τό ἔργο τῆς Θεοτόκου, τί σημαίνει ἡ μεσιτεία της καί πῶς ὁ Χριστός συγ­χω­ρεῖ τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, στόν διάλογο αὐτό φαίνεται καθαρά ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἁμαρτία, τήν μετάνοια καί τήν συγχώρηση, καθώς, ἐπίσης, καί ἡ θεολογία γιά τήν σχέση μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Προοίμιο τοῦ Θεο­τοκαρίου γράφει ὅτι συνέλεξε ὅλους αὐτούς τούς ἀσματικούς κανόνες, πού ἦταν σέ πολλά Θεοτοκάρια στίς Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καί τούς τύπωσε «εἰς δόξαν τῆς Ἀειπαρθένου καί εἰς κοινήν ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν καί εὐλαβῶν ἐραστῶν τῆς Θεο­τόκου ὠφέλειαν».
Καί στήν συνέχεια γράφει: «Καί καθώς ἀπό ἕνα ὡραῖον περιβόλι ἐκλέγεται ἀπό τά ἐκεῖσε εὑρισκόμενα ἄνθη ἕνας πολυειδής στέφανος καί προσφέρεται εἰς τόν ἐπί γῆς βασιλέα ὡς δῶρον πολύτιμον, οὕτω δή καί ἀπό ὅλους τούς ἀσματικούς κανό­νας τῆς Θεοτόκου, τούς εὑρισκομένους εἰς τό ἁγιώνυμον Ὄρος, τόν ἀλληγορικόν τῆς Ἀειπαρθένου παράδεισον, ἐδιαλέχθη ὁ πα­ρών ποικιλόχροος ἀρωματό­πνοος καί πολυανθο­στό­λιστος στέφα­νος, καί προσφέρεται μετά πόθου πολλοῦ καί εὐλαβείας εἰς αὐτήν τήν παντοβασίλισσαν τῶν οὐρανῶν Θεοτό­κον, δῶρον ὄντα εἰς αὐτήν ποθεινότερον ἀπό τόν χρυσοτάλαντον καί βαρύτιμον στέφανον τοῦ Μολχόμ (Β΄ Βασιλ. ιβ΄, 30), τόν ὁποῖον ἐφόρει ὁ βασιλεύς Δαβίδ εἰς τήν κεφαλήν, ἀπό τόν δωδεκάστερον στέ­φανον τῆς Ἀποκαλύψεως, καί ἁπλῶς ἀπό ὅλους τούς λιθομαργα­ροχρύσους στεφάνους τῶν ἐπί γῆς βασιλέων».
Συνηθίζουμε νά προσφέρουμε στεφάνια ἀπό λουλούδια στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας. Καλό εἶναι αὐτό καί εὐλογημένο. Ἀλλά πάνω ἀπό ὅλα εἶναι εὐλογημένο νά καταθέτουμε στήν Παναγία μας καί τόν Χριστό ἕνα στεφάνι ἀπό τά ἄνθη τῆς προσευχῆς μας, τῆς μετάνοιάς μας καί τῆς ἀγάπης μας πρός αὐτούς.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης συνιστοῦσε σέ μιά μοναχή: «Νά διαβάζης κάθε μέρα ἕναν κανόνα ἀπό τό Θεοτοκάριο καί θά δῆς, θά ἀπο­κτήσης λεβεντιά... Τό Θεοτοκάριο πολύ βοηθάει. Θερμαίνεται ἡ καρδιά, συγκινεῖται».
Στήν συνέχεια θά παρατεθῆ αὐτός ὁ Κανόνας, πού εἶναι ποίημα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, γιά νά φανῆ τό ἔργο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού πρεσβεύει στόν ἐλεήμονα Θεό γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μετανοεῖ πραγματικῶς.
Καί ἐπειδή ζοῦμε σέ μιά ἐποχή πού ἔχουμε πολλά προβλήματα, ἀλλά θέλουμε νά ἔχουμε σχέση μέ τόν Θεό, χρειάζεται μετάνοια καί μάλιστα μετάνοια ἀληθινή, τήν ὁποία ὑποδεικνύει ὁ Κανόνας πού ἀκολουθεῖ.
*   *   *

ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ
ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ

ᾨδή α΄,  ἦχος α’ -  ᾨδήν ἐπινίκιον
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Δοχεῖον τῆς φύσεως τῆς ἀχωρήτου, Χριστόν ἐκδυσώπησον, ἵνα πυρός ρύσηται τοῦ ἀφεγγοῦς με ἁγνή, καί ἀναδείξῃ κοινωνόν τῆς Βασιλείας αὐτοῦ.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Ἐμήν δέξαι δέησιν Υἱέ καί Λόγε, καί ρῦσαι κολάσεως τόν βοῶντα δοῦλόν σου, πρός με ἐκ βάθους ψυχῆς, καί καταξίωσον αὐτόν τῆς βασιλείας σου.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Σύ Μῆτερ ἐλέους με πηγήν γινώσκεις˙ καί γάρ τούς καθ’ ὥραν μοι τῷ Δεσπότῃ πταίοντας, ἁμαρτωλούς ἐλεῶ˙ ἀλλ’ οὗτος λίαν με αἰσχροῖς, παραπικραίνει κακοῖς.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Πολλοῖς παραπτώμασι καί ἀτοπίαις, αἰσχραῖς παρεπίκρανας, τόν Υἱόν μου˙ ὅθεν σοι, εἰς ἀγανάκτησιν νῦν, κεκίνηται καί εἰς ὀργήν ἡ εὐσπλαγχνία αὐτοῦ.

ᾨδή γ’  - Τῷ πρό τῶν αἰώνων
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Ὅλον μου τόν βίον, ἀληθῶς ἐν κακοῖς ἐδαπάνησα˙ καί διά τοῦτό σοι κραυγάζω, τόν Υἱόν σου δυσώπει, ἁγνή ἵνα ὡς τόν ἄσωτον, ἀνακαλέσῃ καί σώσῃ με νῦν, κείμενον τοῖς πταίσμασιν.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Ἵλαθι Παντάναξ, ὁ τεχθείς απορρήτως ἐκ μήτρας μου, καί κατοικτείρησον σόν δοῦλον,  ὡς τόν ἄσωτον πάλαι, υἱόν καί δεῖξον πανάγαθε, τῆς δεξιᾶς παραστάτην τῆς σῆς, ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Νουνεχῶς ὦ Μῆτερ, ἐκβοῶ σοι κἀγὼ ἐπακούσαί μου· ὁ ἀσωτίαις ἐμβιώσας, ἐν θερμῇ μετανοίᾳ, ἐλθὼν ἔκραζε τὸ ἥμαρτον, ἀλλ’ οὗτος κἄν σοι βοᾷ μεταγνούς, ἐν ὑστέροις ψεύδεται.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Ἅ μοι  ἔφης εἶπον, τῷ Υἱῷ μου κραυγάζουσα ἵνα σε, καταξιώση Βασιλείας, ἀλλ’ αὐτός μοι ἀντέφη· θερμῇ πίστει οὐ προσῆλθέ μοι, καὶ διὰ τοῦτο ἐκπέμπω αὐτὸν ἀπὸ τοῦ προσώπου μου.

Ὠδὴ δ’ - Ἐν Πνεύματι προβλέπων
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Νοήσας ὦ Παρθένε τὴν δύναμιν τὴν σήν, μετὰ δέους κράζω σοι τῇ μόνῃ ἀγαθῇ· εἰ καὶ μετάνοιαν ὅλως θερμὴν οὐκ ἔχω, ἀλλὰ ταῖς σαῖς πρὸς τὸν Δεσπότην ἱκεσίαις, δίδου μοι τελείαν διόρθωσιν.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Ἐπάκουσον ὁ φύσει φιλάνθρωπος, Θεός, τῆς μητρός σου Δεσπότα βοώσης ἐκτενῶς· καὶ τὸν σὸν δοῦλον ἐκλύτρωσαι καταδίκης, εἰ δὲ καὶ πίστιν οὐ κέκτηται τὴν τελείαν, ταύτην ὡς Θεὸς αὐτῷ δώρησαι.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Ὑπόθεσιν, ὦ Μῆτερ αὐτῷ παντοδαπήν, τοῦ σωθῆναι δέδωκα, ἀλλ’ οὗτος οὐκ ἐᾷ τὰς ἁμαρτίας εἰσῆλθε καὶ ἐν θανάτῳ· καὶ διὰ τοῦτο οὐδὲ δύναται σωθῆναι, ἕως οὗ εἰς πῦρ ἀπελεύσεται.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Σὲ νῦν ἐπιγινώσκω αἰτίαν τῆς σαυτοῦ, ἀπωλείας ὥς φησι ὁ θεῖός μου Υἱός· σύ γὰρ κατάκεισαι ὅλως τῇ ἁμαρτίᾳ, καὶ παρεδόθης τελείως τῇ ῥᾳθυμίᾳ, τὶς ἐξαναστήσει σε κείμενον;

Ὠδή ε’ -  Θεὸς ὤν εἰρήνης
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Ὁδοὺς μετανοίας, Παρθένε ποθῶ, διατρίβειν ἀεὶ τὰς φερούσας με, ζωὴν πρὸς ἀτελεύτητον ἀλλ’ αὖθις τὰ δεινά, συστήματα δαιμόνων, καθέλκουσι κρημνίσαι, εἰς βυθὸν ἁμαρτίας, καὶ ἀπωλείας δεινὸν βόρβορον.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Νεκρώσας τὸν θάνατον, Σῶτερ τὸ πρίν, τὸν Ἀδὰμ τῶν δεσμῶν ἠλευθέρωσας· διὸ καὶ νῦν τὸν δοῦλον σου, Υἱέ μου δυσωπῶ, ἑξάρπασον δαιμόνων τῶν ἐπηρεαζόντων· αὐτοὶ γὰρ οὐκ ἐῶσι, μετανοῆσαί τινα πώποτε.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Πανύμνητε Μῆτερ, βοῶ σοι κἀγώ, προσευχῇ καὶ νηστείᾳ ἐξέρχονται, τὰ πλήθη τὰ παμπόνηρα, δαιμόνων ἐξ αὐτοῦ· ἀλλ’ οὗτος ἐγκρατείᾳ, δεήσει καὶ ἁγνεία, μὴ καθάρας τὸ σῶμα, δαιμόνων φεῦ γέγονε σπήλαιον.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Ῥημάτων τῶν πρὶν τοῦ Υἱοῦ μου καλῶς, ἐνωτίζου καὶ γνῶθι τὰ δέοντα· ἡνίκα γὰρ οὐκ ἴσχυσαν οἱ τούτου μαθηταί, τὸ πνεῦμα ἐκδιῶξαι, ἐβόα τούτοις λέγων· προσευχῇ καὶ νηστείᾳ, δαιμόνων γένος ἐκδιώκεται.

Ὠδὴ ς’ - Τὸν Προφήτην Ἰωνᾶν
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Οὐ ῥημάτων εὐπορῶ, ἀρετῶν τε ἀπορῶ, οὐ γὰρ στέργω προσευχήν, καὶ νηστείαν ἐκτελεῖν, Θεόνυμφε· καὶ διὰ τοῦτο πρὸς σὲ κατέφυγον.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Σύνες εὔσπλαγχνε Υἱέ, σῆς Μητρὸς ἐκδυσωπῶ, ὁ προστρέχων ἐπ’ ἐμέ, χρηστῶν ἔργων ἀπορεῖ, καὶ κράζει μοι· οὐκ ἔχω πλὴν σου ἐλπίδα Δέσποινα.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Λιτανεύουσα θερμῶς, παῦσαι Μῆτερ τοῦ λαλεῖν, καὶ γὰρ οὖτος ἀφορῶν, ὅτι εὔσπλαγχνός εἰμι, μολύνεται· μὴ ἐπιβλέπων εἰς τὴν ὀργὴν τὴν ἐμήν.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Ἱκετεύω ὑπὲρ σοῦ, τὸν Υἱόν μου καὶ Θεόν, ἵνα τύχῃς ἱλασμοῦ, ἀλλ’ αὐτός μοι ἐκβοᾷ, τοῦ παύσασθαι· καὶ μὴ πρεσβεύειν εἰς τὸ σωθῆναί σε.

Ὠδὴ ζ’ - Οἱ παῖδες εὐσεβείᾳ
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Τὴν πᾶσάν μου ἐλπίδα, ἐπὶ σὲ ἀνατίθημι Δέσποινα· καὶ μὴ ἀπώσῃ εἰς βυθόν, ἀπωλείας με τὸν δείλαιον, ἀλλ’ ἀνάστρεψον τῷ σῷ βοῶσα πάλιν Υἱῷ· μὴ ἀπολέσῃς τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν σου.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Ἀμέτρητον ὡς ἔχων, εὐσπλαγχνίας τὸ πέλαγος Δεσπότα· δέξαι με πάλιν δυσωπῶ, σὲ τὸν μόνον εὐδιάλλακτον, καὶ οἰκτείρησον τῶν σῶν χειρῶν τὸ ποίημα· ὁ οἰκτειρήσας ποτὲ τὴν Χαναναίαν.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Ἱλάσκομαι καὶ σῴζω, τὸν ἐν πόθῳ, πολλῷ προσερχόμενον· καὶ γὰρ οὐ θέλω τὸ ἐμόν, ἀπολέσθαι πλάσμα πώποτε, εἰς τὸ σῶσαι γὰρ αὐτό, ὅλος ἐτέχθην ἐκ σοῦ· ἀλλ’ οὗτος πόρρω τῶν ἔργων μου ὑπάρχει.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Σοφία τοῦ Ὑψίστου προϋπάρχων, ὁ Υἱός μου γέγονεν, ἄνθρωπος ὅλος ἐξ ἑμοῦ, ἵνα σώσῃ τοὺς φυλάσσοντας, μετὰ πίστεως θερμῆς τὸ θεῖον βάπτισμα· ἀλλὰ σὺ τούτων ἀμέτοχος ἐδείχθης.

