Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Ευαγγελισμός της Θεοτόκου: Ανάλυση στα Θεία Νοήματα των Ύμνων της Εορτής

1) Απολυτίκιο
            «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον, καὶ τοῦ ἀπ' αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται, καὶ Γαβριὴλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται. Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ, τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ»
"Σήμερον της σωτηρίας ημών το Κεφάλαιον", ψάλλει ο υμνωδός. Σήμερα, ανοίγει το πλέον μνημειώδες, κοσμοσωτήριο και κοσμοϊστορικό Κεφάλαιο στην ιστορία της ανθρωπότητας: Το Κεφάλαιο της Σωτηρίας του κόσμου! Και το «σήμερον» αυτό που προπορεύεται «της σωτηρίας», υποδηλώνει μεν την αφετηρία της, αντανακλά όμως δε και το αιώνιο προσκλητήριο για την Βασιλεία του Θεού στον καθένα από εμάς, το οποίο εκδίδεται στο καθημερινό μας «σήμερα»!
 Με άλλα λόγια, η σωτηρία της ψυχής μας δεν είναι κάτι που αφορά το αύριο, ή που έχει να κάνει πάντα με όσα πράξαμε στο χθες. Το σήμερα είναι αυτό που μας καθορίζει και που μας ανυψώνει ή μας καταβαραθρώνει στα μάτια του Θεού. Η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε στο κάθε «σήμερα» της ζωής μας, αυτή είναι που θα μας σώσει ή που θα μας καταδικάσει, από τη στιγμή που κάποιο από όλα τα επόμενα «σήμερα» της επίγειας ζωής μας, θα είναι και το τελευταίο.
          "Σήμερον" λοιπόν, ταυτόχρονα με το Κεφάλαιο της Σωτηρίας που ανοίγει, γίνεται ορατή πραγματικότητα "και το απ’αιώνος μυστήριο", αυτό που εδώ και αιώνες, παρέμενε αφανέρωτο μπροστά στα μάτια των γενεών που πέρασαν. Αυτό που προφητεύτηκε από τους Μεσσιανικούς Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, και όχι μόνο, αφού σε διάφορα μέρη του κόσμου υπήρξαν άνθρωποι φωτισμένοι από τον Αληθινό Θεό, οι οποίοι μίλησαν για του Θεού τον "Απεσταλμένο" και την έλευσή Του! Για παράδειγμα, στην Αρχαία Ελλάδα, έχουμε τον Σωκράτη, που όπως μας διασώζει ο Πλάτωνας, προείπε στον Αλκιβιάδη: «Αναμένουμε, πότε εξ ουρανού θα έρθει απεσταλμένος και θα μας διδάξει.... και ελπίζουμε, ότι η (παρά της θείας χάριτος) ημέρα της αποστολής εκείνης, δεν θα αργήσει πολύ» (Πλάτων, Αλκιβιάδης Β΄, ιγ΄- ιδ΄).
"Σήμερον", λοιπόν, γίνεται και η φανέρωση του μυστηρίου. Ο Δημιουργός των πάντων, σπλαχνίζεται το τελειότερο πλάσμα Του και σπεύδει να κατοικήσει στη μήτρα της Παρθένου. Η εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού, που δόθηκε μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας στην αμαρτία, η προαιώνια βούληση του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, παίρνει σάρκα και οστά!
"Ο Υιός του Θεού, υιός της Παρθένου γίνεται". Ο Κύριος των όλων προσλαμβάνει τη μορφή του δούλου, ταπεινώνεται, χωρίς να εγκαταλείψει την Ύψιστη θέση Του, για να εξυψώσει τον ταπεινό άνθρωπο! Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, αποστέλλεται από τον ουράνιο Πατέρα και γίνεται ο υιός της Παρθένου.
Και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο άγγελος εκείνος που μαζί με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, έχουν προσφέρει μεγάλες ευεργεσίες στο ανθρώπινο γένος ανά τους αιώνες, είναι και πάλι παρών για να εξαγγείλει χαρμόσυνα στην Παναγία μας την χάρη αυτή του Θεού.
Για τον λόγο αυτό, για το τεράστιο (όσο και μοναδικό στα χρονικά) χαρμόσυνο αυτό γεγονός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου, εξαιτίας του οποίου θα ανατείλει η σωτηρία όλων των ανθρώπων που έζησαν, αλλά και που πρόκειται να ζήσουν, μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, ο υμνωδός μας καλεί να φωνάξουμε κι εμείς δυνατά, μαζί με τον Αρχάγγελο, προς την Θεοτόκο, το "χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου"! Χαίρε, εσύ που είσαι γεμάτη από τη Χάρη του Θεού. Ο Κύριος, είναι μαζί σου.
2) Κοντάκιο
         «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε. Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε»
            Κωνσταντινούπολη, 626 μ.Χ. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, μαζί με τον στρατό της Πόλης, βρίσκεται σε εκστρατεία εναντίον των Περσών, με σκοπό την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, αλλά και την επαναφορά του Τιμίου Σταυρού εκεί όπου ανήκει, στα χέρια δηλαδή των Χριστιανών. Ο Τίμιος Σταυρός είχε κλαπεί από τους Πέρσες κατά τη λεηλασία της Παλαιστίνης, το 614 μ.Χ., και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη της προετοιμασίας του βυζαντινού αυτοκράτορα για πόλεμο, αφού η απώλεια του πανίερου αυτού Κειμηλίου, πάνω στο οποίο μαρτύρησε ο Ίδιος ο Θεός για τη σωτηρία του κόσμου, δεν ήταν δυνατόν να τον αφήσει αδιάφορο.
         Βρίσκοντας λοιπόν την Πόλη χωρίς την στρατιωτική προστασία, οι Άβαροι, οι σύμμαχοι των Περσών, θεώρησαν πως ήταν η κατάλληλη στιγμή για να επιτεθούν και να την καταλάβουν. Λογάριαζαν όμως, με βάση τις ανθρώπινες δυνάμεις, οι οποίες για μια ακόμη φορά αποδείχθηκαν αδύναμες και αναποτελεσματικές, μπροστά στη Θεία Δύναμη.

Η ερμηνεία της εικόνας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Από Dogma

ευαγγελισμός

Στην εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ο «πρωτοστάτης άγγελος», ο αγγελιοφόρος του Θεού, φέρνει  στην αγνή κόρη της Ναζαρέτ το χαρμόσυνο μήνυμα. Η στάση του σώματός του, εκφράζει τη χαρά που έφερε το άγγελμά του.

Παρόλο που ο αρχάγγελος βρίσκεται στο έδαφος, παρουσιάζεται με ορμή κίνησης, όπως άλλωστε μαρτυρεί το άνοιγμα των ποδιών του. Στον Ευαγγελισμό της Μονής Δαφνίου η στάση του αγγέλου δίνει με αριστουργηματικό τρόπο την εντύπωση πως η πτήση του δεν έχει τελειώσει, καθώς μιλάει στη Θεοτόκο. Ο Γαβριήλ με το αριστερό του χέρι κρατεί σκήπτρο, που συμβολίζει τον αγγελιοφόρο και όχι κρίνο, όπως μάς έχει συνηθίσει η δυτική ζωγραφική. Το δεξί του χέρι απλώνεται με βίαιη κίνηση προς τη Θεοτόκο σε σχήμα ομιλίας. Βόα σ’ αυτήν κατά το γνωστό τροπάριο «ποιον σοι εγκώμιον προσαγάγω επάξιον; τι δε ονομάσω σε; απορώ και εξίσταμαι. Διο, ως προσετάγην (=διατάχτηκα), βοώ σοι, Χαίρε η Κεχαριτωμένη».
Β) Η Θεοτόκος. Η Μητέρα του Θεού είναι η «κεχαριτωμένη», η ευλογημένη μεταξύ των γυναικών. Η βυζαντινή εικόνα του Ευαγγελισμού την παρουσιάζει άλλοτε να κάθεται στο θρόνο της και άλλοτε όρθια. Στην περίπτωση που η Θεοτόκος εικονίζεται καθισμένη, η εικόνα υπογραμμίζει την υπεροχή της απέναντι στον αρχάγγελο. Στην Εκκλησία μας υμνούμε, ως γνωστό, τη Θεοτόκο ως «την τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφίμ» (των αγγελικών δηλαδή ταγμάτων). Εδώ ο αγιογράφος είναι και συνεπής στο απόκρυφο κείμενο. Το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου γράφει πως η Παναγία «πήρε την πορφύρα, κάθησε στο θρόνο της και την έγνεθε. Και κείνη τη στιγμή στάθηκε μπροστά της ένας Άγγελος». Σ’ άλλες εικόνες η Θεοτόκος είναι όρθια. Με τη στάση αυτή ακούει, κατά κάποιο τρόπο, καλύτερα το θείο μήνυμα.
Στην περίπτωση της Θεοτόκου αξίζει να μελετηθούν κυρίως τα αισθήματά της και οι σκέψεις της, ο ψυχικός της γενικά κόσμος την ώρα του Ευαγγελισμού.
Η εμφάνιση, πρώτα, του αρχαγγέλου και ο χαιρετισμός του, τάραξον τη Θεοτόκο. Το αδράχτι με το νήμα που σύμφωνα με την παράδοση (Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου) κρατούσε στο χέρι της, έπεσε από το φόβο της. Βυθίστηκε σε σκέψεις. Σκεπτόταν τη σημασία του αγγελικού χαιρετισμού. Δεν αμφιβάλλει, δεν απιστεί στη διαβεβαίωση του αρχαγγέλου ότι θα γίνει Μητέρα του Θεού, μόνο με φρόνηση ρωτάει «Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;». Εδώ η Θεοτόκος διαφέρει από την Εύα. Εκείνη παρασύρθηκε από τον εγωισμό της και δέχτηκε ανεξέταστα όσα ο σατανάς της πρότεινε. Η Θεοτόκος, αντίθετα, στολισμένη με ταπεινοφροσύνη και υπακοή στο θέλημα του Θεού, ζητάει να μάθει με πιο τρόπο θα πραγματοποιηθούν τα λόγια του αγγελιοφόρου του Θεού. Όταν όμως ο αρχάγγελος τη διαβεβαίωσε πως όλα θα γίνονταν με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη δύναμη του Θεού (το μαρτυρούν το τμήμα του κύκλου και οι ακτίνες που εκπέμπονται από αυτό στο πάνω μέρος της εικόνας), εκείνη ολόψυχα και ανεπιφύλακτα συγκατατέθηκε, «ίδου η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Στο δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της εορτής, η Εκκλησία μας δίκαια ψάλλει «Άγγελος λειτουργεί τω θαύματι, παρθενική γαστήρ τον Υιόν υποδέχεται Πνεύμα Άγιον καταπέμπεται, Πατήρ άνωθεν ειδοκεί και το συνάλλαγμα (=συμφωνία) κατά κοινήν πραγματεύεται βούληση, την επιθυμία, τη συμφωνία μεταξύ του Θεού και της Παρθένου, Πλάστη και πλάσματος, γιατί «η σάρκωσις του Λόγου ήτο έργον όχι μόνον του Πατρός και της Δυνάμεώς Του και του Πνεύματος… αλλά και της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου» (άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, «Η Θεομήτωρ», σ. 134).
Η αμηχανία και η φρόνηση της Θεοτόκου, που με υπέροχους διαλόγους παρουσιάζουν τα τροπάρια της εορτής του Ευαγγελισμού, εκφράζονται σ’ άλλες εικόνες με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού της χεριού. Η χειρονομία αυτή της απορίας είναι σαν να λέει «Γάμου υπάρχω αμύητος, πως ουν παίδα τέξομαι;» (β’ στιχηρό του εσπερινού).
Άλλες εικόνες του Ευαγγελισμού μάς τονίζουν τη συγκατάθεση της Θεοτόκου στα λόγια του αρχαγγέλου. Η Μητέρα του Θεού εικονίζεται με σκυμμένο το κεφάλι (όπως στην εικόνα μας) έχοντας το δεξί της χέρι πάνω στο στήθος της, ή να βγαίνει από το μαφόριό της. αυτά μάς θυμίζουν το «ιδού η δούλη Κυρίου…». Στην εικόνα μας ο αγιογράφος συνδυάζει στη στάση της Θεοτόκου την αμηχανία με τη συγκατάθεση. Παρουσιάζει τη Θεοτόκο με σκυμμένο το κεφάλι και βυθισμένη στις σκέψεις της.
Ο πιστός, καθώς ατενίζει και μελετά και προσκυνεί την εικόνα του Ευαγγελισμού, γεμάτος από χαρά και ευγνωμοσύνη σιγοψάλλει «Άξιον εστίν, ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών».
Από το βιβλίο «Ο Μυστικός Κόσμος των Βυζαντινών Εικόνων»
(α’ τόμος) Χρήστου Γκότση Εκδ. Αποστολική Διακονία
Αρχείο Μάρτιος 2011

