Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Η Θεοτοκολογία στην υμνολογία των Θεομητορικών εορτών

 


Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη Καθηγητή Θεολογικής σχολης Α.Π.Θ.
 Η ΘΕΟΤΟΚΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ
ΤΩΝ ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΩΝ ΕΟΡΤΩΝ*
 
       Η αναφορά στο πρόσωπο της Θεοτόκου συναντάται στην όλη ζωή της Εκκλησίας, αλλά με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο συναντάται στην εικονογραφία, την θεία λατρεία και την υμνογραφία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το πρόσωπο της Θεοτόκου δεν είναι αυτονομημένο, αλλά σχετίζεται πάντοτε άμεσα με τον Θεάνθρωπο Υιό της. Την αλήθεια αυτή βεβαιώνουν με τον δικό τους καλλιτεχνικό τρόπο οι τοιχογραφίες της Θεοτόκου ως Πλατυτέρας των Ουρανών1. Με την καθιέρωση της εικονογραφήσεως της Θεοτόκου ως Πλατυτέρας στο τετρατοσφαίριο της κόγχης του ιερού βήματος η Εκκλησία προβάλλει έντονα την δογματική σημασία, που έχει η εικόνα της Θεοτόκου. Αλλά και οι εικόνες της Αειπαρθένου Μαρίας με το θείο βρέφος2 στο τέμπλο -στην πιο τιμητική θέση, δίπλα και δεξιά στο Χριστό- αισθητοποιούν την παραπάνω σύνδεση, ενώ παράλληλα το όνομα «Θεοτόκος», με το οποίο επιγράφονται οι εικόνες της, «άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησι»3. Και στην θεία λατρεία, άλλωστε, είναι έντονα εμφανής η σύνδεση της Θεοτόκου με τον Χριστό. Αυτό βεβαιώνουν χαρακτηριστικά η ιδιαίτερη «μερίδα» της στην Προσκομιδή (από τον 12° αιώνα) κατά την Θεία Λειτουργία, όπως και η εξαιρετικά τιμητική μνεία της στην Αναφορά αμέσως μετά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος για τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων. Το πιστοποιούν ακόμη και όλοι οι ύμνοι, τους οποίους ψάλλει η Εκκλησία προς την Θεοτόκο κατά τις διάφορες Θείες Λειτουργίες4.
       Αλλά και γενικότερα από την όλη υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν λείπει ποτέ η αναφορά στην Θεοτόκο. Έτσι, μνεία της Θεοτόκου γίνεται στην ενάτη Ωδή και στα Θεοτοκία, τα οποία συνοδεύουν όλους τους ύμνους, που αναφέρονται στον Χριστό και τους αγίους. Είναι λοιπόν αυτονόητο, ότι δεν υπάρχει υμνογραφία σε δεσποτική εορτή ή σε εορταζόμενο άγιο, στην οποία να μη γίνεται οπωσδήποτε και αναφορά στην Θεοτόκο.   Όλες αυτές οι αναφορές πιστοποιούν με τον πιο εμφαντικό τρόπο τη σημασία που αποδίδει η Ορθόδοξη Εκκλησία στο πρόσωπο της Θεοτόκου, το οποίο συνδέοντάς το άμεσα με τον Χριστό, το συνδέει κατ' επέκταση και έμμεσα με τη σωτηρία των ανθρώπων και του προσδίδει έτσι κατεξοχήν χριστολογικό και ταυτόχρονα σωτηριολογικό περιεχόμενο. Χριστολογία, λοιπόν, Σωτηριολογία και Θεοτοκολογία συνδέονται στενά σ' ολόκληρη την υμνογραφία που αναφέρεται στη μητέρα του Θεού. Αυτό μέσα στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας είναι πολύ φυσικό, αφού χαρακτηριστικό γνώρισμα της ορθόδοξης υμνογραφίας είναι το έντονα δογματικό περιεχόμενό της. Το δογματικό αυτό περιεχόμενο εκφράζουν με ιδιαίτερη έμφαση τα Απολυτίκια αλλά και όλοι οι ύμνοι των θεομητορικών εορτών.
       Η γέννηση της Θεοτόκου ήταν μήνυμα χαράς σε όλη την οικουμένη, γιατί από αυτήν θα γεννιόταν ο Χριστός, ο οποίος καταργώντας την προγονική κατάρα θα μας έδινε την δυνατότητα να μετέχουμε στην αιώνια ζωή5. Ζώντας οι πιστοί μέσα στη λατρεία τον λειτουργικό χρόνο -συμπυκνωμένο δηλαδή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον- βλέπουν στα Εισόδια της Θεοτόκου την «προκήρυξη» της σωτηρίας των ανθρώπων6, ενώ στον Ευαγγελισμό της την φανέρωση του μυστηρίου της σωτηρίας, που συνοψίζεται στο ότι ο Υιός του Θεού γίνεται υιός της Παρθένου, η οποία αποβαίνει κατά τον χαιρετισμό του αρχαγγέλου Γαβριήλ η «κεχαριτωμένη»7. Και αυτό εξαιτίας του πλούτου της Χάριτος που δέχτηκε με τον Ευαγγελισμό της, κατά την σύλληψη δηλαδή του Θεού Λόγου στη μήτρα της.
       Τα γεγονότα της ζωής της Θεοτόκου, τα οποία συνδέονται με το έργο της σωτηρίας, ξεπερνούν τους όρους, την «τάξη» της φύσεως και την επιστημονική έρευνα και κινούνται στον χώρο του μυστηρίου8, γι' αυτό και κατανοούνται μόνο με την πίστη9. Η Θεοτόκος γεννημένη από βιολογικά στείρα μητέρα διέλυσε την πνευματική στείρωση της φύσεώς μας, έγινε η απαρχή της καρποφορίας της Χάριτος και η απαρχή της σωτηρίας των ανθρώπων10. Συλλαμβάνοντας τον Θεάνθρωπο «εκ Πνεύματος αγίου», κατά άσπορο δηλαδή και ανέκφραστο τρόπο11, πραγματοποίησε τον συμβολισμό της ράβδου του Ααρών, που βλάστησε12. Φέρνοντας στη μήτρα της τον Χριστό έγινε το κατοικητήριο και το «όχημα» της όλης θεότητας13, ο θείος ναός της «αϊδίου ουσίας», η «έμψυχος κιβωτός» της δόξας του Θεού14, ο «πυρίμορφος θρόνος»1516. Έγινε «δοχείον» και «βασιλικός θάλαμος», όπου πραγματώθηκε «δημιουργική δυνάμει» το παράδοξο μυστήριο της ανέκφραστης ενώσεως των δύο ξένων μεταξύ τους φύσεων στο πρόσωπο του Θεού Λόγου17. Και αυτό έγινε με τη μία και κοινή θέληση και ενέργεια του Τριαδικού Θεού, με την ευδοκία του Θεού Πατέρα και την συνεργία του αγίου Πνεύματος. «Παρθενική γαστήρ τον Υιόν υποδέχεται», ψάλλει η Εκκλησία, «Πνεύμα άγιον καταπέμπεται· Πατήρ άνωθεν ευδοκεί και το συνάλλαγμα κατά κοινήν πραγματεύεται βούλησιν»18. Εδώ είναι εμφανής ο τριαδολογικός χαρακτήρας του ύμνου που αναφέρεται στη Θεοτόκο, στο πρόσωπο της οποίας υμνείται και δοξάζεται το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. του βασιλέως Χριστού και η «άφλεκτος βάτος» του αΰλου πυρός της θεότητας, που καθαρίζει και φωτίζει τις ψυχές των ανθρώπων