Ὠδὴ η’ - Ὃν φρίττουσιν Ἄγγελοι
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Θαρρήσας προσῆλθόν σοι Παρθένε θεωρῶν, τὸν σὸν Υἱὸν σώσαντα, τὴν πόρνην καὶ λῃστήν· αὐτοὶ γὰρ νομίμως οὐδὲν ἔργον χρηστόν, ἔπραξαν ἐν βίῳ, ἀλλ’ ἔτυχον συγγνώμης.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Ἐξ ὕψους ἐπίβλεψον εἰσάκουσον τῆς σῆς, Μητρὸς δεομένης σου καὶ ῥῦσαι τοῦ πυρός, τὸν δοῦλον σου τοῦτον ὡς τὴν πόρνην τὸ πρίν, καὶ ὡς ἐλυτρώσω λῃστὴν ἐν τῷ σταυρῷ σου.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Ὁ πάλαι κρεμάμενος λῃστὴς ἐν τῷ σταυρῷ, ἐν πίστει ἐκραύγαζε τὸ μνήσθητι κἀμοῦ· ἡ πόρνη δὲ πάλιν τῶν δακρύων πηγάς, ἔβλυζεν ἀλλ’ οὗτος, αὐτοῖς οὐχ ὡμοιώθη.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Δακρύουσαν σέσωκε τὴν πόρνην ὁ Χριστός· ὡσαύτως πιστεύσαντα λῃστὴν ἐν τῷ σταυρῷ· εἰ οὖν θέλεις ἄρτι σωτηρίας τυχεῖν, πρόσδραμε Κυρίῳ σὺν δάκρυσι καὶ πίστει.

Ὠδὴ θ’ - Τὴν φωτοφόρον νεφέλην
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Ὤφθην ἁπάντων ἀνθρώπων, ἁμαρτωλότερος Κόρη, καὶ διὰ τοῦτο προσελθεῖν, τῷ Υἱῷ σου αἰδοῦμαι· ἀλλὰ δυσώπησον αὐτόν, καὶ ἵλεων ποίησον τοῦ δέξασθαι, ἐν θερμῇ με τῇ πίστει καὶ ἐν πόθῳ προσερχόμενον αὐτῷ.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Ῥῦσαι κολάσεως Λόγε, τὸν προσελθόντα σοι δοῦλον, καὶ μὴ μνησθῇς ἀνομιῶν, τῶν αὐτοῦ δυσωπῶ σε· εἰ γὰρ καὶ ἥμαρτε Σωτήρ, ἀλλά μοι προσπέφευγε καὶ δέομαι· δι’ ἐμὲ τοῦτον δέξαι ὁ τοῖς πᾶσι, τὰ αἰτήματα πληρῶν.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Οὔκ ἐστιν ἄξιος Μῆτερ, ὁ προσφυγών σοι ἐλέους· καὶ γὰρ ἀνθρώπων με οὐδείς, ὡς αὐτὸς παροργίζει· ἀλλὰ πρεσβείαις σου σεπταῖς, αὐτὸν τῆς κολάσεως ἀμέτοχον, ἐν τῇ κρίσει ποιήσω εἰ προσάξει, μετανοίας μοι καρπούς.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Ὑπὸ τὸν ἅδην ὑπάρχων, ἀνεβιβάσθης πρὸς ὕψος, ταῖς πρὸς τὸν θεῖόν μου Υἱόν, ἱκεσίαις καὶ πρόσχες· μὴ τοῖς προτέροις σου δεινοῖς, ἐμπέσῃς ἐγκλήμασιν ἀλλ’ ἄπελθε, εἰς ὀδοὺς μετανοίας, μήπως πάλιν, τῇ γεέννῃ ἐμβληθῇς.

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Αύγουστος: Ο μήνας της Παναγίας μας, ήθη και έθιμα από 1 έως 15 Αυγούστου


Αύγουστος ήταν ο έκτος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου. Η λέξη παράγεται από τη λατινική Augeo, που σημαίνει Αύξω: αυξάνω. Στη διάρκειά του αυξάνουν και ωριμάζουν οι καρποί: τα σταφύλια και τα σύκα. Το 27 π.Χ. η ρωμαϊκή Σύγκλητος, για να τιμήσει τον Οκταβιανό που είχε απλώσει την αυτοκρατορία σε Ανατολή και Δύση, τον ονόμασε Αύγουστο. Έτσι Augustus άρχισε να σημαίνει ακόμα σεβαστός, σεπτός, ιερότατος.
Η Πρωταυγουστιά
Την παραμονή της 1ης Αυγούστου σε πολλά μέρη συνηθίζουν ν’ ανάβουν και να πηδούν φωτιές, γιατί πιστεύουν πως την Πρωταυγουστιά αρχίζει μια νέα χρονική περίοδος και πρέπει πηδώντας τη φωτιά να μπουν καθαροί και αμόλυντοι σ’ αυτήν. Γίνονται και αγιασμοί στα σπίτια και στην εκκλησία κι οι χωρικοί ραντίζουν με αγιασμό τ’ αμπέλια και τα περιβόλια τους. Σε κάποια μέρη συνήθιζαν ν’ αγιάζουν τις πηγές και τα πηγάδια κι ύστερα να διασκεδάζουν έξω στ’ αμπέλια. Θυμούνται και τους νεκρούς τους· κάθε νοικοκυρά έβαζε σ’ ένα πιάτο ελιές, μισές μαύρες, μισές άσπρες και τις έστελνε στους γειτόνους που δεν είχαν.
Η νηστεία του Δεκαπενταύγουστου
Από την 1η Αυγούστου αρχίζει η νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, που κρατάει 15 μέρες. Η νηστεία αυτή την εποχή δεν είναι δύσκολη, εξαιτίας των άφθονων οπωρικών και κηπευτικών. Παράλληλα φροντίζουν να καθαρίσουν τα χάλκινα αγγεία τους και συνηθίζουν να προσφέρουν στην εκκλησία σύκα και σταφύλια, που τα μοιράζουν στο εκκλησίασμα μετά τον εσπερινό.
Του Σωτήρος το σταφύλι
Ο λαός τη λέει απλά “του Σωτήρος” και γιορτάζεται για να θυμίσει στους χριστιανούς τη Μεταμόρφωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ, μπροστά σε τρεις μαθητές του πριν σταυρωθεί.
Τη νύχτα, λέει, της παραμονής ανοίγουν οι ουρανοί και πολλοί αγρυπνούν για να δουν το άγιο φως, γιατί “το ’χουν σε καλό”. Οι γεωργοί φέρνουν στην εκκλησία, πάνω σε δίσκους, τις απαρχές των σύκων και των σταφυλιών, δηλαδή τα πρώτα σύκα και σταφύλια.
Τ’ Αϊ-Λιου καρύδι,
του Σωτήρος σταφύλι
και της Παναγιάς το σύκο.
Ύστερα τα βάζουν μπροστά στο εικόνισμα του Σωτήρα, ο παπάς τα ευλογεί, εύχεται “πλούσια σοδειά” και στη συνέχεια τα μοιράζουν στο εκκλησίασμα.
Και Επιτάφιος της Παναγίας
Σε μερικά μέρη της Ελλάδας (Πάτμο, Κασσιόπη Κέρκυρα) στολίζουν Επιτάφιο της Παναγίας και τον περιφέρουν στους δρόμους, ενώ οι πιστοί ακολουθούν μ’ αναμμένα κεριά. Και πανηγύρια γίνονται σε πολλές εκκλησίες. Επίσης σε κάποιους τόπους συνηθίζουν τη μέρα αυτή οι τσελιγκάδες να κάνουν συμφωνίες με τους πιστικούς που θα φυλάνε όλο το χρόνο τα κοπάδια τους. Αλλού πάλι δίνουν απολυσιό, δηλαδή αφήνουν να μπει ελεύθερα όποιος θέλει στους κήπους και τ’ αμπέλια.
Τα μερομήνια
Με την πρώτη μέρα του Αυγούστου αρχίζουν κι οι προγνώσεις για τον καιρό, τα μερομήνια. Παρατηρούν, δηλαδή, τι καιρό κάνει την πρώτη μέρα· ό,τι καιρό θα κάνει απ’ το πρωί μέχρι το μεσημέρι, θα κάνει το Γενάρη, και θα κάνει την άλλη μισή μέρα, θα κάνει το Φλεβάρη. Η δεύτερη μέρα αντιστοιχεί με το Μάρτη και τον Απρίλη κ.ο.κ. Έτσι μηνολογιάζουν προμαντεύουν από τις έξι πρώτες μέρες για όλους τους μήνες του χρόνου.
Οι Παράκλησες
Τα απογεύματα του Δεκαπενταύγουστου, με τις Παρακλήσεις, τις Παράκλησες, όπως τις λένε πολλοί, προετοιμάζουν μαζί με τη νηστεία τους χριστιανούς για τη μεγάλη γιορτή της Παναγίας. Ψέλνεται επίσης στην εκκλησία ο Μικρός κι ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας, ακολουθίες που αναφέρονται στην Παναγία.
Πηγή: ekklisiaonline.gr

Παναγία : Το ιερότερο πρόσωπο της Ορθοδοξίας, αποκούμπι όλων των Ελλήνων


15 Αυγούστου, για τους Ελληνες η καρδιά του καλοκαιριού, η πιο ιερή μέρα της Χριστιανοσύνης. Η μέρα που κοιμήθηκε η Μητέρα του Χριστού, η μέρα στην οποία ένα κερί θα ανάψει σε Εκείνη από την οποία όλοι προσμένουν, ελπίζουν, εύχονται και ευχαριστούν. Ξέρουν πως κάποια στιγμή, θα σταθεί δίπλα τους, σαν δική τους Μητέρα.

Παναγία, το ιερότερο από τα πρόσωπα της Ορθοδοξίας, δοξάζεται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Η μεγάλη λατρεία που έχουν οι Έλληνες για τη «μάνα» του Θεού και των ανθρώπων αποδεικνύεται από τα πολλά ονόματα που της έχουν προσδώσει. Μεγαλόχαρη, Εκατονταπυλιανή, Φανερωμένη, Κοσμοσωτήρα, Χοζοβιώτισσα, Εικοσιφοίνισσα, Βρεφοκρατούσα, Ελεούσα, Θαλασσινή, Γιάτρισσα, Μυρτιδιώτισσα και πολλά ακόμη.
Η Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της χριστιανοσύνης.

Η προετοιμασία των πιστών αρχίζει από την 1η Αυγούστου με τη νηστεία που διαρκεί έως τον Δεκαπενταύγουστο, αποτελώντας για τους Ορθόδοξους χριστιανούς το «Πάσχα του καλοκαιριού».
Στις 15 Αυγούστου χιλιάδες πιστών με την ψυχή γεμάτη ελπίδα και κατάνυξη, προστρέχουν στα αμέτρητα προσκυνήματα, όπου λιτανεύονται οι θαυματουργές εικόνες της Παναγίας για να μαρτυρήσουν τη πίστη τους στο πρόσωπό της.
Η Παναγία της Τήνου
Η εικόνα της Παναγίας της Τήνου βρέθηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1823, έπειτα από πολλές προσπάθειες και «με την υπόδειξη της Παναγίας στη μοναχή Πελαγία», στην ιστορική Μονή της «Κυράς των Αγγέλων», στο Κεχροβούνι.
Με Βασιλικό Διάταγμα του 1836, καθιερώθηκε ο εορτασμός της Παναγίας στην Τήνο να είναι οκταήμερος και να διαρκεί έως τα «εννιάμερα της Θεοτόκου», στις 23 Αυγούστου, όπου μέσα σε ατμόσφαιρα συγκίνησης, κατάνυξης και σεβασμού, ψάλλονται ύμνοι και εγκώμια, μπροστά στον επιτάφιο και την εικόνα.
Ο δρόμος που οδηγεί από το λιμάνι στο ναό του Ευαγγελισμού, όπου βρέθηκε η εικόνα, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της άρρηκτης σχέσης του ελληνισμού με την Ορθοδοξία.
Αυτό το δρόμο χιλιάδες πιστοί τον διανύουν γονυπετείς ως τάμα.
Στην Τήνο παράλληλα με την εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, οι Έλληνες τιμούν κι αυτούς που χάθηκαν, όταν οι Ιταλοί τορπίλισαν και βούλιαξαν την «Έλλη» μέσα στο λιμάνι του νησιού ανήμερα της Παναγιάς το 1940.
 
Παναγία Σουμελά
Η Παναγία Σουμελά αποτελεί το σύμβολο της ποντιακής πίστης, αν και η πρώτη ονομασία της θαυματουργής εικόνας ήταν Αθηνιώτισσα.
Την εικόνα της Παναγίας Σουμελά αγιογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Μετά τον θάνατό του τη μετέφερε στην Αθήνα ο μαθητής του Ανανίας και τοποθετήθηκε σε περικαλλή ναό της Θεοτόκου.
Έτσι αρχικά ονομάστηκε ως Παναγία η Αθηνιώτισσα.
Στο τέλος του 4ου αιώνα (380-386 μ.Χ.), σύμφωνα με την παράδοση, η Παναγία η Αθηνιώτισσα εμφανίστηκε ως όραμα στους μοναχούς Σωφρόνιο και Βαρνάβα, στη Αθήνα, και τους κάλεσε στην εκκλησία.
Εκεί είδαν την εικόνα να σηκώνεται από το προσκυνητάρι, να βγαίνει από το παράθυρο και να πετάει προς τα ουράνια.
Συγχρόνως, άκουσαν την Θεοτόκο να λέει: «Πηγαίνω στην Ανατολή. Προπορεύομαι στο όρος Μελά. Ακολουθήστε με...».
Οι μοναχοί την ακολούθησαν και στο όρος Μελά, στον Πόντο, όπου στάθηκε, κτίστηκε μεγάλος Ναός και Μονή.
Έτσι η εικόνα πήρε την ονομασία Σουμελά από τη φράση «στου Μελά».
Το 1922, μετά την Μικρασιατική καταστροφή, μοναχοί έθαψαν την εικόνα, μαζί με άλλα κειμήλια.
Με την ανταλλαγή, τα ιερά κειμήλια παραχωρήθηκαν και το 1931 τα ξέθαψε και τα έφερε στην Ελλάδα, ο Αμβρόσιος ο Σουμελιώτης.
Η εικόνα επανήλθε στην Αθήνα και παρέμεινε στο Μουσείο έως το 1951.
Τότε, το Σωματείο «Παναγία Σουμελά» Θεσσαλονίκης πρότεινε το κτίσιμο ναού στις πλαγιές του Βερμίου, στην Καστανιά
Βέροιας.
 