π.Δημήτριος Staniloae: Θεοτόκος ἡ ἀειπάρθενος

π. Δημήτριος Staniloae Ὑπάρχουν δύο ἰδιότητες πού προσιδιάζουν στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ: ἀειπάρθενος καί ταυτόχρονα Θεοτόκος. Καί αὐτές οἱ δύο ἰδιότητες ἀπορρέουν ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού γεννήθηκε ἀπό αὐτήν σάν ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Μονογενής. Νά διακηρύττεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε ἀπό αὐτήν, σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους, ἀπό τήν ἕνωση μιᾶς γυναίκας καί ἑνός ἄντρα,σημαίνει νά τόν ὑποτάσσεις σ᾿ αὐτούς τούς νόμους, ἑπομένως, νά μήν τόν ἀναγνωρίζεις ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά τόν θεωρεῖς ὡς καθαρά ἀνθρώπινη φανέρωση μέσα στα ὅρια τούτου τοῦ κόσμου.
Ὁ πολύ γνωστός προτεστάντης θεολόγος Karl Barth ὑποστήριξε, ἐνάντια σ᾿ ἕναν ἄλλον προτεστάντη τόν Emil Brunner (Der Mittler) τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, λέγοντας ὅτι ὁ γεννημένος ἐκ τῆς Παρθένου Ἰησοῦς μᾶς ἀποκαλύπτεται ὡς ἄνθρωπος καί ταυτόχρονα ὡς κάτι διαφορετικό ἀπό μᾶς. Ἡ παρθενία τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ μᾶς βεβαιώνει πώς στό πρόσωπό Του ἔχουμε ἀνάμεσά μας τόν Ἀσύλληπτο Θεό.
Ἐκτιμώντας αὐτή τήν ἀναγνώριση τοῦ Barth ὀφείλουμε πάρ᾿ ὅλα αὐτά νά παρατηρήσουμε ὅτι δέν βλέπει στή σύλληψη τοῦ Χριστοῦ νά ὑπεισέρχεται μιά προετοιμασία τῆς Μητέρας Του ἐν ὄψει τῆς σύλληψης, προετοιμασία βοηθημένη ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ὁ Barth δέν βγάζει κανένα συμπέρασμα σχετικά μέ τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου γιά τή σημασία πού ἔχει ἡ Παρθένος μέσα στό Χριστιανισμό. Μένει ἔτσι αὐστηρά μέσα στά πλαίσια τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Οἱ Βυζαντινοί συγγραφεῖς ὑπογράμμισαν αὐτήν τήν προετοιμασία τῆς Παρθένου, μέσα στήν ὁποία ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἑνώθηκε μέ τήν ἐνέργεια Ἐκείνης πού θά γινόταν καί πραγματικά ἔγινε ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, καθώς καί τό γεγονός ὅτι αὐτή ἡ προετοιμασία ἦταν μιά νίκη πάνω στά πάθη πού θά μποροῦσαν νά παρουσιαστοῦν καί νά ἀναπτυχθοῦν μέσα της καί ἑπομένως, νά τήν ἐμποδίσουν νά παραμείνει συλλαμβάνοντας τόν Χριστό, στήν κατάσταση τῆς ἄσπιλης Παρθενίας καί νά διατηρήσει τήν Παρθενία της γιά πάντα.
Ἑπομένως ἡ γέννηση τοῦ Σωτήρα ἀπό τήν Παρθένο δέν σημαίνει μόνο νίκη πάνω στούς φυσικούς νόμους ἀλλά ἀκόμη τή δική της νίκη πάνω στά πάθη στά ὁποῖα ὑποτάσσεται γενικά ὁ ἄνθρωπος. Χάρη σ᾿ αὐτό τό γεγονός ὑπηρέτησε τή σύλληψη τοῦ Χριστοῦ «μή φύσει σώματος μόνον, ἀλλά καί νῷ καί θελήσει». Καί αὐτή ἡ συνεργασία ἐμψυχώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γι᾿ Αὐτήν καί τή δική Της ἀγάπη γιά Κεῖνον.
Ἀλλά σ᾿ αὐτό τό θέμα θά ἐπανέλθουμε διεξοδικότερα σέ ἑπόμενες σελίδες.
Πρός τό παρόν σημειώνουμε ὅτι ὑπάρχουν δύο πράξεις πού ὑψώνουν τό Χριστό πάνω ἀπό τούς νόμους πού βασιλεύουν στόν κόσμο: Ἡ γέννηση ἐκ τῆς Παρθένου καί ἡ Ἀνάσταση. Καί αὐτοί πού μαρτυροῦν γιά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου ἀνήκουν στήν ἴδια ὁμάδα μ᾿ αὐτούς πού μαρτυροῦν γιά τήν Ἀνάστασή Του. Συνεπῶς καί οἱ μέν καί οἱ δέ εἶναι τῆς ἴδιας ἀξιοπιστίας. Στήν πρώτη ὁμάδα εἰδικά, πηγή τῆς γνώσης γιά τή γέννηση ἐκ τῆς Παρθένου εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτήν τήν ὁμάδα, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, μετέφερε καί μάλιστα γραπτά τόν διάλογο ἀνάμεσα σ᾿ αὐτήν καί τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ γιά τό γεγονός τῆς Γέννησης.

Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «Εις τον Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και Αειπαρθένου Μαρίας»

Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας Εάν πρέπει κάποτε να χαίρη ο άνθρωπος και να σκιρτά και να ψάλλη με ευφροσύνη, εάν υπάρχη μιά περίοδος που απαιτεί να λεχθή ό,τι υπάρχει πιο μεγάλο και πιο λαμπρό και που κάνει τον άνθρωπο να ποθή να έχη όσο το δυνατόν ευρύτερη σχέση, ωραιότερη έκφραση και δυνατώτερο λόγο, για να υμνήση τα μεγαλεία της, δεν βλέπω ποια άλλη μπορεί να είναι αυτή, αν όχι η σημερινή γιορτή.
Γιατί σαν σήμερα έφθασε στη γη Άγγελος από τον ουρανό αναγγέλλοντας την απαρχή όλων των καλών. Σήμερα ο ουρανός μεγαλύνεται. Σήμερα η γη αγάλλεται. Σήμερα ολόκληρη η κτίση χαίρει. Και δεν μένει έξω από τη γιορτή ούτε Αυτός που κρατεί στα χέρια του τον ουρανό. Γιατί αυτά που συμβαίνουν σήμερα είναι ένα πραγματικό πανηγύρι. Όλοι συναντιούνται σ’ αυτό, στην ίδια χαρά. Όλοι ζουν και δίνουν και σ’ εμάς την ίδια ευφροσύνη: Ο Δημιουργός, τα δημιουργήματα όλα, η ίδια η μητέρα του Δημιουργού που του πρόσφερε τη φύση μας και τον έκαμε έτσι κοινωνό στις χαρμόσυνες συνάξεις και τις γιορτές μας. Χαίρει πριν απ’ όλους ο Δημιουργός. Γιατί είναι βέβαια ευεργέτης κι από την αρχή της δημιουργίας έχει σαν έργο Του την ευεργεσία. Ποτέ Του δεν είχε ανάγκη από τίποτε και δεν ξέρει άλλο από το να προσφέρη και να ευεργετή. Σήμερα όμως, χωρίς να σταματήση το σωτήριο έργο Του, περνά στη δεύτερη θέση, έρχεται ανάμεσα σ’ αυτούς που ευεργετούνται. Και δεν χαίρεται τόσο για τις μεγάλες δωρεές που χάρισε Αυτός στην κτίση και που τον αποδεικνύουν γενναιόδωρο, όσο για τα μικρά που έλαβε από τους ευεργετημένους, γιατί έτσι φανερώνεται ότι είναι φιλάνθρωπος. Kαι θεωρεί ότι τον δοξάζουν όχι μόνο εκείνα που ο ίδιος έδωσε στους φτωχούς δούλους, αλλά κι όσα oι φτωχοί του χάρισαν. Γιατί αν και διάλεξε από τη θεία δόξα την κένωση και καταδέχτηκε να πάρη σαν δώρο από μας την ανθρώπινη φτώχεια, ο πλούτος Του έμεινε αναλλοίωτος και μετέτρεψε πάνω του το δώρο μας σε κόσμημα και βασιλεία.
Για την κτίση πάλι -και λέγοντας κτίση εννοώ όχι μόνο την ορατή, αλλά κι εκείνη που ξεπερνά το ανθρώπινο μάτι- τι θα μπορούσε να αποτελέση μεγαλύτερη αφορμή ευφροσύνης από το γεγονός ότι βλέπει το Δημιουργό της να έρχεται μέσα της και τον Κύριο των όλων να παίρνη θέση ανάμεσα στους δούλους; Κι αυτό όχι απογυμνώνοντας τον εαυτό Του από την εξουσία Του, αλλά προσλαμβάνοντας το δούλο, όχι αποβάλλοντας τον πλούτο, αλλά μεταδίδοντάς τον στο φτωχό, όχι ξεπέφτοντας από τα ύψη Του, αλλά εξυψώνοντας τον ταπεινό.
Αλλά χαίρει και η Παρθένος, χάρις στην οποία όλες αυτές oι δωρεές δόθηκαν στους ανθρώπους. Kαι χαίρει για πέντε λόγους. Πριν απ’ όλα σαν άνθρωπος, που συμμετέχει, όπως όλοι, στα κοινά αγαθά. Χαίρει όμως και γιατί oι δωρεές δόθηκαν σ’ Αυτή και πριν και αφθονώτερα από τους άλλους, κι ακόμη περισσότερο, γιατί Αυτή είναι η αιτία που oι δωρεές αυτές δόθηκαν σ’ όλους. Ο πέμπτος όμως και μεγαλύτερος λόγος για τον οποίο χαίρει η Παρθένος είναι ότι όχι απλώς διά μέσου αυτής ο Θεός, αλλά και αυτή η ίδια, χάρις σ’ εκείνα που γνώρισε και προείδε, έφερε την ανάσταση στους ανθρώπους.
Γιατί η Παρθένος δεν είναι όπως η γη που συνετέλεσε μεν, αλλά δεν έκαμε όμως η ίδια τίποτε στη δημιουργία του ανθρώπου, που χρησιμοποιήθηκε σαν απλή ύλη από τον Δημιουργό και απλώς «έγινε» χωρίς να «πράξη» τίποτε. Η Παρθένος πραγματοποίησε η ίδια μέσα της και πρόσφερε στο Θεό όλα εκείνα που προσείλκυσαν τον Τεχνίτη στη γη, που παρακίνησαν το δημιουργικό χέρι. Και ποια είναι αυτά; Βίος πανάμωμος, ζωή πάναγνη, άρνηση κάθε κακίας, άσκηση όλων των αρετών, ψυχή από το φως καθαρώτερη, σώμα εντελώς πνευματικό, λαμπρότερο από τον ήλιο, από τον ουρανό καθαρώτερο, από τους χερουβικούς θρόνους ιερώτερο. Φτερούγισμα νου, που δεν δειλιάζει μπρος σε κανένα ύψος, που ξεπερνά ακόμη και τα φτερά των Αγγέλων. Θείος έρως, που απορρόφησε και αφομοίωσε κάθε άλλη επιθυμία της ψυχής. Κτήμα του Θεού, ένωση με το Θεό που δεν χωράει σε καμιά ανθρώπινη σκέψη.

Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου: Γιά τή Θεομήτορα

Άγιος Σιλουανός Ὅταν ἡ ψυχή κατέχεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε, ὤ, πῶς εἶναι ὅλα εὐχάριστα, ἀγαπημένα καί χαρούμενα. Αὐτή ἡ ἀγάπη ὅμως συνεπάγεται θλίψη· κι ὅσο βαθύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο μεγαλύτερη εἶναι κι ἡ θλίψη.
Ἡ Θεοτόκος δέν ἁμάρτησε ποτέ, οὔτε κἄν μέ τό λογισμό, καί δέν ἔχασε ποτέ τή Χάρη, ἀλλά κι Αὐτή εἶχε μεγάλες θλίψεις. Ὅταν στεκόταν δίπλα στό Σταυρό, τότε ἦταν ἡ θλίψη Της ἀπέραντη σάν τόν ὠκεανό κι οἱ πόνοι τῆς ψυχῆς Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτεροι ἀπό τόν πόνο τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἔξωση ἀπό τόν Παράδεισο, γιατί κι ἡ ἀγάπη Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Ἀδάμ στόν Παράδεισο. Κι ἄν ἐπέζησε, ἐπέζησε μόνο μέ τή Θεία δύναμη, μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ Κυρίου, γιατί ἦταν θέλημά Του νά δῆ τήν Ἀνάσταση κι ὕστερα, μετά τήν Ἀνάληψή Του, νά παραμείνη παρηγοριά καί χαρά τῶν Ἀποστόλων καί τοῦ νέου χριστιανικοῦ λαοῦ.
Ἐμεῖς δέν φτάνουμε στήν πληρότητα τῆς ἀγάπης τῆς Θεοτόκου, καί γι᾽ αὐτό δέν μποροῦμε νά ἐννοήσωμε πλήρως τό βάθος τῆς θλίψεώς Της. Ἡ ἀγάπη Της ἦταν τέλεια. Ἀγαποῦσε ἄπειρα τό Θεό καί Υἱό Της, ἀλλ᾽ ἀγαποῦσε καί τό λαό μέ μεγάλη ἀγάπη. Καί τί αἰσθανόταν τάχα, ὅταν ἐκεῖνοι, πού τόσο πολύ ἀγαποῦσε ἡ Ἴδια καί πού τόσο πολύ ποθοῦσε τή σωτηρία τους, σταύρωναν τόν ἀγαπημένο Υἱό Της;
Αὐτό δέν μποροῦμε νά τό συλλάβωμε, γιατί ἡ ἀγάπη μας γιά τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους εἶναι λίγη. Κι ὅμως ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας ὑπῆρξε ἀπέραντη καί ἀκατάληπτη, ἔτσι ἀπέραντος ἦταν κι ὁ πόνος Της πού παραμένει ἀκατάληπτος γιά μᾶς.
Ἄσπιλε Παρθένε Θεοτόκε, πές σ᾽ ἐμᾶς τά παιδιά Σου, πῶς ἀγαποῦσες τόν Υἱό Σου καί Θεό, ὅταν ζοῦσες στή γῆ; Πῶς χαιρόταν τό πνεῦμα Σου γιά τό Θεό καί Σωτῆρα Σου; Πῶς ἀντίκρυζες τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου Του; Πῶς σκεφτόσουν ὅτι Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος, πού Τόν διακονοῦν μέ φόβο καί ἀγάπη ὅλες οἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν;
Πές μας, τί ἔνοιωθε ἡ ψυχή Σου, ὅταν κρατοῦσες στά χέρια Σου τό Θαυμαστό Νήπιο; Πῶς τό ἀνέτρεφες; Πῶς πονοῦσε ἡ ψυχή Σου, ὅταν μαζί μέ τόν Ἰωσήφ Τόν ἀναζητοῦσες τρεῖς μέρες στήν Ἱερουσαλήμ; Ποιάν ἀγωνία ἔζησες, ὅταν ὁ Κύριος παραδόθηκε στήν σταύρωση καί πέθανε στό Σταυρό;
Πές μας, ποιά χαρά αἰσθάνθηκες γιά τήν Ἀνάσταση ἤ πῶς σπαρταροῦσε ἡ ψυχή Σου ἀπό τόν πόθο τοῦ Κυρίου μετά τήν Ἀνάληψη;
Οἱ ψυχές μας λαχταροῦν νά γνωρίσουν τή ζωή Σου μέ τόν Κύριο στή γῆ· ἀλλά Σύ δέν εὐδόκησες νά τά παραδώσης ὅλ᾽ αὐτά στή Γραφή, ἀλλά σκέπασες τό μυστήριό Σου μέ σιγή.
Πολλά θαύματα καί ἐλέη εἶδα ἀπό τόν Κύριο καί τή Θεοτόκο, ἀλλά μοῦ εἶναι τελείως ἀδύνατο ν᾽ ἀνταποδώσω κάπως αὐτή τήν ἀγάπη.
Τί ν᾽ ἀναταποδώσω ἐγώ στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, πού δέν μέ περιφρόνησε ἐνῶ ἤμουν βυθισμένος στήν ἁμαρτία, ἀλλά μ᾽ ἐπισκέφθηκε σπλαγχνικά καί μέ συνέτισε; Δέν Τήν εἶδα, ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νά Τήν ἀναγνωρίσω ἀπό τά γεμάτα χάρη λόγια Tης καί τό πνεῦμα μου χαίρεται κι ἡ ψυχή μου παρασύρεται τόσο ἀπό τήν ἀγάπη πρός Αὐτήν, ὥστε καί μόνη ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Tης γλυκαίνη τήν καρδιά μου.
Ὅταν ἤμουν νεαρός ὑποτακτικός, προσευχόμουν μιά φορά μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καί μπῆκε τότε στήν καρδιά μου ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ κι ἄρχισε ἀπό μόνη της νά προφέρεται ἐκεῖ.
Μιά ἄλλη φορά ἄκουγα στήν ἐκκλησία τήν ἀνάγνωση τῶν προφητειῶν τοῦ Ἡσαΐα, καί στίς λέξεις «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε» (Ἡσ. α ́ 16) σκέφτηκα: «Μήπως ἡ Παναγία ἁμάρτησε ποτέ, ἔστω καί μέ τό λογισμό;». Καί, ὤ τοῦ θαύματος! Μέσα στήν καρδιά μου μιά φωνή ἑνωμένη μέ τήν προσευχή πρόφερε ρητῶς: «Ἡ Θεοτόκος ποτέ δέν ἁμάρτησε, οὔτε κἄν μέ τήν σκέψη». Ἔτσι τό Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυροῦσε στήν καρδιά μου γιά τήν ἁγνότητά Της.

Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως: Περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου

Άγιος Νεκτάριος Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογεῖ ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦν πρό τόκου παρθένος, καί ἐν τόκῳ παρθένος, καί μετά τόκον πάλιν παρθένος διέμεινε, φυλάξασα ἀλώβητον τήν ἑαυτῆς παρθενίαν. (Ὁμολογία Ὀρθοδόξου πίστεως ἐν ἐρωταποκρίσει λ´).
Ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὁ προφητεύσας τήν ἐκ παρθένου γέννησιν τοῦ Σωτῆρος, παρθένον τήν μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ ὠνόμασεν· «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσει τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ». (Ἡσ. ζ´. 14). Τοῦτο δέ δηλοῖ οὐ μόνον τήν πρό τόκου παρθένον, ἀλλά καί τήν ἐν τόκῳ καί τήν μετά τόκον παρθένον, διότι ἡ παρθένος ἔμελλε νά ἀναδειχθῇ μήτηρ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅν θά ἐκυοφόρει, θά ἐγαλακτοτρόφει καί θά ἀνέτρεφε κατά τήν βρεφικήν καί παιδικήν αὐτοῦ ἡλικίαν.
Ἡ παρθένος ἀνεδείχθη μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ οὐχί μόνον διά τόν χρόνον τῆς κυήσεως, ἀλλά διά τό διηνεκές. Κατά τόν προφήτην ὁ Θεός παρθένον, ἤτοι ἐλευθέραν παντός συζυγικοῦ δεσμοῦ ἐξελέξατο, καί πρός οὐδένα ὑποχρεωμένην. Τοῦτο δηλοῖ καί ἡ λέξις ἁελμάχ, ὡς μαρτυρεῖται καί ἐκ τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσ. κεφ. κδ´, 43, ἔνθα ἡ παρθένος Ρεβέκκα καλεῖται ἁελμάχ, καί ἐκ τοῦ βιβλίου τῶν ψαλμῶν (ἐν ψαλμῷ ξζ´. ἑβδμ. ἤ ξη´. Ἑβραϊκ.), ἔνθ᾿ αἱ τυμπανίστριαι νεάνιδες καλοῦνται ἁελμόθ, ἤτοι αἱ παρθένοι. Ἐπίσης καί εἰς τό Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων κεφ. Α´. στίχ. 3 φέρεται κατά τούς ἑβδομήκοντα «διά τοῦτο νεάνιδες ἠγάπησάν σε»· τό δέ ἑβραϊκόν ἔχει ἁελμόθ, ἤτοι παρθένοι ἠγάπησάν σε. Βεβαίως ἐνταῦθα οὐ περί ἐγγάμων ἤ μεμνηστευμένων πρόκειται· ὅτι δέ περί παρθένων πρόκειται, τοῦτο εἶναι εὔδηλον καί οὐδείς δύναται νά τό ἀρνηθῇ.
Ὥστε ὁ προφήτης προλέγων τήν ἐκ παρθένου γέννησιν τοῦ Ἐμμανουήλ, θεωρεῖ τήν παρθενίαν ἀπηλλαγμένην πάσης πρός τινας ὑποχρεώσεως. Ἐκ τῆς προφητείας δηλοῦται ὅτι ἡ παρθένος αὕτη ἦν προορισμένη πρό αἰώνων καί ἐκλελεγμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν, ὅπως γίνῃ μήτηρ τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ἡ παρθένος ἡ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ ὡς ἐκλελεγμένη ὑπό τοῦ Θεοῦ, μόνῳ τῷ Θεῷ ἀνῆκε καί οὐδενί ἑτέρῳ· ἐάν δέ ὁ Θεός πρός ἐξυπηρέτησιν τῆς θείας βουλῆς ἔδωκεν αὐτῇ τόν Ἰωσήφ ὡς μνηστῆρα, ὁ δεσμός οὗτος ἦν ὅλως πνευματικοῦ χαρακτῆρος καί οὐδέν παρεῖχε δικαίωμα συζυγίας τῷ Ἰωσήφ. Τοῦτο ἐδηλώθη σαφῶς ὑπό τοῦ Ἀρχαγγέλου τῷ Ἰωσήφ, ὅστις ἐπιγνούς τῆς θείας οἰκονομίας τό μυστήριον, ἐδείχθη πρόθυμος ὑπηρέτης τῆς θείας βουλῆς. Οὐκ ἄρα ὁ Θεός τήν μνηστήν τοῦ Ἰωσήφ ἐξελέξατο ὡς μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ, ἀλλά τήν προεκλελεγμένην ἤδη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν ἐνεπιστεύθη τῷ Ἰωσήφ πρός ἀμοιβήν τῆς αὐτοῦ ἀρετῆς· διότι πάντως ὁ Ἰωσήφ ἦτον ἐκλελεγμένος μεταξύ ἁπάντων τῶν Ἰουδαίων.
Κατά ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος προωρίσθη νά ἀναδειχθῇ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ. Ὡς τοιαύτη δέ ἔδει νά ᾖ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ εἰς τό διηνεκές· διότι ἀφοῦ πρός τοῦτο προωρίσθη, χρεών ἦν νά ἀφοσιωθῇ ὅλῃ ψυχῇ καί καρδίᾳ τῷ ὑψηλῷ αὑτῆς προορισμῷ, καί οὗτος μόνος νά ᾖ ἡ ἀδιάλειπτος αὐτῆς μέριμνα καί φροντίς, τό μόνον μέλημα, καί ἡ ἄπαυτος μελέτη· διότι ἀληθῶς πᾶσα ἑτέρα φροντίς ἤ μέριμνα, ἤ πᾶν ἕτερον μέλημα καί ἑτέρα μελέτη καί ἀπασχόλησις, ὡς ἀποσπῶσα αὐτήν τοῦ ὑψηλοῦ αὐτῆς προορισμοῦ καί τῆς ἁγίας αὐτῆς ἀποστολῆς θά ἐδείκνυον αὐτήν ἐστερημένην τῆς πρωτίστης ἀρετῆς τῆς συναισθήσεως τοῦ ὑψίστου αὐτῆς καθήκοντος καί τῆς μετ᾿ αὐταπαρνήσεως τελείας πληρώσεως αὐτοῦ.

en el fr Ἅγιος Ἡσύχιος Ἱεροσολύμων: Στήν Ἁγία Μαρία Θεοτόκο

Άγιος Ησύχιος Ιεροσολύμων Κάθε γλώσσα, εὐγνώμονου ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι φυσικό, τιμᾶ τήν Παρθένο καί Θεοτόκο, καί μιμεῖται ὅσο τοῦ ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις του τόν ἄρχοντα τῶν ἀγγέλων Γαβριήλ. Ἄλλος Τῆς ἀπευθύνει τό «χαῖρε», ἐξαιτίας τοῦ Κυρίου πού γεννήθηκε ἀπό Αὐτήν καί ἐμφανίσθηκε στό ἀνθρώπινο γένος ὡς ἄνθρωπος.
Ἄλλος Τῆς ἀπευθύνει τό λόγο καί λέει: «ὁ Κύριος προέρχεται ἀπό Σένα» (Λουκ. 1, 28). Ὁ ἕνας Τήν ἐπονομάζει Μητέρα τοῦ φωτός, ὁ ἄλλος Ἀστέρι τῆς ζωῆς. Ἄλλος Τήν ἀποκαλεῖ Θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἄλλος Ναό πλατύτερο ἀπό τόν οὐρανό καί ἄλλος Καθέδρα ὄχι κατώτερη ἀπό τήν καθέδρα ἐκείνη τῶν Χερουβείμ.
Ἄλλος πάλι Τήν ὀνομάζει Κῆπο ἄσπαρτο, εὔφορο, ἀκαλλιέργητο· ἀμπέλι μέ ἄφθονα σταφύλια, ἀκμαῖο, ἀνέγγιχτο· τρυγόνα καθαρή, περιστέρα ἁγνή· σύννεφο πού συλλαμβάνει τίς βροχές χωρίς φθορά· σάκκο πού κρύβει μαργαριτάρι λαμπρότερο ἀπό τόν ἥλιο· μεταλλεῖο ἀπό τό ὁποῖο προέρχεται ὁ λίθος πού καλύπτει ὅλη τή γῆ, χωρίς κανένας νά τόν λατομεῖ (Δαν. 2,45)· πλοῖο γεμάτο ἀπό φορτίο καί πού δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κυβερνήτη· θησαυροφυλάκιο πού φέρνει πλοῦτο.
Ἄλλοι πάλι Τήν ὀνομάζουν λυχνάρι χωρίς φιτίλι, πού ἀνάβει ἀπό μόνο του· Κιβωτό πιό πλατειά, πιό ἐπιμήκη καί πιό ἔνδοξη ἀπό ἐκείνη τοῦ Νῶε. Ἐκείνη ἦταν κιβωτός ζώων, ἐνῶ Αὐτή εἶναι ἡ Κιβωτός ζωῆς. Ἐκείνη ἦταν κιβωτός φθαρτῶν ζώων, Αὐτή εἶναι ἡ Κιβωτός τῆς ἄφθαρτης ζωῆς. Ἐκείνη κράτησε τόν Νῶε, ἐνῶ Αὐτή τόν Δημιουργό τοῦ Νῶε. Ἐκείνη εἶχε δύο καί τρεῖς ὀρόφους, ἐνῶ Αὐτή ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γιατί καί τό Πνεῦμα ἦταν παρόν, καί ὁ Πατέρας Τήν ἐπισκίασε, καί ὁ Υἱός κατασκήνωσε μέσα Της, ὡς βρέφος κυοφορούμενος. Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Πνεῦμα Ἅγιο θά ἔρθει ἐπάνω σου καί θά σέ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου. Γι᾽ αὐτό καί τό ἅγιο πού θά γεννηθεῖ, θά ὀνομασθεῖ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 1,35).
Βλέπεις πόσο μεγάλο εἶναι τό ἀξίωμα τῆς Θεοτόκου Παρθένου; Γιατί ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου, κρατήθηκε ἀπό Αὐτήν ὡς βρέφος, καί ξαναέπλασε τόν Ἀδάμ, καί ἁγίασε τήν Εὔα, καί κατάργησε τό δράκοντα, καί ἄνοιξε τόν παράδεισο, καί ἄφησε ἄφθαρτη τή σφραγίδα τῆς παρθενικῆς μήτρας. Πολύ φυσικά καί σύμφωνα μέ τή λογική καί τά δύο. Ἄνοιξε τόν παράδεισο, ἐπειδή ἐπρόκειτο νά φέρει καί νά ὁδηγήσει ὁ Ἴδιος μέσα τό Ληστή καί ὅλους τούς κληρονόμους τῆς Βασιλείας. Ἀσφάλισε τή σφραγίδα τῆς παρθενικῆς μήτρας, ἐπειδή Αὐτός πού ἔπαιρνε σάρκα ἦταν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καί δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό καμμιά θύρα γιά τήν εἴσοδο ἤ ἔξοδο Του.

