Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Η σιωπή της Παναγίας Από Dogma

παναγίας

Η Παναγία στο πρόσωπό της ενσάρκωσε την έννοια της Αγάπης.

Η ζωή της όλη ήταν μια πορεία αγάπης, πορευόμενη μέσα στην αγάπη, ακολουθώντας την Αγάπη.
Ήταν η εκλεκτή Κόρη, που είχε σημαντικό ρόλο στο προαιώνιο σχέδιο του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου.
Ήταν η άμωμη Κόρη, που θα έφερνε στα σπλάχνα της τον Υιό και Λόγο του Θεού.
Ήταν η Κεχαριτωμένη Κόρη, η οποία έγινε η γέφυρα, που ένωσε τον ουρανό με την γη.
Είναι η άσπιλη Κόρη, που έφερε πάλι την αγάπη του Θεού στους ανθρώπους.
Είναι η άχραντη Κόρη, που μιλούσε την γλώσσα της αγάπης, την σιωπή.
Όλη της η ζωή ήταν μέσα στην σιωπή. Τίποτα δεν χαλούσε την σιωπή Της, γιατί είχε εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού, που ήταν η αγάπη Του για τον άνθρωπο.
Βίωνε τον Θεό μέσα Της. Ζούσε την πληρότητα της αγάπης Του.
Δεν είχε τίποτα να πει περισσότερο από την μοναδική στιγμή, που μίλησε στην ζωή της, απαντώντας στον Αρχάγγελο: «Ιδού η δούλη Κυρίου!».
Η απάντησή Της αυτή, ήταν η εκούσια αποδοχή του σχεδίου του Θεού. Έλυσε την σιωπή Της για να συνεχίσει να σιωπά!
Η σιωπή της Παναγίας είναι η «πολυλογία» της αγάπης. Όταν αγαπάς σιωπάς, εμπιστεύεσαι και πορεύεσαι με αγάπη, μαζί με την Αγάπη, τον Χριστό.
Αρχιμανδρίτης Βαρθολομαίος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Εσφιγμένου

Στὴ Γέννηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ


 Ἐλᾶτε ὅλα τὰ ἔθνη, κάθε ἀνθρώπινη γενιά, καὶ κάθε γλώσσα, καὶ κάθε ἡλικία, καὶ κάθε ἀξίωμα, νὰ γιορτάσουμε μὲ ἀγαλλίαση τὴ γέννηση τῆς παγκόσμιας χαρᾶς. Γιατὶ ἂν οἱ εἰδωλολάτρες, μὲ ψεύτικα δαιμονικὰ παραμύθια ποὺ ξεγελοῦν τὸ μυαλὸ καὶ σκοτεινιάζουν τὴν ἀλήθεια, κι᾿ ἂν ἀκόμα προσφέροντας ὅ,τι εἶχαν καὶ δὲν εἶχαν τιμοῦσαν γενέθλια βασιλιάδων, ποὺ τοὺς τυραννοῦσαν σ᾿ ὅλη τους τὴ ζωή, πόσο περισσότερο πρέπει ἐμεῖς νὰ τιμοῦμε τὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἀνώρθωσε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ποὺ ἄλλαξε τὴ λύπη τῆς πρώτης μας μητέρας, τῆς Εὔας, σὲ χαρά; Ἐκείνη ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ: «Μὲ πόνους νὰ γεννᾷς τὰ παιδιά σου». Αὐτή: «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη». Ἐκείνη: «Στὸν ἄνδρα σου ἡ ὑποταγή σου». Αὐτή: «Ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου».
Τί ἄλλο λοιπὸν ἀπὸ λόγο νὰ προσφέρουμε στὴ Μητέρα τοῦ Λόγου; Ὅλη ἡ κτίση ἂς γιορτάσει μαζί μας κι᾿ ἂς ὑμνήσει τὸν ἁγιασμένο καρπὸ τῆς ἁγίας Ἄννας. Γιατὶ γέννησε στὸ κόσμο παντοτινὸ θησαυρὸ ἀγαθῶν, δηλ. τὴν Παναγία. Μὲ τὴν μεσολάβηση τῆς Παναγίας ὁ Πλάστης ξανάπλασε πρὸς τὸ καλύτερο ὁλόκληρη τὴν πλάση, μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ, ἀφοῦ ὁ δημιουργικὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἕνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἑνώθηκε συνάμα μ᾿ ὁλόκληρη τὴν πλάση, ἀφοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπος, μετέχοντας σὲ πνεῦμα καὶ σὲ ὕλη, εἶναι σύνδεσμος ὅλης της ὁρατῆς καὶ ἀόρατης δημιουργίας. Ἂς γιορτάσουμε λοιπὸν τὴν λύση τῆς ἀνθρώπινης στειρότητας, γιατὶ πῆρε τέλος γιὰ μᾶς ἡ στέρηση τῶν ἀγαθῶν.
Γιὰ ποιὸ λόγο ὅμως γεννήθηκε ἡ Μητέρα καὶ Παρθένος ἀπὸ γυναίκα στείρα; Γιατὶ ἔτσι ἔπρεπε, αὐτὸ ποὺ εἶναι «τὸ μοναδικὰ καινούργιο κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο», ἡ βάση καὶ τ᾿ ἀποκορύφωμα τῶν θαυμάτων, ν᾿ ἀνοίξει τὸ δρόμο του μὲ θαύματα καὶ σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὰ πιὸ ταπεινὰ νάρθουν τὰ πιὸ μεγάλα.
Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλος λόγος πιὸ ὑψηλὸς καὶ πιὸ θεϊκός. Ἡ φύση, νικημένη ἀπὸ τὴ χάρη, στεκόταν φοβισμένη· δὲν εἶχε τὸ θάρρος καὶ τὴ δύναμη νὰ προχωρήσει αὐτὴ πρώτη. Ὅταν λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ ἡ Θεοτόκος – Παρθένος ἀπὸ τὴν Ἄννα, δὲν τολμοῦσε ἡ φύση νὰ καρποφορήσει πρὶν ἀπὸ τὴ χάρη, ἀλλὰ ἔμενε ἄκαρπη, μέχρις ὅτου βλαστήσει ἡ χάρη τὸν καρπό. Ἔτσι ἔπρεπε, νὰ γεννηθεῖ πρωτότοκη ἐκείνη, ποὺ θὰ γεννοῦσε τὸν «πρωτότοκο ὅλης της δημιουργίας», ποὺ «ὅλα σ᾿ αὐτὸν χρωστοῦν τὴν ὕπαρξή τους».

Αθανάσιος Γιέφτιτς (πρώην Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης) Ο Άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός περί της Παναγίας Θεοτόκου





"Εισαγωγή" εις Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος - τέσσερις θεομητορικές ομιλίες, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 19953.

Από τον πνευματικόν πατέρα μου παρέλαβον ότι πρέπει να θέτωμεν «φυλακήν τω στόματι» ημών όταν ομιλώμεν περί των μυστηρίων του Χριστού. Πόσω μάλλον πρέπει να κάνωμεν τούτο όταν ομιλώμεν περί του «μυστηρίου των μυστηρίων» του Χριστού περί της Παναγίας και Υπερευλογημένης Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μητρός Του. Εάν ο θεόπτης Μωϋσής με φόβον και έντρομος «ευλαβείτο κατεμβλέψαι» ενώπιον της αφλέκτου βάτου, που ήτο μόνον η «σκιά της αληθείας», σκιά της αληθινής Βάτου, της Παναγίας Θεοτόκου, τι άλλο να κάνωμεν ημείς οι αμαρτωλοί και ανάξιοι, όταν πρόκειται να ομιλήσωμεν δια την Παναγίαν Θεοτόκον, παρά να προσευχώμεθα πρώτον ταπεινά μαζί με όλον το πλήρωμα της Εκκλησίας του Χριστού, έχοντας τους αγίους υμνωδούς μας ως κανονάρχας και τελετάρχας:
Τείχισόν μου τας φρένας, Σωτήρ μου·
το γαρ τείχος του κόσμου ανυμνήσαι τολμώ,
την άχραντον Μητέρα Σου·
εν πύργω ρημάτων ενίσχυσόν με,
και εν βάρεσιν εννοιών οχύρωσόν με·
Συ γαρ βοάς των αιτούντων πιστώς τας αιτήσεις πληρούν.
Συ ουν μοι δώρησαι γλώτταν,
προφοράν,
και λογισμόν ακαταίσχυντον·
πάσα γαρ δόσις ελλάμψεως παρά Σου καταπέμπεται,
Φωταγωγέ,
ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον»1.

Περί της Παναγίας Θεοτόκου ωμίλησαν και έγραψαν πολλοί άγιοι Πατέρες και υμνωδοί της Εκκλησίας του Χριστού. Ένας από τους πιο μεγάλους Πατέρας και υμνωδούς της Εκκλησίας, που εξύμνησε την Υπεραγίαν Θεοτόκον «όσον εφικτόν» ήτο εις τους ανθρώπους («το γαρ προς αξίαν ανέφικτον», Β΄, 14), είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η χρυσόρροος λύρα του Παναγίου Πνεύματος, το θεόπνευστον στόμα του Λόγου2, ο «ορθότομος λάτρης της Αγίας και Ασυγχύτου Τριάδος»3. Αλλά και προ του αγίου Δαμασκηνού και μετά τον Δαμασκηνόν έχομεν επίσης πολλούς Πατέρας οι οποίοι ωμίλησαν και έγραψαν περί της Μητρός του Σωτήρος Χριστού. Όλοι αυτοί ήσαν συγχρόνως και ποιηταί - υμνογράφοι της Εκκλησίας, γεγονός το οποίον μαρτυρεί ότι εις την Πανύμνητον Θεοτόκον αρμόζει μάλλον «θείος και ιερός ύμνος» και αίνος (Α΄, 5· Δ΄, 4), λόγος δηλαδή δοξολογικός, διότι τα μυστήριά της είναι «πάντα υπέρ έννοιαν, πάντα υπερένδοξα»4, και ουδείς απλός λόγος θα εξαρκέση προς ύμνον των «μεγαλείων» της, τα οποία «εποίησεν αυτή ο Δυνατός» (Λουκ. 1, 42). Προ του Δαμασκηνού οι άγιοι Γρηγόριος ο Θεολόγος και Εφραίμ ο Σύρος, Πρόκλος Κωνσταντινουπόλεως και Κύριλλος Αλεξανδρείας, Μόδεστος και Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Ανδρέας Ιεροσολυμίτης και Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, και μετά τον Δαμασκηνόν οι Θεόδωρος ο Στουδίτης, Φώτιος ο Πατριάρχης, Συμεών ο Νέος Θεολόγος και οι τρεις βυζαντινοί Παλαμάς, Θεοφάνης Νικαίας και Καβάσιλας, - όλοι αυτοί έγραψαν λόγους εις την Παναγίαν, οι οποίοι είναι ποιήματα θεόπνευστα και «ύμνοι θεοπρεπείς», μεγαλυνάρια και ωδαί πνευματικαί μιας ακαταπαύστου και διαρκούς τελετής και εορτής5 της Θεοτόκου.

Η Παναγία μεσίτρια και βοηθός των ανθρώπων


mesitria2

Η Παναγία μεσίτρια και βοηθός των ανθρώπων: Η παρρησία της ενώπιον του Θεού

Στη συνείδηση των ορθοδόξων πιστών η Παναγία έχει καθιερωθεί ως μεσίτρια που ενώνει τη γη με τον ουρανό, τον αισθητό κόσμο με τη νοητή ωραιότητα. Η αλήθεια αυτή αποτυπώνεται στους βυζαντινούς ναούς με την Πλατυτέρα που εικονίζεται στην κόγχη του ιερού.