Η Παναγία στο Μικρόκαστρο Κοζάνης
Ιδιαίτερος είναι ο εορτασμός του Δεκαπενταύγουστου στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας στο Μικρόκαστρο, του δήμου Βοΐου.
Κάθε χρόνο χιλιάδες πιστοί προσκυνούν την εικόνα της Παναγίας, που χρονολογείται από το 1603, ενώ εντύπωση προκαλεί η αναβίωση του εθίμου των προσκυνητών καβαλάρηδων από τη Σιάτιστα.
Το έθιμο των καβαλάρηδων προσκυνητών έρχεται από την τουρκοκρατία, όταν αποτελούσε ευκαιρία για τους σκλαβωμένους να δείξουν τη λεβεντιά και τον πόθο τους για λευτεριά.
Παναγία της Εκατονταπυλιανής
Ο ναός της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής βρίσκεται στην Παροικία, της Πάρου.
Για το ναό υπάρχουν δύο ονομασίες: «Καταπολιανή» και «Εκατονταπυλιανή».
Σύμφωνα με την παράδοση, η Κατοπολιανή έχει ενενήντα εννέα φανερές πόρτες, ενώ η εκατοστή είναι κλειστή και δεν φαίνεται.
Η πόρτα αυτή θα φανεί και θα ανοίξει, όταν οι Έλληνες πάρουν την Πόλη
Πολλές παραδόσεις αναφέρονται στην ίδρυση της Εκατονταπυλιανής.
Η πρώτη πληροφορεί ότι, όταν η Αγία Ελένη μητέρα πήγαινε στην Παλαιστίνη για να βρει τον Τίμιο Σταυρό, έφτασε στην Πάρο και προσευχήθηκε σ’ έναν μικρό ναό που βρίσκονταν στη θέση της Εκατονταπυλιανής.
Κατά την προσευχή της έκανε τάμα ότι αν βρει τον Τίμιο Σταυρό, θα χτίσει στη θέση αυτή έναν μεγάλο ναό.
Η προσευχή της εισακούστηκε.
Βρήκε τον Τίμιο Σταυρό και, πραγματοποιώντας το τάμα της, ανήγειρε τον μεγαλόπρεπο ναό της Εκατονταπυλιανής. Μία δεύτερη παράδοση αναφέρει ότι το τάμα της Αγίας Ελένης ολοκλήρωσε ο γιος της Άγιος Κωνσταντίνος, αυτοκράτορας του Βυζαντίου, καθώς η ίδια δεν πρόλαβε.
 
Η «Οφιούσα» της Κεφαλονιάς
Στη νότια Κεφαλονιά, κοντά στο χωριό Μαρκόπουλο, βρίσκεται ο ναός της Κοιμήσεως.
Εκεί από τη γιορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα (6 Αυγούστου) εμφανίζονται μέσα κι έξω από τον ναό μικρά φίδια.
Είναι τα λεγόμενα «φίδια της Παναγίας».
Στη θέση αυτή, λέει η παράδοση, υπήρχε ένα παλιό μοναστήρι της Παναγιάς, μεγάλο και πλούσιο.
Όταν το μοναστήρι δέχτηκε επίθεση από πειρατές οι καλόγριες για να μην πέσουν στα χέρια τους παρακάλεσαν την Παναγία να τις κάνει πουλιά, ή φίδια.
Έτσι, σαν φίδια, ιερά πλέον, γυρίζουν κάθε χρόνο στις αρχές του Αυγούστου και όσο περνούν οι μέρες πληθαίνουν.
Την παραμονή της Κοιμήσεως «πλημμυρίζουν» τον ναό.
Σύμφωνα με την παράδοση αν κάποια χρονιά τα φίδια δεν παρουσιασθούν, είναι κακό σημάδι.
Αυτό συνέβη το 1940 και το 1953, όταν το νησί δοκιμάσθηκε από τους σεισμούς.
Παναγία Αγιασώτισσα
Στην ενδοχώρα της Λέσβου, στην Αγιάσο, ο Δεκαπενταύγουστος αποτελεί μία ξεχωριστή εμπειρία για όλους.
Η ομώνυμη εικόνα είναι έργο του ευαγγελιστή Λουκά, πλασμένη με κερί και μαστίχα.
Πολλοί από τους προσκυνητές, με αφετηρία την πόλη της Μυτιλήνης, περπατούν 25 χιλιόμετρα για να φθάσουν στον αυλόγυρο της εκκλησίας, όπου διανυκτερεύουν.
Την ημέρα της γιορτής της Παναγίας, ύστερα από τη λειτουργία, γίνεται η περιφορά της εικόνας γύρω από το ναό, ενώ οι εορταστικές εκδηλώσεις φθάνουν στο αποκορύφωμά τους με τις μουσικές και χορευτικές εκδηλώσεις στην πλατεία του
χωριού.
Η Παναγία της Ολύμπου στην Κάρπαθο
Διαφορετικός είναι ο εορτασμός στην Όλυμπο της Καρπάθου.
Οι λειτουργίες είναι βαθιά συνδεδεμένες με το πένθος που χαρακτηρίζει τη μέρα του Δεκαπενταύγουστου και το αποκορύφωμα του παραδοσιακού εορτασμού είναι ο χορός που γίνεται στη
μικρή πλατεία, μπρος στην εκκλησιά της Παναγίας, με τους οργανοπαίκτες να παίζουν τον Κάτω Χορό.
Ο χορός αργός και πάντα με σταθερό βήμα και κατανυκτική διάθεση, κρατά για ώρες.
 
Ο επιτάφιος της Παναγίας στην Πάτμο
Στο νησί της Αποκάλυψης, την Πάτμο, οι μοναχοί τηρούν το έθιμο του επιταφίου της Παναγίας, έθιμο με βυζαντινές καταβολές.
Ο χρυσοποίκιλτος επιτάφιος της Παναγίας περιφέρεται στα σοκάκια του νησιού σε μεγαλοπρεπή πομπή, ενώ οι καμπάνες του μοναστηριού και των άλλων εκκλησιών ηχούν ασταμάτητα.
Κουφονήσια - Με τα καΐκια στην Παναγιά
Τον Δεκαπενταύγουστο γιορτάζει η Παναγία στο Κάτω Κουφονήσι. Μετά τη λειτουργία προσφέρεται φαγητό από τους κατοίκους και κατόπιν εκείνοι μεταφέρονται με τα καΐκια τα οποία κάνουν αγώνες για το ποιος θα περάσει τον άλλο στο Πάνω Κουφονήσι.
Άνδρος - Παναγία Φανερωμένη
Το Κάστρο Φανερωμένης είναι από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία στην περιοχή του Κορθίου, σε ύψωμα κοντά στο χωριό Κοχυλού. Το Δεκαπενταύγουστο γίνεται εδώ μεγάλο πανηγύρι στην Παναγία τη Φανερωμένη, που βρίσκεται μέσα στο Κάστρο.

Η νηστεία της Παναγίας- Προετοιμασία για το “Πάσχα του καλοκαιριού”


Από την 1η μέχρι και την 14η Αυγούστου, η Εκκλησία έχει ορίσει νηστεία, και μάλιστα αυστηρή, προς τιμήν της μεγάλης θεομητορικής εορτής της Κοίμησης της Παναγίας που εορτάζεται στις 15 Αυγούστου κάθε έτους. Πρόκειται για ιδιαίτερα σημαντική εορτή της Ορθοδοξίας, για αυτό και έχει επικρατήσει να ονομάζεται και “Πάσχα του καλοκαιριού”.

Η νηστεία της Παναγίας- Προετοιμασία για το "Πάσχα του καλοκαιριού"

Η μητέρα του Ιησού, η Παναγία, αποτελεί ξεχωριστή μορφή για την Εκκλησία και είναι ιδιαίτερα προσφιλής στους πιστούς. Είναι η μητέρα και προστάτιδα όλων μας. Μεσιτεύει στον Υιό της για τη σωτηρία των ανθρώπων, ειδικά όσων την επικαλούνται με θέρμη και ζητούν τη βοήθειά της στις δυσκολίες της ζωής. Έτσι, για να προετοιμαστούν οι Χριστιανοί να εορτάσουν την Κοίμησή της, η Εκκλησία όρισε νωρίτερα μια περίοδο νηστείας και άσκησης. Η αποχή από συγκεκριμένες τροφές σε συνδυασμό με εντονότερη προσευχή και πνευματική καλλιέργεια ετοιμάζουν τους πιστούς για την μεγάλη γιορτή της Παναγίας.
Η παράδοση λέει ότι και η ίδια η Παναγία νήστευσε πριν από την Κοίμησή της. Μόλις πληροφορήθηκε με ουράνιο μήνυμα τον επικείμενο θάνατό της, προσευχήθηκε στο όρος των Ελαιών, νήστευσε και ενημέρωσε τους Δώδεκα Αποστόλους ότι θα τελείωνε η επίγεια ζωή της. Επειδή κατά την ημέρα της Κοίμησής της δεν βρίσκονταν και οι Δώδεκα Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, μια νεφέλη τους άρπαξε από όπου κι αν ήταν και τους έφερε κοντά της. Οι Απόστολοι τοποθέτησαν το νεκρό σώμα της Παναγίας στο μνήμα της Γεθσημανής. Τρεις μέρες μετά, όμως, ο τάφος ήταν άδειος. Η Παναγία ανελήφθη στους ουρανούς.

Τι τρώγεται και τι όχι στη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου


Κατά τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου ή νηστεία της Παναγίας, δεν τρώγονται κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα, αυγά, ψάρια, λάδι και κρασί. Τα Σαββατοκύριακα που μεσολαβούν τρώγεται λάδι και επιτρέπεται η κατανάλωση κρασιού.

Στη νηστεία αυτή, γίνεται μια εξαίρεση και επιτρέπεται η κατανάλωση ψαριού μόνο κατά την ημέρα της εορτής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου που τιμάται στις 6 Αυγούστου. Όποια μέρα και αν πέσει η συγκεκριμένη γιορτή, εξαιτίας της σημασίας της, τρώγεται ψάρι. Αν η μέρα του Δεκαπενταύγουστου πέσει Τετάρτη ή Παρασκευή, παρότι είναι πολύ σημαντική γιορτή και σηματοδοτεί το τέλος της νηστείας, δεν τρώγονται τα πάντα αλλά μόνο ψάρι και επιτρέπεται και η κατανάλωση αλκοόλ.


Νηστεία: Εντολή του Θεού

Η νηστεία αποτελεί εντολή του Θεού στον άνθρωπο. Είναι, μάλιστα η μια από τις δύο πρώτες εντολές που έδωσε ο Θεός στον Αδάμ μέσα στον Παράδεισο. Η πρώτη ήταν “να εργάζεται και να φυλάττει τον Παράδεισο”, ενώ η δεύτερη “να μη φάει από τον καρπό του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού”. Το νόημα της εντολής αυτής ήταν η εξάσκηση στην υπακοή προς τον Θεό και η πάλη εναντίον του διαβόλου.
Την περίοδο της νηστείας, η Εκκλησία δεν έχει καθιερώσει μόνο τη σωματική νηστεία από συγκεκριμένες τροφές. Μαζί με τη νηστεία του σώματος, πρέπει να συνδυάζεται και η πνευματική νηστεία, η εντονότερη άσκηση και εγκράτεια από την αμαρτία και τα πάθη, σε συνδυασμό με περισσότερη προσευχή, μελέτη πνευματικών κειμένων και έργα αρετής. Η νηστεία δεν είναι αυτοσκοπός της ζωής του Χριστιανού αλλά ένα μέσο που θα τον βοηθήσει να πολεμήσει τα πάθη του και να εξασκηθεί στην αρετή. Η νηστεία, μαζί με την εξομολόγηση και την μετάνοια, ολοκληρώνει τον αγώνα του Χριστιανού ώστε να μπορέσει άξια να συμμετέχει στη Θεία Ευχαριστία, να κοινωνήσει δηλαδή τα Άχραντα Μυστήρια του Κυρίου.