Λόγος εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου



ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΔΡΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ
Λόγος εις τον Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου
Έφθασε σήμερα η χαρά όλων των ανθρώπων και καταργεί την πρώτη κατάρα. Έφθασε Αυτός που ευρίσκεται παντού, για να τα γεμίση όλα με χαρά. Πώς ήλθε όμως; Χωρίς να περιβάλλεται από δορυφόρους, χωρίς να σύρη πίσω του τις στρατιές των αγγέλων, δίχως μεγαλοπρεπή προσέλευσι, αλλά ήσυχα και ήρεμα. Και το έκανε αυτό, για να διαφύγη την προσοχή του άρχοντος του σκότους, για να παγιδεύση με το σοφό αυτό τέχνασμα τον όφι, να εξαπα­τήση τον δράκοντα, τον Ασσύριο που έθεσε υπό την εξουσία του όλη την ανθρώπινη ευγένεια, και έτσι τελικά να αρπάξη το λάφυρο. Διότι δεν ανέχθηκε η άπειρη ευσπλαγχνία Του να υποστή καταστροφή αυτό το τόσο σπουδαίο έργο, ο άνθρωπος, για χάρι του οποίου Εκείνος έστησε τους ουρανούς σαν καμάρα, στερέωσε την γη, σκόρπισε τον αέρα, άπλωσε την θάλασσα και κατεσκεύασε ολόκληρη την ορατή κτίσι. Γι’ αυτό ο Θεός κατέβηκε στην γη, βγήκε έξω από τον ουρανό, ήλθε ανάμεσα στους ανθρώπους, κυοφορήθηκε από Παρθένο, αυτός που δεν τον χωρεί ολόκληρο το σύμπαν.
Λοιπόν ας αγάλλωνται τα σύμπαντα σήμερα, και η φύσις ας σκιρτά. Διότι ανοίγεται ο ουρανός και η γη υποδέχεται κρυφά τον Βασιλέα του παντός. Η Ναζαρέτ μιμείται την Εδέμ και δέχεται στους κόλπους της τον φυτουργό της Εδέμ. Ο Πατήρ των οικτιρμών μόνος του μνηστεύεται την ανθρώπινη ευτέλεια διά μέσου του μόνου γεννηθέντος από αυτόν. Και ο Γαβριήλ υπηρετεί το μυστήριο και προσφωνεί ήσυχα την Παρθένο με το Χαίρε, για να διασώση η θυγάτηρ του Αδάμ, που ανέτειλε από τον Δαβίδ, την χαρά που έχασε η προμήτωρ. Σήμερα ο Πατήρ της δόξης ευσπλαχνίσθηκε το ανθρώπινο γένος και κοίταξε με συμπάθεια την φύσι που εφθάρη από τον Αδάμ. Σήμερα ο χορηγός της ευσπλαγχνίας φανερώνει την άβυσσο των παναγάθων σπλάγχνων του και διοχετεύει στην κτίσι το έλεός Του, που είναι άφθονο σαν το νερό που καλύπτει τις θάλασσες.
Αυτό είναι το γεγονός που πανηγυρίζουμε τώρα. και αυτήν την παραγγελία δέχεται ο Γαβριήλ και μεσιτεύει ανάμεσα στην θεότητα και την ανθρωπότητα, και πρώτος ευαγγελίζεται στην Παρθένο τις εγγυήσεις της ολοκληρωτικής συνδιαλλαγής. Διότι ο Πατήρ των οικτιρμών συμπόνεσε το γένος μας που είχε ήδη καταφθαρή από το ολίσθημα της αμαρτίας και ενθυμήθηκε το έργο των χειρών του. Και επειδή δεν υπέφερε να μας βλέπη να χανώμαστε έως τέλους, κατά πρώτον έδωσε στα χέρια του Μωυσέως τον νόμο, που ήταν γραμμένος σε λίθινες πλάκες. Καθώς όμως ο νόμος δεν είχε κανένα αποτέλε­σμα1, απέστειλε πνευματοφόρους άνδρες, εννοώ τους διορατικούς προφήτες, οι οποίοι έδειχναν όλες τις ευθείες οδούς του Θεού. Παρ’ όλο δε που έκλεισαν τις αισθήσεις τους αυτοί προς τους οποίους απεστάλησαν και δεν βελτιώθηκαν καθόλου, ωστόσο ούτε τότε παρέβλεψε ο Πλάστης το πλάσμα μας, αλλά εξαπέστειλε σε μας τους αναξίους, εις ους τα τέλη των αιώνων κατήντησε2, τον ομόθρονο και ισοσθενή και ισάγαθο Υιό του, ο οποίος προήλθε από τους υπεράγαθους και πανάμωμους κόλπους του. Διότι έκρινε πως πρέπει μάλλον να εργασθή για την σωτηρία αυτών που έχουν ναυαγήσει, παρά να παρα­βλέψη αυτό το τόσο σπουδαίο πλάσμα που έφτιαξε.
Αφού λοιπόν ώρισε σε κάποιον από τους πρώτους του αγγέλους να διακονήση στο μυστήριο, νομίζω ότι αυτά του παρήγγειλε με το νεύμα της οικείας του μεγαλειότητος: «Εμπρός λοιπόν, Γαβριήλ, πήγαινε στη Ναζαρέτ, την πόλι της Γαλιλαίας, στην οποία κατοικεί κόρη Παρθένος μνηστευμένη με άνδρα που ονομάζεται Ιωσήφ. Το όνομα της Παρθένου είναι Μαρία». Λέγει, στη Ναζαρέτ. Για ποιο λόγο; Για να συλλέξη ο Παντοκράτωρ το θεοχαρίτωτο κάλλος της παρθενίας, όπως ακριβώς το τριαντάφυλλο, από ακανθωτή χώρα. και για την προφητεία, ότι Ναζωραίος κληθήσεται3. Ποιος; Αυτός που ανακη­ρύσσεται κατόπιν από τον Ναθαναήλ Υιός Θεού και Βασιλεύς του Ισραήλ4. Είναι βέβαια συνήθεια ο Γαβριήλ να διακονή στα μυστήρια του Θεού, όπως το είδαμε στην περίπτωσι του Δανιήλ5. «Πήγαινε λοιπόν στην πόλι της Γαλι­λαίας Ναζαρέτ. και σαν φθάσης σ’ αυτήν, σπεύσε πρώτα να ανακοινώσης στην Παρθένο αυτό το χαρμόσυνο μήνυμα της χαράς, το οποίο είχε χάσει προηγουμένως η Εύα. Και πρόσεξε μην της ταράξης την ψυχή. διότι το μήνυμα είναι χαράς, όχι καταστροφής. ο ασπασμός είναι ευφροσύνης και όχι αθυμίας. Γιατί ποια χαρά ήταν ή θα είναι μεγαλύτερη για το ανθρώπινο γένος, από το να γίνη συμμέτοχος της θείας φύσεως, και, με την προς Αυτόν άμεση επαφή, να ενωθή και να γίνη ένα με Αυτόν καθ’ υπόστασιν; Ποιο πράγμα είναι πιο θαυμαστό, από το να βλέπης την συγκατάβασι του Θεού, που φθάνει μέχρι και την κυοφορία μέσα στην μήτρα μιας γυναίκας; Ω, τί παράδοξα πράγματα! Ο Θεός μέσα στα μόρια μιας γυναίκας, ο τον ουρανόν θρόνον έχων, και υποπόδιον την γην6. Ο Θεός να ευρίσκεται μέσα στην κοιλιά μιας γυναίκας, αυτός που είναι υπερουράνιος και σύνθρονος της πατρικής αϊδιότητος. Και ποιο πράγμα είναι πιο παράδοξο από αυτό, από το να παρουσιάζεται δηλ. ο Θεός ανθρωπόμορφος, χωρίς να εξέρχεται από την θεότητά του; Και από το να βλέπουμε την ανθρώπινη φύσι να είναι ολόκληρη συνενωμένη με τον Πλάστη της, για να θεωθή ολόκληρος ο άνθρωπος που έπεσε πρώτος στην αμαρτία;

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Ὁμιλία στόν εὐαγγελισμό τῆς πανυπέραγνης Δέσποινάς μας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας


1. O ψαλμωδὸς προφήτης, ἀπαριθμώντας τὰ εἴδη τῆς δημιουργίας καὶ καθορώντας τὴν ἀποτεθειμένη σʼ αὐτὰ σοφία τοῦ Θεοῦ, γεμάτος θαυμασμὸ ὁλόκληρος, ἐκεῖ ποὺ ἔγραφε ἀνεφώνησε· «πόσο μεγαλοπρεπῆ εἶναι τὰ ἔργα σου, Κύριε, ὅλα τὰ ἔπλασες μὲ σοφία!».
 Σʼ ἐμένα τώρα, πού ἐπιχειρῶ νὰ ἐξαγγείλω κατὰ δύναμι τὴν σαρκικὴ ἐπιφάνεια τοῦ Λόγου πού ἔκτισε τὰ πάντα, ποιὸς λόγος θὰ μοῦ ἀρκέση γιὰ ἐξύμνησι; Ἐὰν πραγματικὰ τὰ ὄντα εἶναι γεμάτα θαῦμα καὶ τὸ ὅτι αὐτὰ προῆλθαν στὴν ὕπαρξι ἀπὸ μὴ ὄντα εἶναι θεῖο καὶ πολυύμνητο, πόσο θαυμασιώτερο καὶ θειότερο εἶναι καὶ πόσο ἀναγκαιότερο εἶναι νὰ ὑμνῆται ἀπὸ μᾶς τὸ νὰ γίνη κάποιο ἀπὸ τὰ ὄντα θεός, καὶ ὄχι ἁπλῶς θεός, ἀλλὰ ὁ ὄντως ὧν Θεός, καὶ μάλιστα ἡ φύσις μας ποὺ δὲν μπόρεσε ἢ δὲν θέλησε οὔτε τὸν χαρακτήρα κατὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε νὰ φυλάξη καὶ γιʼ αὐτὸ δικαίως ἀπωθήθηκε στὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς; Διότι τόσο μεγάλο καὶ θεῖο, τόσο ἀπόρρητο καὶ ἀκατανόητο εἶναι τὸ ὅτι ἡ φύσις μας ἔγινε ὁμόθεος καὶ ὅτι δι’ αὐτῆς μᾶς χαρίσθηκε ἡ ἐπάνοδος στὸ καλύτερο ὥστε τοῦτο καὶ στοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ στοὺς προφῆτες, ἂν καὶ αὐτοὶ βλέπουν διὰ Πνεύματος, νὰ μένη στὴν πραγματικότητα ἀνεπίγνωστο, μυστήριο ποὺ εἶναι κρυμμένο ἀπὸ τὸν αἰώνα. Καὶ γιατί ἀναφέρω μόνο πρὶν πραγματοποιηθῆ; Διότι καὶ ὅταν ἔγινε, πάλι μένει μυστήριο, ὄχι βέβαια ὅτι ἔγινε ἀλλὰ πῶς ἔγινε· μυστήριο πιστευόμενο ἀλλὰ μὴ γινωσκόμενο, προσκυνούμενο, ἀλλὰ μὴ πολυπραγμονούμενο, προσκυνούμενο δὲ καὶ πιστευόμενο διὰ μόνου τοῦ Πνεύματος· «διότι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἰπῆ Κύριον Ἰησοῦ, παρὰ στὸ ἅγιο Πνεῦμα», καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ διὰ τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καὶ διὰ τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε, λέγει ὁ ἀπόστολος.

2. Ὅτι δὲ τὸ μυστήριο τοῦτο εἶναι ἀκατανόητο, ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους, ἀποδεικνύει σαφῶς καὶ τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζεται ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα. Ὁ ἀρχάγγελος εὐαγγελίσθηκε στὴν Παρθένο τὴ σύλληψι· ὅταν δὲ αὐτὴ ἀναζητοῦσε τὸν τρόπο κι εἶπε πρὸς αὐτόν, «πῶς θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο, ἀφοῦ δὲν γνωρίζω ἄνδρα;», μὴ μπορώντας νὰ ἑρμηνεύση τὸν τρόπο κατὰ κανένα τρόπο ὁ ἀρχάγγελος, κατέφυγε καὶ αὐτὸς πρὸς τὸν Θεό, λέγοντας «Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔλθη σʼ ἐσὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάση». Ὅπως δηλαδή, ἂν κανεὶς ἐρωτοῦσε τὸν Μωυσῆ, πῶς κατασκευάζεται ἀπὸ γῆ ἄνθρωπος, πῶς ἀπὸ χῶμα προέρχονται ὀστᾶ καὶ νεῦρα καὶ σάρκα, πῶς αἰσθητήρια ἀπὸ ἀναίσθητη ὕλη, πῶς πάλι ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀδαμιαία πλευρά, πῶς τὸ ὀστοῦν διαπλώθηκε καὶ διαιρέθηκε, ἑνώθηκε καὶ συνδέθηκε, πῶς ἀπὸ τὸ ὀστοῦν προῆλθαν σπλάγχνα καὶ χυμοὶ διάφοροι καὶ ὅλα τὰ ἄλλα; Ὅπως λοιπόν, ἂν κάποιος ἐρωτοῦσε αὐτὰ τὸν Μωυσῆ, δὲν θὰ ἔλεγε τίποτε περισσότερο πλὴν τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, καὶ μία ἀπὸ τὶς πλευρὲς τοῦ Ἀδὰμ καὶ κατασκεύασε τὴν Εὔα, ὥστε θὰ ἔλεγε μὲν ποιὸς εἶναι ὁ κτίστης, ἀλλὰ τὸν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν ἐκεῖνα δὲν θὰ τὸν ἔλεγε· ἔτσι καὶ ὁ Γαβριήλ, ὅτι τὸν ἄσπορο τόκο θὰ κατασκευάσουν τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου, τὸ εἶπε, τὸ πῶς ὅμως, δὲν τὸ εἶπε. Ἂν μάλιστα, ὅταν ἐμνημόνευσε προηγουμένως τὴν Ἐλισάβετ, ὅτι συνέλαβε σὲ γηρατειὰ ἐνῶ ἦταν στεῖρα, δὲν εἶχε νὰ εἰπῆ τίποτε παραπάνω πλὴν τοῦ ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἰπῆ τὸν τρόπο στὴν περίπτωσι αὐτῆς πού συνέλαβε κι ἐγέννησε παρθενικά;

Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου, Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου


ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ερμηνεία της αναγιγνωσκόμενης αποστολικής περικοπής από τον Άγιο Ιωάννη, αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, τον Χρυσόστομο(Προς Εβραίους, β΄11-18)
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΣΕ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΙΩ. ΚΟΛΙΤΣΑΡΑ
Προς Εβραίους,β’ 11-18
«ὅ τε γὰρ ἁγιάζων καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνὸς πάντες· δι᾿ ἣν αἰτίαν οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφοὺς αὐτοὺς καλεῖν, λέγων· ἀπαγγελῶ τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε·καὶ πάλιν· ἐγὼ ἔσομαι πεποιθὼς ἐπ᾿ αὐτῷ· καὶ πάλιν· ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός. ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας. οὐ γὰρ δήπου ἀγγέλων ἐπιλαμβάνεται, ἀλλὰ σπέρματος Ἀβραὰμ ἐπιλαμβάνεται. ὅθεν ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι, ἵνα ἐλεήμων γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς τὰ πρὸς τὸν Θεόν, εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ. ἐν ᾧ γὰρ πέπονθεν αὐτὸς πειρασθείς, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι(: Διότι ο Χριστός που μας αγιάζει, και εμείς που αγιαζόμαστε, καταγόμαστε από ένα Πατέρα. Γι’ αυτήν ακριβώς την αιτία και ο Χριστός δεν ντρέπεται να ονομάζει αυτούς, που καλεί σε σωτηρία, αδελφούς Του, λέγοντας· “θα διαλαλήσω και θα ομολογήσω το όνομά Σου, ω Θεέ και Πατέρα, στους αδελφούς μου· εν μέσω συγκεντρώσεως των αδελφών μου θα Σε ανυμνήσω και θα Σε δοξάσω”. Και πάλι λέγει· “εγώ ο Μεσσίας ως άνθρωπος θα έχω στηρίξει την πεποίθησή μου στον Θεό και Πατέρα·” Και άλλου πάλι λέγει· “ιδού εγώ και τα παιδιά, που μου έδωσε ο Θεός”. Επειδή δε τα παιδιά του Θεού, έχουν πάρει όλα την ασθενή και φθαρτή ανθρώπινη φύση, σάρκα και αίμα, για τούτο και Αυτός κατά παρόμοιο τρόπον πήρε σάρκα και αίμα, την ανθρώπινη φύση, χωρίς όμως καμία αμαρτία· έγινε άνθρωπος, για να εξουδετερώσει με τον θάνατό Του και να καταργήσει τον διάβολο, ο οποίος μέχρι προ ολίγου είχε την δύναμη και την εξουσία να ρίπτει τους ανθρώπους, εξαιτίας των αμαρτιών τους στον θάνατο, και να απαλλάξει αυτούς, οι οποίοι ένεκα του φόβου του θανάτου κυριαρχούνταν καθ’ όλο το διάστημα της ζωής τους από την καταθλιπτική δουλεία της αγωνίας και του τρόμου απέναντι στον θάνατο.
Έπρεπε δε να ενανθρωπήσει ο Υιός, διότι δεν αναλαμβάνει βέβαια να βοηθήσει και να στηρίξει στη σωτηρία άυλους αγγέλους (επειδή τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη να γίνει άνθρωπος), αλλά έρχεται να βοηθήσει τους απογόνους του Αβραάμ. Επομένως έπρεπε να γίνει άνθρωπος, όμοιος καθ’ όλα με τους αδελφούς Του-πλην βέβαια της αμαρτίας-για να γίνει έτσι εύσπλαχνος και αξιόπιστος Αρχιερέας, που θα προσέφερε ευπρόσδεκτη θυσία και μεσιτεία στον Θεό, για την εξιλέωση και συγχώρηση των αμαρτιών του λαού. Ακριβώς διότι ο ίδιος έχει πάθει και δοκίμασε πειρασμούς, μπορεί και θέλει με απεριόριστη αγάπη και συμπάθεια να βοηθήσει αυτούς, που πειράζονται και ταλαιπωρούνται)».
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ(αποσπάσματα από ομιλίες Δ΄και Ε΄, οι οποίες εμπεριέχονται στο Υπόμνημα του Αγίου στην Προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου)
«ὅ τε γὰρ ἁγιάζων καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνὸς πάντες. δι᾿ ἣν αἰτίαν οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφοὺς αὐτοὺς καλεῖν»: «Διότι και Εκείνος που αγιάζει», λέγει ο Απόστολος Παύλος, και αυτοί που αγιάζονται κατάγονται όλοι από τον ίδιο Πατέρα. Γι’ αυτήν ακριβώς την αιτία και ο Χριστός δεν ντρέπεται να ονομάζει αυτούς, που καλεί σε σωτηρία, αδελφούς Του». Να πάλι πώς ενώνει τιμώντας αυτούς και παρηγορώντας και κάνοντάς τους, αδελφούς του Χριστού, σύμφωνα μ’ αυτό, με το ότι κατάγονται όλοι από τον ίδιο Πατέρα. Στη συνέχεια πάλι βεβαιώνοντας αυτό και για να δείξει, ότι εννοεί την κατά σάρκα ένωση, πρόσθεσε το «Εκείνος που αγιάζει και εκείνοι που αγιάζονται». Βλέπεις πόση είναι η διαφορά; Γιατί Εκείνος αγιάζει και εμείς αγιαζόμαστε. Και παραπάνω Τον ονόμασε Αρχηγό της σωτηρίας τους. Γιατί ένας είναι ο Θεός, από τον οποίο προέρχονται τα πάντα.
«Δι᾿ ἣν αἰτίαν οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφοὺς αὐτοὺς καλεῖν (:Για τον λόγο αυτόν δεν ντρέπεται να τους ονομάζει αδελφούς)». Βλέπεις πάλι πώς δείχνει την υπεροχή; Γιατί με το να πει «δεν ντρέπεται», δείχνει ότι το παν δεν προέρχεται από τη φύση του πράγματος, αλλά από τη φιλοστοργία Εκείνου που δεν ντρέπεται και την πολλή Του ταπεινοφροσύνη. Αν και όλοι δηλαδή καταγόμαστε από έναν Πατέρα, Αυτός όμως αγιάζει και εμείς αγιαζόμαστε. Είναι μεγάλη η διαφορά· Αυτός προέρχεται από τον Πατέρα, ως Υιός γνήσιος, δηλαδή από την ουσία Του· εμείς όμως ως κτίσμα, δηλαδή από την αρχική ανυπαρξία. Επομένως είναι μεγάλη η διαφορά. Γι’ αυτό, λέγει ο Απόστολος Παύλος, «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφοὺς αὐτοὺς καλεῖν, λέγων· ἀπαγγελῶ τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου (:δεν ντρέπεται να τους ονομάζει αδελφούς Του λέγοντας· θα διακηρύξω και θα ομολογήσω το όνομά σου στους αδελφούς μου)»[πρβλ. Ψαλμ.21,23: «διηγήσομαι τ νομά σου τος δελφος μου, ν μέσ κκλησίας μνήσω σε.]. Γιατί, όταν ντύθηκε τη σάρκα, ντύθηκε επομένως και την αδελφική ιδιότητα προς τους ανθρώπους, και συνεισήλθε μαζί με τη σάρκα και η αδελφική σχέση.
Και αυτό βέβαια εύλογα το λέγει, όμως το «ἐγὼ ἔσομαι πεποιθὼς ἐπ᾿ αὐτῷ (:εγώ θα εμπιστευθώ τον εαυτό μου σ’ Αυτόν)», τι το θέλει; Και το επόμενο εύλογα το είπε· «ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός (:ιδού εγώ και τα παιδιά που μου έδωσε ο Θεός)»[πρβλ. Ησ.8,18]. Όπως δηλαδή εδώ δείχνει τον εαυτό Του Πατέρα, έτσι εκεί τον δείχνει αδελφό· «θα διαλαλήσω», λέγει ο Ιησούς, «το όνομά σου στους αδελφούς μου».
Και πάλι δείχνει την υπεροχή και τη μεγάλη διαφορά με τα επόμενα που λέγει: «ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος». «Επειδή λοιπόν τα παιδιά», λέγει, «έχουν αίμα και σάρκα». Βλέπεις ότι εννοεί την ομοιότητα; Ως προς τη σάρκα. «Παρόμοια και Αυτός μετέσχε στην ίδια ανθρώπινη φύση». Ας ντρέπονται όλοι οι αιρετικοί, ας κρυφτούν όσοι λέγουν ότι ο Ιησούς ήρθε φαινομενικά και όχι πραγματικά. Γιατί δεν είπε μόνο ότι πήρε τα ίδια και ύστερα σιώπησε(αν και βέβαια κι αυτό να έλεγε θα ήταν αρκετό),αλλά ο Απόστολος Παύλος φανέρωσε κάποιο άλλο μεγαλύτερο, προσθέτοντας το «παραπλησίως :παρόμοια». Ούτε φανταστικά ούτε εικονικά, λέγει, αλλά πραγματικά· γιατί το «παραπλησίως» δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.
Στη συνέχεια δείχνει την αδελφική σχέση και αναφέρει την αιτία της οικονομίας του πράγματος· «ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διάβολον»: «Για να καταστήσει», λέγει, «με τον θάνατό Του ανίσχυρο εκείνον που είχε τη δύναμη και την εξουσία του θανάτου, δηλαδή τον διάβολο». Εδώ δείχνει κάτι που είναι άξιο θαυμασμού, ότι δηλαδή με εκείνο που εξουσίαζε ο διάβολος, με εκείνο ηττήθηκε, και ότι με εκείνο που ήταν ισχυρό όπλο του εναντίον της οικουμένης, ο θάνατος, με αυτό τον έπληξε ο Χριστός· ακόμη φανερώνει και τη μεγάλη δύναμη του νικητή. Βλέπεις πόσο καλό προξένησε ο θάνατος του Ιησού;
«Καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας»: « Και να ελευθερώσει εκείνους», λέγει, «που από τον φόβο του θανάτου ήταν υποδουλωμένοι σε όλη τους τη ζωή». Για ποιο λόγο τρομάζετε, λέγει, γιατί φοβάστε αυτόν που καταργήθηκε; Δεν είναι πια φοβερός, αλλά καταπατήθηκε, εξευτελίσθηκε, είναι ασήμαντος και τιποτένιος. Τι όμως σημαίνει το «όσοι από φόβο του θανάτου ήταν υποδουλωμένοι σε όλη τους τη ζωή»; Τι εννοεί με αυτό; Ότι όποιος φοβάται τον θάνατο, είναι δούλος και δέχεται τα πάντα για να μην πεθάνει· ή το άλλο εννοεί, ότι δηλαδή όλοι ήταν δούλοι του θανάτου και εξουσιάζονταν απ’ αυτόν που δεν είχε ακόμη καταλυθεί· ή αν δεν είναι αυτό, ότι οι άνθρωποι ζούσαν διαρκώς με φόβο. Γιατί, περιμένοντας πάντοτε ότι θα πεθάνουν και φοβούμενοι τον θάνατο, δεν μπορούσαν να γνωρίσουν καμία ευχαρίστηση, επειδή είχαν το φόβο αυτόν. Γιατί αυτό υπαινίχθηκε, λέγοντας, «σε όλη τους τη ζωή».
Εδώ δείχνει ότι ταλαιπωρούνται, όσοι πιέζονται, όσοι διώκονται, ενώ όσοι δεν έχουν πατρίδα και περιουσία και όλα τα άλλα, ζουν πιο ευχάριστα και πιο ελεύθερα από εκείνους που παλαιότερα ζούσαν με απολαύσεις, που δεν έπαθαν τίποτε τέτοιο, που ευημερούσαν. Γιατί εκείνοι, περνώντας όλη τους τη ζωή κάτω από αυτόν τον φόβο, ήταν και δούλοι, ενώ αυτοί είναι απαλλαγμένοι από τον φόβο αυτόν και περιφρονούν εκείνο που έτρεμαν εκείνοι. Όπως κάποιος δηλαδή που ενθαρρύνει με πολλή ευγένεια τον φυλακισμένο που πρόκειται να θανατωθεί και το περιμένει πάντοτε αυτό, κάτι τέτοιο ήταν την παλιά εποχή ο θάνατος. Τώρα όμως έγινε το ίδιο, όπως αν κάποιος, διώχνοντας αυτόν τον φόβο, τον προέτρεπε με ευγένεια να αγωνίζεται, και ορίζοντας και τον αγώνα, υποσχόταν να τον οδηγήσει όχι στον θάνατο, αλλά στη βασιλεία.
Από ποιους λοιπόν θα ήθελες να είσαι; Από τους φυλακισμένους που ενθαρρύνονται και καθημερινά περιμένουν την απόφαση, ή από αυτούς που αγωνίζονται πολύ και κουράζονται με τη θέλησή τους για να φορέσουν το διάδημα της βασιλείας; Βλέπεις πώς ενθάρρυνε την ψυχή τους και τους ανέβασε ψηλά; Και δείχνει ότι όχι μόνο ο θάνατος έχει καταλυθεί, αλλά ότι με αυτόν έχει καταργηθεί και εκείνος που επιχειρούσε και κάνει πάντοτε τον άσπονδο πόλεμο εναντίον μας, δηλαδή ο διάβολος. Γιατί εκείνος που δε φοβάται τον θάνατο είναι έξω από την τυραννική εξουσία του διαβόλου. Αν κάποιος δηλαδή για να σώσει το δέρμα του θα έδινε άλλο δέρμα και για να σώσει τη ζωή του θα έδινε τα πάντα [Ιώβ 2,4: « πολαβν δ διάβολος επε τ Κυρί· δέρμα πρ δέρματος· κα πάντα, σα πάρχει νθρώπ, πρ τς ψυχς ατο κτίσει·(: Ο διάβολος παίρνοντας τον λόγο είπε προς τον Κύριο· “για να σώσει κανείς το δέρμα του, ευχαρίστως δίνει άλλο δέρμα. Όλα όσα έχει ο άνθρωπος μπορεί να τα θυσιάσει, αρκεί να διατηρήσει έτσι την ζωή του)», όταν κανείς αποφασίζει να περιφρονήσει ακόμη και τη ζωή του, τίνος θα είναι στη συνέχεια δούλος; Κανέναν δε φοβάται, κανέναν δεν τρέμει· από όλους είναι ανώτερος και από όλους περισσότερο ελεύθερος. Γιατί, εκείνος που περιφρονεί τη ζωή του, πολύ περισσότερο θα περιφρονήσει τα άλλα. Όταν ο διάβολος βρει μια τέτοια ψυχή, τίποτε από τα δικά του δε θα μπορέσει να κάνει σε αυτήν. Τι δηλαδή, πες μου, θα τη φοβερίσει με απώλεια χρημάτων και ατίμωση και εξορία από την πατρίδα; Αυτά όμως είναι ασήμαντα γι’ αυτόν που δε θεωρεί τη ζωή του πολύτιμη, σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο[Πραξ. 20,24: «λλ᾿ οδενς λόγον ποιομαι οδ χω τν ψυχήν μου τιμίαν μαυτ, ς τελεισαι τν δρόμον μου μετ χαρς κα τν διακονίαν ν λαβον παρ το Κυρίου ησο, διαμαρτύρασθαι τ εαγγέλιον τς χάριτος το Θεοῦ(:Αλλά τίποτε από αυτά δεν θεωρώ άξιο λόγου, να με εμποδίσει από την πορεία μου, ούτε και θεωρώ την ζωή μου πολύτιμη για εμένα, όσο θεωρώ σπουδαίο να φθάσω στο τέλος του δρόμου μου με χαρά και ειρήνη συνειδήσεως και να φέρω εις πέρας την αποστολή, που έχω λάβει από τον Κύριο Ιησού, και η οποία είναι να κηρύξω και να δώσω άφοβα την καλή μαρτυρία για το Ευαγγέλιο της χάριτος του Θεού)»].
Βλέπεις ότι απομάκρυνε την τυραννία του θανάτου και συγχρόνως διέλυσε τη δύναμη του διαβόλου; Γιατί εκείνος που γνωρίζει να φιλοσοφεί πολύ για την ανάσταση, πώς θα φοβάται τον θάνατο και πώς θα τρομάζει στη συνέχεια; Μη στενοχωριέστε, λοιπόν, λέγοντας «για ποιο λόγο τα πάθαμε αυτά και εκείνα;» , γιατί έτσι η νίκη γίνεται λαμπρότερη. Δε θα ήταν όμως λαμπρή αν δεν κατέλυε τον θάνατο με θάνατο. Και το θαυμαστό είναι τούτο, ότι τον νίκησε με αυτά με τα οποία ήταν δυνατός αυτός, δείχνοντας παντού την εφευρετικότητα και την επινοητικότητά Του. Ας μην αρνηθούμε λοιπόν τη δωρεά που μας δόθηκε. «ο γρ δωκεν μν Θες Πνεμα δειλας, λλ δυνμεως κα γπης κα σωφρονισμοῦ»: «Γιατί δε λάβαμε», λέγει, «πνεύμα δειλίας, αλλά πνεύμα δύναμης και αγάπης και σωφρονισμού»[Β΄Τιμ.1,7].Ας σταθούμε λοιπόν γενναία, περιφρονώντας τον θάνατο.