Η Παναγία είναι η κλίμακα από την οποία κατέβηκε ο Θεός στη γη, για να μπορέσει ο άνθρωπος να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου, να ατενίσει την ωραιότητα του προπτωτικού κάλλους και να πορευθεί προς τη θέωση. Γι’ αυτό η κλίμακα του Ιακώβ εξεικονίζει την Θεοτόκο που ένωσε τα «διεστώτα» και συνάπτει αυτά για πάντα με τις πρεσβείες και τη μεσιτεία της προς τον Υιό και Θεό της.
Με ποιά σημασία όμως η Παναγία θεωρείται μεσίτρια, αφού είναι γνωστό ότι ένας είναι ο μεσίτης Θεού και ανθρώπων, ο Ιησούς Χριστός; Ο Χριστός με τη θυσία του έγινε το«αντίλυτρο» για την εξαγορά όλων των ανθρώπων από τα δεσμά της πτώσεως, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ Πάτερα και εκπεσμένου υιού. Ο Χριστός είναι μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων και η μεσιτεία του αυτή γίνεται δυνατή με την Παναγία που ως Μητέρα του Θεανθρώπου πρόσφερε σε όλους τη δυνατότητα να κοινωνούν με τον Θεό.
Βασική προϋπόθεση για την επανασύνδεση και προσέγγιση Θεού και ανθρώπων είναι η λύση της έχθρας γης και ουρανού και η επαναφορά των «αποστατών» στον Πατέρα, γράφει ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Με τη λύση της έχθρας ανοίγει ο δρόμος για την υιοθεσία του ανθρώπου από τον Θεό. Η υιοθεσία ενεργοποιεί τη μετοχή στη θεία δόξα με το φωτισμό και την ανακαίνιση του συντετριμμένου πλάσματος. Η Παναγία ως μεσίτρια οδηγεί τον άνθρωπο στον Χριστό και πρεσβεύει για τη σωτηρία του. Στην εικονογραφία και την υμνολογία της Εκκλησίας, που αποτυπώνεται στις ακολουθίες, στους κανόνες, τον Ακάθιστο Ύμνο, τα θεοτοκάρια, τις συναπτές και σε κάθε σχετικό ύμνο, η Θεοτόκος δέεται υπέρ των πιστών και δεομένη εκφράζεται ως Μητέρα όλων. Αυτό διαφαίνεται περισσότερο στις θεομητορικές εορτές που αποτελούν ειδικότερες αφορμές καταφυγής των Χριστιανών στη σκέπη και προστασία της.
Η Παναγία βρίσκεται πολύ κοντά στον Θεό. Από το προνόμιο αυτό απορρέει η παρρησία της ενώπιον του υπέρ των ανθρώπων. Όταν οι πιστοί απευθύνουν δεήσεις και ικεσίες προς την Παναγία ή τους αγίους αυτό δεν σημαίνει ότι λησμονούν το σωτήρα Χριστό. Ο Χριστός τελικά σώζει τους ανθρώπους. «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς» ψάλλεται στη θεία Λειτουργία. Η Θεοτόκος δεν σώζει, αλλά και δεν σωζόμαστε χωρίς αυτήν. Μέσω αυτής οικειούμαστε το σωτήρα Χριστό.
Στον Παρακλητικό Κανόνα, οι πιστοί απευθύνονται προς την Παναγία με την εξής ευχή:«Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν». Στον Κανόνα αυτόν αποτυπώνεται η θρησκευτική ευλάβεια προς το πρόσωπο της Παναγίας, την οποία επικαλούνται όλοι μετά τον Θεό Πατέρα για ενίσχυση και ενδυνάμωση. Η υμνολογική αυτή αναφορά αποτελεί μία ακόμη πτυχή της ορθόδοξης λατρείας όπου αποσαφηνίζεται ο μεσιτικός ρόλος της Θεοτόκου στις επικλήσεις σωτηρίας του κόσμου που απειλείται από την επικυριαρχία του κακού.
Ο Βασίλειος Σελευκείας προσδιορίζει το νόημα της μεσιτείας, όταν λέει: «Χαίρε κεχαριτωμένη, μεσιτεύουσα Θεώ και ανθρώποις, ίνα το μεσότοιχον αναιρεθή της έχθρας, και τοις επουρανίοις ενωθή τα επίγεια». Αυτή η υπέρβαση από τη σφαίρα της φθαρτότητας προς τα επουράνια και η επαγγελία της σωτηρίας και της αναστάσεως μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της Παναγίας που πρώτη από όλους τους ανθρώπους δέχθηκε το χαρμόσυνο μήνυμα της αναστάσεως του Κυρίου. Η άποψη αυτή είναι διάχυτη στη λειτουργική παράδοση, την υμνογραφία και την εικονογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Παρά την απουσία βιβλικής θεμελιώσεως αυτής της θέσεως, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας στα ερμηνευτικά τους υπομνήματα πάνω σε χωρία των συνοπτικών Ευαγγελίων αφήνουν να διαφανεί ότι ο Χριστός μετά την ανάστασή του εμφανίστηκε πρώτα στην Παναγία. Η ίδια ποτέ δεν αμφισβήτησε τη θεότητα του υιού της, ενθυμούμενη όλα τα παράδοξα και θεϊκά που συνέβησαν κατά τη σύλληψη, τη γέννηση και την επί γης παρουσία του Χριστού.

Η Παναγία στα Άγια των Αγίων Η Παναγία στα Άγια των Αγίων


Η Παναγία στα Άγια των Αγίων

Η Παναγία στα Άγια των Αγίων


Η Παναγία με τους γονείς της (από εδώ). Στην κάτω μεριά της εικόνας εικονίζεται ο δίκαιος Ιεσσαί, πατέρας του προφήτη Δαβίδ και πρόγονος της Παναγίας. Συνδέονται με την Παναγία με ένα συμβολικό "δέντρο", επειδή ο προφήτης Ησαΐας στην Παλαιά Διαθήκη ονομάζει την Παναγία "ράβδο" (=κλαδί) από τη ρίζα του Ιεσσαί & το Χριστό άνθος απ' αυτή τη ράβδο (αναλυτικά εδώ).
Μία από τις κυριότερες και μεγαλύτερες Θεομητορικές εορτές του έτους είναι και τα «Εισόδια» της Θεοτόκου. Η Εκκλησία μας την τιμά στις 21 Νοεμβρίου, με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Η σημασία της εορτής αυτής είναι μεγάλη και ιερή. Αποτελεί τήν βάση και την αρχή για όλη την μετέπειτα ζωή της Θεοτόκου.
Tιμούμε σήμερα, τα Eισόδια τής Θεοτόκου. Η αγία Άννα, επειδή πέρασε όλη σχεδόν τη ζωή της χωρίς να γεννήσει παιδί, παρεκάλει τον Δεσπότη της φύσεως μαζί με τον άντρα της Ιωακείμ να τους χαρίσει παιδί και, αν πετύχουν το ποθούμενο, να το αφιερώσουν ευθύς στον Θεό. Έτσι, ευδόκησεν ο Θεός και γέννησε παραδόξως αυτήν που προξένησε τη σωτηρία του γένους των ανθρώπων, την καταλλαγή και συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους, την αιτία της αναπλάσεως του πεσόντος Αδάμ καθώς και της εγέρσεως και θεώσεώς του, δηλαδή την υπεραγία και δέσποινα Θεοτόκο Μαρία.
Όταν η νεογεννηθείσα έγινε τριών χρόνων, την πήραν οι γονείς της και την πρόσφεραν σαν σήμερα στον ναό, καθώς το είχαν υποσχεθεί, και αφιέρωσαν την κόρη τους στον Θεό, που τους την χάρισε. Την παραδίδουν στους Ιερείς και μάλιστα στον τότε Αρχιερέα Ζαχαρία, ο οποίος την πήρε και την έβαλε στον ιερότερο χώρο του ναού, όπου εισερχόταν μόνο ο Αρχιερέας μια φορά κάθε χρόνο. Αυτό το έκανε κατά τη θέληση του Θεού, που έμελλε μετά λίγο καιρό να γεννηθεί σαν άνθρωπός απ' αυτήν για τη διόρθωση και τη σωτηρία του κόσμου.

Πρωτ. Χρήστος Ρισάνος: Η Παναγία, μας άνοιξε τις πόρτες του Παραδείσου


Η ζωή της Παναγίας είναι μία διαρκής πορεία πίστεως, υπακοής και αφοσιώσεως στον Θεό και το άγιο θέλημα Του. Μια πορεία ταπείνωσης και ο δρόμος Της, ανάλογος προς τον δρόμο τον οποίο βάδισε ο Υιός Της.
Του Σταμάτη Μιχαλακόπουλου / Ι.Ν.Ευαγγελιστρίας
Στην 1η ακολουθία της Β΄ Στάσεως των Χαιρετισμών που τελέστηκε στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, την Παρασκευή 10 Μαρτίου, προεξήρχε και μίλησε προς τους πιστούς, ο Πρωτοπρεσβύτερος Χρήστος Ρισάνος, της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.
Η συμμετοχή και η ομιλία του π. Χρήστου, εντάσσονται στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων, που οργανώνονται για 19η συνεχή χρονιά στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, με την ευκαιρία της εορτής του Ευαγγελισμού και με τον γενικό τίτλο «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ 2017».


Καθ’ όλη την διάρκεια της ακολουθίας, οι πιστοί είχαν την ευλογία να προσκυνήσουν την Ιερά Εικόνα της «Παναγίας της Κοσμοσώτειρας», προστάτιδας της Θράκης και των απανταχού Θρακιωτών και τα Ιερά Λείψανα των Αγίων Πατέρων της Όπτινα, που φιλοξενούνται στο Ναό την εορταστική αυτή περίοδο.

Ο λόγος του π. Χρήστου, ήταν αφιερωμένος φυσικά στο πρόσωπο της Παναγίας. Και μάλιστα, όπως είπε από την αρχή, η Παναγία έχει τόσο μεγάλη και τόσο σπουδαία θέση, τόσο στη γη, όσο και στον ουρανό, ακριβώς διότι ήταν το πρόσωπο που περίμεναν όλες οι γενιές των ανθρώπων και ήταν Εκείνη που έδωσε στον Υιό και Λόγο του Θεού, την ανθρώπινη φύση.
Σε κανέναν ποτέ δεν κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα με τέτοια ολοκληρωμένη πληρότητα, όπως σ᾽ Εκείνην. Και κανέναν δεν επεσκίασε η δύναμη                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                           του υψίστου και τα μητρικά σπλάχνα καμίας γυναίκας δεν αγίασε με τέτοια δύναμη,  όπως τα σπλάχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Γι᾽ αυτόν ακριβώς το λόγο, συνέχισε, το πρόσωπο Της με το πρόσωπο του Χριστού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Όταν κανείς αναφέρεται στον Χριστό, δεν μπορεί να αγνοήσει την Παναγία που του έδωσε σάρκα και οστά. Ούτε όταν κανείς αναφέρεται στην Παναγία, μπορεί να αγνοήσει τον Χριστό, από τον οποίο αντλεί χάρη και αξία.
Αυτό φαίνεται καθαρά στην ακολουθία των Χαιρετισμών στην οποία υμνείται η Θεοτόκος, αλλά πάντοτε σε συνδυασμό ότι είναι Μητέρα του Χριστού, Μητέρα του Φωτός.
«Η ζωή της Παναγίας είναι μία διαρκής πορεία πίστεως, υπακοής και αφοσιώσεως στον Θεό και το άγιο θέλημα Του. Μια πορεία ταπείνωσης και ο δρόμος Της, ανάλογος προς τον δρόμο τον οποίο βάδισε ο Υιός Της.

ΠΡΟΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ


Εὐθυμίου Ἀναστασίας
Ἀρχαιολόγου-Θεολόγου
Ὑποψ. Δρ. Ἀρχαιολογίας
Ὡς παλαιοδιαθηκικὲς θεομητορικὲς προτυπώσεις ἢ προεικονίσεις ὁρίζονται γεγονότα ἢ ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς τύποι τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ ρόλου της στὸ βασικὸ γεγονὸς τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου.
Σὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία ἀνήκουν π.χ. ἡ Κλῖμαξ τοῦ ὁράματος τοῦ Ἰακὼβ (Γεν. 28, 10-22), ἡ φλεγομένη Βάτος ποὺ εἶδε ὁ Μωϋσῆς στὸ Χωρὴβ (Ἐξ. 3, 2-6), ἡ κεκλεισμένη Πύλη ἀπὸ τὸ σχετικὸ ὅραμα τοῦ Ἰεζεκιὴλ (Ἰεζ. 44, 1-3) κ.ἄ.
Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα ποὺ ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ὡς προτυπώσεις ἐμφανίζει χαρακτηριστικὰ ποὺ παραπέμπουν σὲ ἀντίστοιχες ἰδιότητες τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ γεγονότος τῆς ὑπερλόγου γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἑρμηνευτικὴ λογική, ἡ Κλῖμαξ π.χ. τοῦ Ἰακὼβ ποὺ ἐκτεινόταν ἀπὸ τὴν γῆ ὡς τὸν οὐρανὸ εἶναι τύπος τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία μὲ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἕνωσε τὰ ἐπίγεια μὲ τὰ ἐπουράνια. Ἡ φλεγομένη καὶ μὴ καιομένη Βάτος, πάλι, συμβολίζει τὸ ἀδιάφθορο τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου. Ὅπως δηλαδὴ ἡ Βάτος, παρότι φλεγόταν, δὲν κάηκε, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἂν καὶ γέννησε, παρέμεινε Παρθένος.
Ἡ παρουσία τῶν θεομητορικῶν προεικονίσεων εἶναι ἔντονη καὶ ἐκτείνεται σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς καὶ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴν πατερικὴ γραμματεία, τὴν ὑμνογραφία, τὴ λατρεία καὶ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν εὐρέως τὶς προεικονίσεις τῆς Θεοτόκου στὰ ἔργα τους. Πολὺ σημαντικὲς σχετικὲς ἀναφορὲς κάνουν οἱ Πατέρες ποὺ προασπίστηκαν τὴν τιμὴ τῶν εἰκόνων ἔναντι τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρετικῆς προκλήσεως[1], ὅπως π.χ. ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (675 περ.-750 περ.), σὲ μιὰ περίοδο ποὺ εἶναι κατανοητὴ ἡ κρισιμότης τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου στὸν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἀγώνα, ἀφοῦ ἀκριβῶς στὴν πραγματικότητα τῆς δι' αὐτῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου βάσιζαν οἱ Πατέρες τὴν δυνατότητα ἀπεικονίσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ συνακολούθως τῆς ἰδίας τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων.
Παραθέτουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Εἰς τὴν κοίμησιν τῆς ἁγίας θεοτόκου λόγος πρῶτος: «Σὲ (ἐνν. Θεοτόκε) βάτος προέγραψε, πλάκες θεόγραφοι προεχάραξαν, νόμου κιβωτὸς προϊστόρησε, στάμνος χρυσῆ καὶ λυχνία καὶ τράπεζα καὶ ῥάβδος Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα ἐμφανῶς προετύπωσαν».[2]
Ἕνα ἄλλο κεντρικὸ σημεῖο τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀναδεικνυόταν μὲ τὴν ἑρμηνεία καὶ χρήση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν τύπων ἦταν καὶ ἡ ἑνότητα τῶν δύο Διαθηκῶν, ἡ ὁποία πολλάκις εἶχε ἀμφισβητηθεῖ ἀπὸ κατὰ καιροὺς αἱρετικούς[3].
Στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀναφορὲς στὶς θεομητορικὲς προτυπώσεις εἶναι ἐπίσης πολυάριθμες. Πολλὲς χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις ἀπαντοῦν π.χ. στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ὁ ὁποῖος κατεξοχὴν σχετίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Παραθέτουμε ἐνδεικτικῶς ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Γ΄ Οἶκο: «Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός˙ χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν»[4].

Θεοτόκος και Θεομήτωρ


π. Δημήτριος Μπόκος
Από την Υπαπαντή στους Χαιρετισμούς
Αποτέλεσμα εικόνας για θεοτοκος και θεομητωρ μποκου δημητριου

«Χαίρε σκηνή του Θεού και Λόγου»
«Ούτος κείται εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2, 34). Είναι τα λόγια που ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος είπε στην Παναγία, όταν αυτή εναπόθεσε στα χέρια του βρέφος 40 ημερών τον Χριστό (Υπαπαντή).
Μπροστά σ’ αυτόν, της είπε, όλοι θα παίρνουν κάποια θέση. Είτε θετική, είτε αρνητική. Δεν θα μπορεί να τον προσπεράσει αδιάφορα κανείς.
Έτσι και έγινε. Γύρω απ’ το πρόσωπο του Χριστού στήθηκαν οι μεγαλύτερες διαμάχες, συζητήσεις, θεολογικές αναζητήσεις όλων των αιώνων. Η Εκκλησία αποδύθηκε σε μεγάλους αγώνες για να διαφυλάξει την πίστη που παρέλαβε για το πρόσωπο του Χριστού. Σύνοδοι οικουμενικές και θεοφόροι πατέρες ασχολήθηκαν διεξοδικά με το ερώτημα: Ποιόν τελικά γέννησε η Παναγία;


Ξεκινώντας από το λάθος να θέλουν να εξηγήσουν λογικά τα πράγματα που είναι έξω και πάνω από τη λογική οι αιρετικοί, έλεγαν πως η Παναγία γέννησε έναν απλό άνθρωπο. Ο Χριστός δεν ήταν Θεός αλλά άνθρωπος.
Άλλοι έλεγαν ότι αυτός ο άνθρωπος-Χριστός μετά τη γέννησή του ενώθηκε με τον Υιό και Λόγο του Θεού. Έχουμε δηλαδή δύο Χριστούς: Τον Υιό και Λόγο του Θεού που γεννήθηκε απ’ τον Θεό-Πατέρα και τον άνθρωπο-Χριστό που γεννήθηκε από την Παναγία. Δύο διαφορετικά πρόσωπα που μετά ενώθηκαν μεταξύ τους. Γι’ αυτό και ισχυρίζονταν, ότι δεν πρέπει να λέγεται Θεοτόκος η Παναγία, αλλά ανθρωποτόκος, Χριστοτόκος.
Άλλοι έλεγαν ότι στον Χριστό ενώθηκαν όχι δύο πρόσωπα, αλλά δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, μετά την ένωση όμως η ανθρώπινη χάθηκε.Απορροφήθηκε, διαλύθηκε μέσα στη θεία φύση, έπαψε πια να υπάρχει. Μετά την ένωση έμεινε μόνο μία φύση, η θεία. Αυτοί ονομάστηκαν μονοφυσίτες.

Τί διδάσκει η Εκκλησία;
Την πίστη των Αποστόλων. Ότι δηλαδή ο Χριστός είναι όχι δύο, αλλά ένα και μόνο πρόσωπο. Ο Υιός και Λόγος του Θεού. Γεννημένος από τον Πατέρα«προ πάντων των αιώνων», ίσος, συνάναρχος και ομοούσιος με αυτόν. Θεός τέλειος, όπως ο Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα. Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Αυτός ο Θεός Λόγος κατεβαίνει στην κοιλιά της Παναγίας. Παίρνει απ’ αυτήν ανθρώπινη φύση. Δεν έχουμε δύο χωριστά πρόσωπα, ένα Θεό και έναν άνθρωπο που ενώνονται, αλλά ένα και μόνο πρόσωπο, τον Υιό του Θεού, που στη θεία του φύση προσθέτει και την ανθρώπινη. Ο ίδιος είναι και Θεός και άνθρωπος.
Από την Παναγία δεν γεννιέται ένας άλλος, απλός άνθρωπος, που θα ενωθεί εν συνεχεία με τον Υιό του Θεού. Ο ίδιος ο Υιός του Θεού Πατρός γεννιέται και από την Παναγία παίρνοντας σάρκα από αυτήν.
Ο Χριστός δηλαδή, που λέγεται και «Θεός Λόγος» και «Λόγος του Θεού», έχει δύο γεννήσεις: α). Μία ως Θεός, προ των αιώνων (άχρονη) από τον Θεό Πατέρα του. β). Και μία ως άνθρωπος, εν χρόνω, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, από την Παρθένο μητέρα του. Ο Υιός του Θεού γίνεται και Υιός του Ανθρώπου, της Παναγίας. Στην πρώτη γέννηση γεννάται αμήτωρ, στη δεύτερη απάτωρ.
Η Παναγία λοιπόν είναι Θεοτόκος και Θεομήτωρ, αφού γεννά ως άνθρωπο τον ίδιο τον Υιό του Θεού.

Η Μαρία, Θεοτόκος και Παναγία Δύο χαρακτηριστικά που "σκανδαλίζουν" τους Προτεστάντες


 
 
Το παρόν άρθρο γράφτηκε ως απάντηση στους προτεστάντες περί του προσώπου της Παρθένου Μαρίας. Για το αειπάρθενο έχουμε αναφερθεί εδώ. Τώρα θα ασχοληθούμε με το χαρακτηριστικό της ως "Θεοτόκος" και ως "Παναγία", και με τις απορρέουσες ιδιότητες αυτών των χαρακτηρισμών. Θα παραθέσουμε ορισμένες μαρτυρίες από την αρχαία Εκκλησία, και θα δούμε τι αναφέρει η ίδια η Αγία Γραφή.
1. Τι σημαίνει "Θεοτόκος";
Ας δούμε τι αναφέρουν οι άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και πιο συγκεκριμένα ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Αναφέρει λοιπόν… "Κηρύττουμε μάλιστα ότι η αγία Παρθένος είναι κυριολεκτικά και αληθινά Θεοτόκος· όπως δηλαδή αυτός που γεννήθηκε απ’ αυτήν είναι αληθινός Θεός, και αυτή που γέννησε με σάρκα τον αληθινό Θεό είναι πραγματική Θεοτόκος. Διότι ισχυριζόμαστε ότι γέννησε το Θεό, όχι με την έννοια ότι η θεότητα του Λόγου έχει την αρχή της απ’ αυτήν, αλλά ότι ο ίδιος ο Θεός Λόγος, που γεννήθηκε από τον Πατέρα προαιώνια και έξω από το χρόνο και υπάρχει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα άχρονα και αΐδια, αυτός ο ίδιος τις έσχατες ημέρες για τη δική μας σωτηρία κατοίκησε μέσα στα σπλάγχνα της και χωρίς μεταβολή σαρκώθηκε και γεννήθηκε απ’ αυτήν... Διότι ο ίδιος ο Λόγος έγινε άνθρωπος, επειδή η Παρθένος τον κυοφόρησε· και προήλθε Θεός μετά την πρόσληψη, καθώς η σάρκα θεώθηκε αμέσως μόλις την προσέλαβε και δημιουργήθηκε, ώστε συγχρόνως να γίνουν και τα τρία, η πρόσληψη, η ύπαρξη και η θέωση της σάρκας από τον Λόγο. Έτσι νοείται και λέγεται Θεοτόκος η αγία Παρθένος, όχι μόνον εξαιτίας της φύσεως του Λόγου, αλλά και εξαιτίας της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως, που η σύλληψη και η ύπαρξή τους έγινε με θαυμαστό τρόπο συγχρόνως". (Κεφάλαιο 55, Έκθεσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού).
Λέγεται Θεοτόκος, επειδή ακριβώς κυοφόρησε μέσα της τον Λόγο του Θεού. Δεν γέννησε βέβαια τον Λόγο σαν να μην υπήρχε πιο πριν, αλλά με την έννοια ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος μέσα στα σπλάχνα της. Ο Ιωάννης το περιγράφει πολύ όμορφα αυτό το Μυστήριο της ευσεβείας, αναφέροντας… « Εν αρχή ητο ο Λόγος, και ο Λόγος ητο παρά τω θεώ, και Θεός ητο ο Λόγος…και ο Λόγος έγινε σαρξ» (κεφ. 1, 1.14)
Εάν δεν μπορούμε να την δεχτούμε ως Θεοτόκο, μήπως δεν δεχόμαστε και την θεότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού;

2. Το χαρακτηριστικό της ως "Θεοτόκος" υπήρχε πολύ πριν την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 431
Ο άγιος Νικόδημος στο Πηδάλιο, αναφέρει ότι ως Θεοτόκο την ονόμαζαν πολύ νωρίτερα από το 431 μ Χ όπου αποφασίστηκε και συνοδικά να καλείται Θεοτόκος η Μαρία. Συγκεκριμένα, αναφέρει τον Ωριγένη και την συμμαρτυρία του Σωκράτη του ιστορικού, την μαρτυρία του Κύριλλου Αλεξανδρείας ότι ο Μ. Αθανάσιος την ονόμαζε Θεοτόκο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, κ.ά.

H Θεοτόκος και το Μυστήριο της Ενσάρκου Οικονομίας στην Ερμηνεία των νηπτικών πατέρων





Θα μου επιτρέψετε μια πιο προσωπική, πιο ανθρώπινη προσέγγιση του θέματος, παρ’ όλο που βρισκόμαστε σ’ ένα αυστηρά επιστημονικό συνέδριο. Έχω ιδιαίτερους λόγους να το κάνω. Ο σημαντικότερος απ’ αυτούς είναι η ίδια η επαφή με τους νηπτικούς πατέρες, με τα συγγράμματά τους, που μου υπαγόρευσε κατά κάποιο τρόπο αυτό το προσωπικό τόνο στην διαπραγμάτευση του θέματος.
Γι’ αυτό ακριβώς, πριν περάσω στην διαπραγμάτευση του θέματος, θα ήθελα να εκφράσω την βαθειά συγκίνηση την οποία αισθάνομαι βρισκόμενος για πρώτη φορά στους Αγίους Τόπους, στα Θεοβάδιστα αυτά μέρη, όπου βάδισαν όχι μόνο τα ουράνια βήματα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, τα άχραντα βήματα της Παναγίας και των άλλων προσωπικοτήτων της Ιεράς Βιβλικής Ιστορίας, αλλά ακόμη εκείνα του Ιδίου του Θεανθρώπου, του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Δοξάζω τον Πανάγαθο Θεό για το μεγάλο αυτό δώρο και ευχαριστώ θερμότατα τους οργανωτές του παρόντος πανορθοδόξου επιστημονικού συνεδρίου.
Ο λόγος που με οδήγησε στην επιλογή αυτού του θέματος υπήρξε η επιθυμία μου να εκφράσω, με την ευκαιρία του πρώτου προσκυνήματος στους Αγίους Τόπους, την ευλάβεια και την ευγνωμοσύνη μου, της οικογενείας μου και των πιστών της ενορίας μου προς την Μητέρα του Θεού, προς την Δέσποινα του κόσμου για τις πλούσιες ευλογίες και ευεργεσίες Της προς εμάς. Και είχα την διαίσθηση ότι καταλληλώτερα και εκφραστικώτερα λόγια απ’ αυτό το σκοπό δεν θα έβρισκα άλλα απ’ εκείνα των νηπτικών πατέρων. Και πράγματι, αυτά που βρήκα για την Θεοτόκο και την Μητέρα του Θεού στους νηπτικούς φιλοκαλικούς πατέρες ξεπέρασαν κατά πολύ τις προσδοκίες μου.

Σ’ αυτό το σημείο οφείλω μια διευκρίνιση. Με τον όρο νηπτικοί ή φιλοκαλικοί πατέρες, εννοώ όχι μόνο εκείνους τους Πατέρες των οποίων τα συγγράμματα αποτελούν την γνωστή Φιλοκαλία, αλλά όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας που εντάσσονται στη συνεχή αγιοπνευματική θεολογική παράδοση, η οποία αρχίζει με την πρώτη Εκκλησία, με τα ίδια τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Θα ήταν ίσως καλύτερα να μιλήσουμε για μια νηπτική ή φιλοκαλική θεολογία, εννοώντας εκείνη την θεολογία η οποία πηγάζει από την βίωση της Θείας Χάριτος και προσπαθεί να εκφράσει την εμπειρία της μέθεξης στον κόσμο του Θεού, στη Βασιλεία των ουρανών.


Η Γέννηση της Παναγίας. Πολλά επεισόδια σε μια εικόνα:αριστερά αγκαλιασμένοι οι γονείς της, Ιωακείμ και Άννα, ενώ δεξιά ο άγγελος που είχε προαναγγείλει στον άγιο Ιωακείμ ότι η στείρα σύζυγός του θα γίνει τελικά μητέρα.

Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι η πρώτη συλλογή φιλοκαλικών κειμένων διευρύνθηκε κατά καιρούς. Θα αναφέρω μόνο το γεγονός ότι η ρουμανική έκδοση της Φιλοκαλίας -η οποία οφείλεται στον μακαριστό μεγάλο φιλοκαλικό θεολόγο π. Δημήτριο Στανιλοάε- έχει δώδεκα τόμους. Ενώ, προσωπικά, πιστεύω ότι, κείμενα συγχρόνων νηπτικών πατέρων μπορούν να εισαχθούν χωρίς καμία επιφύλαξη στην καθιερωμένη μεν, αλλά όχι κλειστή, σειρά των φιλοκαλικών κειμένων. Αναφέρω ενδεικτικά τα βιβλία του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού, καλούμενον Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας και του ανωνύμου ησυχαστού, Νηπτική Θεωρία, το οποίο είχα την ευλογία να μεταφράσω στην ρουμανική γλώσσα.

ΘΕΟΤΟΚΟΣ: Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΗΝ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ, ΣΤΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ


ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΣΙΚΟΓΙΑΝΝΗ – ΜΠΑΣΤΑ
Προς τιμήν Της φιλοτεχνήθηκαν πλήθος ιερές εικόνες και ιερά προσκυνήματα, καθιδρυμένα σε περιοχές που σχετίζονται με θαύματα της Παναγίας. Παραδόσεις, δοξασίες και λαϊκές παροιμίες σχετίζονται με το όνομά Της, καθώς και με πολλές γιορτές.
Οι κυριότερες θεομητορικές γιορτές προς τιμήν της Παναγίας, είναι οι εξής:
Η Σύλληψη της Θεοτόκου στις 9 Δεκεμβρίου, η Γέννηση στις 8 Σεπτεμβρίου, τα Εισόδια, δηλαδή η αφιέρωσή Της στον Ναό, στις 21 Νοεμβρίου, η Σύναξις της Θεοτόκου ως συνολική τιμητική μνήμη στις 26 Δεκεμβρίου, ο Ευαγγελισμός της 25ης Μαρτίου, η Κοίμηση στις 15 Αυγούστου, η Αγία Ζώνη της Θεοτόκου στις 31 Αυγούστου και η Αγία Σκέπη στις 28 Οκτωβρίου.
Στην Θεοτόκο δόθηκαν πολλές επωνυμίες, επιθετικά εκφραστικά και κάποτε παράδοξα, που αντιστοιχούν στις ιδιότητές Της, στους εικονογραφικούς Της τύπους, στον χρόνο των εορτών Της κ.ά. Τέτοιες ονομασίες είναι: Μεγαλόχαρη, Οδηγήτρια, Γλυκοφιλούσα, Ελευθερώτρια, Γοργοεπήκοος, Καρδιώτισσα, Πορταΐτισσα, Φανερωμένη, Ζωοδόχος Πηγή, Μυρτιδιώτισσα κ.λπ.
Εκτός από τις βασικές θεομητορικές εορτές, η ζωή της Εκκλησίας και η ευσέβεια των πιστών έχουν προσθέσει και άλλες πολλές οι οποίες σχετίζονται με θαυμαστές ενέργειες της Θεομήτορος, με εγκαινιασμούς ναών ή με θαυματουργικές ευρέσεις εικόνων Της.
Κάθε τόπος έχει και μία θαυματουργή εικόνα της Παναγίας με ιστορίες, θρύλους και ατμόσφαιρα θρησκευτικού μυστηρίου.
Πολλές εκκλησιαστικές ακολουθίες που αναφέρονται στην Παναγία είναι δημοφιλείς, όπως οι Χαιρετισμοί της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο Ακάθιστος Ύμνος (κάθε Παρασκευή βράδυ τις πρώτες πέντε εβδομάδες της Μ. Τεσσαρακοστής πριν το Πάσχα) και οι Παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου.
Θεοτόκος, λοιπόν, είναι ελληνική λέξη και θρησκευτική προσαγόρευση που σημαίνει «Εκείνη που τίκτει Θεό». Οι προσαγορεύσεις, λοιπόν, «Θεοτόκος και Θεομήτωρ» χρησιμοποιήθηκαν από την πρωτοχριστιανική Εκκλησία για το πρόσωπο της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού Χριστού, και καθιερώθηκε ως τούτο στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ενώ θεσμοθετήθηκε και έγινε αποδεκτή από τις Δ΄ και Ε΄ Οικουμενικές Συνόδους.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας για την Κοίμηση της Θεοτόκου


Το γεγονός της Κοιμήσεως ή Μεταστάσεως της Θεοτόκου, όπως ήταν φυσικό, δεν ενέπνευσε μόνο τους μεγάλους υμνογράφους και αγιογράφους, αλλά και πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αφιέρωσαν σ’αυτό είτε ειδικές Ομιλίες είτε αποσπάσματα – αναφορές. Άλλωστε δεν ήταν δυνατό να συμβεί διαφορετικά. Στο πάνσεπτο πρόσωπο της Παναγίας «νενίκηνται της φύσεως οι όροι» σε πολλές φάσεις της ζωής της: Ούσα Παρθένος γέννησε τον Ιησού Χριστό, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Έμεινε Παρθένος πριν, κατά και μετά τη γέννησή Του. Είναι αειπάρθενος. Και όταν ως άνθρωπος απέθανε και τότε νικήθηκαν «της φύσεως οι όροι», αφού «τάφος και νέκρωσις» δεν την κράτησαν στη γη, διότι «ως ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
Η φράση του Απολυτίκιου της εορτής της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου»
«ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε»
επαληθεύεται διαρκώς στη ζωή της Εκκλησίας και επαληθεύεται καθημερινά από την προσωπική εμπειρία μας. Δεν μας εγκατέλειψε αναχωρώντας με τον θάνατο από τον κόσμο. Είναι μαζί μας, με τα θαύματα που επιτελεί με τη μεσολάβησή της στον Υιό και Θεό της χάριν εκείνων οι οποίοι ζητούν ταπεινά και με πίστη τις πανίσχυρες πρεσβείες της.
Ως έκφραση θερμής ευγνωμοσύνης για την πολυποίκιλη βοήθειά της στον καθένα μας προσωπικά, και γενικώτερα στον φιλόχριστο και θεοτοκόφιλο λαό μας, παραθέτουμε λίγα πνευματικά άνθη οπό θαυμάσιες ομιλίες στην εορτή της Κοιμήσεως ορισμένων αγίωων Πατέρων της ᾿Εκκλησίας πατέρων της εκκλησίας μας.
«Ω πώς η πηγή της ζωής προς την ζωήν δια μέσου θανάτου μετάγεται», αναφωνεί ο ιερός Δαμασκηνός…
«Τί τοίνυν τό περί σέ τοῦτο μυστήριον ὀνομάσωμεν· θάνατον; ἀλλά καί φυσικῶς ἡ πανίερος καί μακαρία σου ψυχή τοῦ πανολβίου καί ἀκηράτου σου χωρίζεται σώματος, ὅμως οὐκ ἐναπομένει τῷ θανάτῳ οὐδ᾿ ὑπό τῆς φθορᾶς διαλύεται. ῟Ης γάρ τικτούσης ἀλώβητος ἡ παρθενία μεμένηκε, ταύτης μεθισταμένης ἀδιάλυτον τό σῶμα πεφύλακται καί πρός κρείττονα καί θειοτέραν σκηνήν μετατίθεται».

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ "ΘΕΟΤΟΚΟΣ" ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΚΑΙ Η ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α. ΤΣΙΓΚΟΥ


Λέκτορος Θεολογικῆς Σχολῆς
Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Ἕνας γέροντας τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεώς μας ἔλεγε ὅτι θά πρέπει νά θέτουμε "φυλακήν τῷ στόματι ἡμῶν", ὅταν μιλοῦμε γιά τά "ὑπέρ ἔννοιαν" μυστήρια τοῦ Χριστοῦ. Πολύ δέ περισσότερο, ὀφείλουμε νά ἱστάμεθα μέ τόν προσήκοντα σεβασμό, ὅταν καλούμεθα νά μιλήσουμε γιά τό ὑπερφυές "μυστήριο τῶν μυστηρίων" τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν Ὑπερευλογημένη Θεοτόκο καί Ἀειπάρθενο Μητέρα Του. Ἀναφορικά μέ τό ὄντως "μέγα τῆς Θεοτόκου μυστήριον", θά μπορούσαμε, μαζί μέ ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐμεῖς μέ ζέουσα προσευχητική διάθεση νά ἐπαναλάβουμε τά λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ: "Τείχισόν μου τάς φρένας Σωτήρ μου· τό γάρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ, τήν ἄχραντον Μητέρα σου· ἐν πύργῳ ρημάτων ἐνίσχυσόν με, καί ἐν βάρεσιν ἐννοιῶν ὀχύρωσόν με. Σύ γάρ βοᾷς τῶν αἰτούντων πιστῶς τάς αἰτήσεις πληροῦν. Σύ οὖν μοι δώρησαι γλῶτταν, προφοράν, καί λογισμόν ἀκαταίσχυντον· πᾶσα γάρ δόσις ἐλλάμψεως παρά Σοῦ καταπέμπεται Φωταγωγέ, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον".
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἐξαρχῆς παραλάβει καί διαφυλάσσει ἀκαινοτόμητη, ἑρμηνεύει αὐθεντικά καί βιώνει ἀδιαλείπτως μία ἀληθινή περί Θεοτόκου Μαρίας δογματική παράδοση καί διδασκαλία, ὅπως αὐτή ἔχει ἐκφρασθεῖ διά τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν πολυπληθῶν συγγραμμάτων τῶν θεοφόρων Πατέρων της. Στίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν, θά συνεισφέρουμε καί ἐμεῖς τόν ὀβολό μας ἐπιχειρώντας νά ἀνατρέξουμε στά μνημεῖα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἔτσι ὥστε νά γίνουμε φορεῖς καί μεταδότες τῆς παρακαταθήκης τῆς πίστεως, πού παραλάβαμε γιά τά ἄρρητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα, μέσα στό προαιώνιο σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, πραγματοποιήθηκαν ἐν χρόνῳ μέ τή συμβολή τῆς Θεοτόκου. Ἀρχικά θά μᾶς ἀπασχολήσουν οἱ δογματικές διεργασίες καί οἱ ἀπόψεις ἐκείνων τῶν προσώπων, πού ἔπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στή διαμόρφωση τοῦ ὅρου "Θεοτόκος" κατά τή διάρκεια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, προκειμένου ἡ Ἐκκλησία νά διατυπώσει ἐπακριβῶς καί σαφῶς τή δογματική της διδασκαλία. Στή συνέχεια, θά ἀναπτύξουμε τή θέση ὅτι ὁ ὅρος "Θεοτόκος" εἶναι στήν πραγματικότητα χριστολογικός καί σωτηριολογικός ὅρος. Μέ ἄλλα λόγια, θά καταδείξουμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς Θεοτόκου συνδέεται μέ ἀκατάλυτο δεσμό καί ὀργανική, ἀμφίδρομη σχέση μέ τήν ὀρθόδοξη Χριστολογία καί Σωτηριολογία, καί γι' αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα μόνο, πλήν ὅμως, ἀναπόσπαστο κεφάλαιο στή διαπραγμάτευση τοῦ δόγματος τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ἡ ὀρθόδοξη ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τῆς Παρθένου Μαρίας μπορεῖ νά κατανοηθεῖ σωστά καί νά περιγραφεῖ μέ ἀκρίβεια μόνο μέσα σ' ἕνα χριστολογικό πλαίσιο, μέσα στό κλίμα τῆς Χριστολογίας. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός καί τέλειος Θεός καί ὁ πρῶτος ἀληθινός καί τέλειος ἄνθρωπος. Οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ εἶναι "ἀσυγχύτως" ἑνωμένες στό ἴδιο καί τό αὐτό πρόσωπο, σέ μία ἄρρητη ὑποστατική ἕνωση. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε κατά πάντα τέλειος ἄνθρωπος ὁμοούσιος μέ ἐμᾶς καί γι' αὐτό καί ἡ μητέρα πού τόν γέννησε εἶναι ἀληθινά Θεοτόκος.

Το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου


Ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἡ πρώτη μεταξὺ τῶν ἁγίων, ἦταν τὸ πρόσωπο τὸ «προκατηγγελμένον ὑπὸ τῶν Προφητῶν» καὶ «ἐκλελεγμένον ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν», γιὰ νὰ συνεργήσει στὸ μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Τὸ ὄνομα Μαρία, τὸ ὁποῖο δόθηκε στὴ Θεοτόκο «κατὰ πρόγνωσιν καὶ βουλὴν τοῦ Θεοῦ», ἑρμηνεύεται «Κυρία». Ὁ ἅγιος Νικόδημος δίνει στὸ ὄνομα τριπλὴ ἑρμηνεία: κυρία, φωτισμὸ καὶ θάλασσα, ποὺ δηλώνουν ἀντιστοίχως τὴ δύναμη, τὴ σοφία καὶ τὴν ἀγαθότητα τῆς Θεοτόκου. Ἀπὸ τὸν Πατέρα ἔλαβε τὴ δύναμη, γιὰ νὰ ἐκπληρώνει σὰν Μητέρα στὴ γῆ ἐκεῖνο ποὺ ἐκπληρώνει ὁ Θεὸς σὰν Πατέρας στὸν οὐρανό. Ἀπὸ τὸν Υἱὸ ἔλαβε τὴ σοφία σὰν Μητέρα Του, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ συμφιλιώνει τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὸ «Ἅγιο Πνεῦμα, τέλος, ἔλαβε τὴν ἀγαθότητα σὰν Νύμφη Του, γιὰ νὰ μεταδίδει τὰ πνευματικὰ χαρίσματα σὲ ὅλα τὰ κτίσματα.
Ἡ ἅγια ζωὴ τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ αὐτὴ τὴ γέννησή της, εἶναι συνυφασμένη μὲ θαυμαστὰ γεγονότα καὶ γεμάτη ἀπὸ ἐξαιρετικὲς εὐλογίες. Μόνη αὐτή, ἀπ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες, γεννήθηκε ἐξ ἐπαγγελίας, δηλαδὴ ὕστερα ἀπὸ ἀγγελικὴ πρόρρηση.
Ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια ὁδηγήθηκε κατὰ θεία νεύση στὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων «ὡς τριετίζουσα δάμαλις», ὅπου, κατὰ τὸν Δαμασκηνὸ Ἰωάννη, «φυτευθεῖσα καὶ πιανθεῖσα τῷ Πνεύματι ὡσεὶ ἐλαία κατάκαρπος, πάσης ἀρετῆς καταγώγιον γέγονεν». Ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος Μαρία παρέμεινε δώδεκα χρόνια καὶ τρεφόταν ὑπερφυσικὰ μὲ οὐράνια τροφή. Τὴν ἑτοίμαζε ἔτσι ὁ Θεὸς γιὰ τὸ μεγάλο ὑπούργημά της ἔνσαρκου οἰκονομίας. Τὴν ἑτοίμαζε γιὰ νὰ τὴν ἀναδείξει «κεχαριτωμένη», νὰ τὴν κοσμήσει δηλαδὴ μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅταν ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἄγγελος Κυρίου ἀποστέλλεται πρὸς τὴν Παρθένο καὶ τῆς εὐαγγελίζεται τὴ σύλληψη τοῦ Υἵού του Θεοῦ. Ἐκείνη ταπεινὰ καὶ ὑπάκουα δέχεται τὴν ὑψίστη τιμὴ καὶ «πλήρης Πνεύματος Ἁγίου» ἀναφωνεῖ: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου, ὅτι ἔπεβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ». Μὲ καμία ἄλλη ἀρετὴ ἡ Θεοτόκος δὲν ἐϊλκνσε τόσο τὴ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, ὅσο μὲ τὴν ταπείνωση. Αὐτὸς ποὺ ταπεινώθηκε μέχρι θανάτου σταυρικοῦ, πράγματι τέτοια ταπεινὴ μητέρα χρειαζόταν.
Ἡ πρωτοφανὴς αὐτὴ ταπείνωση, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο, δὲν ἔμενε μόνο ριζωμένη στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς της, ἀλλ᾿ ἀπὸ κεῖ ἀνάβλυζε καὶ πλημμύριζε καὶ στὸ πανάμωμο σῶμα της, στὶς κινήσεις, στὴν ἐνδυμασία, στὰ ἔργα καὶ στὰ λόγια της.

Ο πόνος και η αγάπη της Παναγίας Πρωτοπρ. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.


Οι άγιοι Πατέρες και οι ιεροί υμνο­γρά­φοι όταν ομιλούν για την Πα­να­γία, εκπλήσσονται μπροστά στη μεγαλο­σύνη της και την ατενίζουν με δέος ιερό. Θαυμάζουν τον υπερφυή τόκο της,  υμνούν το ύψος των πνευ­­ματικών της χαρισμάτων, δοξάζουν  τον Τριαδικό Θεό για την πρέ­σβει­ρα του ανθρωπίνου γένους στον ουρανό. Γνωρίζουν ότι, τον έμψυχο ναό του Θεού δεν μπορούν να αγγίξουν χέρια αμύη­των. Ζητούν με τα­πεί­νωση από τον Δωρεοδότη  Κύριο να τους χαρίζει γλώσσα, προ­φο­ρά και λογισμό α­κα­ταί­σχυντο, λάμψη θεϊκή και φωτισμένο νου, για να πε­­ρι­γράφουν το «υπέρ λόγον και έννοιαν» μυστήριο της θείας εναν­θρώ­πησης. Πάντοτε συνδέ­ουν το ιερό πρόσωπό της με το πρόσωπο του Σωτήρος Χρι­στού.
pan1682
            Η Παναγία αγάπησε πολύ και πόνεσε πολύ. Βίωσε και γεύθηκε τον πόνο, την προσφυγιά, την περι­φρό­νηση, τον ονειδισμό και την ανθρώπινη κακία σε απερίγραπτο βαθμό. Η προφητεία του Συμεών είναι ενδεικτική: «και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται  ρομφέα» (Λουκ. 2,35). Ο Γέρο­ντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ γράφει: «Η Παναγία μας, πόνεσε πιο πο­λύ απ΄ όλες τις γυναίκες, πιο πολύ απ΄ ό­λες τις μανάδες του κόσμου, γι­α­τί κανέ­να δεν έβλαψε, σε κανένα δεν έκα­νε κακό, κι΄ όμως Της έκαναν το με­γαλύτερο κακό όλης της οικουμένης. Σταύ­ρωσαν Τον Υιό Της. Και α­ντι­κρύζοντάς Τον πάνω Στο Σταυρό,  πόνεσε τόσο η καρδιά της… Γι΄ αυτό μπορεί να καταλάβει την κάθε πονεμένη ύπαρξη, και συ­μπά­σχει με τον κάθε άνθρωπο που πονά, γιατί ακριβώς , ξέρει τι πάει να πει πόνος».
Είναι κοινός τόπος στη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ότι ο άν­θρωπος του Θεού μέσα από τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τον πόνο, τις ασ­θέ­νειες, τους πειρασμούς, τις κακουχίες και την οδύνη υπερβαίνει τον πει­ρασμό της εγωκεντρικής αυτάρκειας και ωριμάζει στην πνευματική ζωή. Ο Μ. Βασίλειος σε μια Ομιλία του με τίτλο, Εν λιμώ και αυχμώ, τονί­ζει σχετικά: «Τον καπε­τά­νιο τον δοκιμάζει και τον καταρτίζει η τρικυμία, τον αθλητή το στάδιο, τον στρατηγό η παράταξη σε μάχη, τον μεγα­λό­ψυ­χο και γενναίο η συμφορά, τον δε χριστιανό οι πειρασμοί και οι δο­κι­μα­σίες. Οι λύπες φανερώνουν τη γνήσια ψυχή, όπως η φωτιά το καθαρό χρυσά­φι».
            Η Παναγία δεν είχε ανάγκη όλων αυτών των πειρασμών και των θλίψεων, για να φθάσει στο ύψος της πνευματικής τελείωσης. Εξάλλου εκείνη δόξαζε δοξολογικά τον Κύριο και αισθανόταν άπειρη αγαλλίαση, όταν κυοφορούσε τον Χριστό (βλ. Λουκ. 1,47 κ.ε.)  Μετείχε όμως και συνέ­πασχε πάντοτε ως άνθρωπος στον πόνο και την οδύνη του αν­θρώπου της πτώσεως. Κι όσο μεγαλύτερη ήταν η αγάπη της τόσο βαθύτερος ήταν ο πόνος της. Γράφει σχετικά ο Γέροντας Σωφρόνιος: «Όταν η Παναγία στε­κό­ταν δίπλα στο Σταυρό, τότε ήταν η θλίψη Της απέραντη σαν τον ω­κεανό, και οι πόνοι της ψυχής Της ήταν ασύγκριτα μεγαλύτεροι από τον πόνο του Αδάμ μετά την έξωση από τον Παράδεισο, γιατί και η αγάπη Της ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από την αγάπη του Αδάμ στον Παρά­δεισο. Και αν επέζησε, επέζησε μόνο με τη θεία δύναμη, με την ενίσχυση του Κυρίου, γιατί το θέλημά Του ήταν να δει η Θεοτόκος την Ανάσταση και ύστερα, μετά την Ανάληψή Του, να παραμείνει πα­ρη­γοριά και χαρά των αποστόλων και του χριστιανικού λαού. Εμείς δεν φτά­νουμε στο πλή­ρωμα της αγάπης της Θεοτόκου, και γι’ αυτό δεν μπορούμε να εννοή­σουμε πλήρως το βάθος της θλίψεώς Της».

Το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου κατά τον Άγιο Νικόδημο


7d5e9-panagia60
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας διακοσμείται από προφήτες, αποστόλους, αγίους, οσιομάρτυρες, ασκητές, αναχωρητές και καυχάται όχι μόνο για αυτούς που ανήκουν ήδη στο νοητό στερέωμα της θριαμβεύουσας εκκλησίας αλλά και γιατί οι προαναφερθέντες χαρισματούχοι δεν έχουν εκλείψει από την στρατευόμενη εκκλησία. Αυτό άλλωστε είναι και το στοιχείο που τεκμηριώνει την Ορθόδοξη εκκλησία ως ζώσα και αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Ο σκοπός της εκκλησίας, όπως πολύ εύστοχα έχει εκφρασθεί, είναι να παράγει «άγια λείψανα». Μια εκκλησία που δεν οδηγεί στον αγιασμό και στην θέωση έχει χάσει τον προορισμό της. Βεβαίως τα ανωτέρω ισχύουν για όλους τους ανθρώπους που κοινωνούν με την αγιαστική ενέργεια του Θεού αλλά η δυνατότητα αυτή ήταν πάρα πολύ περιορισμένη πριν από την Σάρκωση του Θείου Λόγου, και ειδικότερα πριν από την Πεντηκοστή.
Κατά τον Αγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη μόνο μία ύπαρξη στην ανθρώπινη ιστορία υπερέβη το πνευματικό υψόμετρο και αυτού του αγγελικού κόσμου. Όλα τα κτίσματα εκοινώνησαν «μόνο της του Θεού ενεργείας ενώ η Κυρία ημών Θεοτόκος εδέχθη εν εαυτή υποστατικώς το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, αποβάσα κυρίως και αληθώς Θεοτόκος… που αποδεικνύει κατά την έννοιαν της προγνώσεως του Θεού ότι η Θεοτόκος ήτο όντως τέλος το σκοπιμώτατον και ύστατον». Όπως τονίζει ο Άγιος Νικόδημος το μεγαλείο της Παρθένου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το άρρητο μεγαλείο του χριστολογικού μυστηρίου, και η παρουσία της απειρόγαμου ήταν συνθήκη απαραίτητη της επί γης ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. Αυτή η αλήθεια απορρίπτεται τόσο από τους προτεστάντες όσο και από άλλους αιρετικούς που αδυνατούν να εξέλθουν από τον ορθολογισμό τους. Αυτό βέβαια δεν είναι απόλυτο γιατί κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια τουλάχιστον στον Αμερικανικό χώρο έχει παρατηρηθεί η έξοδος χιλιάδων πιστών από τον προτεσταντικό χώρο και η είσοδός τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μεταξύ των οποίων επώνυμοι ιεροκήρυκες και πάστορες. Η πνευματική δίψα αυτών των αδελφών μας είναι όντως εκπληκτική. Ένας από τους αξιόλογους προσήλυτους στην πόλη Yakima της πολιτείας Washington ο ιερεύς Ιωσήφ Copeland μετέφερε περίπου όλο το ποίμνιό του (περίπου 250 άτομα) στην Ορθοδοξία. Πριν από μερικά χρόνια μας ανέθεσε κάποιο κατηχητικό έργο αποσκοπώντας στην καλύτερη κατανόηση του Θεομητορικού δόγματος από τα μέλη του εκκλησιάσματός του. Στο δύσκολο αυτό έργο το οποίο συνεχίζεται ετησίως, χρησιμοποιήσαμε κυρίως θέσεις του Αγ. Νικόδημου του Αγιορείτου από τα έργα του «Εορτοδρόμιο» και «Κήπος Χαρίτων». Πάντως οφείλω ένα θερμό ευχαριστώ σε αυτούς τους αδελφούς μας και στον ποιμένα τους Π. Ιωσήφ γιατί μελετώντας τα κείμενα του Αγ. Νικόδημου και φυσικά άλλων πατέρων εμβαθύναμε σε ένα μικρό βαθμό στα «θαυμάσια» και στα «μεγαλεία» της πάναγνου Θεομήτορος.
Αυτή η προεργασία μάς έδωσε την ώθηση να ασχοληθούμε με τα κεντρικά σημεία της διδασκαλίας του Αγ. Νικόδημου περί της Υπεραγίας Θεοτόκου. Φυσικά η διδασκαλία του Αγ. Νικόδημου απηχεί την Αγιοπατερική διδαχή περί της Υπεράγιας Θεοτόκου που ταυτίζεται με την διδασκαλία της εκκλησίας. Ο θερμότατος έρως της ψυχής του Αγίου προς την Υπεραγία Θεοτόκον είναι εφάμιλλος προς την αγάπην και την βαθειά ευλάβεια την οποία αισθάνονταν όλοι οι Άγιοι Πατέρες προς το σεπτό πρόσωπο της Μητέρας του Κυρίου. Αυτό βέβαια αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση στο χώρο του αγιολογίου της Εκκλησίας: Άγιος ίσον θεοτοκόφιλος.
Η περί της Θεοτόκου θεολογία του Αγίου πατρός αποτελεί καρπό της βαθειάς ευλάβειας αγάπης και προσωπικής εμπειρίας του Αγίου, ο οποίος ζούσε και ευρίσκετο σε συνεχή αδολεσχία με το όνομά της. Σύμφωνα με προφορική παράδοση των σύγχρονών του μοναχών η Υπεραγία Θεοτόκος του εμφανιζόταν κατά τον καιρό που έγραφε γι αυτήν και του έλεγε: Σε ευλογώ, τέκνον μου Νικόδημε και σε ενισχύω να γράψεις. Στο πρώτο κεφάλαιο αυτής της εργασίας θα αναπτύξουμε τα κεντρικά σημεία του θεομητορικού δόγματος που συνοψίζεται με τους όρους θεοτόκος και αειπάρθενος. Στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο θα παρουσιάσουμε διαφορετικές πτυχές από τον πλούτο της διδασκαλίας του Αγ. Νικόδημου περί της αξίας, υπεροχής, και του μεγαλείου της Υπεραγίας Θεοτόκου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Η επί γης ζωή της Θεοτόκου Μαρίας



Η ΕΠΙ ΓΗΣ ΖΩΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΑΡΙΑΣ
ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΛΟΓΟΥ
Δαμασκηνός μοναχός Αγιορείτης
Η επί γης ζωή της Θεοτόκου Μαρίας
· Η Παναγία, συλλαμβάνεται, ως καρπός προσευχής, από τους αγίους Ιωακείμ και Άννα, τους γονείς της, υπέρ τους νόμους της φύσεως (διότι, η μητέρα της ήταν στείρα και γηραιά, όταν συνέλαβε).  Η Σύλληψις της Παναγίας εις την κοιλίαν της αγίας Άννης εορτάζεται την 9ην  Δεκεμβρίου.
· Η Παναγία γεννάται, εις τα Ιεροσόλυμα το έτος 16 π.Χ.  Το Γενέθλιον της Παναγίας εορτάζομε την 8ην Σεπτεμβρίου.
· Εις ηλικίαν τριών ετών, οι γονείς της την αφιερώνουν εις τον Θεόν, και την παραδίδουν εις τα χέρια του προφήτη Ζαχαρία, αρχιερέα, τότε, του ναού του Σολομώντος, και πατρός, μετέπειτα, του Τιμίου Προδρόμου, ο οποίος την εισάγει, θεία νεύσει, εις τα Άγια των Αγίων του ναού του Σολομώντος.  Η είσοδος της Παναγίας εις τα Άγια των Αγίων εορτάζεται την 21ην  Νοεμβρίου.
· Εκεί, η Παναγία, περέμεινε έγκλειστη δώδεκα χρόνια, έως ότου έγινε ηλικίας 15 ετών.  Καθ’ όλο αυτό το διάστημα, ετρέφετο, καθημερινώς με ουράνιο άρτο, δια χειρός του αρχαγγέλου Γαβριήλ, έζη υπέρ τους νόμους της φύσεως, και ήτο αφιερωμένη εις αδιάλειπτον νοεράν προσευχήν.
·  Εις ηλικίαν 15 ετών, την εξάγει, θεία νεύσει, ο προφήτης Ζαχαρίας, από τον ναό του Σολομώντος, και την μνηστεύει, παραδίδοντάς την προς προστασίαν, με τον δίκαιο Ιωσήφ, του οποίου η νόμιμη σύζυγος είχε αποθάνει, και με την οποίαν είχε αποκτήσει υιούς και θυγατέρας.  Ο Ιωσήφ, παραλαμβάνει την Παναγία και την εγκαθιστά εις τον οίκον του εις την Ναζαρέτ.
· Εκεί, μετά 4 μήνες από την άφιξή της, και 6 μήνες από τη Σύλληψη του Τιμίου Προδρόμου εις την γηραλέα μήτρα της Ελισάβετ, λαμβάνει χώραν ο Ευαγγελισμός της, από τον αρχάγγελο Γαβριήλ (Λουκ., α’ 26-27).  Ο Ευαγγελισμός της Παναγίας εορτάζεται την 25ην Μαρτίου.
· Ταυτόχρονα, μετά την συγκατάθεσή της εις το μήνυμα του Αρχαγγέλου, λαμβάνει χώραν και η άσπορος και άφραστος Σύλληψις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εκ Πνεύματος Αγίου, εις την κοιλίαν της Παναγίας (Λουκ., α’ 38).
· Αμέσως μετά τον Ευαγγελισμό της, η Παναγία μεταβαίνει εις την πνευματική της μητέρα, την Ελισάβετ, την μητέρα του Τιμίου Προδρόμου, η οποία εκατοικούσε εις την ορεινή περιοχή της Ιουδαίας, και παραμένει μαζί της τρεις μήνες, μέχρις ότου η Ελισάβετ γεννήση τον Τίμιο Πρόδρομο (τότε, η Ελισάβετ ήτο έγκυος 6 μηνών) (Λουκ., α’ 39 και 56).
· Όταν η Παναγία ήτο έγκυος 9 μηνών τον Χριστόν, μεταβαίνει, με τον μνήστορα Ιωσήφ, εις την Βηθλεέμ, για την απογραφή του πληθυσμού (Λουκ., β’ 3-4).
· Εκεί, εις την Βηθλεέμ, γεννά η Παναγία τον Χριστόν, μέσα εις την φάτνη, αφθόρως και χωρίς λοχείαν, υπέρ τους νόμους της φύσεως (Λουκ., β’ 7).  Η Γέννησις του Χριστού εορτάζεται την 25ην Δεκεμβρίου.  Εκεί, έρχονται και προσκυνούν τον Χριστόν οι ποιμένες των προβάτων (Λουκ., β’ 16).

Εγκώμιον εις την κοίμησιν της αγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου



TOY EN ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ
Φωνή κεράτινης σάλπιγγας, που να αντηχή δυνατώτερα από ανθρώπινη φωνή και να συγκλονίζη τα πέρατα, απαιτεί ένας λόγος προς τιμήν της ιεράς αυτής ημέρας, αγαπητοί μου. γι’ αυτό και κινδυνεύει ν’ αποτύχη τώρα, καθώς ακούγεται προερχόμενος από το ασθενές φωνητικό μου όργανο. Η Κυρία όμως και Βασίλισσα του παντός, έτσι καθώς είναι αφιλόδοξη, θα δεχτή νομίζω κι αυτόν εδώ τον σύντομο και πενιχρό λόγο που της προσφέρουμε οι δούλοι της, όμοια με εκείνους τους διεξοδικούς και αστραφτερούς των σπουδαίων ομιλητών, με το να παρακινείται σε συμπάθεια από τις προσευχές αυτού που με προστάζει να ομιλήσω. επειδή ακριβώς και ένα μόνο πράγμα προσέχει η φιλάγαθη: την πρόθεσι.

Εμπρός λοιπόν, συνάξου ολόκληρη η οικουμένη, ιεράρχες και ιερείς, μοναχοί και κοσμικοί, βασιλείς και άρχοντες, άνδρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, φυλές και γλώσσες, με όλο μαζί το έθνος και το πλήθος, και αφού αλλάξης τα φορέματα των αρετών σου, «ντυμένη» κι εσύ «στα κρόσσια τα χρυσά και στολισμένη»1, πρόβαλε με πρόσωπο φαιδρό και όλο χαρά γιόρτασε της Κυριοτόκου Μαρίας την εορτή, την επικήδεια συγχρόνως και διαβατήρια. διότι φεύγει από εδώ κάτω και πηγαίνει κοντά στα όρη τα αιώνια, το όρος όντως το Σιών, στο οποίο ευδόκησε ο Θεός να κατοική, όπως ψάλλει η λύρα του ψαλμωδού. Σήμερα λοιπόν ο επίγειος ουρανός περιβαλλόμενος την στολή της αφθαρσίας αποκτά νέα διαμονή, την καλύτερη και αιώνια. Σήμερα η νοητή και θεοφώτιστη σελήνη με το να συμβάλλη στον δίσκο του ηλίου της δικαιοσύνης εκλείπει μεν από την πρόσκαιρη τούτη ζωή, συγχρόνως όμως ανατέλλει και λάμπει με την τιμή της αθανασίας. Σήμερα η ολόχρυση και θεοκατασκεύαστη κιβωτός του αγιάσματος αναχωρεί από τα επίγεια σκηνώματα και μετακομίζεται στην άνω Ιερουσαλήμ, για να αναπαυθή αιώνια. Και ο θεοπάτωρ Δαυίδ μας τα τραγουδάει αυτά με την κιθάρα του και αναφωνεί: «Θα προσαχθούν, λέει, παρθένοι», δηλ. ψυχές, «στον βασιλέα, ακολουθώντας πίσω από αυτήν θα προσαχθούν σε Σένα»2.

Τώρα λοιπόν, ενώ έκλεισε τους αισθητούς οφθαλμούς η Θεοτόκος, υψώνει για χάρι μας τους νοητούς, σαν λαμπρούς και μεγάλους φωστήρες που ποτέ ως τώρα δεν βασίλεψαν, για να αγρυπνούν και να εξιλεώνουν τον Θεό υπέρ της σωτηρίας του κόσμου. Τώρα, ενώ στα θεοκίνητα χείλη της εσίγησε ο έναρθρος λόγος, αείλαλο ανοίγει το πρεσβευτικό της στόμα υπέρ όλου του γένους. Τώρα, ενώ συνέστειλε τις σωματικές και θεοφόρες της παλάμες, τις υψώνει άφθαρτες προς τον Δεσπότη υπέρ ολόκληρης της οικουμένης. Τώρα, ενώ μας απέκρυψε τα ηλιοειδή και φυσικά χαρακτηριστικά της, ακτινοβολεί δια μέσου της σκιαγραφίας της εικόνας της και την παρέχει στον λαό προς ασπασμό ευεργετικό και σχετική προσκύνησι, είτε το θέλουν οι αιρετικοί είτε όχι. Ενώ λοιπόν πέταξε επάνω η πάναγνος περιστερά, δεν παύει να φυλάττη τα κάτω. Ενώ εξήλθε του σώματος, με το πνεύμα της είναι μαζί μας. Ενώ οδηγήθηκε στους ουρανούς, εξοστρακίζει από ανάμεσά μας τους δαίμονες μεσιτεύοντας προς τον Κύριο.

Ερμηνευτικό σχόλιο στον Κανόνα του Ακαθίστου.



Ερμηνευτικό σχόλιο στον Κανόνα του Ακαθίστου.

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς.
Εν Πειραιεί τη 1η Απριλίου 2016.
Όπως είναι γνωστό, η Εκκλησία μας από αρχαιοτάτων χρόνων καθιέρωσε να ψάλλεται πανηγυρικά η ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου, ή των Χαιρετισμών, που είναι αφιερωμένη στην Παναγία, κάθε χρόνο την πένθιμη και κατανυκτική περίοδο της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις Παρασκευές των πέντε εβδομάδων των νηστειών, τις πρώτες τέσσερις Παρασκευές τμηματικά και την πέμπτη ολόκληρη. Στο πρώτο μέρος της ακολουθίας αυτής ψάλλεται πάντοτε ο λεγόμενος Κανόνας του Ακαθίστου. Στις γραμμές που ακολουθούν θα προσπαθήσουμε με τις πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου και την βοήθεια καταξιωμένων διδασκάλων της πίστεώς μας, να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά τα τροπάρια της πρώτης Ωδής του εν λόγω Κανόνος. 
Κατ’ αρχήν να πούμε λίγα εισαγωγικά γύρω από τον εν λόγω Κανόνα.  Όπως είναι γνωστό, η εκκλησιαστική ποίηση ήδη από τον 8ο μ.Χ. αιώνα καθιέρωσε το είδος εκείνο της εκκλησιαστικής υμνογραφίας που λέγεται Κανόνας και που αποτελείται από εννέα ωδές. Η κάθε ωδή ξεκινάει με τον ειρμό, που ονομάζεται έτσι, επειδή είρει, δηλαδή συνδέει στον τρόπο της ψαλμωδίας και τα υπόλοιπα τροπάρια της ωδής. 
Ο ειρμός λοιπόν της πρώτης ωδής αναφέρει: «Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται Πνεύματος και λόγον ερεύξομαι τη βασιλίδι Μητρί, και οφθήσομαι φαιδρώς πανηγυρίζων και άσω γηθόμενος ταύτης τα θαύματα». Δηλαδή θα ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίσει από το Πνεύμα του Θεού, και θα απευθύνω λόγο προς την βασίλισσα Μητέρα του Θεού, και θα με δουν να πανηγυρίζω με χαρά τα θαυμαστά μεγαλεία της. Ο υμνογράφος νιώθει βαθιά την ανάγκη να ανοίξει το στόμα του και να ψάλει, να υμνήσει την Παναγία. Επιθυμεί να εκφράσει την χαρά που αισθάνεται μέσα του με ύμνους. Η χαρά που αισθάνεται όμως δεν είναι απλοί ανθρώπινοι συναισθηματισμοί. Είναι η χαρά που πηγάζει από το Πνεύμα του Θεού, επειδή και η ψυχή του είναι γεμάτη με Πνεύμα άγιο. Έχει τον πόθο να τραγουδήσει στην μητέρα του ουρανού και της γης, μ’ εκείνους τους ύμνους με τους οποίους την υμνούν οι άγγελοι. Θέλει να τραγουδήσει με πολλή πνευματική ευφροσύνη τα αμέτρητα θαύματά της και τις ευεργεσίες της.

Η Θεοτοκολογία στην υμνολογία των Θεομητορικών εορτών Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη Καθηγητή Θεολογικής σχολης Α.Π.Θ.



Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη Καθηγητή Θεολογικής σχολης Α.Π.Θ.
 Η ΘΕΟΤΟΚΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ
ΤΩΝ ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΩΝ ΕΟΡΤΩΝ*

       Η αναφορά στο πρόσωπο της Θεοτόκου συναντάται στην όλη ζωή της Εκκλησίας, αλλά με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο συναντάται στην εικονογραφία, την θεία λατρεία και την υμνογραφία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το πρόσωπο της Θεοτόκου δεν είναι αυτονομημένο, αλλά σχετίζεται πάντοτε άμεσα με τον Θεάνθρωπο Υιό της. Την αλήθεια αυτή βεβαιώνουν με τον δικό τους καλλιτεχνικό τρόπο οι τοιχογραφίες της Θεοτόκου ως Πλατυτέρας των Ουρανών1. Με την καθιέρωση της εικονογραφήσεως της Θεοτόκου ως Πλατυτέρας στο τετρατοσφαίριο της κόγχης του ιερού βήματος η Εκκλησία προβάλλει έντονα την δογματική σημασία, που έχει η εικόνα της Θεοτόκου. Αλλά και οι εικόνες της Αειπαρθένου Μαρίας με το θείο βρέφος2 στο τέμπλο -στην πιο τιμητική θέση, δίπλα και δεξιά στο Χριστό- αισθητοποιούν την παραπάνω σύνδεση, ενώ παράλληλα το όνομα «Θεοτόκος», με το οποίο επιγράφονται οι εικόνες της, «άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησι»3. Και στην θεία λατρεία, άλλωστε, είναι έντονα εμφανής η σύνδεση της Θεοτόκου με τον Χριστό. Αυτό βεβαιώνουν χαρακτηριστικά η ιδιαίτερη «μερίδα» της στην Προσκομιδή (από τον 12° αιώνα) κατά την Θεία Λειτουργία, όπως και η εξαιρετικά τιμητική μνεία της στην Αναφορά αμέσως μετά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος για τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων. Το πιστοποιούν ακόμη και όλοι οι ύμνοι, τους οποίους ψάλλει η Εκκλησία προς την Θεοτόκο κατά τις διάφορες Θείες Λειτουργίες4.
       Αλλά και γενικότερα από την όλη υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν λείπει ποτέ η αναφορά στην Θεοτόκο. Έτσι, μνεία της Θεοτόκου γίνεται στην ενάτη Ωδή και στα Θεοτοκία, τα οποία συνοδεύουν όλους τους ύμνους, που αναφέρονται στον Χριστό και τους αγίους. Είναι λοιπόν αυτονόητο, ότι δεν υπάρχει υμνογραφία σε δεσποτική εορτή ή σε εορταζόμενο άγιο, στην οποία να μη γίνεται οπωσδήποτε και αναφορά στην Θεοτόκο.   Όλες αυτές οι αναφορές πιστοποιούν με τον πιο εμφαντικό τρόπο τη σημασία που αποδίδει η Ορθόδοξη Εκκλησία στο πρόσωπο της Θεοτόκου, το οποίο συνδέοντάς το άμεσα με τον Χριστό, το συνδέει κατ' επέκταση και έμμεσα με τη σωτηρία των ανθρώπων και του προσδίδει έτσι κατεξοχήν χριστολογικό και ταυτόχρονα σωτηριολογικό περιεχόμενο. Χριστολογία, λοιπόν, Σωτηριολογία και Θεοτοκολογία συνδέονται στενά σ' ολόκληρη την υμνογραφία που αναφέρεται στη μητέρα του Θεού. Αυτό μέσα στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας είναι πολύ φυσικό, αφού χαρακτηριστικό γνώρισμα της ορθόδοξης υμνογραφίας είναι το έντονα δογματικό περιεχόμενό της. Το δογματικό αυτό περιεχόμενο εκφράζουν με ιδιαίτερη έμφαση τα Απολυτίκια αλλά και όλοι οι ύμνοι των θεομητορικών εορτών.
       Η γέννηση της Θεοτόκου ήταν μήνυμα χαράς σε όλη την οικουμένη, γιατί από αυτήν θα γεννιόταν ο Χριστός, ο οποίος καταργώντας την προγονική κατάρα θα μας έδινε την δυνατότητα να μετέχουμε στην αιώνια ζωή5. Ζώντας οι πιστοί μέσα στη λατρεία τον λειτουργικό χρόνο -συμπυκνωμένο δηλαδή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον- βλέπουν στα Εισόδια της Θεοτόκου την «προκήρυξη» της σωτηρίας των ανθρώπων6, ενώ στον Ευαγγελισμό της την φανέρωση του μυστηρίου της σωτηρίας, που συνοψίζεται στο ότι ο Υιός του Θεού γίνεται υιός της Παρθένου, η οποία αποβαίνει κατά τον χαιρετισμό του αρχαγγέλου Γαβριήλ η «κεχαριτωμένη»7. Και αυτό εξαιτίας του πλούτου της Χάριτος που δέχτηκε με τον Ευαγγελισμό της, κατά την σύλληψη δηλαδή του Θεού Λόγου στη μήτρα της.

Την τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ...


ΤΗΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΑΝ ΤΩΝ ΧΕΡΟΥΒΙΜ ΚΑΙ ΕΝΔΟΞΟΤΕΡΑΝ ΑΣΥΓΚΡΙΤΩΣ ΤΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ,  ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΘΟΡΩΣ ΘΕΟΝ ΛΟΓΟΝ ΤΕΚΟΥΣΑΝ, ΤΗΝ ΟΝΤΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΝ ΣΕ ΜΕΓΑΛΥΝΟΜΕΝ 
Ἐν Πειραιεῖ  14-8-2015
πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό ἐξαίρετο ἑρμηνευτικό τῶν ἀσματικῶν κανόνων τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν βιβλίο του «Ἑορτοδρόμιον»[1], ἑρμηνεύει ἄριστα τόν προαναφερθέντα πασίγνωστο Θεομητορικό ὕμνο.
Λέει, λοιπόν, ὅτι ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Κοσμᾶς ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ ὁ Μελωδός, θέλοντας νά ὑμνήσει τήν ἀσύγκριτη δόξα τῆς Θεομήτορος, καί μή μπορώντας νά τήν περιγράψει, ἐξαιτίας τοῦ θεομητροπρεποῦς ἁγιασμοῦ της καί τῶν ὑπερφυσικῶν καί παραδόξων χαρισμάτων, τά ὁποία ἐνυπάρχουν οὐσιώδη καί ἐσωτερικά στό παρθενικό πρόσωπό της, ἐπειδή ὑπερβαίνουν κάθε νοῦ καί λόγο, ἐξαιτίας τόσο τοῦ μεγέθους τους ὅσο καί τοῦ πλήθους τους, γι’αὐτό ἀναγκάζεται ἐδῶ νά παραλάβει ὄχι ἀπό τόν αἰσθητό, ἀλλά ἀπό τόν νοητό κόσμο, τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ, οἱ ὁποῖες εἶναι οἱ πρῶτες ταξιαρχίες, πού βρίσκονται γύρω ἀπό τόν Θεό, ἔτσι ὥστε, μέσω τῆς συγκριτικῆς ἀσυγκρισίας τους ἤ τῆς ἀσύγκριτης συγκρίσεως, νά φανερώσει ἔστω καί λίγο τήν ἀπό ὑπερβολή σέ ὑπερβολή δόξα, κατά τόν Ἀπόστολο, καί τήν ὑπέρ λίαν τιμή τῆς Ἀειπαρθένου καί Θεομήτορος.
Παρατηροῦμε ἐδῶ ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος χρησιμοποιεῖ τίς ἐκφράσεις «συγκριτική ἀσυγκρισία» καί «ἀσύγκριτη σύγκριση», ἐπειδή, σύμφωνα μέ τούς φιλολόγους, ἡ σύγκριση γίνεται πρός ὁμοφυῆ, ὁμοειδῆ καί ὁμοούσια πράγματα. Ἡ σύγκριση, πού γίνεται ἐπί τῶν ἑτεροφυῶν καί ἑτερουσίων πραγμάτων, θά ἦταν καλλίτερο νά λέγεται διάκριση καί ὄχι σύγκριση. Γι’αὐτό καί ἡ σύγκριση στό τροπάριο αὐτό εἶναι περισσότερο διάκριση.
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τόν θεῖο Χρυσόστομο, δέν ὑπάρχει τίποτε σέ ὅλη τήν κτίση ἶσο ἤ ἀνώτερο ἀπό τήν Θεοτόκο. Γιατί, ἔτσι ρητορεύει ἡ καλή αὐτή γλῶσσα : «Δέν ὑπάρχει τίποτε στόν βίο, ὅπως ἡ Θεοτόκος Μαρία˙ περίελθε, ὦ ἄνθρωπε, ὅλη τήν κτίση μέ τόν λογισμό σου καί δές, ἄν ὑπάρχει κάτι ἶσο ἤ μεγαλύτερο ἀπό τήν ἁγία Θεοτόκο Παρθένο˙ γύρισε ὅλη τήν γῆ˙ δές παντοῦ γύρω γύρω τήν θάλασσα˙  ἀσχολήσου πολύ μέ τόν ἀέρα˙ ἐρεύνησε μέ τή διάνοιά σου τούς οὐρανούς˙ ἐνθυμήσου ὅλες τίς ἀόρατες Δυνάμεις, καί δές, ἄν ὑπάρχει ἄλλο τέτοιο θαῦμα σέ ὅλη τήν κτίση»[2]. Λέει δέ καί ὁ Ἰωάννης Ζωναρᾶς : «Ἡ Θεοτόκος ὀνομάζονταν δεδοξασμένη, ἐπειδή ἦταν καταγώγιο (κέντρο) κάθε ἀρετῆς˙ γιατί δέν βρέθηκε καθαρώτερη ἀπ’αὐτή σ’ὅλες τίς γενεές ἀπ’αἰῶνος».
Ἀπευθύνοντας, λοιπόν, ὁ θεσπέσιος Μελωδός τόν λόγο πρός τήν Θεοτόκο λέγει : «Ἐσένα μεγαλύνουμε, πανάχραντε Θεοτόκε, ἡ ὁποία εἶσαι τιμιώτερη ὄχι συγκριτικῶς, ἀλλά ἀσυγκρίτως ἀπό τά γνωστικότατα καί σοφώτατα Χερουβίμ». Γιατί, σύμφωνα μέ τόν Ἀρεοπαγίτη ἅγιο Διονύσιο, ἡ λέξη «Χερουβίμ» ἑρμηνεύεται «πλῆθος γνώσεως»«χύση σοφίας». Πρέπει κι ἐδῶ νά ἐννοηθεῖ τό ἐπίρρημα «ἀσυγκρίτως», ὥστε νά ἀποδίδεται ὄχι μόνο πρός τά Σεραφίμ, ἀλλά καί πρός τά Χερουβίμ. Παρομοίως, συνεχίζει ὁ Μελωδός : «Εἶσαι (πανάχραντε Θεοτόκε) καί ἐνδοξότερη ὄχι συγκριτικῶς, ἀλλά ἀσυγκρίτως ἀπό τά Σεραφίμ». Γι’αὐτό, ἔτσι πρέπει νά ἐννοεῖται ὁ ὕμνος : «Τήν τιμιωτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Χερουβίμ, καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ». Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Διονύσιο, ἡ λέξη «Σεραφίμ» θά πεῖ «ἐμπρηστές»«θερμαίνοντες».
Δύο πράγματα εἶναι ἄξια σημειώσεως στό σημεῖο αὐτό, λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος. Πρῶτον, ὅτι, ἀναφέροντας ὁ Ἱερός Κοσμᾶς τά δύο ὑπέρτατα τάγματα ἀπό τήν πρώτη Ἱεραρχία τῶν Ἀγγέλων, δηλ. τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ, καί λέγοντας ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι τιμιώτερη ἀσυγκρίτως καί ἐνδοξότερη ἀπ’αὐτά, τήν ἀπέδειξε τιμιώτερη καί ἐνδοξότερη καί ἀπ’ὅλα τά ἄλλα κατώτερα τάγματα. Γιατί, αὐτή, πού εἶναι ὑπέρτερη ἀπ’τά μεγαλύτερα, πολύ περισσότερο εἶναι ὑπέρτερη ἀπ’τά μικρότερα. Δεύτερον, ὅτι ὁ Μελωδός τεχνηέντως δέν ἀνέφερε τούς Θρόνους, πού εἶναι ὑψηλότεροι ἀπό τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ στήν πρώτη Ἱεραρχία, γιά νά μᾶς δώσει νά καταλάβουμε ὅτι Θρόνος ἔμψυχος τοῦ Παμβασιλέως Θεοῦ εἶναι ἡ Θεοτόκος, ἡ ὁποία χώρεσε στήν μήτρα της αὐτόν, πού δέν χωροῦσε σέ τίποτα, καί τόν βάσταξε ὡς θρόνος, γιά τόν ὁποῖο ὁ προφήτης Ἡσαΐας εἶπε ὅτι εἶδε τόν Κύριο νά κάθεται πάνω σέ θρόνο ὑψηλό καί ἐπηρμένο καί ὅτι γύρω ἀπ’αὐτόν στέκονταν τά Σεραφίμ.

ΠΟΣΟ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ ΑΓΑΠΑ ΟΛΟΥΣ...


 Όταν η ψυχή κατέχεται από την αγάπη του Θεού, τότε, ώ, πως είναι όλα ευχάριστα, αγαπημένα και χαρούμενα. Αυτή η αγάπη όμως συνεπάγεται θλίψη· κι όσο βαθύτερη είναι η αγάπη, τόσο μεγαλύτερη είναι κι η θλίψη.
Η Θεοτόκος δεν αμάρτησε ποτέ, ούτε καν με το λογισμό, και δεν έχασε ποτέ τη Χάρη, αλλά κι Αυτή είχε μεγάλες θλίψεις.
Όταν στεκόταν δίπλα στο Σταυρό, τότε ήταν η θλίψη Της απέραντη σαν τον ωκεανό κι οι πόνοι της ψυχής Της ήταν ασύγκριτα μεγαλύτεροι από τον πόνο του Αδάμ μετά την έξωση από τον Παράδεισο, γιατί κι ἡ αγάπη Της ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από την αγάπη του Αδάμ στον Παράδεισο. Κι αν επέζησε, επέζησε μόνο με τη Θεία δύναμη, με την ενίσχυση του Κυρίου, γιατί ήταν θέλημά Του να δει την Ανάσταση κι ύστερα, μετά την Ανάληψη Του, να παραμείνει παρηγοριά και χαρά των Αποστόλων και του νέου χριστιανικού λαού.
Εμείς δεν φτάνουμε στην πληρότητα της αγάπης της Θεοτόκου, και γι᾽αυτό δεν μπορούμε να εννοήσωμε πλήρως το βάθος της θλίψεώς Της. Η αγάπη Της ήταν τέλεια. Αγαπούσε άπειρα το Θεό και Υιό Της, αλλά αγαπούσε και το λαό με μεγάλη αγάπη. Και τι αισθανόταν τάχα, όταν εκείνοι, που τόσο πολύ αγαπούσε η Ίδια και που τόσο πολύ ποθούσε τη σωτηρία τους, σταύρωναν τον αγαπημένο Υιό Της;
Αυτό δεν μπορούμε να το συλλάβωμε, γιατί η αγάπη μας για το Θεό και τους ανθρώπους είναι λίγη. Κι όμως ἡ αγάπη της Παναγίας υπήρξε απέραντη και ακατάληπτη, έτσι απέραντος ήταν κι ο πόνος Της που παραμένει ακατάληπτος για μας.
Άσπιλε Παρθένε Θεοτόκε, πες σ᾽ εμάς τα παιδιά Σου, πώς αγαπούσες τον Υιό Σου και Θεό, όταν ζούσες στη γη; Πώς χαιρόταν το πνεύμα Σου για το Θεό και Σωτήρα Σου; Πώς αντίκρυζες την ομορφιά του προσώπου Του; Πώς σκαφτόσουν ότι Αυτός είναι Εκείνος, που Τον διακονούν με φόβο και αγάπη όλες οι Δυνάμεις των ουρανών;
Πες μας, τι ένοιωθε η ψυχή Σου, όταν κρατούσες στα χέρια Σου το Θαυμαστό Νήπιο; Πώς το ανέτρεφες; Πώς πονούσε η ψυχή Σου, όταν μαζί με τον Ιωσήφ Τον αναζητούσες τρεις μέρες στην Ιερουσαλήμ; Ποιαν αγωνία έζησες, όταν ὁ Κύριος παραδόθηκε στην σταύρωση και πέθανε στο Σταυρό;
Πες μας, ποιά χαρά αισθάνθηκες για την Ανάσταση ή πώς σπαρταρούσε η ψυχή Σου από τον πόθο του Κυρίου μετά την Ανάληψη;
Οι ψυχές μας λαχταρούν να γνωρίσουν τη ζωή Σου με τον Κύριο στη γη· αλλά Συ δεν ευδόκησες να τα παραδώσεις όλα αυτά στη Γραφή, αλλά σκέπασες το μυστήριο Σου με σιγή.
Πολλά θαύματα και ελέη είδα από τον Κύριο και τη Θεοτόκο, αλλά μου είναι τελείως αδύνατο ν᾽ ανταποδώσω κάπως αυτή την αγάπη.
Τι ν᾽ανταποδώσω εγώ στην Υπεραγία Θεοτόκο, που δεν με περιφρόνησε ενώ ήμουν βυθισμένος στην αμαρτία, αλλά μ᾽επισκέφθηκε σπλαγχνικά και με συνέτισε; Δεν Την είδα, αλλά τό Άγιο Πνεύμα μου έδωσε να Την αναγνωρίσω από τα γεμάτα χάρη λόγια Της και τό πνεύμα μου χαίρεται κι η ψυχή μου παρασύρεται τόσο από την αγάπη προς Αυτήν, ώστε και μόνη η επίκληση του ονόματος Της γλυκαίνει την καρδιά μου.
Όταν ήμουν νεαρός υποτακτικός, προσευχόμουν μια φορά μπροστά στην εικόνα της Θεομήτορος και μπήκε τότε στην καρδιά μου η προσευχή του Ιησού κι άρχισε από μόνη της να προφέρεται εκεί.
Μια άλλη φορά άκουγα στην εκκλησιά την ανάγνωση των προφητειών του Ησαΐα, και στις λέξεις «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε» (Ἡσ. α ́ 16) σκέφτηκα: «Μήπως η Παναγία αμάρτησε ποτέ, έστω και με το λογισμό;». Και, ώ του θαύματος! Μέσα στην καρδιά μου μια φωνή ενωμένη με την προσευχή πρόφερε ρητώς: «Η Θεοτόκος ποτέ δεν αμάρτησε, ούτε καν με την σκέψη». Έτσι τό Άγιο Πνεύμα μαρτυρούσε στην καρδιά μου για την αγνότητα Της.
Εν τούτοις κατά τον επίγειο βίο Της δεν είχε ακόμα την πληρότητα της γνώσεως και υπέπεσε σ᾽ ορισμένα αναμάρτητα λάθη ατέλειας. Αυτό φαίνεται από τό Ευαγγέλιο· όταν επέστρεφε από την Ιερουσαλήμ, δεν ήξερε που είναι ο Υιός Της και Τον αναζητούσε τρεις μέρες με τον Ιωσήφ (Λουκ. β ́ 44-46).