Η Νηστεία του Δεκαπενταυγούστου και οι Παρακλήσεις προς την Υπεραγία Θεοτόκο

Η Νηστεία του Δεκαπενταυγούστου και οι Παρακλήσεις προς την Υπεραγία Θεοτόκο
Από 1 Αυγούστου μέχρι και 14 Αυγούστου, νηστεύουμε προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η νηστεία είναι αυστηρή. Ψάρι τρώμε μόνο στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος μας (6 Αυγούστου). Άν η 15η Αυγούστου συμπέσει Τετάρτη ή Παρασκευή τότε γίνεται κατάλυση μόνον ιχθύος.
Η νηστεία είναι εντολή του Θεού. Η πρώτη. Η πιο παλιά από όλες. Την έδωκε στον Αδάμ μέσα στον παράδεισο.
Το νόημα της νηστείας ήταν: με το όπλο της νηστείας να συνηθίσουν οι άνθρωποι στην υπακοή στο Θεό και στην πάλη κατά του διαβολου.
Ο Xριστός, ετόνισε ακόμη περισσότερο την αξία της νηστείας. Είπε: «Το γένος τουτο ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή κι νηστεία» . Δηλ. με τη νηστεία πολεμάμε τον διάβολο και τον νικάμε.
Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας …
«Δεν αρκεί η αποχή από τροφές, αλλά ας νηστεύσωμε νηστεία αρεστή στο Θεό. Αληθινή νηστεία είναι η εγκράτεια της γλώσσας, η αποχή από το θυμό, αποχωρισμός από τις επιθυμίες, από την συκοφαντία, το ψέμα, την επιορκία». (Μ. Βασίλειος)
«Νήστευε, όχι μόνο από ψωμί, κρασί, κρέατα, και άλλες τροφές, αλλά περισσότερο από κακούς λογισμούς». (Νείλος Αγκύρας)
«Αυτός είναι ο σωστός τρόπος να νηστεύουμε, η επίδειξη καλών έργων, η ελεύθερη από πάθη γνώμη». (Κύριλλος Αλεξανδρείας).
Οι παρακλητικοί κανόνες της Θεοτόκου
Το χρονικό διάστημα του Δεκαπενταυγούστου είναι μια περίοδος του Εκκλησιαστικού έτους, κατά την οποία η ορθόδοξη ψυχή στρέφει τα μάτια με βαθειά κατά­νυξη προς την Υπεραγία Θεοτόκο.
Επί δεκαπέντε ημέρες, πριν από την εορτή της Κοιμήσεως, σημαίνουν οι καμπάνες την ώρα του δει­λινού και τα πλήθη των πιστών πάνε να ψάλλουν τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.
Ανάλογη κατάνυξη έχει βέβαια και η περίοδος των Χαιρετισμών της Παναγίας. Αλλά ενώ στους Χαιρετι­σμούς κυριαρχεί ο υμνολογικός τόνος, η θριαμβική δοξολόγηση των απείρων χαρίτων της «Μητρός του Θεού γενομένης», στους Παρα­κλητικούς Κανόνες του Δεκαπενταυγούστου κυρίαρχος τόνος είναι το πένθος και η οδύνη της βαρυαλγούσης ψυχής του πιστού που ζη­τά παράκληση και παρηγοριά από την Παναγία.
Οι Παρακλητικοί Κανόνες, ο Μικρός και ο Μέγας ή απλώς η Μικρή και η Μεγάλη Παράκληση – επειδή δια των ύμνων αυτών οι πιστοί παρακαλούν την Παναγία να ακού­ση και να ικανοποιήση τα αιτήματά τους – ψάλλονται , εναλλάξ, δη­λαδή την μία μέρα ψάλλεται η Μεγάλη και την άλλη η Μικρή.
Μόνο κατά τους εσπερι­νούς των Σαββάτων και της Εορτής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου δεν ψάλλον­ται οι Παρακλήσεις και τούτο επειδή το περιεχόμενό τους είναι πέν­θιμο και ικετευτικό και δεν συμφωνεί προς το χαρμόσυνο ύφος των εορταστικών αυτών ύμνων.
Εκτός, όμως, από την περίοδο του Δεκα­πενταυγούστου η Μικρή, ιδίως, Παράκληση ψάλλεται συχνά, «εν πά­ση περιστάσει και θλίψει ψυχής», είτε στους ιερούς Ναούς, είτε και κατ’ οίκον, από τους πιστούς, οι οποίοι επιθυμούν να ικετεύσουν δι’ αυτής την Θεοτόκο και να επικαλεσθούν την μεσιτεία της.
Η δε διάκριση των Παρακλήσεων σε Μικρή και Μεγάλη οφείλεται αποκλειστικώς και μόνον στην έκταση, το μέγεθος των τροπαρίων. Τα τροπάρια, δηλαδή, της Μικρής Παρακλήσεως είναι μικρότερα και συντομώτερα από εκείνα της Μεγάλης.
Η Μικρή Παράκληση είναι ποίημα κάποιου υμνογράφου, ο οποίος κατ’ άλλους μεν ωνομάζονταν Θεοστήρικτος και ήταν Μο­ναχός, κατ’ άλλους δε Θεοφάνης. Όπως φαίνεται, όμως, πρόκειται περί του ιδίου προσώπου, το οποίο έγινε Μοναχός και από Θεοφά­νης μετωνομάσθηκε σε Θεοστήρικτο. Η Μεγάλη Παράκληση είναι έργο του Θεοδώρου του Β, του Δουκός, Βασιλέως της Νικαίας, του επονομαζομένου Λασκάρεως, ο οποίος έζησε περί τα μέσα του 13ου αιώνος και είναι πολύ μεταγενέστερος του Θεοστηρίκτου, του Μοναχού.
Οι δύο Παρακλήσεις, πλην του Κανόνος, περιλαμβάνουν στην Ακο­λουθία τους και Ψαλμούς, δεήσεις υπέρ των ζώντων πιστών, υπέρ των οποίων τελούνται, και Ευαγγελική περικοπή. Το περιεχόμενό τους είναι ικετευτικό, συγκινεί τους πιστούς, διδάσκει και προτρέπει αυτούς να προστρέχουν με θάρρος και εμπιστοσύνη πάντοτε προς την Κυρία Θεοτόκο, την Μεγάλη Μητέρα τους, για να βρίσκουν πα­ρηγοριά και να λαμβάνουν βοήθεια στις ανάγκες του.
Προς την Κυρία Θεοτόκον ας ψάλλουμε και μεις με πίστη και εκ βά­θους καρδίας τις ιερές Παρακλήσεις και μαζί με τους ιερούς υμνω­δούς, ας επαναλαμβάνουμε:
«Βλέψον ιλέω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν, ην έχομεν, και δεινών συμφορών και βλάβης και κινδύ­νων και πειρασμών ημάς λύτρωσαι, αμερήτω σου ελέει», με την ακρά­δαντη βεβαιότητα ότι «δεν θα παρίδη την πενιχράν δέησίν μας, τον κλαυθμόν και τα δάκρυα και τους στεναγμούς μας, αλλά θα πληρώση τας αιτήσεις μας», για να δοξάζουμε Αυτήν μετά πόθου πάντοτε.

Δεκαπενταύγουστος: Η Σαρακοστή της Παναγιάς – Πως νηστεύουμε



Από την 1η Αυγούστου μέχρι και την 14η Αυγούστου νηστεύουμε προς τιμήν της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της μεγαλύτερης Θεομητορικής εορτής του ορθοδόξου εορτολογίου.
Η νηστεία αυτή είναι αυστηρή. Νηστεύουμε από λάδι όλες τις ημέρες. Κατάλυση οίνου και ελαίου έχουμε μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές που παρεμβάλλονται.
Ψάρι καταλύουμε μόνο στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος μας (6 Αυγούστου).
Εάν η ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου) συμπέσει ημέρα Τετάρτη ή Παρασκευή, τρώμε μόνο ψάρι και όχι κρέας.
2.Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι μια Θεομητορική εορτή των Χριστιανικών Εκκλησιών, η οποία εορτάζεται στις 15 Αυγούστου.
Στην Ελλάδα γιορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα σε πολλά μέρη της χώρας, ονομάζεται δε και «Πάσχα του καλοκαιριού».
Κατά την παράδοση, όταν η Παναγία πληροφορήθηκε άνωθεν τον επικείμενο θάνατό της, προσευχήθηκε στο όρος των Ελαιών, ετοιμάστηκε και ανέφερε το γεγονός στους Αποστόλους.
Επειδή κατά την ημέρα της κοίμησης δεν ήταν όλοι οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, μια νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε κοντά της. Την τοποθέτησαν στο μνήμα της Γεσθημανής. Μετά από τρεις μέρες ο τάφος ήταν άδειος.
Η Παναγία ανελήφθη στους ουρανούς.
Νηστεία
Κατά την παράδοση, είθισται περίοδος νηστείας για τη συγκεκριμένη εορτή, που καθιερώθηκε τον 7ο αιώνα. Αρχικά ήταν χωρισμένη σε δύο περιόδους, εκείνη πριν την γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και εκείνη πριν της γιορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Το 10ο αιώνα, συνενώθηκαν σε μια νηστεία που περιλαμβάνει 14 ημέρες και ξεκινά την 1η Αυγούστου. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης νηστείας, νηστεύεται το λάδι εκτός του Σαββάτου και της Κυριακής, ενώ στη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα καταλύεται το ψάρι.
Κατά τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου καταλύονται τα πάντα, εκτός κι αν η γιορτή πέσει σε ημέρα Τετάρτη ή Παρασκευή, οπότε καταλύεται μόνο το ψάρι.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Η Κοίμηση και η Μετάσταση της Παναγίας. Γιατί Μετάσταση και όχι Ανάσταση; Συγγραφέας: kantonopou


Πολλές είναι οι γιορτές της Παναγίας μέσα στον χρόνο. Όλες ονομάζονται Θεομητορικές. Όμως η πιο λαμπρή από όλες είναι το λεγόμενο «Πάσχα του καλοκαιριού», αφού έρχεται μετά από νηστεία 15 ημερών.

Η 15η Αυγούστου είναι η ημέρα που γιορτάζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου. Όπως αναφέρει η χριστιανική παράδοση, η ψυχή της, «επτά φορές λαμπρότερη από τον ήλιο», εντυπωσίασε τους Αποστόλους καθώς εξήλθε από το σώμα της. Γιατί όλοι ήταν παρόντες στον θάνατό της, αφού μεταφέρθηκαν δίπλα της με θαυμαστό τρόπο από τα πέρατα της Γης. Ο δε τάφος της, μετά από 3 ημέρες, βρέθηκε άδειος, γι΄ αυτό και μιλάμε για Μετάσταση της Παναγίας.

Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι η ημερομηνία Κοίμησης της Παναγίας ήταν η 15η Αυγούστου. Πάντως, η συγκεκριμένη ημερομηνία καθιερώθηκε από τον 5ο μ.Χ αιώνα μάλλον με το σκεπτικό να βρίσκεται κοντά, όμως να έπεται του εορτασμού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (6/8). Και πιθανόν για να είναι κοινή η νηστεία για τις δύο γιορτές.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τιμώντας σωστὰ καὶ ἐπάξια τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁμολογεῖ Θεοτόκο καὶ Ἀπειπάρθενο, τὴν κηρύττει «τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ» καὶ τὴν ἐπικαλεῖται σὰν μεσίτρια ἀκοίμητη καὶ μετὰ τὸ Θεό, Θεὸ (2). Μὲ τὴν τιμὴ τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, συνδέονται δυὸ σημαντικὰ γεγονότα τῆς ζωῆς της: Ἡ Κοίμηση καὶ ἡ ἔνσωμη Μετάστασή της στοὺς οὐρανούς.

Η Μητέρα του Χριστού τρεις ημέρες μετά την Κοίμηση και την Ταφή της από τους Μαθητές και τους πρώτους Αποστολικούς Πατέρες, “μετέστη” στους ουρανούς. Η “μετάσταση” της Θεοτόκου είναι ταυτόχρονα ανάσταση και ανάληψη. Δηλαδή, το νεκρό της σώμα συνδέθηκε πάλι με την ψυχή της και “ανελήφθη” από τον Υιό της στον ουρανό. Δεν ήταν δυνατόν αυτή που γέννησε τον νικητή του θανάτου να κατέχεται από τον θάνατο.

Χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς συνέβη στο σώμα της Παναγίας πέραν της μεταστάσεώς του στον ουρανό και της αφθαρτοποιήσεώς του, προτιμούμε να μείνουμε χωρίς προσθήκες και επεξηγήσεις στον όρο «μετάσταση» που μας παρέδωσαν οι άγιοι Πατέρες, με δεδομένα τα λόγια της Αγίας Γραφής στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή 15,22-23: «Ώσπερ γαρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται. Έκαστος δε εν τω ιδίω τάγματι· απαρχή Χριστός, έπειτα οι Χριστού εν τη παρουσία αυτού». Και μια και η ζωοποίηση των σωμάτων ακόμα δεν έχει συμβεί πέραν του Χριστού, εφ” όσον δεν έχει συμβεί ακόμα η Δευτέρα Παρουσία, δεν μπορούμε να μιλάμε για «ανάσταση», αλλά απλώς για «μετάσταση». Άλλωστε κατά τον λόγο της Αγίας Γραφής, οι ψυχές των αγίων, ακόμα και χωρίς το σώμα τους, δεν κατέχονται εκ του θανάτου: «Λέγει αυτώ Μάρθα· οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα. Είπεν αυτη ο Ιησούς· εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα.» (Ιωάννης 11,21). Άλλο πράγμα λοιπόν είναι η μετάσταση και η διαφύλαξη του σώματος της Παναγίας από τη φθορά, και άλλο η ανάσταση. Και ακόμα και αν χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «συνανίσταται» για το σώμα της Παναγίας όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (PG 151,465), είναι προφανές ότι δεν πρόκειται ακριβώς για τη γενική ανάσταση που θα συμβεί κατά τη Δευτέρα Παρουσία, αλλά για κάτι που μοιάζει με αυτήν.

Η Κοίμηση της Θεοτόκου υπήρξε ένδοξος και ήταν ανάλογη με την ζωή της. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μιλώντας για την Κοίμηση της Θεοτόκου, όχι μόνον την ονομάζει ένδοξη, αλλά συγχρόνως την ονομάζει μεταβίωση.

Αυτή η λεγομένη μεταβίωση είναι η ανάσταση και ανάληψη του σώματος της Παναγίας. Κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως και άλλων αγίων, δεν εορτάζουμε μόνον την άνοδο της ψυχής της Θεοτόκου στον ουρανό, αλλά και του σώματος. Γράφει ότι η Θεοτόκος μετέστη στον ουρανό και παρέστη εκ δεξιών του παμβασιλέως. Έτσι, με το σώμα της ανέβηκε στον Ουρανό. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, αυτοί που αναλήφθηκαν με το σώμα τους στον ουρανό, είναι η Παναγία μαζί με τον Υιό της, καθώς ο Προφήτης Ηλίας και ο Ενώχ.

Αυτή όμως η “μετάσταση” δεν χώρισε την Θεοτόκο από τον κόσμο. Περισσότερο από όλους τους Αγίους, η Θεοτόκος, παρά την “κοίμησή” της, συνεχίζει να είναι παρούσα μέσα στο κόσμο με την άμαχη προστασία της. Αυτό μαρτυρούν τα αμέτρητα θαύματά της.