Αλλά μου ήρθε να αναστενάξω πικρά, αναλογιζόμενος πού μας ανέβασε ο Χριστός και πού κατεβάσαμε εμείς τον εαυτό μας. Γιατί, όταν βλέπω τους θρήνους που γίνονται στην αγορά, τις κραυγές που βγάζουν για εκείνους που πεθαίνουν, τους οδυρμούς, τις άλλες ασχημοσύνες, πιστέψτε με, ντρέπομαι και τους εθνικούς και τους Ιουδαίους και τους αιρετικούς που βλέπουν και όλους γενικά εκείνους που μας περιγελούν γι΄ αυτό. Όσα κι αν πω τώρα, θα τα πω στα χαμένα φιλοσοφώντας για την ανάσταση. Γιατί; Επειδή οι εθνικοί δεν προσέχουν αυτά που λέγω εγώ, αλλά αυτά που κάνετε εσείς· αμέσως δηλαδή θα πουν· «Πότε κάποιος από αυτούς θα μπορέσει να περιφρονήσει τον θάνατο, τη στιγμή που δεν μπορεί να δει άλλον πεθαμένο;».
Τα λεγόμενα από τον Παύλο είναι καλά και άξια των ουρανών και της φιλανθρωπίας του Θεού. Τι λέγει δηλαδή; «Και να ελευθερώσει εκείνους που από τον φόβο του θανάτου ήταν υποδουλωμένοι σε όλη τους τη ζωή». Αλλά εσείς δεν αφήνετε να πιστεύονται αυτά, γιατί τα πολεμάτε με τα έργα σας, αν και ο Θεός αντέταξε πολλά εναντίον αυτού του πράγματος, για να εξαλείψει αυτή την κακή συνήθεια. Γιατί πες μου· τι θέλουν οι φαιδρές λαμπάδες; Δεν τους προπέμπουμε τους Χριστιανούς νεκρούς μας σαν αθλητές; Και τι θέλουν οι ύμνοι; Δε δοξάζουμε τον Θεό και δεν Τον ευχαριστούμε επειδή ήδη στεφάνωσε τον νεκρό, τον απάλλαξε από τους κόπους, απομάκρυνε τον φόβο του και τον έχει κοντά Του; Δεν αναπέμπονται γι’ αυτό οι ύμνοι; Δε λέγονται γι’ αυτό οι ψαλμωδίες; Όλα αυτά είναι εκδηλώσεις ανθρώπων που χαίρονται, γιατί λέγει «εθυμε τις; ψαλλτω(:βρίσκεται κάποιος σε ευθυμία; Ας ψάλλει».[Ιακ.5,13]. Αλλά οι εθνικοί δεν προσέχουν σε αυτά.
«Μη λοιπόν», θα μπορούσε να πει κάποιος ειδωλολάτρης, «μου πεις για εκείνον που κάνει πνευματικό αγώνα σε στιγμή που δε βρίσκεται σε θλίψη και δοκιμασία, γιατί αυτό δεν είναι καθόλου σπουδαίο, ούτε θαυμαστό, αλλά δείξε μου αυτόν που φιλοσοφεί πώς συμπεριφέρεται κατά τη διάρκεια του πάθους και της δοκιμασίας του θανάτου προσφιλών του προσώπων, και τότε θα πιστέψω στην ανάσταση». Και να το κάνουν βέβαια αυτό οι γυναίκες του κόσμου δεν είναι καθόλου παράξενο, αν και αυτό είναι φοβερό· γιατί και απ’ αυτές απαιτείται η ίδια φιλοσοφία. Γι’ αυτό και ο Παύλος λέγει: «Ο θέλομεν δ μς γνοεν, δελφοί, περ τν κεκοιμημένων, να μ λυπσθε καθς κα ο λοιπο ο μ χοντες λπίδα.(:Δε θέλουμε, αδελφοί μου, να βρίσκεστε σε άγνοια σχετικά με αυτούς που πέθαναν, για να μη λυπάστε και εσείς όπως και οι άλλοι που δεν έχουν ελπίδα αναστάσεως και αιωνίου ζωής)»[Α΄Θεσ.4,13]. Δεν τα έγραφε σε μοναχούς αυτά ούτε σε παρθένους, αλλά και σε κοσμικές γυναίκες που ήταν παντρεμένες και ζούσαν μέσα στον κόσμο. Αλλά δεν είναι τόσο φοβερό αυτό· όταν όμως κάποια γυναίκα ή κάποιος άνδρας βγάζει τις τρίχες και εκείνη οδύρεται πολύ, τι υπάρχει πιο άσχημο από αυτό; Πιστέψτε με που λέγω αυτά· αν δε γίνεται όπως έπρεπε να γινόταν, για πολύ χρόνο θα έπρεπε να είναι γι’ αυτούς κλειστές οι πόρτες της εκκλησίας. Γιατί εκείνοι που πραγματικά είναι άξιοι για πένθος είναι αυτοί που ακόμη φοβούνται και τρέμουν τον θάνατο, που δυσπιστούν για την ανάσταση.
Αλλά ,θα έλεγε κάποιος, δε δυσπιστώ για την ανάσταση, αλλά επιζητώ τη συνήθεια του πράγματος. Γιατί, λοιπόν, πες μου, όταν φεύγεις σε ταξίδι, και μάλιστα σε ταξίδι μακρινό, δεν κάνεις τα ίδια; «Κλαίω και τότε», θα απαντούσε, και «επιζητώ τους θρήνους». Αλλά εκείνο είναι απόδειξη εκείνης που πραγματικά επιζητεί τη συνήθεια, ενώ αυτό εκείνης που έχασε την ελπίδα της για την επιστροφή. Σκέψου τι ψάλλεις την ώρα εκείνη· «πίστρεψον, ψυχή μου, ες τν νάπαυσίν σου, τι Κύριος εηργέτησέ σε(:ξαναγύρισε, ψυχή μου,στην ανάπαυσή σου, γιατί ο Κύριος σε έχει ευεργετησει»[Ψαλμ.114,7]· και πάλι: « ἐὰν γρ κα πορευθ ν μέσ σκις θανάτου, ο φοβηθήσομαι κακά, τι σ μετ᾿ μο ε·(:ακριβώς, διότι εσύ, Κύριε, είσαι ο στοργικός προστάτης μου και ποιμένας, εάν βαδίσω και περάσω διαμέσου σκοτεινών και απόκρημνων περιοχών και εάν αντικρύσω τον θάνατο, δε θα φοβηθώ μήπως πάθω κάτι κακό, διότι εσύ θα είσαι μαζί μου)»[Ψαλμ.22,4]. Και πάλι: «σύ μου ε καταφυγ π θλίψεως τς περιεχούσης με(: Εσύ είσαι η καταφυγή μου στον καιρό της θλίψεως που με έχει κυριεύσει)»[ Ψαλμ.31,7]. Σκέψου το νόημα αυτών των ψαλμών. Δεν προσέχεις όμως, αλλά μεθάς από το πένθος. Τουλάχιστο μελέτησε καλά στις κηδείες των άλλων, για να έχεις φάρμακα στις δικές σου. «Ξαναγύρισε, ψυχή μου, στην ανάπαυσή σου, διότι ο Κύριος σε έχει ευεργετήσει», λέγεις και δακρύζεις; Δεν είναι θεατρινισμός αυτά και υποκρισία; Γιατί, αν πράγματι πιστεύεις σε αυτά που λέγεις, είναι περιττό να πενθείς· αν όμως παίζεις και υποκρίνεσαι και τα θεωρείς αυτά παραμύθια , γιατί ψάλλεις; Γιατί ανέχεσαι αυτούς που παρευρίσκονται εκεί; Γιατί δε διώχνεις αυτούς που ψάλλουν; Αυτό, λέγει, είναι απόδειξη παρανοϊκών ανθρώπων. Και εκείνο πολύ περισσότερο.
Τώρα λοιπόν συμβουλεύω αργότερα όμως με την πάροδο του χρόνου θα χρησιμοποιήσω αυστηρότερα το πράγμα. Γιατί πραγματικά φοβάμαι πάρα πολύ, μήπως με αυτόν τον τρόπο εισχωρήσει κάποια φοβερή αρρώστια στην εκκλησία. Αυτόν λοιπόν τον θρήνο θα τον διορθώσουμε αργότερα. Τώρα όμως παραγγέλλω και διακηρύττω σε πλουσίους και φτωχούς, σε γυναίκες και σε άνδρες. Είθε λοιπόν όλοι σας να φύγετε από τη ζωή χωρίς να σας πενθήσουν, και σύμφωνα με τον νόμο που αρμόζει οι πατέρες, αφού γεράσουν να προπέμπονται από τους γιους τους και οι μητέρες από τις θυγατέρες και τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους σε βαθιά γηρατειά κι πουθενά να μη συμβαίνει πρόωρος θάνατος. Είθε λοιπόν να γίνει αυτό, και αυτό εύχομαι και παρακαλώ τους επισκόπους και όλους εσάς να προσευχηθείτε στον Θεό ο ένας για τον άλλον και να κάνετε όλοι μαζί αυτήν την προσευχή.
Αν όμως, πράγμα που είθε να μην τύχει και να μη συμβεί, γίνει κάποιος πικρός θάνατος( και πικρός, εννοώ όχι ως προς τη φύση, γιατί δεν είναι πια πικρός ο θάνατος, καθόσον δε διαφέρει καθόλου από τον ύπνο, αλλά πικρός εννοώ ως προς τη δική μας διάθεση), αν λοιπόν συμβεί αυτός ο θάνατος και μερικοί πληρώσουν αυτές που θρηνούν, πιστέψτε με που το λέγω, γιατί δε θα το πω διαφορετικά αλλά όπως μπορώ, και όποιος θέλει ας οργίζεται· θα τον απομακρύνω για πολύ χρόνο από την εκκλησία σαν τον ειδωλολάτρη. Γιατί αν ο Παύλος ονομάζει ειδωλολάτρη τον πλεονέκτη[Κολ. 3,5: «Νεκρσατε ον τ μλη μν τ π τς γς, πορνεαν, καθαρσαν, πθος, πιθυμαν κακν, κα τν πλεονεξαν, τις στν εδωλολατρα»] , πολύ περισσότερο αυτόν που εισάγει στην περίπτωση του πιστού τις ειδωλολατρικές συνήθειες.
Για ποιο λόγο, πες μου, καλείς τους πρεσβύτερους και τους ψάλτες; Όχι για να παρηγορήσεις, όχι για να τιμήσεις αυτόν που πέθανε; Γιατί λοιπόν τον υβρίζεις; Γιατί τον διαπομπεύεις; Και γιατί παίζεις όπως στη θεατρική σκηνή; Εμείς ερχόμαστε φιλοσοφώντας τα σχετικά με την ανάσταση, διδάσκοντας όλους, και αυτούς που δεν έχουν πληγεί ακόμη, με την τιμή που αποδίδουν σε εκείνον, αν ποτέ συνέβαινε κάτι τέτοιο, να υποφέρουν με γενναιότητα, και εσύ φέρνεις αυτούς που καταργούν τα δικά μας, όσο βέβαια μπορούν;
Τι υπάρχει χειρότερο από αυτήν τη γελοιοποίηση και τον χλευασμό; Τι είναι βαρύτερο από αυτήν την ανωμαλία; Κοκκινίστε και ντραπείτε. Αν όμως δε θέλετε, εγώ δεν ανέχομαι να εισάγετε τέτοιες ολέθριες συνήθειες στην εκκλησία. «Εκείνους που αμαρτάνουν», λέγει σε άλλη του επιστολή ο Παύλος, «να τους ελέγχεις ενώπιον όλων»[ Α΄Τιμ. 5,20: «τος μαρτνοντας νπιον πντων λεγχε»]. Αλλά και εκείνες τις ταλαίπωρες και άθλιες γυναίκες μιλώντας σε σας τις απαγορεύουμε να έρχονται στις εκφορές των πιστών, για να μην τις αναγκάσουμε πραγματικά να θρηνούν τα δικά τους κακά και να τις μάθουμε να μην τα κάνουν αυτά σε ξένα κακά, αλλά να οδύρονται περισσότερο για τις δικές τους συμφορές. Γιατί και ο φιλόστοργος πατέρας, όταν έχει παιδί άτακτο, δε συμβουλεύει μόνο αυτό να μην πλησιάζει τους κακούς, αλλά και εκείνους φοβερίζει. Να, λοιπόν, συμβουλεύω και σας και εκείνες, μιλώντας σε σας, ώστε ούτε εσείς να καλείτε αυτές τις γυναίκες ούτε εκείνες να έρχονται.
Και είθε ο λόγος να επιτύχει κάτι περισσότερο και η απειλή να το κατορθώσει. Αν όμως, πράγμα που εύχομαι να μη συμβεί, με περιφρονήσετε, θα αναγκασθώ να πραγματοποιήσω στο μέλλον την απειλή, τιμωρώντας εσάς με τους εκκλησιαστικούς νόμους και εκείνες όπως τις ταιριάζει. Και αν κάποιος δείχνοντας αυθάδεια τα περιφρονεί αυτά, ας ακούει τον Χριστό που λέγει και τώρα: ««Ἐὰν δ μαρτήσ ες σ δελφός σου, παγε κα λεγξον ατν μεταξ σο κα ατο μόνου· άν σου κούσ, κέρδησας τν δελφόν σου· ἐὰν δ μ κούσ, παράλαβε μετ σο τι να δύο, να π στόματος δύο μαρτύρων τριν σταθ πν ῥῆμα. ἐὰν δ παρακούσ ατν, επ τ κκλησί· ἐὰν δ κα τς κκλησίας παρακούσ, στω σοι σπερ θνικς κα τελώνης»(:Εάν φταίξει σε σένα ο αδελφός σου, πήγαινε και υπόδειξέ του το σφάλμα του ιδιαιτέρως· εάν ακούσει την υπόδειξή σου και μετανοήσει δια το σφάλμα του, κέρδισες τον αδελφό σου για τον Θεό και για εσένα τον ίδιο. Εάν όμως δεν σε ακούσει, τότε πάρε μαζί σου ένα ακόμη η δύο και κάνε του παρατήρηση, ώστε να στηριχτεί και κατοχυρωθεί έτσι η αλήθεια επάνω στην βεβαίωση δύο ή τριών μαρτύρων. Εάν δε παρακούσει και στις συμβουλές αυτών, πες το γεγονός στην Εκκλησία. Εάν δε δεν σεβασθεί και παρακούσει την Εκκλησία, ας είναι για σένα όπως ο ειδωλολάτρης και ο αμετανόητος τελώνης, οι οποίοι δεν ανήκουν στην Εκκλησία)»[Ματθ. 18.15-17]. Αν λοιπόν αυτόν που αμαρτάνει σε μένα, όταν δεν υπακούσει, προστάζει έτσι να τον αποστρέφομαι, εσείς να κρίνετε πώς πρέπει να συμπεριφέρομαι σε εκείνον που αμαρτάνει στον εαυτό του και στον Θεό· γιατί εσείς με κατηγορείτε ότι δε φέρομαι ήπια σε σας.
Αν κάποιος περιφρονεί τους περιορισμούς που επιβάλλω, ας τον συνετίζει πάλι ο Χριστός που λέγει· « μν λέγω μν, σα ἐὰν δήσητε π τς γς, σται δεδεμένα ν τ οραν, κα σα ἐὰν λύσητε π τς γς, σται λελυμένα ν τ ορανῷ(:Σας διαβεβαιώνω ότι όσα αμαρτήματα αφήσετε δεμένα και ασυγχώρητα στη γη, θα μείνουν δεμένα και ασυγχώρητα και στον ουρανό. Και όσα συγχωρήσετε στη γη, θα είναι συγχωρημένα και λυμένα στον ουρανό.»[Ματθ.18,18]. Αν και βέβαια εγώ είμαι ταλαίπωρος και τιποτένιος και άξιος για περιφρόνηση, όπως και πραγματικά είμαι, όμως δεν εκδικούμαι ο ίδιος, ούτε ανταποδίδω οργή, αλλά φροντίζω για τη δική σας σωτηρία. Κοκκινίστε, παρακαλώ, και ντραπείτε. Γιατί, αν κάποιος ανέχεται τον φίλο όταν τον επικρίνει αυστηρότερα από όσο πρέπει, εξετάζοντας τον σκοπό του και επειδή το κάνει αυτό από φιλική διάθεση και όχι από αλαζονεία, πολύ περισσότερο οφείλει να ανέχεται τον διδάσκαλο που ούτε ο ίδιος τα λέγει αυτά αυθεντικά, ούτε σαν άρχοντας, αλλά σαν κηδεμόνας. Γιατί δεν τα λέγω αυτά θέλοντας να επιδείξω εξουσία(πώς θα τα έλεγα εγώ που εύχομαι να μην τα γνωρίσετε αυτά;), αλλά επειδή στενοχωριέμαι και κόπτομαι για σας.
Συγχωρείστε με λοιπόν για τα λεγόμενα και κανείς ας μην περιφρονεί τα εκκλησιαστικά δεσμά. Γιατί δεν είναι άνθρωπος αυτός που δένει, αλλά ο Χριστός που μας έδωσε αυτήν την εξουσία και κάνει τους ανθρώπους άξιους μιας τόσο μεγάλης τιμής. Εμείς βέβαια θέλουμε να χρησιμοποιούμε την εξουσία στο να λύνουμε τα δεσμά· ή καλύτερα ούτε την ανάγκη αυτού του πράγματος θέλουμε να έχουμε. Γιατί δε θέλουμε να υπάρχει σε μας κανένας δεμένος και ασυγχώρητος· δεν είμαστε τόσο άθλιοι και ταλαίπωροι, αν και είμαστε πάρα πολύ ασήμαντοι. Αν όμως αναγκαστούμε, συγχωρείστε μας. Γιατί δε θέτουμε τα δεσμά των επιτιμίων και των κανόνων από ευχαρίστηση, ούτε επειδή θέλουμε, αλλά επειδή λυπούμαστε για σας τους δεμένους. Και αν κάποιος τα περιφρονεί, θα έρθει ο καιρός της κρίσης που θα τον διδάξει. Τη συνέχεια δε θέλω να την πω για να μην πλήξω τον νου σας.
Εγώ λοιπόν πρώτα εύχομαι να μην έρθω στην ανάγκη· αν όμως έρθω, εκπληρώνω το καθήκον μου, θέτω τα δεσμά. Και αν κάποιος σπάσει τα δεσμά, εγώ έκαμα το χρέος μου και είμαι ανεύθυνος για τη συνέχεια· γι’ αυτό όμως θα απολογηθείς σε Εκείνον που με πρόσταξε να σε δέσω. Γιατί αν ενώ ο βασιλιάς κάθεται πρώτος, πάρει κάποιος από τους παρόντες σωματοφύλακες εντολή να δέσει κάποιον από τους στρατιωτικούς και να του θέσει τα δεσμά, και αυτός όχι μόνο τον απωθήσει αλλά και σπάσει τα δεσμά, δε θα υβρισθεί ο σωματοφύλακας, αλλά πολύ περισσότερο ο βασιλιάς που έδωσε την εντολή. Αν λοιπόν όσα γίνονται στους πιστούς ο Θεός τα θεωρεί ότι γίνονται στον εαυτό του, όταν υβρίζετε αυτούς που πήραν την εντολή να διδάσκουν, πολύ περισσότερο θα συμπεριφερθεί σαν να υβρίζεται ο ίδιος. Αλλά είθε κανείς από όσους βρίσκονται στην εκκλησία αυτή να μην έρθει στην ανάγκη αυτών των δεσμών. Γιατί, όπως το να μην αμαρτάνει κανείς είναι καλό, έτσι το να ανέχεται την επιτίμηση είναι χρήσιμο.
Ας ανεχόμαστε λοιπόν την επίπληξη και ας φροντίζουμε να μην αμαρτάνουμε. Αν όμως αμαρτήσουμε, ας ανεχόμαστε την επιτίμηση. Γιατί, όπως είναι καλό βέβαια να μην πληγώνεται κανείς, αλλά αν συμβεί αυτό είναι χρήσιμο να μπαίνει το φάρμακο πάνω στην πληγή, έτσι πρέπει να γίνεται και εδώ. Μακάρι όμως να μη χρειασθεί κανείς από αυτά τα φάρμακα. «Πεπείσμεθα δ περ μν, γαπητοί, τ κρείττονα κα χόμενα σωτηρίας, ε κα οτω λαλομεν(:Για σας όμως, αδελφοί, αν και σας ομιλούμε τόσο επιτιμητικά, έχουμε ακλόνητη την πεποίθηση, ότι προοδεύετε προς τα καλύτερα και προς εκείνα, τα οποία συνδέονται με την αιώνια σωτηρία σας.»[ Εβρ.6,9].Μίλησα όμως αυστηρότερα για περισσότερη ασφάλεια. Γιατί είναι προτιμότερο να με θεωρείτε θρασύ και σκληρό και αυθάδη, παρά να μην κάνετε αυτά που αρέσουν στο Θεό. Και πιστεύω στον Θεό ότι δε θα υπάρξει σε σας ανώφελη αυτή η επιτίμηση, αλλά θα αλλάξετε τόσο, ώστε να χρησιμοποιείτε αυτά τα λόγια στα δικά σας εγκώμια και τους επαίνους.
Εύχομαι να ζούμε όπως αρέσει στον Θεό, για να αξιωθούμε όλοι να επιτύχουμε τα αγαθά εκείνα, που υποσχέθηκε ο Θεός σε εκείνους που Τον αγαπούν, με τη βοήθεια του Κυρίους μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα κι συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΟΜΙΛΙΑ Ε΄
«οὐ γὰρ δήπου ἀγγέλων ἐπιλαμβάνεται, ἀλλὰ σπέρματος Ἀβραὰμ ἐπιλαμβάνεται. ὅθεν ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι(:Έπρεπε δε να ενανθρωπήσει ο Υιός, διότι δεν αναλαμβάνει βέβαια να βοηθήσει και να στηρίξει στη σωτηρία άυλους αγγέλους (επειδή τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη να γίνει άνθρωπος), αλλά έρχεται να βοηθήσει τους απογόνους του Αβραάμ. Επομένως έπρεπε να γίνει άνθρωπος, όμοιος καθ’ όλα με τους αδελφούς του)».
Θέλοντας ο Παύλος να δείξει τη μεγάλη φιλανθρωπία του Θεού και την αγάπη που είχε για το ανθρώπινο γένος, αφού είπε, «πε ον τ παιδία κεκοινώνηκε σαρκς κα αματος κα ατς παραπλησίως μετέσχε τν ατν(:Επειδή δε τα παιδιά του Θεού, έχουν πάρει όλα την ασθενή και φθαρτή ανθρώπινη φύση, σάρκα και αίμα, για τούτο και Αυτός κατά παρόμοιο τρόπο πήρε σάρκα και αίμα, την ανθρώπινη φύση, χωρίς όμως καμιά αμαρτία»[Εβρ. 2,14], διασαφηνίζει το χωρίο αυτό και λέγει: «ο γρ δήπου γγέλων πιλαμβάνεται(:Έπρεπε δε να ενανθρωπήσει ο Υιός, διότι δεν αναλαμβάνει βέβαια να βοηθήσει και στηρίξει στην σωτηρία άυλους αγγέλους (επειδή τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη να γίνει άνθρωπος)». Μην εκλάβεις επιπόλαια αυτό που λέχθηκε, ούτε να θεωρήσεις πως αυτό είναι κάποιο απλό πράγμα, το ότι δηλαδή Αυτός έλαβε τη δική μας σάρκα· γιατί «ο γρ δήπου γγέλων πιλαμβάνεται, λλ σπέρματος βραμ πιλαμβάνεται», δεν το χάρισε αυτό στους αγγέλους, αλλά τους απογόνους του Αβραάμ. Τι σημαίνει αυτό που λέγει; Δεν ανέλαβε τη φύση του αγγέλου, αλλά του ανθρώπου. Και τι σημαίνει «ἐπιλαμβάνεται»; Από μεταφορά εκείνων που καταδιώκουν όσους τους αποστρέφονται και κάνουν τα πάντα για να τους εμποδίσουν, ενώ φεύγουν και να τους συλλάβουν καθώς τρέχουν. Aπομακρυνόμενη δηλαδή από Aυτόν η ανθρώπινη φύση και μάλιστα φεύγοντας πολύ μακριά(γιατί, λέγει, « τι τε ν τ καιρ κείν χωρς Χριστο, πηλλοτριωμένοι τς πολιτείας το σραλ κα ξένοι τν διαθηκν τς παγγελίας, λπίδα μ χοντες κα θεοι ν τ κόσμ(:να θυμάστε ότι κατά τον καιρό εκείνο ζούσατε χωρίς Χριστό, αποξενωμένοι από το θεοσύστατο πολίτευμα των Ισραηλιτών και ξένοι προς τις διαθήκες, με τις οποίες ο Θεός υποσχόταν την λύτρωση δια του Χριστού. Δεν είχατε καμία ελπίδα για σωτηρία και αιώνια ζωή, δεν γνωρίζατε τον αληθινό Θεό και ζούσατε σαν άθεοι στον κόσμο)»[Εφ. 2,12], Αυτός την καταδίωξε και τη συνέλαβε. Από εδώ αποδεικνύεται πως αυτό το έκαμε μόνο από φιλανθρωπία και αγάπη και ενδιαφέρον για μας. Όπως λοιπόν όταν λέγει «οχ πάντες εσ λειτουργικ πνεύματα ες διακονίαν ποστελλόμενα δι τος μέλλοντας κληρονομεν σωτηρίαν;(: Όλοι οι άγγελοι δεν είναι πνεύματα υπηρετικά, τα οποία αποστέλλονται από τον Θεό, για να εξυπηρετούν αυτούς, που μέλλουν να κληρονομήσουν τη σωτηρία;)»[Εβρ.1,14],αποδεικνύει τη μεγάλη Του φροντίδα για την ανθρώπινη φύση και ότι ο Θεός ενδιαφέρεται πολύ γι’ αυτήν, έτσι και εδώ το πολύ μεγαλύτερο το αναφέρει με τη σύγκριση που κάνει λέγοντας: «γιατί δεν έρχεται να βοηθήσει αγγέλους».
Πραγματικά είναι μεγάλο και θαυμαστό και εκπληκτικό να κάθεται στον ουρανό η σάρκα που είναι από μας και να προσκυνείται από τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και τα Σεραφείμ και τα Χερουβίμ. Όταν το σκέπτομαι αυτό πολλές φορές, εκπλήσσομαι και φαντάζομαι μεγάλα πράγματα για το ανθρώπινο γένος. Γιατί βλέπω μεγάλα και λαμπρά τα προοίμια και μεγάλο το ενδιαφέρον του Θεού για τη δική μας φύση. Και δεν είπε απλώς ότι έρχεται να βοηθήσει τους ανθρώπους, αλλά, θέλοντας να τους εξυψώσει και να δείξει το γένος τους μεγάλο και τίμιο, λέγει: «αλλά έρχεται να βοηθήσει τους απογόνους του Αβραάμ».
«Επομένως έπρεπε να γίνει σε όλα όμοιος με τους αδελφούς Του». Τι σημαίνει, «σε όλα»; Γεννήθηκε, λέγει, τράφηκε, μεγάλωσε, έπαθε όλα όσα έπρεπε, και τέλος πέθανε. Αυτό σημαίνει το «έπρεπε να γίνει σε όλα όμοιος με τους αδελφούς Του». Αφού λοιπόν είπε πολλά για τη μεγαλοσύνη Του και την ουράνια δόξα Του, στη συνέχεια κάνει λόγο για την οικονομία του Θεού. Και πρόσεχε με πόση σύνεση και δύναμη, πώς τον παρουσιάζει να προσπαθεί πολύ, ώστε να γίνει όμοιος με μας, πράγμα που δείχνει το μεγάλο Του ενδιαφέρον. Γιατί, αφού είπε παραπάνω, «επειδή λοιπόν τα παιδιά έχουν αίμα και σάρκα, και αυτός πήρε κατά παρόμοιο τρόπο τα ίδια», και εδώ λέγει, «έπρεπε να γίνει σε όλα όμοιος με τους αδελφούς Του». Σαν να έλεγε· Αυτός που είναι τόσο μεγάλος, η ακτινοβολία της δόξας του Θεού, η σφραγίδα της υπόστασής Του, Αυτός που δημιούργησε τον κόσμο, που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, Αυτός θέλησε και φρόντισε να γίνει σε όλα αδελφός μας και γι’ αυτό άφησε τους αγγέλους και τις ουράνιες δυνάμεις και κατέβηκε σε μας και ήρθε να μας βοηθήσει.
Πρόσεχε και πόσα αγαθά χάρισε· κατέλυσε τον θάνατο, μας έβγαλε από την τυραννία του διαβόλου, μας ελευθέρωσε από τη δουλεία, μας τίμησε αφού έγινε αδελφός μας. Και δε μας τίμησε μόνο με το να γίνει αδελφός μας, αλλά και με πολλά άλλα. Γιατί θέλησε να γίνει και Αρχιερέας μας προς τον Πατέρα· γι’ αυτό και προσθέτει, «για να γίνει ευσπλαχνικός και πιστός αρχιερέας στην υπηρεσία του Θεού». Γι’ αυτό, λέγει, ανέλαβε τη δική μας σάρκα, από φιλανθρωπία μόνο, για να μας ελεήσει· γιατί δεν υπάρχει καμία άλλη αιτία της οικονομίας, παρά μόνο αυτή. Είδε δηλαδή ότι ήμασταν πεσμένοι κάτω, χαμένοι, καταδυναστευόμενοι από τον θάνατο, και μας ελέησε.
«Για να μπορεί», λέγει, «να συγχωρεί τις αμαρτίες του λαού, για να γίνει ευσπλαχνικός και πιστός αρχιερέας». Τι σημαίνει «πιστός»; Αληθινός, δυνατός. Γιατί αρχιερέας πιστός είναι μόνο ο Υιός, δυνατός να απαλλάξει εκείνους των οποίων είναι αρχιερέας, από τα αμαρτήματά τους. Για να προσφέρει λοιπόν τη θυσία που μπορεί να μας καθαρίσει, γι’ αυτό έγινε άνθρωπος. Πρόσθεσε λοιπόν «στην υπηρεσία του Θεού». Δηλαδή, εξαιτίας της υπηρεσίας Του προς τον Θεό. Ήμασταν, λέγει, εχθροί του Θεού, καταδικασμένοι, περιφρονημένοι. Δεν υπήρχε κανείς να προσφέρει για μας θυσία. Είδε ότι βρισκόμασταν σε τέτοια κατάσταση και μας ελέησε, χωρίς να ορίσει σε μας αρχιερέα, αλλά έγινε ο ίδιος αρχιερέας πιστός, δηλαδή γνήσιος. Στη συνέχεια, για να δείξει πως έγινε πιστός, πρόσθεσε «για να εξιλεώνει τις αμαρτίες του λαού». «Γιατί επειδή ο ίδιος», λέγει, «υπέφερε και δοκιμάσθηκε, μπορεί να βοηθήσει όσους δοκιμάζονται».
Αυτό είναι πολύ ταπεινό και ευτελές και ανάξιο του Θεού. «Επειδή», λέγει, «έπαθε αυτό». Εδώ μιλάει για τον Χριστό που σαρκώθηκε και ίσως λέχθηκε για πληροφορία των ακροατών και εξαιτίας της αδυναμίας του. Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής· έπαθε αυτά που πάθαμε, και τώρα δεν αγνοεί τα δικά μας πάθη· δεν τα γνωρίζει δηλαδή ως Θεός μόνο, αλλά και ως άνθρωπος τα γνώρισε, επειδή δοκιμάσθηκε στην πράξη με αυτά· έπαθε πολλά, γνωρίζει να συμπάσχει. Αν και βέβαια ο Θεός είναι απαθής, όμως εδώ αναφέρεται σε εκείνα που έχουν σχέση με τη σάρκωση. Σαν να έλεγε· και αυτή η σάρκα του Χριστού έπαθε πολλά κακά. Γνωρίζει τι είναι θλίψη, γνωρίζει τι είναι πειρασμός, και όχι λιγότερο από μας που τα πάθαμε, γιατί πραγματικά και Αυτός έπαθε.
Τι λοιπόν σημαίνει το «μπορεί να βοηθήσει όσους δοκιμάζονται»; Σαν να έλεγε κανείς· με πολλή προθυμία θα απλώσει χέρι βοηθείας, θα δείξει συμπάθεια. Επειδή ήθελαν να έχουν κάτι μεγάλο και περισσότερο από τους πιστούς που προέρχονταν από τους εθνικούς, δείχνει ότι έχουν κάτι περισσότερο με αυτό, πράγμα που δεν έβλαπτε καθόλου τους εθνικούς. Και ποιο είναι αυτό; Ότι από αυτούς προέρχεται η σωτηρία, ότι αυτούς ήρθε να βοηθήσει πρώτα, ότι από εκεί ανέλαβε σάρκα. «Γιατί δεν έρχεται», λέγει, «να βοηθήσει αγγέλους, αλλά τους απογόνους του Αβραάμ». Με αυτό τιμάει τον πατριάρχη και δείχνει τι σημαίνει «απόγονοι του Αβραάμ». Γιατί τους θυμίζει την υπόσχεση που δόθηκε σε αυτόν που έλεγε, «τι πσαν τν γν, ν σ ρς, σο δώσω ατν κα τ σπέρματί σου ως αἰῶνος(:διότι όλη αυτήν την γη, την οποία βλέπεις, θα την δώσω σε σένα και στους απογόνους σου στους αιώνες.)»[ Γεν. 13,15], δείχνοντας με αυτό το πολύ μικρό τη συγγένεια, το ότι από έναν κατάγονται όλοι.
Επειδή όμως δεν ήταν μεγάλη εκείνη η συγγένεια, έρχεται πάλι σε αυτή και ασχολείται στη συνέχεια με την οικονομία της σάρκωσης και λέγει: «για να μπορεί να εξιλεώνει τις αμαρτίες του λαού». Για ποιο λόγο δεν είπε «της οικουμένης», αλλά «του λαού»; Γιατί πραγματικά σήκωσε τις αμαρτίες όλων μας. Επειδή πρώτα γι’ αυτούς ήταν ο λόγος Του. Γιατί και ο άγγελος έλεγε στον Ιωσήφ, «τέξεται δ υἱὸν κα καλέσεις τ νομα ατο ησον· ατς γρ σώσει τν λαν ατο π τν μαρτιν ατν(:Θα γεννήσει δε υιό, και εσύ (ο οποίος σύμφωνα με τον νόμο θεωρείσαι προστάτης και πατέρας του) θα το ονομάσεις Ιησού (δηλαδή Θεό-Σωτήρα), διότι Αυτός θα σώσει πράγματι τον λαό Του από τις αμαρτίες τους.)»[Ματθ.1,21]. Αυτό λοιπόν έπρεπε να γίνει πρώτο, και γι’ αυτό ήρθε, ώστε να σώσει αυτούς και τότε μέσω αυτών εκείνους, αν και έγινε το αντίθετο. Αυτό έλεγαν και οι απόστολοι από την αρχή· «μν πρτον Θες ναστήσας τν παδα ατο ησον πέστειλεν ατν ελογοντα μς ν τ ποστρέφειν καστον π τν πονηριν μν(:Σε σας πρώτα ο Θεός, αφού ανέστησε τον Υιό του τον Ιησού, και Τον απέδειξε ως Μεσσία, Τον έστειλε να σας ευλογεί, όταν θα μετανοήσετε για τις αμαρτίες σας και ο καθένας σας θα ξεκόβει από τις πονηρίες σας σε σας φανέρωσε τον δούλο Του και Τον έστειλε να σας ευλογεί»[Πράξ. 3,26]· και πάλι, «σε σας στάλθηκε το μήνυμα της σωτηρίας»[ Πράξ. 13,26]. Εδώ δείχνει την ευγενική καταγωγή των Ιουδαίων λέγοντας «για να μπορεί να εξιλεώνει τις αμαρτίες του λαού».
Πρώτα λέγει αυτά. Ότι βέβαια Αυτός είναι Εκείνος που συγχώρησε τις αμαρτίες όλων το φανέρωσε και στον παραλυτικό λέγοντας «φέωνταί σου α μαρτίαι(:σου συγχωρούνται οι αμαρτίες»[Ματθ.9,5], και στο βάπτισμα· γιατί λέγει στους μαθητές, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τ θνη, βαπτίζοντες ατος ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος(:Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα και διδάξτε σε όλα τα έθνη την αλήθεια. Και αυτούς που θα πιστέψουν και θα γίνουν μαθητές σας, βαπτίστε τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος).»[Ματθ.28,19].
[..] Και μην απορήσεις αν το «επειδή ο ίδιος δοκιμάσθηκε», λέχθηκε περισσότερο ανθρώπινα. Γιατί αν για τον Πατέρα, που δεν σαρκώθηκε, λέγει η Γραφή, «Κύριος κ το ορανο διέκυψεν καί εδε πάντας τος υος τν νθρώπων(:ο Κύριος έσκυψε από τον ουρανό και είδε όλους τους υιούς των ανθρώπων»[ Ψαλμ. 13, 2], δηλαδή έμαθε τα πάντα πολύ καλά, και « καταβς ον ψομαι, ε κατ τν κραυγν ατν τν ρχομένην πρός με συντελονται(:θα κατεβώ για να δω αν πράγματι οι αμαρτίες τους είναι όπως οι κραυγές τους που ανέρχονται προς Εμένα)»[Γεν. 18,21], και πάλι «δεν μπορεί ο Θεός να υποφέρει τις αμαρτίες των ανθρώπων» (φανερώνοντας η αγία Γραφή το μέγεθος της οργής),πολύ περισσότερο θα μπορούσαν να λεχθούν αυτές οι ανθρώπινες εκφράσεις για τον Χριστό που έπαθε με σάρκα. Επειδή δηλαδή πολλοί άνθρωποι θεωρούν, ότι η πείρα είναι το ασφαλέστερο απ’ όλα τα πράγματα που οδηγούν στη γνώση, θέλει να δείξει ότι αυτός που έπαθε γνωρίζει τι πάσχει η ανθρώπινη φύση.
ΠΗΓΕΣ:
  • https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-ad-hebraeos.pdf

Ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπάρθενου Μαρίας. ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ


Ό Ευαγγελισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπάρθενου Μαρίας
Όταν ή Παρθένος Μαρία έκλεισε τα δεκατέσσερα χρόνια της και αφού είχε ζήσει ένδεκα χρόνια στο ιερό του Ναού των Ιεροσολύμων, διακονώντας, οι ιερείς της είπαν ότι σύμφωνα με τον Νόμο δεν μπορούσε να παραμείνει στον Ναό, άλλα έπρεπε να μνηστευθεί και να έλθει σε γάμου κοινωνία. Προς μεγάλη έκπληξη των Ιερέων, ή Παναγία Παρθένος απάντησε ότι είχε αφιερώσει όλη τη, ζωή της στον Θεό και επιθυμούσε να παραμείνει παρθένος μέχρι τον θάνατό της και να μην παντρευτεί κανέναν! Τότε, κατά Θεία Οικονομία, ό αρχιερέας Ζαχαρίας και πατέρας τού άγιου Προδρόμου, σε συμφωνία με τούς άλλους ιερείς, συγκέντρωσε δώδεκα άγαμους άνδρες από τη, φυλή τού Δαυίδ με σκοπό να εμπιστευτούν την Παρθένο Μαρία σ’ έναν άπ’ αυτούς, ό οποίος θά την φρόντιζε και θά διαφύλασσε την παρθενία της. Την εμπιστεύτηκαν στον Ιωσήφ από τη, Ναζαρέτ, ό οποίος ήταν συγγενής της.
Στην κατοικία του Ιωσήφ, του μνήστορος, ή Παναγία συνέχισε να ζει όπως πριν στον Ναό του Σολομώντος, αφιερώνοντας τον χρόνο της στην ανάγνωση των ιερών Γραφών, την προσευχή, τη μελέτη του Θεού, τη νηστεία και το εργόχειρο. Σπανίως πήγαινε οπουδήποτε εκτός του σπιτιού και δεν ενδιαφερόταν για τα κοσμικά θέματα και τις εκδηλώσεις του κόσμου.
Εάν μιλούσε, μιλούσε ελάχιστα και ποτέ χωρίς ιδιαίτερη ανάγκη. Συναναστρεφόταν κυρίως τις δυο θυγατέρες του Ιωσήφ.
Όταν, όπως είχε προφητεύσει ό Δανιήλ ό Προφήτης, έφθασε το πλήρωμα του χρόνου και ό Θεός ευδόκησε να εκπληρώσει την επαγγελία Του προς τον εξόριστο απ’ τον Παράδεισο Άδάμ και τους προφήτες, ό μέγας Αρχάγγελος Γαβριήλ εμφανίστηκε στήν κατοικία της Παναγίας Παρθένου (σ.τ.μ. για να της μεταφέρει το χαρμόσυνο άγγελμα της Ενανθρωπήσεως του Θεού).