Ἡ ἀνάσταση τῆς Παρθένου καὶ ἡ Μετάστασή της στοὺς οὐρανούς, ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ ζωηφόρο ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἀφθαρσίας καὶ θεώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ποὺ καθιδρύθηκε διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, καὶ τὸ προοίμιο τῆς γενικῆς ἀναστάσεως στὸ τέλος τῶν αἰώνων.

Ότι συνέβη με τον Χριστό, ο οποίος πέθανε και αναστήθηκε, το ίδιο θα συμβεί και με κάθε άνθρωπο. Προς το παρόν, βέβαια, γευόμαστε μόνο το θάνατο. Βλέπουμε την κυριαρχία του πάνω σε όλη την δημιουργία. Αυτό που προσδοκούμε είναι η κοινή ανάσταση, η ζωοποίηση των νεκρών σωμάτων και η ένδυση των φθαρτών με αφθαρσία. Αυτό που αναμένουμε εμείς να συμβεί, όταν θα έλθει ο Χριστός κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του, σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας μας, συνέβη ήδη στην Θεοτόκο.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ἐν τὴ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τὴ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε, Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταὶς πρεσβείαις ταὶς σαὶς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν, ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.

Έρευνα, συγκέντρωση, επεξεργασία και παράθεση Χώρα Του Αχωρήτου

Πηγές:

https://bimag.gr/pws-egine-h-koimish-kai-h-metastash-ths-theotokou/

http://users.sch.gr/aiasgr/Theotokos_Maria/Theotokologia/H_metastash_ths_Theotokou.htm

http://www.agiazoni.gr/article.php?id=98197850470911866722

http://www.saint.gr/857/saint.aspx

http://choratouaxoritou.gr/?p=53248

Η Ιστορία των παρακλήσεων στην Υπεραγία Θεοτόκο Συγγραφέας: kantonopou


Η αγάπη, ο σεβασμός και η τιμή των πιστών για το πρόσωπο της Θεοτόκου Μαρίας εκδηλώθηκαν από πολύ νωρίς, από την αρχή της σωτηρίου οικονομίας, όπως λέγουν οι άγιοι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας, και είναι τόσο μεγάλη, ώστε αδυνατεί ο ανθρώπινος λόγος να περιγράψει τα αισθήματα αυτά επαρκώς.
Από αυτήν την αγάπη, την τιμή και την ελπίδα στην μεσιτεία της προς τον μέγα και Μόνο Μεσίτη Χριστό και Υιό της, κατά το ανθρώπινον η Εκκλησία καθιέρωσε να τελείτε κατά την περίοδο της νηστείας του Δεκαπενταυγούστου, η ιερή Ακολουθία του Μικρού και του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος εναλλάξ, εκτός των εορτών της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Έτσι επ’ ευκαιρίας του γεγονότος αυτού καλόν είναι να δούμε και να γνωρίσουμε μερικά πράγματα για το τι είναι κανόνας, και ποιος συνέθεσε τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό κανόνα στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Κανόνας στην εκκλησιαστική υμνογραφία είναι ύμνοι μακροσκελής, αποτελούμενοι από μικρότερες ενότητες, που ονομάζονται Ωδές. Η κάθε ωδή αποτελείτε από τον ειρμό, που είναι η πρώτη στροφή κάθε Ωδής και χρησιμεύει σαν υπόδειγμα στα τροπάρια, που τρέπονται σύμφωνα με τον ήχο του ειρμού και τέλος το εφύμνιο όπου επαναλαμβάνεται σε κάθε τροπάριο «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς».

H Μεγάλη και Μικρή Παράκληση στην Ύπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιο λαοφιλείς ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι υμνολογικά ποιήματα του δεκάτου τρίτου αιώνα, κληρονομιές της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και της επανασυγκροτηθείσης Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως αντίστοιχα.
Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην ποίηση όσο και στην τελική μορφολογία των δύο κανόνων.
Το σίγουρο γεγονός της Ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι ότι ο Κανών της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα της Νικαίας Θεοδώρου Β’ Δούκα του Λασκάρεως.
Ο τίτλος του δούκα μάς δείχνει ότι συνέθεσε τον Κανόνα πριν την άνοδό του στον θρόνο της Νικαίας τον Νοέμβριο 1254.
Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις ήταν προικισμένος υμνογράφος και υπήρξε συνθέτης πολλών Κανόνων και άλλων ύμνων, όμως δοκιμαζόταν από κάποια ασθένεια, η οποία τον ανάγκασε να παραιτηθεί από τον θρόνο της Νικαίας και να αποσυρθεί στην Μονή των Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, όπου και εκάρη μοναχός λίγο πριν τον θάνατο του.
Ο Θεόδωρος συνέθεσε τον Κανόνα της Μεγάλης Παρακλήσεως, ενώ ακόμα ήταν δούκας, μάλλον σε κάποια ύφεση της ασθενείας του που διήρκεσε περισσότερο του συνήθους, γεγονός που αποδόθηκε σε θαύμα της Θεοτόκου προς αυτόν.
Ο Κανών γρήγορα διαδόθηκε στις Μονές της Νικαίας και κατά πάσα πιθανότητα διαμορφώθηκε σε ακολουθία από τους μοναχούς των Σωσάνδρων ή των πέριξ Μονών.
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου ο Κανών χρησιμοποιείται ήδη με την σημερινή του μορφή ως Παράκλησις σαν Βασιλική Ακολουθία και διαδίδεται σε όλη την Αυτοκρατορία της Νικαίας.
Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου η Μεγάλη Παράκλησις ετελείτο καθημερινώς προς ίασή του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της Κοιμήσεως τού Θεοδώρου, αλλά αφού συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την ακολουθία στην μνήμη του Θεοδώρου και κατέστη συνήθεια έκτοτε να ψάλλεται η ακολουθία κάθε Αύγουστο εις μνήμην τού ποιητού της.
Βεβαίως το όνομα της ακολουθίας δεν ήτο ίδιο με το σημερινό της Μεγάλης Παρακλήσεως, αφού δεν υπήρχε ακόμα Μικρή Παράκλησις.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ονομαστή ευθύς εξ αρχής «Παρακλητικός Κανών», αφού αποτελούσε επίκληση προς βοήθεια και παρηγοριά άνωθεν.
Στις 25 Ιουλίου 1261 o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό του Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου τερματίζοντας έτσι την λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων τού 1204.
Η αναίμακτη ανάκτηση της Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως ως θαυματουργή παρέμβαση της Θεοτόκου. Ο Αυτοκράτωρ για να τιμήσει το θαύμα και την Θεοτόκο αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις τού δεκαπενταύγουστου.
Μεταξύ της 25ης Ιουλίου και 15 Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες ακολουθίες γινόντουσαν στην Κωνσταντινούπολη και μεταξύ αυτών ήταν και ο προσφάτως εισαχθείς Παρακλητικός Κανών τού Θεοδώρου Λασκάρεως.
Η νέα Βασιλική Αυλή του Μιχαήλ,, ευρέθη προ διλήμματος. Οι δύο βασιλικές δυναστείες τού Θεοδώρου Λασκάρεως και Μιχαήλ Παλαιολόγου ευρίσκοντο σε μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ο Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από τον νόμιμο διάδοχο και γιο τού Θεοδώρου, Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά συνέπεια να δεχθεί η Βασιλική Αυλή ακολουθίες που θύμιζαν την δυναστεία τού Θεοδώρου.
Ο άγνωστος μέχρι τότε μοναχός Θεοστήρικτος έδωσε την λύση. Χρησιμοποιώντας τον ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο τού Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα, ευαγγέλιο, έφτιαξε την Ακολουθία τού Μικρού Παρακλητικού Κανόνος.
Ο Κανών τού Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί ως πρώτος κανών τού όρθρου στις εορτές μεγάλων αγίων.
Ο Θεοφάνης με την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τον Κανόνα τού Ιωάννου Δαμάσκηνου στην έγερση τού Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανειστή τους ειρμούς της α’, γ’, ζ και η’ ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό.
Έτσι ο Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.
Ο τελευταίος παρέμεινε εις χρήση μόνο κατά την νηστεία του δεκαπενταύγουστου αφού ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος με την μνήμη τού Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία άρχισε να εναλλάσσεται με τον Μικρό, ο όποιος διεδόθη εξ ίσου ευρέως και χρησιμοποιείτο πλέον καθ’ όλη την διάρκεια τού χρόνου (εις πάσαν περίστασιν). Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθη η εναλλακτική χρήση των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο.
Είναι φυσικό να υποθέσουμε πως αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο τον Μιχαήλ και την λησμόνηση των διαφορών των δύο δυναστειών καθιερώθηκε η εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο ως εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.
Έτσι σήμερα αποδίδουμε τιμή στην πρώτη πρέσβειρα και μεσίτρια, μετά τον Θεάνθρωπο Χριστόν, η Παναγία μας είναι εκείνη, που μπορεί και θέλει να μεταφέρει τις ικεσίες και τις δεήσεις μας στα πόδια του Παμβασιλέως Θεού.
Ας καταφύγουμε λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, με πίστη, με αληθινή ταπείνωση και με αγάπη στην φυσική μας μητέρα και ας την παρακαλούμε καθημερινά, ειλικρινά για τα προβλήματά μας, και εκείνη Πολυεύσπλαχνη, θα μας συμπαραστέκεται στις δύσκολες ώρες και θα μας ελεεί με τη μεγάλη χάρη της. Αμήν..

Κοίμηση της Θεοτόκου Μαρίας (Απόσπασμα ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά) Συγγραφέας: kantonopou


Αν <<ο θάνατος των οσίων είναι τίμιος και η μνήμη δικαίου συνοδεύεται από εγκώμια>>, πόσο μάλλον τη μνήμη της αγίας των αγίων, δια της οποίας επέρχεται όλη η αγιότης στους αγίους, δηλαδή τη μνήμη της αειπάρθενης και Θεομήτορος, πρέπει να την επιτελούμε με τις μεγαλύτερες ευφημίες. Αυτό πράττουμε εορτάζοντας την επέτειο της αγίας κοιμήσεως ή μεταστάσεώς της, που αν και με αυτή είναι λίγο κατώτερη από τους αγγέλους, όμως ξεπέρασε σε ασύγκριτο βαθμό και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις δια της εγγύτητός της προς τον Θεό και δια των από παλαιά γραμμένων και πραγματοποιημένων σ’ αυτή θαυμασίων.
Ο θάνατός της είναι ζωηφόρος, μεταβαίνοντας σε ουράνια και αθάνατο ζωή, και η μνήμη τούτου είναι χαρμόσυνη εορτή και παγκόσμια πανήγυρις, που όχι μόνο ανανεώνει τη μνήμη των θαυμασίων της Θεομήτορος, αλλά και προσθέτει τη κοινή και παράδοξη συνάθροιση των ιερών Αποστόλων από κάθε μέρος της γης για την πανίερη κηδεία της, με θεολήπτους ύμνους, με τις αγγελικές επιστασίες και χοροστασίες και λειτουργίες γι΄ αυτήν.
Οι Απόστολοι προπέμπουν, ακολουθούν, συμπράττουν, αποκρούουν, αμύνονται και συνεργούν με όλη τη δύναμη μαζί με εκείνους που εγκωμιάζουν το ζωαρχικό και θεοδόχο εκείνο σώμα, το σωστικό φάρμακο του γένους μας, το σεμνολόγημα όλης της κτίσεως.
Ενώ ο ίδιος ο Κύριος Σαβαώθ και Υιός αυτής της αειπάρθενης, είναι αοράτως παρών και αποδίδει στη μητέρα την εξόδιο τιμή. Σε αυτού τα χέρια εναπέθεσε και το θεοφόρο πνεύμα, δια του οποίου έπειτα από λίγο μεταθέτει και το συζυγικό προς εκείνο σώμα σε χώρο αείζωο και ουράνιο. Διότι μόνο αυτή, ευρισκομένη ανάμεσα στο Θεό και σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, τον μεν Θεό κατέστησε υιόν ανθρώπου, τους δε ανθρώπους έκανε υιούς Θεού, ουρανώσασα τη γη και θεώσασα το γένος. Και μόνο αυτή από όλες τις γυναίκες αναδείχθηκε μητέρα του Θεού εκ φύσεως πάνω από κάθε φύση. Υπήρξε βασίλισσα κάθε εγκοσμίου και υπερκοσμίου κτίσματος.

Αρχιμ. Καλλίστρατου Ν. Λυράκη: Η ενδοξοτέρα θνήσκει Συγγραφέας: kantonopou


H ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ, η αειπάρθενος Μαριάμ, αξιώθηκε να ζήσει την τιμιότερη ζωή, που έζησε ποτέ άνθρωπος! Γιατί μόνη Αυτή «εν γυναιξί» εξελέγη για να προσφέρει στον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού τις μητρικές Της υπηρεσίες!
Απέβη έτσι το Πρόσωπο της ευδοκίας αυτής της Αγίας Τριάδος! Κατέστη όντως το πιο κοντινό και στενό Πρόσωπο που συνεδέθη ποτέ με τον Κύριο του παντός!

Πρώτη Αυτή πληροφορήθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ για τη θεία υπόσταση του μέλλοντος να γεννηθεί εξ αυτής υπερφυώς, ότι δηλαδή θα είναι ο Υιός του Θεού. Και πρώτη Αυτή άκουσε από το αρχαγγελικό στόμα το όνομα, το όποιο θα είχε ως άνθρωπος: «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» ( Λουκ. α’, 31).

Για εννέα μήνες Τον έφερε στα σπλάγχνα Της! Και όταν « ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι καί ἔτεκεν τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» ( Λουκ. β’, 7), με πόση στοργή θα έσκυβε επάνω Του και θα ατένιζε το θείο Βρέφος! Με πόση ευλάβεια θα Το κρατούσε στην αγκάλη Της και θα Το γαλουχούσε ως νήπιο!

Και ανέθρεψε ως παιδί το δεύτερο Πρόσωπο της Παναγίας Τριάδος η άσημη Κόρη της Ναζαρέτ! Παρακολούθησε κατόπιν όλη Του την άγια ζωή και δράση στον κόσμο. Έζησε την οδύνη του θείου Πάθους και του σταυρικού Του θανάτου ως ρομφαία, που διαπέρασε τα μητρικά Της σπλάγχνα! Αλλά και γεύτηκε η Παναγία μας την ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση της Ανάστασης του Υιού Της! Παραβρέθηκε στο θαύμα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος και της ίδρυσης της Εκκλησίας στο υπερώο της Ιερουσαλήμ! Είδε και πληροφορήθηκε το θρίαμβο του Υιού Της με τη θαυμαστή εξάπλωση της Εκκλησίας στον κόσμο!

Τι απέμενε άραγε γι’ Αυτήν πλέον; Πως μπορούσε να παραμένει ακόμα στη γη, η περισσότερο από όλους τους αγίους αγιασμένη, η Κεχαριτωμένη Μαρία; Γι’ αυτό, όταν ήλθε η ώρα που ο Θεός ορίζει για κάθε άνθρωπο, το σώμα Της έμεινε χωρίς πνοή στο νεκρικό κρεβάτι! Και η Παναγία Μητέρα του Κυρίου μας παρέδωσε το πνεύμα Της στα χέρια του Υιού Της!

Ναι. Και την Παναγία την επισκέφτηκε ο θάνατος!

Ο θάνατος! Ο κοινός κλήρος όλων εκείνων που φέρουν την ανθρώπινη φύση. Δεν κάνει εξαίρεση ούτε και σ’ αυτούς τους άγιους του Θεού. Πως ήταν δυνατό, επομένως να εξαιρεθεί και η Θεοτόκος, καίτοι υπήρξε των αγίων αγιωτέρα και ενδοξότερα των ουρανίων δυνάμεων και τιμιωτέρα των Χερουβίμ;

Ο ιερός Δαμασκηνός -στο σχετικό λόγο για την Παναγία- μας παρουσιάζει τη Θεοτόκο όχι μόνο να αποδέχεται το θάνατο, αλλά και να επείγεται να συναντήσει το Μονογενή Της γι’ αυτό και Τον παρακαλεί να δεχθεί στα θεϊκά Του χέρια την « φίλην » σ’ Αυτόν ψυχή Της. Γράφει ο άγιος Πατήρ: «Στα χέρια Σου το πνεύμα μου, τέκνο μου, παραδίδω. Δέξου μου τη δική σου φίλη ψυχή, που άμεμπτη κράτησες. Σε Σένα και όχι στη γη το σώμα μου αφήνω. Φύλαξε το σώο εκείνο, το όποιο έκανες κατοικία, το οποίο διατήρησες παρθενικό και όταν γεννήθηκες. Πλησίον Σου πάρε με, για να κατοικήσω με Σένα και εγώ, με Σένα που είσαι των σπλάγχνων μου η φύτρα. Προς Σένα βιάζομαι να έλθω. Προς Σένα, ο Όποιος ήλθες και με επισκέφθηκες, χωρίς να χωρισθείς από τον Πατέρα Σου»(1).

Πόσο εκπληκτικό! Η Μητέρα της ζωής, το σκήνωμα της δόξης του Θεού, η μεγαλώνυμη Θεοτόκος, δέχεται νέκρωση!

Αλλά, γιατί η Κοίμηση της Θεοτόκου να είναι άξια και αφορμή απορίας; Ε άν ο Κύριος Ιησούς, που έγινε άνθρωπος, γεύθηκε το ποτήριο του θανάτου, πως να μη το γευθεί η Κόρη της Ναζαρέτ, που υπήρξε γυναίκα θνητή; Υπάρχει κανείς άνθρωπος, ο όποιος θα ζήσει επάνω στη γη και δεν θα πεθάνει;»(2) αναρωτιέται ο Προφήτης. Και ο απόστολος Παύλος μας βεβαιώνει: «Επιφυλάσσεται σε κάθε άνθρωπο να πεθάνει μια φορά»(3).

Εξαιτίας των παραπάνω λόγων και η Παναγία γεύθηκε τον πικρό θάνατο. Διότι, όπως σημειώνει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης: «Εάν δεν υπάρχει, κατά το λόγιο, άνθρωπος, ο οποίος έζησε και δεν δοκίμασε θάνατο-άνθρωπος δε, και του ανθρώπου πέρα, και η υμνουμένη τώρα Παναγία, έχει δειχθεί βεβαίως τρανώς ό τι και Αυτή ξεπλήρωσε το ίδιο με μας νόμο της φύσεως, εάν όχι ίσα με μας, αλλά πάνω από μας»(4).

Αναντίρρητα, ο θάνατος είναι σκληρός. Αλλά από τη στιγμή που ο Χριστός νίκησε το θάνατο και ανέστη εκ νεκρών, ο θάνατος έπαυσε να προκαλεί τη φρίκη και την απόγνωση στους ανθρώπους. Πολύ περισσότερο ο θάνατος των αγίων δεν είναι γεγονός θλιβερό. Είναι χαρά και αγαλλίαση, διότι καταργήθηκε πλέον το κράτος του θανάτου και η ανθρώπινη φύση ντύθηκε την αθανασία. «Εγώ ο άνθρωπος θεώθηκα», γράφει ο ιερός Δαμασκηνός, «απαθανατίσθηκα εγώ ο θνητός… διότι ξεντύθηκα το ένδυμα της φθοράς και φόρεσα την αφθαρσία καθώς τυλίχθηκα την αλουργίδα της Θεότητας»(5).

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό γιατί θ άνατος της « ζωαρχικής Μητέρας» του Κυρίου υπερβαίνει την έννοια του θανάτου, ώστε να μην ονομάζεται κάματος, αλλά «κοίμηση» και «θεία μετάσταση» και «εκδημία» ή «ενδημία» προς τον Κύριο. Και εάν ακόμη λεχθή «θάνατος», όμως είναι θάνατος ζωηφόρος και «αρχή δευτέρας υπάρξεως», της αιωνίου, κατά τον ιερό Δαμασκηνό(6).

Πότε κοιμήθηκε η Θεομήτωρ; Δεν γνωρίζομε. Η Καινή Διαθήκη δεν μας δίνει πληροφορίες για το πότε γεννήθηκε η κόρη της Ναζαρέτ, αλλ’ ούτε και για το πότε απέθανε. Ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου έγραφε τα εξής σχετικά:

«Οι Γραφές δεν μας δίνουν καμιά πληροφορία για το τέλος της Θεοτόκου, ούτε εάν απέθανε, ούτε εάν δεν απέθανε ούτε εάν τάφηκε, ούτε εάν δεν τάφηκε» (7). Και προσθέτει χαρακτηριστικά ο αυτός πατήρ: «Αν απέθανε η αγία Παρθένος και τάφηκε, με τιμή η κοίμηση Της και με αγνεία η τελευτή και με παρθενία το στεφάνι. Αν δέχθηκε θάνατο μαρτυρικό, καθώς έχει γραφεί «την καρδιά σου θα διαπεράσει μεγάλο και οδυνηρό μαχαίρι» και τότε μεταξύ των μαρτύρων η δόξα Της και το άγιο Της σώμα με μακαριότητα αναπαύθηκε»(8).

Οπωσδήποτε ο θάνατος της Μητροπάρθενης Κόρης δεν υπήρξε ένα άδοξο γι’ Αυτή γεγονός. Αυτός ο ίδιος ο Υιός Της και Σωτήρας, κατά την ώρα της Κοίμησης της Μητέρας Του ήλθε « πρός τήν οἰκείαν λοχεύτριαν»· και «υπηρετεί με δεσποτικές παλάμες την παναγία και θεϊκωτάτη Μητέρα και υποδέχεται την ιερή ψυχή»(9). Συνοδευόμενος δε από όλους τους αγγέλους και τους άγιους την αναφέρει όχι απλώς στον ουρανό, αλλ’ έως αυτού του βασιλικού θρόνου Του, στα επουράνια ‘για των Αγίων.

Ο ιερός Δαμασκηνός περιγράφει με πολύ στοργικό και τρυφερό τρόπο αυτήν την υποδοχή της ψυχής της Παναγίας μας εκ μέρους του Υιού Της. Μας παρουσιάζει τον Κύριο Ιησού να προσκαλεί να έλθει κοντά Του η πάναγνη Μητέρα Του, της Όποιας η αρετή υπερβαίνει σε θελκτικότητα όλα τα αρώματα. Λέει , λοιπόν, ο Νυμφίος Χριστός στην Αειπάρθενο:

«Έλα, ευλογημένη μου Μητέρα, να ξεκουρασθείς. Σήκω, έλα κοντά Μου, η ενάρετη μεταξύ των γυναικών, διότι ο χειμώνας αφού παρήλθε, ήλθε η ώρα για να κόψουμε κλαδιά. Η ωραία κοντά Μου, και μώμος δεν υπάρχει σε Σένα. Η ευωδία των μύρων Σου ξεπερνά όλα τα αρώματα » (10) .

Και γεμάτος θαυμασμό για τη μετάσταση Της απορεί και γράφει: «Ω πως ο ουρανός υποδέχθηκε Αυτή, που υπήρξε πλατύτερη από τους ουρανούς! Πως δέχθηκε ο τάφος Αυτήν, η οποία δέχθηκε τον Θεό! Ναι, Τη δέχθηκε, και Τη χώρεσε, διότι δεν έγινε πλατύτερη από τον ουρανό με το σωματικό Της όγκο- διότι πως ένα σώμα τριών πήχεων, που όλο και φυραίνει, θα μπορούσε να ξεπεράσει το πλάτος και το μάκρος του ουρανού; Με τη θεία χάρη όμως ξεπέρασε κάθε ύψος και πλάτος, διότι το θεϊκό είναι πέραν από κάθε σύγκριση. Ω, το ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και αξιοπροσκύνητο μνήμα»(11).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν παρευρέθηκαν στην εκδημία της Παναγίας μας βασιλείς και αυτοκράτορες. Δεν συνόδευσαν την πομπή οι πρίγκιπες και οι ηγεμόνες των κοσμικών βασιλείων. Παρίσταντο όμως «οι αυτόπται του Λόγου θεράποντες», οι άγιοι Απόστολοι! Το εκφράζει ο υμνωδός, όταν ψάλλει εκ μέρους της Θεοτόκου: « Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανή τῷ χωρίω, κηδεύσατέ μου τό σῶμα. Καί σύ Υἱέ καί Θεέ μον, παράλαβέ μου τό πνεῦμα » (12).

Αλλά και στους αίνους ομολογούμε: « Ἐκ περάτων, συνέδραμον, Ἀποστόλων οἱ πρόκριτοι, θεαρχίῳ νεύματι τοῦ κηδεύσαί Σε· καί ἀπό γῆς αἰρομένην Σέ πρός ὕψος θεώμενοι, τήν φωνήν τοῦ Γαβριήλ ἐν χαρά ἀνεβόων Σου, χαῖρε ὄχημα τῆς Θεότητος ὅλης, Χαῖρε, μόνη τά επίγεια τοῖς ἄνω τῷ τοκετῷ Σον συνάψασα» (13) .

Και ήταν φυσική αυτή η σύναξη -«εκ περάτων» της γης- των Αγίων Αποστόλων, με σκοπό να αποδώσουν την αρμόζουσα τιμή στην Πάναγνη Μητέρα του θείου Διδασκάλου τους. Και τούτο, διότι ο ενταφιασμός της Θεοτόκου μόνο των άξιων Αποστόλων ήταν καθήκον.

Έπρεπε να προπέμψουν οι οικείοι και οι μαθητές τη Μητέρα του Διδασκάλου. Αυτοί ενετύλιξαν το σεπτό σώμα Της με τη σινδόνα και το ενταφίασαν.

Αυτή η πράξη των αγίων Αποστόλων υπήρξε απόλυτα σύμφωνη και με την προτύπωση της Θεοτόκου με την Κιβωτό της Π. Διαθήκης και την ερμηνεία της. Γι’ αυτό και ο ιερός Δαμασκηνός, υπενθυμίζοντας την προτύπωση, γράφει:

«Εσένα, την αληθινή Κιβωτό του Κυρίου και Θεού, σήκωσαν στους ώμους η σύναξη των Αποστόλων, καθώς κάποτε οι ιερείς την Κιβωτό, που ήταν η προτύπωσή Σου, Σένα ακούμπησαν στον τάφο και Σένα έστειλαν με αυτόν, σαν να ήταν κάποιος Ιορδάνης, στην αληθινή γη της επαγγελίας, ναι, την «άνω Ιερουσαλήμ», τη μητέρα όλων των πιστών, αυτήν «που τεχνούργησε και έπλασε ο Θεός» (14).

Κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας -την οποία αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων Γιουβενάλιος, όταν βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451

μ.Χ.)- κατέφθασε στη βασίλισσα Πουλχερία, μετά την ταφή της Αειπαρθένου Μαρίας, ένας από τους αγίους Αποστόλους, που δεν κατόρθωσε να είναι παρών την ήμερα της ταφής Της, και ζήτησε να προσκυνήσει το « θεοδόχον σώμα» Της. Τότε « ἤνοιξαν τήν σορόν », αλλά « τό μέν σῶμα Αὐτῆς τό πανύμνητον οὐδαμῶς εὑρεῖν ἠδυνήθησαν »· βρήκαν μόνο « τά ἐντάφια Αυτῆς ». Και αφού δοκίμασαν « ἄφατον εὐωδίαν ἠσφαλίσαντο τήν σορόν ». Γεμάτοι έκπληξη από « τό τοῦ μυστηρίου θαῦμα » σκέπτονταν αυτό μόνο: » Ὅπως ὁ Θεός Λόγος καί Κύριος τῆς δόξης εὐδόκησε «κατ’ ἰδίαν ὑπόστασιν » να σαρκωθεί και να γίνει άνθρωπος « ἐξ Αὐτῆς » και να γεννηθεί με σάρκα, και όπως «μετά τόν τόκον » διαφύλαξε άφθορη την παρθενία Της, έτσι πάλι ο Ίδιος « εὐδόκησε καί μετά τήν ἐντεῦθεν ἀποβίωσιν » της Θεοτόκου να τιμήσει « τό ἄχραντον καί ἀ μίαντον σῶμα Της» με την αφθαρσία και την μετάθεση του στη αιωνιότητα «προ της κοινής και καθολικής αναστάσεως» (15).

Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης ομιλεί όμως περί αναστάσεως της Θεοτόκου την τρίτη ημέρα μετά την Κοίμηση Της. Λέγει το εξής:

«Το να αναστηθεί από των νεκρών η Παναγία και να αναληφθεί με το σώμα και να είναι ήδη ζωντανή στους ουρανούς το δεχόμαστε, διότι αυτό είναι « ἀσυγκρίτως θεομητροπρεπέστερον τοῦ νεκράν αὐτήν εἶναι », δηλαδή από του να μένει « τό ἄχραντο σῶμα Της νεκρόν » στην γη, « ὡς χωρισμένον τῆς ζωοποιούσης αὐτό ἁγιωτάτης ψυχῆς » (16).

Σεβόμενοι βέβαια την άποψη του αγίου Νικόδημου, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία μας δεν δίδαξε ότι η Θεοτόκος ανελήφθη με το πανάσπιλο σώμα Της στον ουρανό και ότι μετέστη με αυτό στην αΐδιο δόξα και μακαριότητα. Διότι ούτε η Αγία Γραφή, ούτε η Αποστολική Παράδοση αναφέρουν το γεγονός αυτό. Για το γεγονός αυτό δίνουν διάφορες λεπτομέρειες μόνο τα Απόκρυφα, και αυτά τον τέταρτο αιώνα.

Στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία «πρώτη μνεία» περί της Μεταστάσεως της Θεοτόκου γίνεται σε κάποιο λόγο, ο όποιος αποδίδεται «ψευδώς εις το Μόδιστον των Ιεροσολύμων (700)» (17).

Η γιορτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Εκκλησία άρχισε να γιορτάζεται από τον έκτο αιώνα. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι οι τρεις λόγοι του ιερού Δαμασκηνού δεν αναφέρονται στη Μετάσταση, αλλά « εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Πανυμνήτου καί ὑπερενδόξου εὐλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας» (18).

Και ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου -μένοντας πιστός στη σιωπή των Γραφών ως προς το τέλος της Θεοτόκου- αφήνει μετέωρη τη σκέψη μας ως προς το θέμα αυτό, ενώ παράλληλα εξηγεί τον πιθανό λόγο για τον όποιο ο Θεός θέλησε να ταφεί στην σιωπή το μυστήριο του θανάτου της Παναγίας μας. Σημειώνει, λοιπόν, ο άγιος Επιφάνιος :

«Πέθανε η αγία Παρθένος και έχει θαφτεί, με τιμή αυτής η κοίμηση (…) με μαρτυρία η δόξα Της, και με μακαρισμούς το άγιο Της σώμα (…). Το τέλος Της κανείς δεν γνωρίζει. Αλλά και εάν νομίζουν μερικοί ότι κάνουν λάθος, να ζητήσουν μαρτυρίες από την Αγία Γραφή, και θα βρουν ότι δεν αναφέρεται ο θάνατος της Μαρίας. Ούτε εάν πέθανε, ούτε εάν δεν έχει πεθάνει· ούτε εάν έχει θαφτεί·(…) απλώς σιώπησε η Γραφή για το υπερβολικό του θαύματος, για να μην οδηγήσει σε έκπληξη τη διάνοια των ανθρώπων. Διότι εγώ δεν τολμώ να πω, αλλά σκεπτόμενος να ασκώ σιωπή(…) δεν λέω ότι έμεινε αθάνατη- αλλά δεν πείθομαι, εάν έχει πεθάνει. Διότι υπερέβαλε η Γραφή τη διάνοια την ανθρώπινη, και την άφησε μετέωρη για το σκεύος το τίμιο και εξοχότατο· για να μην υποπτευθεί κάποιος περί Αυτής σαρκικά πράγματα» (19).

Επιπλέον η Ορθόδοξη αγιογραφία εικονογραφεί την « Κοίμησιν της Θεοτόκου» και όχι την « ανάληψίν » Της. «Η Θεομήτορ ιστορείται νεκρά, εξαπλωμένη επί φερέτρου » (20).

* * *

«Τίμιος ὁ θάνατος τῶν ὁσίων ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» ( Ψαλμ. ριε’, 6). Ομολογουμένως τιμιότατος υπήρξε ο θάνατος της Υπεραγίας Θεοτόκου. Το διαλαλεί η Παράδοση, η οποία παρουσιάζει την Παναγία μας να μεταβαίνει προς την πραγματική Ζωή με τη σεπτή Της Κοίμηση· και ενώ κυκλώνεται από το νέφος των ουρανίων Δυνάμεων και των αγίων Αποστόλων, παραδίδει την αγία και ακηλίδωτη ψυχή Της στον Υιό και Θεό Της. Κι οι εμπνευσμένοι υμνωδοί της Εκκλησίας μας ψάλλουν:

«Την Ζωήν ἡ κυήσασα, πρός τήν Ζωήν μεταβέβηκας, τῇ σεπτῇ Κοιμήσει Σον, τήν ἀθάνατον, δορυφορούντων ἀγγέλων Σοι, Ἀρχῶν καί Δυνάμεων, Ἀποστόλων, Προφητῶν, καί ἁπάσης τῆς κτίσεως δεχόμενου τε ἀκηράτοις παλάμαις τοῦ Υἱοῦ Σον τήν ἀμώμητον ψυχήν Σον, Παρθενομῆτορ Θεόνυμφε » (21). .

Και τα αναρίθμητα πλήθη των πιστών, που κατακλύζουν τους ιερούς Ναούς κατά την ένδοξη γιορτή της Κοιμήσεως Της, διακηρύττουν την εγκόσμιο και υπερκόσμιο δόξα της Θεοτόκου:

« Τῇ ἐνδόξω Κοιμήσει Σου οὐρανοί ἐπαγάλλονται, καί ἀγγέλων γέγηθε τά στρατεύματα· πᾶσα ἡ γῆ δέ εὐφραίνεται, ὠδήν Σοι ἐξόδιον προσφωνοῦσα τῇ Μητρί, Τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, ἀπειρόγαμε Παναγία Παρθένε, ἡ τό γένος τῶν ἀνθρώπων ρυσαμένη προγονικῆς ἀποφάσεως » (22) .

Με πάλλουσα δε από συγκίνηση καρδιά κάθε ευσεβής πιστός μυστικά δέεται προς τη Μητέρα όλων των ανθρώπων: « Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς Σε ἀνατίθημι…».

—————————————–

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) « Εἰς χεῖρας σου, τέκνον, τό πνεῦμα μου παρατίθημί · δέξαι μου τήν σήν φίλην ψυχήν, ἥν ἐτήρησας ἄ μεμπτον σοι τόν ἐ μόν σῶμα καί οὐ τῇ γῇ παραδίδω· φύλαξον σῶον, ὅ κατοικῆσαι ηὐδόκησας καί γεννηθείς παρθένον ἐτήρησας · πρός σέ μέ μετάστησον , ἵ ν ‘ ὅπου εἶ σύ, τῶν ἐμῶν σπλάγχνων τό κύημα, ἔσομαι κἀγώ σοι συνέστιος · πρός σέ γάρ ἐπείγομαι τόν πρός ἐμέ ἀδιαστάτως τοῦ Πατρός καταφοιτήσαντα » (Ρ. G. 96, 736).

(2). « Τίς ἐστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὔκ ὄ ψεται θάνατον;» ( Ψαλμ. πη’, 49).

(3). « Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν » (Εβρ. θ΄, 27).

(4). « Εἰ γάρ οὐκ ἐστί, κατά τό λόγιον, ἄνθρωπος ὅς ζήσεται καί οὐκ ὄψεται θάνατον ἄνθρωπος δε καί ἀνθρώπου ἐ πέκεινα καί ἡ νῦν ὑμνούμένη (η Παναγία), δέδεκται δήπου τρανῶς ὡς καί αὕτη τόν ἡμῖν ἐκπεπλήρωκε νόμον τῆς φύσεως εἰ καί μή καθ’ ἡμᾶς ἴσως, ἀλλ ‘ ὑπέρ ἡμᾶς » (Ρ G. 97, 1053).

(5). « Τεθέωμαι ὁ ἄνθρωπος, ὁ θνητός ἠ θανάτισμαι, την φθοράν ἀπημφίεσμαι, τήν ἀ φθαρσίαν περίκειμαι τῇ περιβολῇ τῆς Θεότητος » (Ρ G . 96, 725).

(6). Ρ G 96, 716 ΑΒ C.

(7). « Ζητήσωσι τά ἴχνη τῶν Γραφῶν καί εὕρωσιν οὔτε θάνατον Μαρίας, οὔτε εἰ τέθνηκεν, οὔτε εἰ μή τέθνηκεν οὔτε εἰ τέθαπται, οὔτε εἰ μή τέθαπται » (Ρ G 42, 716).

(8). « Ἤτοι ἄν ἀπέθανεν ἡ ἁγία Παρθένος, καί τέθαπται, ἐν τιμῇ αὐτῆς ἡ κοίμησις, καί ἐν ἀγνεία ἡ τελευτή καί ἐν παρθενίᾳ ὁ στέφανος· ἤτοι ἄν ἀνηρέθη, καθώς γέγραπται » καί τήν ψυχήν αὐτῆς διελεύσεται ρομφαῖα » ἐν μάρτυσιν αὐτῆς τό κλέος, καί ἐν μακαριστῷ τό ἅγιον αὐτῆς σῶμα » (Ρ G 43, 737).

(9). « Δεσποτικαῖς παλάμαις τῇ παναγίᾳ ταύτῃ καί θειοτάτη οἵα μητρί λειτουργῶν τήν ἱεράν ψυχήν ὑποδέχεται » (Ρ G 96, 705).

(10). « Δεῦρο, εὐλογημένη μου Μήτηρ, εἰς τήν ἀνάπαυσίν μου ἀκούσασα. Ἀνάστα, ἐλθέ, ἡ πλησίον μου, ἡ καλή μου, ἡ καλή ἐν γυναιξίν, ὅτι ἰδού ὁ χειμών παρῆλθεν, ὁ καιρός τῆς τομῆς ἔφθασε. Καλή ἡ πλησίον μου, καί μῶμος οὐκ ἐστίν ἐν σοι. Ὀσμή μύ ρων σου ὑπέρ πάντα τά ἀρώματα » (Ρ G 96, 736).

(11). «Ὤ, πῶς οὐρανός ὑπεδέξατο τήν πλατυτέρα οὐρανῶν χρηματίσασαν·πῶς δέ τάφος τό τοῦ θεοῦ δοχεῖον ἐχώρησε · καί ἐδέξατο, καί κεχώρησεν. Οὐ γάρ σω ματικοῖς ὄγκοις οὐρανοῦ πλατύτερον χωρίον ἐγένετο · πῶς γάρ τό τρίπηχον τό ἀεί λεπτυνόμενον σῶμα, εὕρεσί τε καί μήκεσιν οὐρανοῦ παραβληθῆναι δυνήσεται ; Τῇ δέ χάριτι μᾶλλον διά ὕψους καί πλάτους τό μέτρον ὑ περηκόντισε » τό γάρ θεῖον ἀσύγκριτον. «Ὤ, ἱεροῦ καί θαυμαστοῦ καί σεβασμίου καί προσκυνητοῦ μνήματος» (Ρ G 96, 720).

(12). « Oἱ Ἀπόστολοι, ἀφοῦ συναθροισθήκατε ἐδῶ στό χωρίο Γεσθημανῆ, κηδεύσατέ μου τό σῶμα. Καί σύ Υἱέ καί Θεέ μου, παράλαβε μου τήν ψυχή».

(13). «Από τα πέρατα του κόσμου έτρεξαν οι πρόκριτοι Απόστολοι, με το νεύμα του Θεού για να Σε κηδεύσουν και από τη γη υψωμένη προς τα άνω, ενώ Την έβλεπαν, με την προσφώνηση του Γαβριήλ με χαρά Σε εφώναζαν Χαίρε όχημα όλης της Θεότητας» Χαίρε, μόνη που με τον τοκετό Σου σύναψες τα επίγεια με τα ουράνια».

(14). « Σέ τῶν Ἀποστόλων ὁ δῆμος τήν ἀληθῆ κιβωτόν Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐπί τῶν ὤμων ἀράμενος, ὡς πάλαι ποτέ οἱ ἱερεῖς τήν τυπικήν κιβωτόν, καί ἐν τάφῳ θέμενοι δι’ αὐτοῦ ὡς δι’ Ἰορδανοῦ τινός ἐπί τήν ἀληθῆ τῆς ἐπαγγελίας παρέπεμπον γῆν, τήν ἄνω φημί Ἱερουσαλήμ, τήν πάντων τῶν πιστῶν μητέρα, ἧς τεχνίτης καί δημιουργός ὁ Θεός» (Ρ G 96, 717-720).

(15). Ρ G 96, 741 Β, 728 C .

(16). Νικόδημου Αγιορείτου : « Ἑρτοδρόμιον », σελ. 653.

(17). Π. Ν. Τρεμπέλα: Δογματική τῆς Ὀ ρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος Β’ σελ. 215-216.

(18). Ρ G 96, 700, 721, 753.

(19). « Ἀπέθανεν ἡ ἁγία Παρθένος καί τέθαπται, ἐν τιμῇ αὐτῆς ἡ κοίμησις (…) ἐν μάρτυσιν αὐτῆς τό κλέος, καί ἐν μακαρισμοῖς τό ἅγιον αὐτῆς σῶμα (,..). Τό τέλος Αὐτῆς οὐδείς ἔγνω. Ἀλλά καί εἰ δοκοῦσί τίνες ἐσφάλθαι, ζητήσωσι τά ἴχνη τῶν Γραφῶν, καί εὕρωσιν ἄν οὔτε θάνατον Μαρίας, οὔτε εἰ τέθνηκεν, οὔτε εἰ μή τέθνηκεν οὔτε εἰ τέθαπται· (…) ἁπλῶς ἐσιώπησεν ἡ Γραφή, διά τό ὑπερβάλλον τοῦ θαύματος, ἵνα μή εἰς ἔκπληξιν ἀγάγῃ τήν διάνοιαν τῶν ἀνθρώπων. Ἐγώ γάρ οὐ τολμῷ λέγειν, ἀλλά διανοούμενος σιωπήν ἀσκῶ (…) οὐ λέγω ὅτι ἀθάνατος ἔμεινεν ἀλλ’ οὔτε διαβεβαιοῦμαι ὅτι τέθνηκεν. Ὑπερέβαλε γάρ ἡ Γραφή τόν νοῦν τόν ἀνθρώπινον, καί ἐν μετεώρῳ εἴασε διά τό σκεῦος τό τίμιον καί ἐξοχώτατον · ἵνα μή τίς ἐν ὑπονοίᾳ γένηται περί αὐτῆς σαρκικῶν πραγμάτων» (Ρ G 42, 737 Α, 716 Β C ).

(20). Κ. Καλοκύρη : «Μαρία» (εικονογραφία) Θ.Η.Ε. τόμος 8ος, σελ. 700.

(21). «Συ η οποία γέννησες τη Ζωή (τον Χριστό), προς τη Ζωή έχεις μεταβεί, με τη σεπτή Σου Κοίμηση, την αθάνατη, ενώ δορυφορείσαι από αγγέλους. Αρχές και Δυνάμεις, Αποστόλους, Προφήτες, και όλη την κτίση που γίνεται δεκτή από τα καθαρά χέρια του Υιού σου η άμωμη ψυχή Σου, Παρθενομήτορ Θεόνυμφε ».

(22). «Με την ένδοξη Κοίμηση Σου οι ουρανοί χαίρονται, και των αγγέλων τα στρατεύματα πανηγυρίζουν και όλη η γη ευφραίνεται, με εξόδιο ύμνο στη Μητέρα Εκείνου, που δεσπόζει όλων των ανθρώπων Συ που είσαι άπειρη από γάμο, Παναγία Παρθένε, εκείνη που λυτρώνεις το ανθρώπινο γένος από την προγονική απόφαση».

ΕΝ Η ΕΣΚΗΝΩΣΕ ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΥΣΗΣ ΖΩΗΣ Η ΑΠΟΛΑΥΣΙΣ Συγγραφέας: kantonopou


          Οι άνθρωποι ποθούμε την ευτυχία που θα κρατήσει για πάντα. Την ταυτίζουμε με πρόσωπα, με καταστάσεις, με αγαθά. Την ταυτίζουμε με την ευχαρίστηση που προέρχεται όταν ικανοποιούμε το θέλημά μας. Όταν αισθανόμαστε ότι υπάρχει κάτι που μας καθιστά κέντρο του κόσμου, χωρίς να μας ενδιαφέρει αν πραγματικά είμαστε. Αρκεί εμείς να αισθανόμαστε τη πληρότητα ότι δεν μας λείπει κάτι, έστω και πρόσκαιρα. Γι’ αυτό και αδυνατούμε να κατανοήσουμε γεγονότα όπως η φθορά, η ήττα, η αρρώστια, η δοκιμασία, ο θάνατος. Δεν μπορούμε να δώσουμε νόημα σε ό,τι μας ταλαιπωρεί, σε ό,τι μας στερεί τη δυνατότητα να είμαστε χαρούμενοι. Βιαζόμαστε λοιπόν να ζήσουμε. Κατά βάθος θέλουμε να ξεγελάσουμε τον χρόνο, ο οποίος λειτουργεί ως εχθρός. Κριτήριό μας είναι το νυν, το σήμερα, το τώρα. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε το αύριο, γιατί δεν είναι απτό. Φοβόμαστε ό,τι δεν είναι στα δικά μας χέρια. Φοβόμαστε την μεταβολή. Ό,τι όλοι όσοι έχουν προηγηθεί μας περιγράφουν ως αναπόφευκτο. Έτσι, δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι υπάρχει ένας δρόμος στον οποίο τα πάντα είναι γιορτή. Ακόμη και τα   πιο δύσκολα.

          Στην ακμή του θέρους η Εκκλησία μας γιορτάζει την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Την αποκαλεί «Πάσχα του καλοκαιριού». Γιορτάζει έναν θάνατο, μα τίποτα σ’ αυτή τη γιορτή δεν έχει πένθος. Ο θάνατος είναι πραγματικό γεγονός. Έχει όλες τις συνέπειες, τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, τον αποχωρισμό από τα οικεία πρόσωπα, το ανεπίστρεπτο, το ξόδι, την ταφή. Δε θα επανέλθει το πρόσωπο στη ζωή. Όλοι θα πρέπει να μάθουν να ζούνε χωρίς αυτό.  Κι όμως, ενώ αυτά είναι τα δεδομένα, ο θάνατος αυτός έχει τον χαρακτήρα ενός θριάμβου και μάλιστα αιώνιου. Το πρόσωπο που έφυγε, ξεπέρασε τον χρόνο. Και όχι μόνο. Όλες οι συνέπειες του θανάτου αίρονται. Το σώμα δεν παραμένει στον τάφο της Γεθσημανή, αλλά με έναν τρόπο που ξεπερνά τους όρους της φύσης μας θα ενωθεί με την ψυχή και ο θάνατος θα γίνει μετάσταση στον ουρανό.  Ο αποχωρισμός από τα οικεία πρόσωπα δεν θα κρατήσει. Αυτή που έφυγε θα είναι παρούσα όχι μόνο στην μνήμη όσων την αγάπησαν και θα την αγαπήσουν, αλλά και στις καρδιές τους. Θα παίρνει τις λύπες τους, τους φόβους, τη δική τους φθορά και θα τα αντικαθιστά με την χαρά της κοινωνίας με τον Θεό. Το ανεπίστρεπτο θα αντικατασταθεί με το συνεχές παρόν. Το ξόδι θα γίνει πάνδημο τραγούδι, μόνο που δε θα κρατά για εκείνη τη στιγμή, αλλά συνεχώς οι άνθρωποι θα υμνούν την κοίμηση με ύμνους έκπαγλης ομορφιάς. Και κανείς δε θα χρειαστεί να μάθει να ζει χωρίς αυτήν, διότι θα δίνει η ίδια σημεία της παρουσίας της με τα θαύματα, με την ψυχική ενίσχυση διά της προσευχής, με την ελπίδα και την παρηγοριά που το πρόσωπό της και μόνο θα φέρνει στον κόσμο και τους ανθρώπους. Όχι μόνο σε έναν λαό ή σε μία κοινότητα, αλλά σε όσους την επικαλούνται απανταχού της γης.

          Είναι γιορτή η κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, διότι, όπως αναφέρεται σε έναν από τους πιο ωραίους ύμνους της εορτής αυτή είναι η γυναίκα «εν η εσκήνωσε της μελλούσης ζωής η απόλαυσις», «στην οποία εγκαταστάθηκε καταλαμβάνοντάς την οντολογικά η απόλαυση της μελλούσης ζωής» (Ιδιόμελο του Όρθρου της εορτής). Και αυτή η απόλαυση δεν είναι άλλη από το Πρόσωπο του Υιού και Θεού της, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Εκείνος είναι  που ανατρέπει όλες τις συνέπειες του θανάτου. Εκείνος είναι που δίνει διάρκεια στην ευτυχία, διότι είναι η Ευτυχία. Μέσα από την κοινωνία μαζί Του τα πάντα νοηματοδοτούνται αλλιώς. Και δεν μπορούμε να χωρίσουμε, όσο κι αν το συναίσθημα κάποτε μας κάνει να το βλέπουμε έτσι, την Υπεραγία Θεοτόκο, την γυναίκα, την μητέρα, την Παναγία, από τον Υιό και Θεό της. Δε χωρίζεται ο άνθρωπος από τον Θεό, διότι τα πάντα εντός της είναι ο Χριστός. Ζει δε ουκέτι αυτή, αλλ΄ εν εαυτή ζει Χριστός. Και γίνεται πρότυπο για όλους μας, στην πορεία της ζωής μας, στην αναζήτηση της δικής μας  προσωπικής ευτυχίας, ο δρόμος και ο τρόπος  της, για να κατανοήσουμε και να ζήσουμε το εφικτό της ευτυχίας που διαρκεί και νικά και τον θάνατο!

      «Εσκήνωσε». Η σκηνή προϋποθέτει άνθρωπο πάροικο. Όχι παραδομένο στην ασφάλεια της μόνιμης κατοικίας, του βολέματος στη ζωή, αλλά έτοιμο να φύγει και να πάει όπου θέλει ο Θεός.  Έτοιμο για το αναπάντεχο. Έτοιμο να αποδεχθεί το ανατρεπτικό. Την αγάπη, αλλά και το μίσος των ανθρώπων. Τη χαρά, αλλά και τη λύπη που ο κόσμος παρέχει. Να μην ταραχθεί από την ρομφαία των λόγων και των έργων που η ζωή, οι πειρασμοί, ο χρόνος, οι άλλοι φέρνουν στην καρδιά. Στις σκηνές ζούσαν οι Ισραηλίτες στην έρημο του Σινά, μέχρι να φτάσουν στη γη της επαγγελίας. Η μόνη βεβαιότητα που είχαν ήταν ότι ο Θεός τους αγαπά. Και αυτή είναι η μέγιστη αλήθεια που έζησε η Υπεραγία Θεοτόκος και που την κράτησε όρθια σε κάθε περίσταση της ζωής της.  Ότι ο Θεός την αγαπά. Και αυτό ζητά ο Χριστός για να σκηνώσει στην καρδιά του καθενός ανθρώπου. Να αποδεχθεί ότι τον αγαπά ο Θεός. Πέρα από κάθε βεβαιότητα. Ιδίως στις δυσκολίες και στους σταυρούς. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται πίστη βαθιά και καρδιακή. Και τότε κάθε τι φωτίζεται διαφορετικά. Ακόμη και ο θάνατος.

      «Της μελλούσης ζωής». Δεν αρνούμαστε το σήμερα, το νυν, το τώρα. Δεν παραπλανιόμαστε όμως από την δύναμή τους. Η Παναγία, στη βεβαιότητα της αγάπης του Χριστού, ήξερε καλά ότι τα πάντα είναι ανάσταση και αιωνιότητα. Ότι ο χρόνος δεν είναι πανδαμάτωρ, γιατί μπορούμε να τον υπερβούμε μέσα από την κοινωνία με Εκείνον που μας δίνει την μέλλουσα ζωή. Και αυτή δεν είναι απλώς ένας παράδεισος στον οποίο δεν υπάρχει πόνος, λύπη, στεναγμός, ούτε μία αιώνια ανάπαυση από τα βάρη της ζωής, αλλά κοινωνία προσώπων. Η χαρά της συνάντησης και της συνύπαρξης πέρα από κάθε αμαρτία και κακό. Πέρα από κάθε εγωκεντρισμό. Στην μέλλουσα ζωή δε θα είμαστε το κέντρο του κόσμου, δε θα είμαστε ο ήλιος, αλλά μέσα από τις ακτίνες του Ήλιου της Δικαιοσύνης, από τις λαμπηδόνες που θα προέρχονται από Αυτόν θα φωτίζεται η ύπαρξή μας, αρχικά η ψυχή και μετά την ανάσταση και το σώμα, ώστε να κρατούμε αιώνια τη χαρά του να συνυπάρχουμε με την όντως ζωή. Στον τρόπο αυτό μπροστά θα είναι η Υπεραγία Θεοτόκος και μαζί της οι άγιοι, αλλά και όλοι εμείς που θα ζούμε το «αεί». Αιώνια ζωή είναι να παίρνεις ζωή από την Ζωή. Και γι’ αυτό μεσιτεύει η Υπεραγία Θεοτόκος. Για να μην ξεχνούμε τον προορισμό μας.

        «Η απόλαυσις». Στην παρούσα ζωή απόλαυση δίνουν τα επιτεύγματα. Οι ηδονές. Η δόξα μας. Η αναγνώριση της αξίας μας. Το δίκιο μας. Η αίσθηση ότι τα χαρίσματά μας είναι μοναδικά και ότι οι άλλοι υπάρχουν για μας. Όμως στην σχέση με τον Χριστό η απόλαυση είναι το Πρόσωπό Του. Γιατί σ’ αυτό ενυπάρχει η Αγάπη. Και τα ελάχιστα ψήγματα αυτής της αγάπης  που μπορούμε να κατανοήσουμε και να ζήσουμε στην παρούσα ζωή  μάς κάνουν να  προγευτούμε τι τελικά μας κάνει αυθεντικά και διαρκώς ευτυχισμένους: η Αγάπη! Αυτήν που έζησε η Υπεραγία Θεοτόκος. Αυτήν που δείχνει στον καθέναν μας, όταν την επικαλείται, όχι ιδιοτελώς, αλλά με γνώμονα την κοινωνία με τον Υιό της. Ο Χριστός είναι η απόλαυση της αγάπης που κρατά για πάντα. Και μας κάνει να νικούμε κάθε θάνατο, σωματικό, πνευματικό, της απώλειας, της ήττας, του σταυρού, της περιθωριοποίησης. Γιατί ακόμη και στην πιο δύσκολη περίσταση, η αγάπη νοηματοδοτεί, κατανοεί, συγχωρεί, δίνει αντοχή και ανοχή.

       Να γιατί η ένδοξος κοίμηση γίνεται γιορτή. Γίνεται Πάσχα για εκείνην και την ίδια στιγμή  πρόσκληση συμπόρευσης για  τον καθέναν μας στον τρόπο και τον δρόμο της Εκκλησίας!

Κέρκυρα, 15 Αυγούστου 2017

π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

 http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr/