Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Η θλιμμένη Παναγιά



 
Στή μνήμη ἀπομένει πάντα ἡ Μορφή μιᾶς θλιμμένης, βουρκωμένης Παναγίας, τήν ὁποία συναντοῦσα κάθε Κυριακή ἤ καί γιορτή στήν παλιά μας τήν ἐκκλησία, στό Κάτω Χωριό. Ἡ εἰκόνα αὐτή, πού βρισκεται μέχρι σήμερα στό Τέμπλο, εἶναι μεγάλων διαστάσεων, ἁγιογραφημένη στό Ἅγιον Ὄρος, ὄχι μέ τή γνωστή βυζαντινή τεχνοτροπία, ἀλλά μέ πολλά δυτικότροπα στοιχεῖα, στά ὁποῖα ὡστόσο, πρέπει νά τό ποῦμε ἀπερίφραστα, ὁ εὐλαβής ἁγιογράφος προσπάθησε νά βάλει τή δική του τἠ σφραγίδα, ἔτσι ὥστε νά μήν ἀπομακρύνει καί τήν παράδοση καί τήν κληρονομιά τόσων αἰώνων.
  Καθε Κυριακή, λοιπόν, στή Θεία Λειτουργία, ἐκεῖνος ὀ ταπεινός καί ἁπλός λευΐτης, ὁ παπα-Βαγγέλης, τήν ὥρα πού ἐπρόκειρο νά εἰπωθεῖ ἡ Κυριακή Προσευχή, ἔκανε νεῦμα, ὥστε τό παιδί πού θά ἔλεγε τό "Πάτερ ἠμῶν", νά πάει καί νά σταθεῖ μπροστά στήν ὡραία Πύλη, στό σολέα, καί νά περιμένει ἐκεῖ, μέχρι ν᾿ ἀπαγγείλει ὁ ἱερέας τό, " Καί καταξίωσον ἡμᾶς Δέσποτα.......", γιά νά πεῖ στή συνέχεια τήν Προσευχή .
   Δέν ἦταν καί λίγες οἰ Κυριακές καί οἰ γιορτές, κατά τίς ὁποῖες βρέθηκα σ᾿ αὐτή τή θέση. Μάλιστα, γιά νά πῶ τήν ἀλήθεια, τήν περίμενα μέ ἀγωνία αὐτή τή στιγμή, ἀλλά καί στεναχωριόμουν πάρα πολύ ὅταν τή θέση μου τήν καταλάμβανε ἄλλος. Ὄμως ἐκείνη ἡ λιγόλεπτη ἀναμονή, μέχρι νά πεῖ ὁ ἱερέας τό, " Καί καταξίωσον ἡμᾶς Δέσποτα" ἀπομένουν στήν ψυχή ὡς στιγμές βιωματικά κορυφαῖες, γιατί τόσο στά δεξιά μου, ὄσο καί στ᾿ ἀριστερά οἱ Εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας μέ συγκινούσανε ὐπερβολικά μέ τό γαλήνιο ἐκεῖνο τους βλέμμα, πού παράλληλα εἶχε ἔνα βούρκωμα, μιά θλίψη κι ἔναν πόνο πού μαγνήτιζε, κατένυσσε καί φυσικά ἄνοιγε στήν παιδική ψυχή τούς δρόμους τῆς Μητρικῆς συμπόνιας, τῆς γενναίας ἀγάπης, τῆς γαλήνιας συμπάθειας. Διάβαζα στήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας τότε τήν εὐλάβαια τῶν προγόνων μου, τίς συνεχεῖς ἐκκλήσεις πρός τήν Χάρη Της τῶν χαροκαμένων γυναικῶν καί μανάδων τοῦ χωριοῦ μου, πού σέ ὦρες πυνκοῦ χιονιᾶ καί θλίψεων, στίς ὀποῖες ξετρυπώνει ἠ ἀρρώστεια κι ὁ θάνατος, τή θερμοπαρακαλοῦσαν νά σταθεῖ σιμά τους παρηγοριά, ἐλπίδα, διέξοδος καί θεία συνδρομή στούς τρομερούς ἐκείνους κλειστούς καιρούς. Γι᾿ αὐτό, ὅταν σέ ὧρες φονικῆς θύελλας καί θαλασσοταραχῆς ἄκουγα τἠ Μάνα καί τή γιαγιά νά λένε, " Παναϊά μ᾿ στό πέλαγος!", Ἐκείνη τή Μορφή εἶχα μπροστά μου. Εἶχα δέ τήν ἐντύπωση, πώς ἐκεῖνες τίς σκληρές στιγμές πρόφθανε ἠ Χάρη Της καί καταλάγιαζε τόν καιρό ἀνακουφίζοντας ἀνθρώπους καί πλοῖα ἀπό τή μανιασμένη θάλασσα.
   Τό ἰδιο βουρκωμένη ἦταν καί ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶχε ἀγιογραφηθεῖ στό Ἅγιον ὄρος σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή. Μάλιστα, στά μάτια τοῦ Χριστοῦ διέκρινα κι ἐκείνη τήν κοκκινίλα, τό αἷμα πού ἀνεβαίνει στά μάτια ἀπό τόν ἀβάσταχτο πόνο καί πολλές φορές σκεφτόμουν, ἐκεῖνο τό λόγο τοῦ Εὐαγελιστῆ Ἰωάννη πού τόν ἀκοῦμε μιά μέρα σημαδιακή : τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου. " Ἐδακρυσεν ὁ Ἰησοῦς" (Ἰω. 11, 35-36).
   Πᾶνε χρόνια ἀπό τ ότε πού σιμώνουν τό μισό αἰῶνα. Ἔχω δεῖ πολλές εἰκόνες τῆς Παναγίας καί τοῦ Κυρίου μας, εἰκόνες ἱστορημένες ἀπό τρανούς ἁγιογράφους.Ὅμως στήν ψυχή ἔχει ἐκτυπωθεῖ μόνο ἡ Μορφή ἐκείνηης τῆς Εἰκόνας, τήν ὁποία πρωτοαντίκρυσα παιδί καί τήν πῆρα μαζί μου, ὅπως πῆρα καί τή Μορφή τῆς Μανας μου νά μέ συνοδεύουν καί νά μέ συντρέχουν σέ ὧρες φαρμακωμένες:ἡ μιά μέ τή μεσιτεία Της κι ἡ ἄλλη μέ τήν παραμυθία της.... 

π. Κων. Ν. Καλλιανός-ΠΗΓΗ

Τη Μητέρα του ο Χριστός ανέδειξε προστάτη του κόσμου.




 

«Την ημών σωτηρίαν, ως ηθέλησας, Σώτερ οικονομήσασθαι, εν μήτρα της Παρθένου, κατώκησας τω κόσμω, ην προστάτιν ανέδειξας· ο των Πατέρων ημών, Θεός εύλογητός εί».
(Καθώς θέλησες, Σωτήρα, να ταχτοποιήσεις τη σωτηρία μας (από την αμαρτία), ήλθες στον κόσμο κατοικώντας στη μήτρα της Παρθένου, την οποία ανέδειξες προστάτη μας. Είσαι ευλογημένος, Κύριε, ο Θεός των Πατέρων μας.)
Για να σώσει τον κόσμο ο Θεός από τη φθορά της αμαρτίας, θέλησε να κατέβει στη γη και να γίνει αληθινός άνθρωπος. Η θεία ενανθρώπηση ήταν η εγγύηση και η αλήθεια της σωτηρίας. Ο Θεός βέβαια μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο και από μακριά, από τον ουρανό. Παντοδύναμος και πανταχού παρών όπως είναι, δεν εμποδίζεται από την απόσταση και τον χρόνο να πραγματοποιήσει τις βουλές ταυ. Δεν το έπραξε όμως. Θέλησε να σώσει τον άνθρωπο πραγματικά στο χώρο που εκείνος ζούσε. Θέλησε να γίνει άνθρωπος αληθινός, να τον δουν οι άνθρωποι, να τον ακούσουν, να τον δουν να πεθαίνει και ν’ ανασταίνεται γι’ αυτούς. Να τον νιώσουν κοντά τους, δικό τους, από την ίδια ουσία με αυτούς, χωρίς όμως αμαρτία. Μόνο ως Θεάνθρωπος ο Χριστός μπορούσε πραγματικά να σώσει το πλάσμα του, ν’ ανακαλέσει τον Αδάμ στην αρχαία προπτωτική του κατάσταση, να αποκαταστήσει, τη φθαρείσα εικόνα στο αρχέγονο προπτωτικό κάλλος της.
Ο τρόπος της σαρκώσεως του Λόγου ήταν γνωστός. Το τροπάριο τον τονίζει πολύ απλά και περιεκτικά: ο Θεός «κατώκησεν εν μήτρα της Παρθένου», την οποία κατέστησε «εύρύχωρον σκήνωμα του Λόγου», πλατυτέρα των ουρανών και θρόνο χερουβικό. Στη μήτρα της θεόπαιδος Μαριάμ ο Λόγος ενώθηκε με τη φύση του ανθρώπου («Υιός ανθρώπου»), που έπλασε η δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος.
«Θελητήν του ελέους, ον εγέννησας Μήτερ αγνή δυσώπησον, ρυσθήναι των πταισμάτων, ψυχής τε μολυσμάτων, τους εν πίστει κραυγάζοντας· ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει».
(Αυτόν που θέλει το έλεος (την αγάπη) και γέννησες Μητέρα αγνή, παρακάλεσε να λυτρώσει από τα πταίσματα και τους μολυσμούς της ψυχής αυτούς που με πίστη κραυγάζουν. Θεέ των Πατέρων μας είσαι ευλογημένος.)
Ο Θεός είναι αγάπη και έλεος. Είναι εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος. Δεν θέλει το θάνατο, αλλά τη ζωή των ανθρώπων. Ελεεί τους αμαρτωλούς και επιδιώκει τη μετάνοια και σωτηρία τους. Εντούτοις δεν σώζονται όλοι οι αμαρτωλοί, γιατί δεν ανταποκρίνονται στο κάλεσμα της θείας αγάπης. Δέχονται το έλεος του Θεού, αλλά δεν θέλουν να το κάνουν δικό τους, να το αξιοποιήσουν. Στο τέλος το χάνουν και μαζί του χάνουν και την ψυχή τους, την οποία κερδίζει ο διάβολος και την καταβροχθίζει ο αιώνιος πνευματικός θάνατος.
Το θειο έλεος σώζει όλους όσοι πιστεύουν στο Χριστό ως τη μόνη πηγή της σωτηρίας τους και προσαρμόζουν τη ζωή τους σύμφωνα με την ευαγγελική θεία αλήθεια. Αυτοί ανυμνολογούν και δοξάζουν τον Χριστό, την πηγή του ελέους και της σωτηρίας τους.
«Θησαυρόν σωτηρίας, και πηγήν αφθαρσίας την σε κυήσασαν, και πύργον ασφαλείας, και θύραν μετα­νοίας, τοις κραυγάζουσιν έδειξας. Ο των Πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει».
(Θησαυρό σωτηρίας και πηγήν αφθαρσίας, αυτήν που σε γέννησε, και πύργον ασφαλείας και θύρα μετανοίας ανέδειξες (Κύριε) σ’ αυτούς που κραυγάζουν. Θεέ των Πατέρων μας, είσαι ευλογημένος.)
Ότι η Παρθένος Μαρία είναι θησαυρός σωτηρίας, πηγή αφθαρσίας κ.τ.ό. είναι διδασκαλία σωστή, φτάνει να την εννοούμε στην πραγματική της δογματική διάσταση. Δεν παρέχει απ’ ευθείας τη σωτηρία και την αφθαρσία η Παναγία. Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση προς το δόγμα της πίστεως, ότι μόνος σωτήρας του ανθρώπου είναι ο Χριστός, ο μόνος μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπου και λυτρωτής. Η Θεοτόκος είναι βοηθός των ανθρώπων προς σωτηρίαν. Αυτό το κατορθώνει διά των προσευχών και των δεήσεων της. Η μεγάλη χάρη που έχει η Παρθένος τής έχει δοθεί από το Χριστό, τον Κύριο και Θεό της. Στο όνομα αυτής της χάρης τελεί η Θεομήτωρ τα θαυμάσια της, Τα επαναλαμβάνουμε αυτά συχνά, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις και άδικες κατηγορίες κατά της ορθόδοξης πίστης, σχετικά με το πρόσωπο και το έργο της Απειρογάμου.

«Των ιαμάτων το δαψιλές επιχέεις τοις πιστώς υμνούσι σε Παρθένε, και υπερυψούσι τον άφραστόν σου τόκον».
(Παρέχεις πολλά ιάματα Παρθένε, σέ όσους σε υμνούν και υπερδοξάζουν τον άφραστό σου τόκο.)
Ο τόκος της Θεοτόκου δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια ανθρώπινα. Είναι τόκος ανέκφραστος και ανερμήνευτος. Κι εμείς οι άνθρωποι δεν μπορούμε με το λιγοστό μυαλό που διαθέτουμε να τον εννοήσουμε. Είναι μυστήριο μεγάλο, που υπερβαίνει κάθε νοητική μας κατάληψη. Και γιατί όλα αυτά; Γιατί ο Χριστός, ο Υιός της Παρθένου, δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος που γεννήθηκε όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής γέννησης. Δεν είχε πατέρα φυσικό. Ήταν «απάτωρ εκ μη­τρός». Είχε δύο πλήρεις και τέλειες φύσεις, που ενώθηκαν, χωρίς η μία να βλάψει την άλλη, σε ένα πρόσωπο θεανδρικό. Ο Χριστός δεν είχε δύο τέλεια πρόσωπα, αλλά ένα και μόνο, το πρόσωπο του Θεού Λόγου. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν απρόσωπη. Το ένα πρόσωπο του Χριστού ήταν ο κοινός φορέας των δύο φύσεων του. Επειδή δε ήταν το πρόσωπο του Λόγου, ο Χριστός ήταν αναμάρτητος. Η ανθρώπινη φύση είχε θεωθεί (δεν έγινε φυσικά φύσει Θεός) με την ένωσή της με τη θεία φύση. Αυτά τα πράγματα δεν μπορούμε εμείς οι αδύνατοι άνθρωποι να τα καταλάβουμε. Είναι μυστηριώδεις αλήθειες, που φανέρωσε στον κόσμο ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού. Τις αλήθειες αυτές μπορεί να τις πλησιάσει κάπως ο άνθρωπος μόνο διά της πίστεως και με το φωτισμένο από το Πνεύμα του Θεού ανθρώπινο λόγο.
Όταν μάθει κανείς το μυστήριο του Χριστού, τότε μόνο μπορεί να μάθει και το μυστήριο της αειπάρθενης Μητέρας του.

(Α. Θεοδώρου, «Χρυσοπλοκώτατε Πύργε» -Μετάφραση και σχολιασμός των Παρακλητικών Κανόνων, εκδ. Αποστ. Διακονίας)

Ιστορικές εικόνες της ” Πρόσφυγος ” Παναγίας στον Ελλαδικό χώρο.

          

 Του πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.
Τα δύο μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού(1919) και της Μικρασιατικής καταστροφής(1922) έγιναν αφορμή να μεταφερθούν ιερές Θεομητορικές εικόνες από τον Πόντο και την Μικρά Ασία στην Ελλάδα.Μερικές από αυτές αναφέρονται παρακάτω.
Παναγία Σουμελά 
Η Μονή Παναγίας Σουμελά ή Μονή Σουμελά, είναι ένα πασίγνωστο χριστιανικό ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στην Τραπεζούντα, σύμβολο επί 16 αιώνες του Ποντιακού Ελληνισμού.
Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 οι Aθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Eκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, εικονογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς.
Oι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Bαζελώνα κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα στη σπηλιά, στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα.
Mε ενέργειες του πρωθυπουργού της Eλλάδας Eλευθερίου Bενιζέλου, το 1930, όταν στα πλαίσια της προωθούμενης τότε ελληνοτουρκικής φιλίας ο Tούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού επισκέφτηκε την Αθήνα, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία να πάει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της ορθοδοξίας και του ελληνισμού.
Tο 1930 ζούσαν μόνο δύο καλόγεροι του πανάρχαιου ιστορικού μοναστηριού. O υπέργηρος Iερεμίας στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, ο οποίος αρνήθηκε να πάει λόγω και της προχωρημένης ηλικίας του και γιατί δεν ήθελε να ξαναζήσει τις εφιαλτικές σκηνές της τουρκικής βαρβαρότητας και ο Aμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Aγίου Θεράποντα της Tούμπας στη Θεσσαλονίκη. Aπό τον μοναχό Iερεμία έμαθε ο Aμβρόσιος την κρύπτη των ανεκτίμητων κειμηλίων. Στις 14 Οκτωβρίου έφυγε ο Aμβρόσιος, εφοδιασμένος με ένα κολακευτικό συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας για την Kωνσταντινούπολη και από εκεί για την Tραπεζούντα, με προορισμό την Παναγία Σουμελά. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεφε στην Aθήνα όχι μόνο με τα σύμβολά μας, αλλά και με τον Πόντο, όπως είχε γράψει τότε ο υπουργός Προνοίας της κυβέρνησης του Eλευθερίου Bενιζέλου Λεωνίδας Iασωνίδης: «Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος».
H εικόνα φιλοξενήθηκε για 20 χρόνια στο Bυζαντινό Mουσείο της Aθήνας. Πρώτος ο Λεωνίδας Iασωνίδης πρότεινε το 1931 τον επανενθρονισμό της Παναγίας Σουμελά σε κάποια περιοχή της Eλλάδας.,
Πράγματι, το 1951 ο Kρωμναίος οραματιστής και κτήτωρ Φίλων Kτενίδης έκανε πράξη την επιθυμία όλων των Ποντίων, με τη θεμελίωση της Νέας Παναγίας Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου στην Καστανιά της Βέροιας.
Παναγία η Μηχανιώτισσα 

Η Νέα Μηχανιώνα συνδέεται άρρηκτα με την Παναγία Φανερωμένη, στην οποία οφείλει και την μεγάλη φήμη της. Είναι ο νέος τόπος, τον οποίο «ηηρετίσατο είς κατοικίαν έαυτής», όταν, μετά την φοβερή Μικρασιατική καταστροφή, οι ξεριζωμένοι Μηχανιώτες της Χερσονήσου της Κυζίκου εγκαταστήθηκαν, ως πρόσφυγες, εδώ, φέρνοντας μαζί τους ό,τι ποιο ιερό είχαν, την Αγία και Θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης, η οποία ήταν γι΄αυτούς πάντοτε «έν ταίς θλίψεσι βοηθός» και «έν τοίς κινδύνοις ρύστις και προστάτις έν τοίς πειρατηρίοις .»
Παναγία η Βουρλιώτισσα
Η Παναγία η επονομαζόμενη Βουρλιώτισσα της οποίας ο ιερός Ναός βρίσκεται στην συμβολή της ομώνυμης οδού με την οδό Βρυούλων, τιμάται ως πολιούχος της Νέας Φιλαδέλφειας, μιας αμιγώς προσφυγικής μητρόπολης. Ο εορτασμός της Ιεράς Θαυματουργού εικόνας της Θεοτόκου της Οδηγήτριας, η οποία φυλάσσεται ως πολύτιμο θησαύρισμα από το έτος 1927, οπότε και μεταφέρθηκε από τα μαρτυρικά Βουρλά της Μικράς Ασίας, θα πραγματοποιείται την πρώτη Κυριακή του μήνα Οκτωβρίου όπως άλλωστε έχει ήδη αποφασιστεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά από πρόταση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ Κωνσταντίνου.
Ο χώρος που βρέθηκε το εικόνισμα της Παναγίας, ήταν έρημος και γεμάτος βουρλιές, γι’ αυτό και τα Βουρλά πήραν το όνομά τους, διότι ο τόπος τριγύρω είχε πολλές βουρλιές. Ενας βοσκός που έβοσκε εκεί το κοπάδι του, έβλεπε τις νύχτες να φέγει ανάμεσα στα χόρτα, κάποιο φως, αλλά και την ημέρα έβλεπε κάποιο πρόβατό να πηγαίνει προς τα κει και να χάνεται μέσα στη πυκνή βλάστηση.
Το παρακολούθησε ο βοσκός και τότε ανακάλυψε ότι εκεί έτρεχε ένα μικρό ποταμάκι σαν Αγίασμα, αλλά υπήρχε και μια εικόνα, θαυμαστής τέχνης. Ο βοσκός γονάτισε, σταυροκοπήθηκε και πήρε την εικόνα. Το γεγονός μαθεύτηκε και οι Χριστιανοί με ευλάβεια, έχτισαν καταρχήν μικρή εκκλησία για να φυλάξουν το μικρό εικόνισμα και την ονόμασαν Εύρεση.
Το 1689, ανεγέρθη τρίκλιτος ναός που ξεχώριζε διότι το τέμπλο του, ξύλινο, σκαλισμένο, ήταν ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας. Οι εικόνες του ήταν όλες ασημοσκεπασμένες με αργυρόχρυσα καντήλια. Αριστερά της ωραίας πύλης, στο τέμπλο, ήταν θρονισμένη η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας. Η εικόνα παρίστανε την Παναγία την Οδηγήτρια και ήταν πολύ παλιά με φθαρμένα τα χαρακτηριστικά των προσώπων με έντονα τα σημάδια από το διάβα των χρόνων.
Λέγεται ότι η εικόνα είχε ζωγραφιστεί από τον Αγιο Λουκά. Σε Βουρλιώτικη εφημερίδα το 1873, γράφει ήταν βυζαντινών χρόνων και επειδή μόλις διακρινόταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου, οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Καρά – Παναγία, δηλαδή Μαύρη – Παναγιά. Ολο το εικόνισμα ήταν σκεπασμένο, με ασημένιο κάλυμμα, έξοχης τέχνης, ενώ τα χέρια και τα φωτοστέφανα της Παναγίας και του Χριστοιύ, ήταν σκεπασμένα με φύλλο χρυσού. Είχαν δε πρόσθετα στέφανα, όπου πάνω ήταν πολύτιμα πετράδια. Πάνω δε στο στέμμα της Παναγίας, υπήρχαν δέκα διαμαντόπετρες, μεγάλης αξίας. Για τη θαυματουργή αυτή εκόνα μιλούσαν όχι μόνο στη Σμύρνη αλλά και σε όλη τη Μικρή Ασία. Μάλιστα, και οι Τούρκοι λένε πως τους έκανε θαύματα η Παναγία. Το δεκαπενταύγουστο σύρρεε στα Βουρλά, πληθώρα προσκυνητών. Ξεκινούσαν τις παραμονές από τις πόλεις και τα χωριά, με αραμπάδες και με καΐκια από τα Καράμπουρνα και τις Φώκεες.
Η ακτοπλοϊκή εταιρεία Σμύρνης, έβαζε έκτακτα δρομολόγια με τα καραβάκια της προς τη σκάλα των Βουρλών. Το 1853 εφημερίδα της Σμύρνης γράφει: “Το μικρό καραβάκι “Μπουρνόβας” μεταφέρει διαρκώς προσκυνητές προς τα Βουρλά”. Τρεις μέρες κρατούσε το πανηγύρι. Ηταν παρόμοιο με της Παναγίας της Τήνου. Οι πιστοί έπαιρναν βαμβάκι με το οποίο έτριβαν το πρόσωπο τη Παναγίας και σταύρωναν ότι ήθελαν να γίνει καλά. Αλλά το κρατούσαν και πάνω τους σαν φυλακτό.
Το δεκαπενταύγουστο του 1822, ενώ τελείτο η θεία λειτουργία, ένα νέφος μπήκε στο ναό, σαν μια νεφέλη, και πήγε προς την εικόνα της Παναγίας, όπου είδαν να βγαίνει φωτιά αφού πρώτα ακούστηκε μια φωνή να λέει: “Φωτιά! Φωτιά! και μετά να εξαφανίζεται η νεφέλη. Μετά από λίγες μέρες, κάηκαν τα Βουρλά και μαζί και η εκκλησία της Παναγίας της Βουρλιώτισσας.
Στο σημείο που βρέθηκε η εικόνα φτιάχτηκε ένα μικρό εκκλησάκι της Ευρέσεως και δίπλα η μεγάλη εκκλησία όπου μέσα εκεί φυλασσόταν η εικόνα. Το 1922 μετά τις 15 Αυγούστου, οι Τούρκοι μπήκαν στα Βουρλά και τα κατέστρεψαν. Βεβήλωσαν, έκλεψαν και στο τέλος έκαψαν την εκκλησία. Άγνωστο πως και από ποιον η εικόνα βρέθηκε στην Νέα Φιλαδέλφεια.
Σώζεται επίσης και η εξής ιστορία :
Ένας Βουρλιώτης ονόματι Παναγιώτης είχε αμφιβολίες για το αν αυτή είναι η εικόνα. Το βράδυ στον ύπνο του φανερώθηκε η Παναγία λέγοντάς του: Παναγιώτη παιδί μου γιατί δεν με πιστεύεις, είμαι η Βουρλιωτίνα .
Η Εικόνα της Παναγίας υπέστη φθορές από ακόμα μία φωτιά η οποία συνέβη την παραμονή της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο και ανήμερα της επετείου των εγκαινίων της εκκλησίας. Το ασημένιο κάλυμμα τοποθετήθηκε στη Φιλαδέλφεια ως ευγνωμοσύνη προς την Παναγία τους από μία Βουρλώτισσα η οποία πήρε κάποιο σεβαστό ποσό από το ταμείο ανταλλαξίμων μετά την καταστροφή.
Έχει επιτελέσει πληθώρα θαυμάτων και αποτελεί πόλο έλξης για τους Χριστιανούς, Μικρασιάτες και μη.
Παναγία η Γρηγορούσα
Μεταξύ των αρχαιολογικών χώρων της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και της Ρωμαϊκής Αγοράς βρίσκεται ο ναός των Ταξιαρχών (Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ), ο οποίος ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1852. Αλλά και ο νεότερος ναός, εγεγραμμένος σταυροειδής μετά τρούλλου (με αξιοσημείωτη εικονογράφηση του επτανήσιου αγιογράφου Δ. Πελεκάση), υπέστη με τη σειρά του εκτεταμένη ανακαίνιση το 1922.
Το 1945 αφιερώθηκε στο ναό η μικρασιατική εικόνα της Παναγίας της Γρηγορούσας και το 1948 αναγνωρίστηκε ως προσκύνημα.
Παναγία Γουμερά
Βρίσκεται βόρεια και σε μικρή απόσταση από την Κοινότητα Μακρυνίτσας, στις νότιες υπώρειες του όρους Μπέλλες. Η επωνυμία της «Παναγία Γουμερά» αποτελεί ανάμνηση ομώνυμης μονής που υπήρχε σε περιοχή του Πόντου από το 10ο αιώνα.
Η μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου κτίστηκε το 1971 από τον εδρεύοντα στην Αθήνα σύλλογο «Παναγία Γουμερά», αποτελούμενο από πρόσφυγες του Πόντου και συγκεκριμένα από την περιοχή της «Παναγίας Γουμερά». Οι πρόσφυγες μετέφεραν από τη μονή του Πόντου παλαιό ευαγγέλιο, φορητή εικόνα της Θεοτόκου και κειμήλια εναποκείμενα σήμερα στη νέα ομώνυμη μονή. Το καθολικό της μονής είναι μονόκλιτη βασιλική με τρούλλο.
Γοργοεπήκοος Μάνδρα Αττικής 
Γύρω στα 1800 κάποιος μοναχός από το Άγιον Όρος ξεκίνησε να πάει στη Μικρά Ασία όπου υπήρχαν μετόχια αγιορείτικα, φέρνοντας μαζί του και αγιογραφημενες εικόνες για να τις πουλήσει. Μια από αυτές τις εικόνες, ποιος ξέρει με πόσες νηστείες και προσευχές αγιογραφημένη, ήταν της Παναγίας της επονομαζόμενης Γοργοεπηκόου. Την εικόνα αγόρασε στη Σμύρνη μια οικογένεια ευσεβής, πού με τα χρόνια την έδινε πολύτιμη κληρονομια σε κάθε πρωτότοκο. Έτσι ήρθε και στα χέρια της Ιφιγένειας.
Πρώτο γνωστό θαύμα
Μία μερα του 1907, όταν η Ιφιγένεια Αναπλιώτου ἠταν βρέφος στην κούνια, όπως της διηγούντο οι γονείς της. συνέβη το έξης θαυμάσιο: Οι γονείς γευμάτιζαν στον κάτω όροφο του σπιτιού τους, όταν από τον επάνω όροφο, πού ήταν η κούνια με το παιδί, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος πού όλοι ξαφνιάστηκαν, ιδίως η μητέρα της Ελευθερία, πού φώναξε τρομαγμενη, μήπως της απήγαγαν το παιδί, και αμέσως έτρεξαν να δουν τί συμβαίνει. Και αυτό πού αντίκρυσαν ήταν κάτι το απίστευτο. Η εικόνα μόνη της είχε κατέβει από το εικονοστάσι, πού ήταν στο ίδιο δωμάτιο, και είχε σταθεί όρθια στο κιγκλίδωμα της κούνιας, ενώ το βρέφος κοιμόταν ήσυχο και αμέριμνο.Τρόμαξαν, σάστισαν, έτρεξαν και φώναξαν τον ιερέα και έκαναν μια κατανυκτική παράκληση στην ΙΙαναγία και με δέος την έβαλαν πάλι στο εικονοστασι. Αυτό το θαυμάσιο γεγονός το γιόρταζαν αύτη την ίδια μερα κάθε χρόνο, στις 8 Σεπτεμβρίου, κάνοντας αγρυπνία στο σπίτι τους.
Όταν το 1922 έγινε η Μικρασιατική καταστροφή και ο διωγμός, η οικογένεια της Ελευθερίας κατώρθωσε να περάσει στη Μυτιλήνη. Μεσα στα ελάχιστα πράγματα πού μπόρεσαν, όπως όλοι, να πάρουν μαζί τους, πρώτη ήταν η εικόνα αυτή της Παναγίας.Στη Μυτιλήνη όπου εγκατασταθηκαν, η μητέρα της Ιφιγένειας, Ελευθερία, κάθε 8η Σεπτεμβρίου γιόρταζε την Παναγία εις ανάμνησιν του μεγάλου θαύματος της στη Σμύρνη.
Φλεγόμενη και μη καιόμενη
Μια χρονιά. 8 Σεπτεμβρίου, θα γιόρταζαν την Παναγία και όπως πάντα η Ελευθερία κατέβασε την εικόνα να την περιποιηθεί. Με πολλή ευλάβεια την καθάρισε και έτριψε το φωτοστέφανο της να γυαλίσει με αμμωνία, χωρίς να ξέρει φυσικά, ότι προκαλούσε φθορά στην εικόνα, πού υπάρχει ως τώρα. Αφού την τακτοποίησε, την ακούμπησε στο τραπέζι πού ήταν ακριβώς κάτω από το εικονοστάσι, όπου υπήρχαν και θρησκευτικά βιβλία.Κάποια στιγμή, πού βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο, φύσηξε δυνατός αέρας από το ανοικτό παράθυρο και σήκωσε το πετσετακι πού ακουμπούσε το αναμμενο καντήλι στο εικονοστάσι. Πήρε φωτιά μια άκρη, έπεσε ένα αναμμενο κομμάτι στο τραπέζι άναψαν τα βιβλία, κάηκε το τραπέζι και στη στιγμή μεταδόθηκε η φωτιά σ΄ όλο το δωμάτιο. Η Ελευθερία, καίτοι κάπως βαρόκοη λόγω της ηλικίας της, άκουσε κάποιους χτύπους. Απορώντας τί να είναι, βγήκε στη πόρτα, αλλά δεν είδε κανέναν. Οι χτύποι όμως συνεχίζοντο πιο έντονα, και τότε ανέβηκε επάνω και μόλις άνοιξε την πόρτα του δωματίου, πετάχτηκαν φλόγες και καπνοί. Ζαλίστηκε, δεν μπορούσε να αναπνεύσει και με κόπο μπόρεσε να φωνάξει τους γειτόνους να σβήσουν τη φωτιά. Όταν τελικά μπόρεσε να μπει στο δωμάτιο, και έψαχνε με τα μάτια μέσα να διακρίνει κάτι στις φλόγες, πού ακόμα κρατούσαν. Θεέ μου μεγαλοδύναμε, τί ήταν αυτό πού αντίκρυσε;Η εικόνα της Παναγίας, ανάμεσα στις φλόγες και στους καπνούς την κοίταζε από μακρυά, χαμογελαστή, με κείνο το γλυκύτατο της μειδίαμα, ανέγγιχτη από τη φωτιά, και από τους καπνούς ώστε να λάμπει έτσι όπως την είχε γυαλίσει η ίδια. Οι φλόγες την είχαν σεβαστεί, και μήτε ίχνος καπνού την είχε αμαυρώσει.Όλη η οικογένεια φύλαγαν και αυτό το θαύμα σαν πολύτιμο μαργαριταρι στην καρδιά τους. Η δημιουργία της ΜονήςΤέσσερεις Μοναχές ξεκίνησαν να κτίσουν ένα Μοναστηρι, Ησυχαστήριο. Μια μέρα (Ιανουάριο του 1965), ήρθαν στην Αθήνα, και έμεναν προσωρινά στο πατρικό σπίτι μιας εξ΄ αυτών, πού ήταν εξοχικό, στα Μελίσσια.Εκεί, εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, και συγχρόνως έψαχναν, για έναν κατάλληλο τόπο, για να κτίσουν σιγά-σιγά το Μοναστήρι τους. Τέλος, βρήκαν έναν τόπο στο Καπανδρίτι, τους άρεσε, και έδωσαν και μια προκαταβολή.Η σκέψη τους ήταν, να παραγγείλουν στο Άγιον Όρος μια Εικόνα της Παναγίας της Γοργοεπηκόου, στο όνομα της οποίας θα αφιέρωναν το Μοναστήρι.Μια μερα, ήρθε να τις επισκεφθεί μια γυναίκα. Η Ιφιγένεια Αναπλιώτου. Αφού έμεινε αρκετα μαζί τους, σηκώθηκε να φύγει, λέγοντας:- Πρέπει να πηγαίνω, γιατί έχω να περάσω από την εκκλησία, να πάρω μια Εικόνα μου, πού την πήγα για τους «Χαιρετισμούς».Ξέρετε, μαθεύτηκε πώς είναι πολύ θαυματουργή, και μου ζήτησαν να την πάω, να την προσκυνήσουν. Αλλά την ξύνουν οι γυναίκες, και φοβάμαι, πώς θα μου την αλλοιώσουν.Μετά, τους διηγήθηκε, ότι την έφερε άπ’ τη Σμύρνη. Ότι ήταν Εικόνισμα οικογενειακό, και από γενιά σε γενιά, ερχόταν πάντα στο πρώτο παιδί της οικογενείας, και τελευταία, ήρθε στα χέρια της….- Σε ποιά Χάρη της Παναγίας είναι η Εικόνα; Ρώτησαν εκείνες πολύ συγκινημενες.- Είναι η Παναγία, η Γοργοεπήκοος, απάντησε η γυναίκα.- Ω, γλυκεία αγαλλίαση, κι ω, τρυφερή λαχτάρα, πού πλημμύρισε την καρδιά, των τεσσάρων αφοσιωμένων Μοναχών.- Και μεις, στην Γοργοεπήκοο θα αφιερώσουμε το Μοναστήρι μας, είπαν. Δεν μας την δίνεις την Εικόνα;Αρνήθηκε ευγενικά, και κείνες δεν επέμεναν. Αυτά, έγιναν στα μεσα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Προς το Πάσχα, τους στέλνει ένα μήνυμα, ότι θα τους δώσει την Εικόνα, όταν θα κτίσουν το μοναστήρι. Είπε ακόμα, πώς και κείνη πάντα ονειρευόταν να της κτίσει μία εκκλησία, αλλά δεν είχε την οικονομική δυνατότητα.Φαντάζεστε τη χαρά όλων, και πόσες ευχαριστίες έκαναν στην Παναγία, και στη Θεία Οικονομία οι Μοναχές, κατασυγκινημενες.Από τότε, πέρασαν μερικοί μήνες. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, το 1965, την παρακάλεσαν να τους δώσει, για λίγο, την Εικόνα, για να βγάλουν μερικές φωτογραφίες της, γιατί θα έκαναν την πρώτη τους υπαίθρια Λειτουργία, στο Καπανδρίτι. Την έδωσε ευχαρίστως και όταν πήγαν να την επιστρέψουν τους ειπε:« Κρατήστε την»…Από κείνη την ευλογημενη ώρα, το Εικόνισμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Γοργοεπηκόου, βρίσκεται στα χέρια τους, και με την χάρη της και τη δύναμή της, κτίστηκε η Ιερά Μονή Μάνδρας.
πηγή: Χρυσούλας Χατζηγιαννιού, Η Κυρία Γοργοεπήκοος: Από την αιματωβαμένη Σμύρνη στα βουνά της Μάνδρας, έκδοσις Ε΄, Ιεράς Κοινοβιακής Μονής «Παναγίας της Γοργοεπηκόου», Μάνδρα Αττικής, 2002.
Παναγία η Σκουπιώτισσα.Νέα Ρόδα Χαλκιδικής
Τα Νέα Ρόδα είναι παραθαλάσσιος οικισμός του νομού Χαλκιδικής..
Βρίσκεται στο στενότερο σημείο της χερσονήσου του Άθω και βρέχεται από τη θάλασσα από δύο πλευρές. Κύρια ασχολία των κατοίκων του χωριού είναι η γεωργία , η αλιεία και ο τουρισμός. Απέχει 6 χιλιόμετρα από την Ιερισσό. Κύριος ναός είναι ο ναός της Θεοτόκου και του Αγ. Νικολάου, στον οποίο βρίσκεται θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που μεταφέρθηκε από τους πρώτους κάτοικους, πρόσφυγες από τα Σκοπιά της νήσου Αλώνης, της θάλασσας του Μαρμαρά.
Η Παναγία της Άγκυρας
18ος αι.
Η εικόνα από την έκθεση με τα κειμήλια των ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ από τον Πόντο και την Μικρά Ασία..
Τέλος στις εικόνες της ¨πρόσφυγος” Παναγίας συμπεριλαμβάνονται και οι εξής.
α.Η Παναγία η Περαμιώτισσα (Ν.Πέραμος Καβάλα)
β.Η Παναγία η Φανερωμένη Ν.Ηρακλείτσας.
γ.Η Παναγία η Φανερωμένη Ν.Αρτάκης στην Εύβοια.
για τις οποίες γίνεται αναφορά σε προηγούμενο άρθρο
Πηγή: fdathanasiou.wordpress.com

ΠΑΝΑΓΙΑ ΝΑΣ



Στη συνείδηση των ορθοδόξων πιστών η Παναγία έχει καθιερωθεί ως μεσίτρια που ενώνει τη γη με τον ουρανό, τον αισθητό κόσμο με τη νοητή ωραιότητα. Η αλήθεια αυτή αποτυπώνεται στους βυζαντινούς ναούς με την Πλατυτέρα που εικονίζεται στην κόγχη του ιερού. Η Παναγία είναι η κλίμακα από την οποία κατέβηκε ο Θεός στη γη, για να μπορέσει ο άνθρωπος να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου, να ατενίσει την ωραιότητα του προπτωτικού κάλλους και να πορευθεί προς τη θέωση. Γι’ αυτό η κλίμακα του Ιακώβ εξεικονίζει την Θεοτόκο που ένωσε τα «διεστώτα» και συνάπτει αυτά για πάντα με τις πρεσβείες και τη μεσιτεία της προς τον Υιό και Θεό της.
Με ποιά σημασία όμως η Παναγία θεωρείται μεσίτρια, αφού είναι γνωστό ότι ένας είναι ο μεσίτης Θεού και ανθρώπων, ο Ιησούς Χριστός; Ο Χριστός με τη θυσία του έγινε το «αντίλυτρο» για την εξαγορά όλων των ανθρώπων από τα δεσμά της πτώσεως, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ Πάτερα και εκπεσμένου υιού. Ο Χριστός είναι μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων και η μεσιτεία του αυτή γίνεται δυνατή με την Παναγία που ως Μητέρα του Θεανθρώπου πρόσφερε σε όλους τη δυνατότητα να κοινωνούν με τον Θεό.
Βασική προϋπόθεση για την επανασύνδεση και προσέγγιση Θεού και ανθρώπων είναι η λύση της έχθρας γης και ουρανού και η επαναφορά των «αποστατών» στον Πατέρα, γράφει ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Με τη λύση της έχθρας ανοίγει ο δρόμος για την υιοθεσία του ανθρώπου από τον Θεό. Η υιοθεσία ενεργοποιεί τη μετοχή στη θεία δόξα με το φωτισμό και την ανακαίνιση του συντετριμμένου πλάσματος. Η Παναγία ως μεσίτρια οδηγεί τον άνθρωπο στον Χριστό και πρεσβεύει για τη σωτηρία του. Στην εικονογραφία και την υμνολογία της Εκκλησίας, που αποτυπώνεται στις ακολουθίες, στους κανόνες, τον Ακάθιστο Ύμνο, τα θεοτοκάρια, τις συναπτές και σε κάθε σχετικό ύμνο, η Θεοτόκος δέεται υπέρ των πιστών και δεομένη εκφράζεται ως Μητέρα όλων. Αυτό διαφαίνεται περισσότερο στις θεομητορικές εορτές που αποτελούν ειδικότερες αφορμές καταφυγής των Χριστιανών στη σκέπη και προστασία της.
Η Παναγία βρίσκεται πολύ κοντά στον Θεό. Από το προνόμιο αυτό απορρέει η παρρησία της ενώπιον του υπέρ των ανθρώπων. Όταν οι πιστοί απευθύνουν δεήσεις και ικεσίες προς την Παναγία ή τους αγίους αυτό δεν σημαίνει ότι λησμονούν το σωτήρα Χριστό. Ο Χριστός τελικά σώζει τους ανθρώπους. «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς» ψάλλεται στη θεία Λειτουργία. Η Θεοτόκος δεν σώζει, αλλά και δεν σωζόμαστε χωρίς αυτήν. Μέσω αυτής οικειούμαστε το σωτήρα Χριστό.
Στον Παρακλητικό Κανόνα, οι πιστοί απευθύνονται προς την Παναγία με την εξής ευχή: «Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν». Στον Κανόνα αυτόν αποτυπώνεται η θρησκευτική ευλάβεια προς το πρόσωπο της Παναγίας, την οποία επικαλούνται όλοι μετά τον Θεό Πατέρα για ενίσχυση και ενδυνάμωση. Η υμνολογική αυτή αναφορά αποτελεί μία ακόμη πτυχή της ορθόδοξης λατρείας όπου αποσαφηνίζεται ο μεσιτικός ρόλος της Θεοτόκου στις επικλήσεις σωτηρίας του κόσμου που απειλείται από την επικυριαρχία του κακού.
Ο Βασίλειος Σελευκείας προσδιορίζει το νόημα της μεσιτείας, όταν λέει: «Χαίρε κεχαριτωμένη, μεσιτεύουσα Θεώ και ανθρώποις, ίνα το μεσότοιχον αναιρεθή της έχθρας, και τοις επουρανίοις ενωθή τα επίγεια». Αυτή η υπέρβαση από τη σφαίρα της φθαρτότητας προς τα επουράνια και η επαγγελία της σωτηρίας και της αναστάσεως μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της Παναγίας που πρώτη από όλους τους ανθρώπους δέχθηκε το χαρμόσυνο μήνυμα της αναστάσεως του Κυρίου. Η άποψη αυτή είναι διάχυτη στη λειτουργική παράδοση, την υμνογραφία και την εικονογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παρά την απουσία βιβλικής θεμελιώσεως αυτής της θέσεως, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας στα ερμηνευτικά τους υπομνήματα πάνω σε χωρία των συνοπτικών Ευαγγελίων αφήνουν να διαφανεί ότι ο Χριστός μετά την ανάστασή του εμφανίστηκε πρώτα στην Παναγία. Η ίδια ποτέ δεν αμφισβήτησε τη θεότητα του υιού της, ενθυμούμενη όλα τα παράδοξα και θεϊκά που συνέβησαν κατά τη σύλληψη, τη γέννηση και την επί γης παρουσία του Χριστού.
Η σωτηρία και η ελπίδα της αναστάσεως προέρχεται από τον ίδιο τον Θεό. Η οικείωση όμως της σωτηρίας από τους ανθρώπους καθίσταται δυνατή με τις πρεσβείες της Θεοτόκου που, προσφέροντας το τέλειο πρότυπο αγίου βίου, οδηγεί τους πιστούς στην αρετή και τη μετάνοια. Η βαθιά αυτή πεποίθηση του λαού για τη διαρκή παρουσία της Παναγίας στο χειμαζόμενο άνθρωπο παγιώθηκε από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες στη συνείδηση των πιστών. Η Θεοτόκος γίνεται «τοις λυπουμένοις ευμενές παραμύθιον, πάσι τοις αιτούσιν ετοίμη βοήθεια». Η ίδια είναι κοντά στους ανθρώπους, αισθάνεται λύπη γι’ αυτούς και ποθεί τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. Αγκαλιάζει τους πάντες και είναι έτοιμη με την παρρησία και την εγγύτητά της στον Θεό να λύσει κάθε επώδυνη κατάσταση της ζωής, την οποία προκαλεί η αμαρτία .
Οι άνθρωποι έχουν το προνόμιο να διαθέτουν ισχυρό προστάτη και υπερασπιστή τους, την Παναγία, που με την παρέμβασή της αποδυναμώνει την επιρροή του κακού. Αυτή «δέεται και πρεσβεύει υπέρ ημών» ανατρέποντας τις ορμές των παθών και τον πόλεμο του πονηρού. Η Παναγία και επιθυμεί και μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των ποικίλων κακών, πριν ακόμη οι άνθρωποι τα αντιληφθούν. Τότε παρεμβαίνει η μεσίτρια, που με τις μητρικές της παρρησίες ικετεύει θερμά τον ουράνιο Πατέρα, σαν να πρόκειται για τον εαυτό της, προβάλλοντας τη συγγένεια της φύσεώς της με το ανθρώπινο γένος.
Η Παναγία επιβλέπει από ψηλά με συμπόνια ως «υπέρμαχος στρατηγός» το ποίμνιο που δεινοπαθεί από φανερές ή αφανείς επιθέσεις των εχθρών και κυρίως του παλαιού τυράννου, του πονηρού, κατά τη γραφή του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου. Η μεσιτεία της είναι το υπέρλογο εκείνο μέσο που όχι μόνο τιμά το ανθρώπινο γένος, αλλά και το ενισχύει, αφού το απαλλάσσει από την κυριαρχία του αιτίου των κακών έξεων και συνηθειών. Οι πιστοί δέονται στην Θεοτόκο να καταστείλει τα πάθη της ψυχής τους και να απολεπτύνει σταδιακά το νέφος της σάρκας, το παχύ και γεώδες αυτό προκάλυμμα. Ζητούν ακόμη να ενδυναμώνει τις νοερές κινήσεις και ενέργειες της ψυχής τους και να τις προσανατολίζει προς το αιώνιο και πρωτότυπο κάλλος.
Συχνά η απροθυμία της ανθρώπινης φύσεως και η νωθρότητα της διάνοιας καθιστούν τον άνθρωπο ράθυμο στην αρετή, που απαιτεί κόπο. Στην κατάκτηση της αρετής παρεμβάλλονται εμπόδια και αδιέξοδα. Γι’ αυτό στην πρώτη εμφάνισή τους ο πιστός καταφεύγει στην Θεοτόκο που δεν παύει να αγαπά και να φροντίζει τους ανθρώπους ως φιλόστοργη Μητέρα. Έτσι μεταβιβάζει τις ευεργεσίες της προς όλους αδιακρίτως και τους προστατεύει από τους πειρασμούς και τους κινδύνους. Ο Ιωσήφ Υμνογράφος ομιλεί ποιητικά για την ακοίμητη πρεσβεία της Θεοτόκου προς τον Θεό, που καθαρίζει τα πάθη της ψυχής με τις ιερές μεσιτείες της, δωρίζοντας παράλληλα και σωτήρια εγρήγορση για την εκπλήρωση του θελήματος του Θεού.
Είναι τόσο πολλές οι θλίψεις, οι συμφορές του βίου και οι πειρασμοί που κυκλώνουν από παντού τον πιστό, ώστε αναζητά την «κραταιά σκέπη» της Παναγίας και ζητά προστασία, κάνοντας έκκληση προς αυτήν: «Διά σπλάχνα ελέους σου, Παρθένε, μη παρίδης σεμνή ποντούμενόν με σάλω βιοτικών κυμάτων, αλλά δίδου μοι χείρα βοηθείας καταπονουμένω κακώσεσι του βίου». Στον αγώνα του ενάντια στο κακό ο πιστός καταπονείται ανελέητα από τις ορμές των παθών, από τα βέλη του πονηρού και από τις επαναστάσεις της σάρκας. Γι’ αυτό ζητά συνεργό και βοηθό του την Παναγία, ώστε να καταστείλει τις σαρκικές εκρήξεις και να αποτρέψει την κυριαρχία και επικράτηση του υλικού φρονήματος που γεννά την αμαρτία. Ο πιστός επικαλείται επίσης και την άμεση παρουσία του Θεού Πατέρα από τον οποίο ζητά να του δωρίσει «γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν και καρδίαν νήφουσαν». Έτσι η προσωπική άσκηση συμβαδίζει με τη θεία αντίληψη. Ο πιστός δεν στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, αλλά περισσότερο στη βοήθεια του Θεού στον οποίο και προσφέρει όλη του την ύπαρξη, όπως έπραξαν οι άγιοι της Εκκλησίας, και κυρίως η Παναγία.
Οι πρεσβείες της Θεοτόκου στηρίζουν τον άνθρωπο μπροστά στους πειρασμούς και τη δύναμη του κακού. Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός εκτιμά ότι ο ανθρώπινος βίος θα ήταν αβίωτος, εάν οι πιστοί δεν είχαν την Παναγία «συνόμιλόν τους και μόνην επί γης καταλελειμμένην παρηγορίαν» .
Αν κάποιος επιθυμεί να πορευθεί προς τον Δεσπότη όλων, τον Θεό ή να ζητήσει συγγνώμη για τα παραπτώματά του, τότε στο πρόσωπο της Παναγίας θα βρει το χειραγωγό που θα τον οδηγήσει προς αυτόν. Η Θεοτόκος, λόγω της εγγύτητάς της προς τον Θεόν και της κοινής καταγωγής της με το ανθρώπινο γένος, γίνεται διαρκώς η μεσίτρια που συμφιλιώνει το πλάσμα με τον Πλάστη. Με τις πρεσβείες της χορηγεί στους πιστούς την εκπλήρωση των αιτημάτων τους. Και αν είναι υποχρέωση των τέκνων να αποδίδουν σεβασμό και τιμή στους κατά σάρκα γεννήτορες, ποιά ανταμοιβή θα ήταν αντάξια της Παναγίας που είναι η αιτία της πνευματικής γεννήσεως, ενηλικιώσεως, εμπλουτισμού και θεώσεώς τους;
Με δεδομένη την υπαιτιότητα του ιδίου του ανθρώπου για την πτώση του και την αμαύρωση του «κατ’ εικόνα», είναι φανερό ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία του προς τον όλεθρο. Αυτήν την καταλυτική πτώση του γένους διαπίστωνε με θλίψη και συμπόνια η Παρθένος και αναζητούσε το αντίρροπο φάρμακο για ένα τόσο μεγάλο πάθος. Διέγνωσε ότι μόνο μία κατεύθυνση υπήρχε· η ολοκληρωτική στροφή της προς τον Θεό και η μεσιτεία της για όλο το ανθρώπινο γένος. Κατά συνέπεια έγινε πρέσβειρα των ανθρώπων με τη δική της βούληση «ζητούσα όπως πιθανώς και γνησίως ομιλήσει Θεώ».
Η Θεοτόκος με τη συνεκτική δύναμη, το θεάνθρωπο υιό της που έφερε στους μητρικούς της κόλπους, γίνεται ενοποιός χώρα που συγκρατεί και ενώνει. Αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, συγκεντρώνει τους διασκορπισμένους και τους συμφιλιώνει μεταξύ τους και με τον Θεό, όπως ακριβώς το κέντρο του κύκλου όλες τις διερχόμενες ευθείες. Η Παναγία γίνεται η κοινή εστία, το θεμέλιο βάθρο και η απαράμιλλη πηγή των υπερφυσικών χαρισμάτων, από τα οποία αντλεί πλούσια η νοερή και λογική φύση χωρίς όμως να μπορεί να υπερβεί την τελειότητα εκείνης.
Η Παναγία ως μέση μεταξύ δύο ιστορικών κόσμων, προ και μετά Χριστόν, μεσίτευσε όχι μόνο μεταξύ αυτών των δύο, αλλά και μεταξύ του Θεού και όλου του ανθρώπινου γένους. Η θέση της στο μυστήριο της θείας οικονομίας της έδωσε το προνόμιο να συνδέει μόνη αυτή το ανθρώπινο με το θείο. Έτσι κατέστησε τον Θεό Υιό ανθρώπου και ανέδειξε τους ανθρώπους σε υιούς του Θεού, γράφει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς. Από αυτή τη θεία ιδιότητά της εκπορεύεται ο ρόλος της μεσιτείας και πρεσβείας της για τους ανθρώπους. Έκτοτε αναδύεται ως έμψυχο άγαλμα κάθε καλού, ως ζωντανή εικόνα κάθε αρετής, ως κοινωφελέστατη τιμή του ουρανού, της γης και των επέκεινα.

πηγή: Ευτυχίας Γιούλτση, «Η Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως», εκδ. Π. Πουρναρά – Θεσ/νίκη 2001, σ. 153-162
αναδημοσίευση από: Διαδικτυακή Πύλη «Πεμπτουσία»


_________________
«...ΓΝΩΣΕΣΘΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ ΥΜΑΣ.»

Βασίλισσα των Ουρανών Μεσίτρια του Κόσμου…

Βασίλισσα των Ουρανών Μεσίτρια του Κόσμου…



Ω Παναγία Δέσποινα μεγάλο τ` όνομα Σου
Μεγάλη και η χάρη Σου και το προσκύνημά Σου
Παράκληση σου κάνουμε και σε παρακαλούμε
Την χάρη σου γυρεύουμε εσένανε καλούμε
Προσπίπτου ο ταλαίπωρος ζητώ το έλεος Σου
Όπως γενείς Μεσίτρια, Αγνή προς τον Υιό σου
Ινα ιδεί τη θλίψη μου ακούσει τη φωνή μου
Και επιτύχει βάλσαμο έλεος στην ψυχή μου
Εσύ είσαι η Παντάνασσα, είσαι η Βασίλισσα μας
Η Παναγιά η Δέσποινα η προστάτισσα μας
Συ τας καρδίας των πιστών ευφραίνεις και δροσίζεις
Και τας ψυχάς των ευσεβών λαμπρύνεις και φωτίζεις
Εσύ είσαι η Ιατρός όπου θα μας γιατρέψεις
Κάθε ψυχή αμαρτωλή θα την θεραπεύσεις
Θεράπευσε μας την ψυχή κι` ύστερα Αγνή το σώμα
Φώτιση δώσε Δέσποινα σε όλη σου την χώρα
Αγαπητοί μου Χριστιανοί όλοι μετανοείτε
Στη Παναγιά και στο Χριστό το ήμαρτον ζητείτε
Αυτή είναι η Μεσίτρια όπου θα μεσιτεύσει
Εις τον Ιησού μας τον Χριστό θα πάει να πρεσβεύσει
Αυτή είναι η Βασίλισσα είναι η Πλατυτέρα
Είναι η Μάνα του Χριστού και του Θεού Μητέρα
Αυτή θα σώσει τον λαό και όλα τα παιδιά της
Γιατί είναι Μάνα στοργική τα θέλει όλα δικά της
Ω Παναγία Δέσποινα πάντα θα σε δοξάζω
Τα θαύματα σου τα πολλά πάντοτε θα φωνάζω
Όποιος ελπίζει εις Εσέ και σε επικαλείται
Από κινδύνους σώζεται θάνατο δεν φοβείται
Χαίρε Μαρία δια Σου το παν χαράς πληρούται
Πας άνθρωπος ευφραίνεται πάσα ψυχή ζωούται
Χαίρε Μαρία δια σου εύρωμεν σωτηρίαν
Και δια Σου λαμβάνομεν οι πάντες ευλογίαν
Βασίλισσα των Ουρανών Μεσίτρια του Κόσμου
Προστάτρια των ορφανών καύχημα των Αγγέλων
Ω Παναγία μου Δέσποινα και του Χριστού Μητέρα
Σε Σε παραδινόμαστε και νύχτα και ημέρα.
Αμήν.

Ελευθερώστε τον Γέροντα Εφραίμ 

MEΓΑΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ (Φλωρινα).mp4

«…Ω ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΓΕΝΟΥ ΜΕΣΙΤΡΙΑ»

author Posted by: episkopos on date Απρ 6th, 2013 | filed Filed under: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ
__________________________

_________________

ΟΜΙΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

H ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕΣΙΤΕΥΕΙ

«…Ω Δέσποινα του κόσμου, γενού μεσίτρια»
(μεγαλυνάριον)
H αγία μας Oρθόδοξος Eκκλησία διετύπωσε, αγαπητοί μου, το δόγμα περί της υπεραγίας Θεοτόκου στην Πέμπτη (E΄) Oικουμενική Σύνοδο. Oι άγιοι πατέρες είπαν, ότι η Παναγία δεν λέγεται Xριστοτόκος και ανθρωποτόκος· δεν γέννησε απλό άνθρωπο. Λέγεται Θεοτόκος· διότι ευθύς από τη στιγμή της συλλήψεως στην κοιλία της ενώθηκε η θεία και η ανθρωπίνη φύσις του Xριστού σε ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Θεανθρώπου. Yψηλά νοήματα αυτά· μόνο με την κεραία της πίστεως μπορεί να τα συλλάβει ο άνθρωπος.
Oι αιρετικοί αμφισβητούν και τη μεσιτεία της Θεοτόκου. Eμείς κηρύττουμε, ότι η Παναγία μεσιτεύει. Tο ακούσαμε πολλές φορές, το ακούμε και στcν Παράκληση· «Ω Δέσποινα του κόσμου, γενού μεσίτρια». Aυτό πιστεύουμε. Aλλά οι προτεστάντες μας λένε· Oχι, δεν υπάρχει μεσιτεία ούτε Παναγίας ούτε αγίων· ένας είναι ο μεσίτης, ο Xριστός.
Tί απαντούμε σ” αυτό;

* * *

K” εμείς παραδεχόμεθα, ότι ένας είναι πράγματι ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο Kύριος ημών Ιησούς Xριστός. Aυτό διασαλπίζει ο απόστολος Παύλος· «Eις Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Xριστός άησούς, ο δούς εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων» (A΄ Tιμ. 2,5-6). Aυτό διδάσκει η Eκκλησία μας, ότι ένας είναι ο μεσίτης. Tί θα πεί  μεσίτης;
Kάθε άνθρωπος είναι ένοχος λόγω του προπατορικού αμαρτήματος αλλά και λόγω προσωπικών αμαρτιών του. «Oυδείς καθαρός από ρύπου, εαν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης» (Iωβ 14,4). Eίναι ένοχος ενώπιον του Θεού, και ως ένοχος είναι άξιος τιμωρίας. H δικαιοσύνη του Θεού απαιτεί την τιμωρία του ενόχου. Kαι «εάν ανομίας παρατηρήσεις, Kύριε Kύριε, τις υποστήσεται;» (Ψαλμ. 129,3). Eάν επρόκειτο όλοι μας να δικαστούμε, δεν έπρεπε ούτε ένας να ζήσει επί της γης. H θεϊκή απόφασης ήτο· «Θανάτω αποθανείσθε» (Γέν. 2,17). Όλοι θα έπρεπε ν” αποθάνουν.
Aυτά ζητεί η δικαιοσύνη του Θεού. Aλλά νικά η φιλανθρωπία του. «Kατακαυχάται έλεος κρίσεως» (Iακ. 2,13). Kαυχάται η φιλανθρωπία του Θεού, διότι νικά τη δικαιοσύνη του. Έτσι η θεία φιλανθρωπία βρήκε τρόπο πάνσοφο να επέλθει η συμφιλίωσης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Kαι ο τρόπος ήτο, να γεννηθεί  από την Παρθένο ο Kύριος ημών Ιησούς Xριστός, που είναι ο αναμάρτητος Θεός και ο τέλειος άνθρωπος, ο αληθινός μεσίτης. Aυτός ήρθε στη γή, δίδαξε, θαυματούργησε, και το κυριώτερο φορτώθηκε τίς αμαρτίες μας και προσέφερε τον εαυτό του θυσία στο σταυρό. Έτσι συμφιλίωσε Θεό και άνθρωπο, και όποιος πιστεύει στο Xριστό ως Θεάνθρωπο Σωτήρα, αισθάνεται χαρά· διότι ακούει μέσα του τή φωνή «Aββά ο πατήρ» (Γαλ. 4,6). Δημιουργούνται νέες σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Tο χάος, που υπήρχε, γεφυρώθηκε.
Aυτά είναι κάπως δύσκολα νοήματα, και δυστυχώς δεν κηρύττονται συχνά. Γι” αυτό θα προσπαθήσω να τα εκλαϊκεύσω με μιά αφήγηση από το βιβλίο «Aμαρτωλών Σωτηρία», που έγραψε ένας ασκητής στο Aγιο Oρος.
Yπήρχε ένας αμαρτωλός που είχε διαπράξει κάθε είδος αμαρτίας. Hταν πολύ απελπισμένος, και παρακάλεσε την Παναγία, ν” απαντήσει στο αγωνιώδες ερώτημά του· θα συγxωρεθεί Tότε είδε ένα όραμα. Eίδε μιά πελώρια ζυγαριά, που ήταν κρεμασμένη από τα άστρα του ουρανού. στον ένα δίσκο της ήταν όλα τα αμαρτήματά του γραμμένα σε πελώρια βιβλία· ό,τι είπε, ό,τι σκέφθηκε, ό,τι έκανε από τή μικρά του ηλικία. H ζυγαριά έκλινε πρός το μέρος του βιβλίου. Πήγε να το σηκώσει· αδύνατον. Ποιός μπορούσε να σηκώσει το βάρος εκείνο; Άρχισε να κλαίει. Tότε είδε τον Eσταυρωμένο να λάμπει σαν τον ήλιο, κι από τα τρυπημένα χέρια και τη λογχισμένη πλευρά του να πέφτει μιά σταλαγματιά από το τίμιο αxμα του. Kαι μόλις η σταλαγματιά άγγιξε τον άλλο δίσκο, αμέσως η ζυγαριά έκλινε πρός τα εκεί.
Aυτό είναι θεμελιώδης αλήθεια. Aν μπορούσε ο άνθρωπος να σωθεί  μόνος του, δεν θα ερχόταν ο Xριστός. Xίλια χρόνια να ασκήτευε, δε” μπορούσε να σβήσει ούτε μιά αμαρτία. Aυτό κηρύττει ωραία η Eκκλησία μας ιδίως τή Mεγάλη Παρασκευή· «Eξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου, τω τιμίω σου αίματι, τω σταυρώ προσηλωθείς και τη  λόγχει κεντηθείς, την αθανασίαν επήγασας ανθρώποις, Σωτήρ ημών· δόξα σοι». Kύριε, μας εξαγόρασες με το τίμιό σου αxμα, το οποίον έδωκες «λύτρον αντί πολλών», των αμαρτωλών (Mατθ. 20,28).
Σ” αυτό λοιπeν δε” διαφωνούμε με τους προτεστάντες. Ένας είναι ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο Xριστός. Kανείς άλλος, ούτε άνθρωπος ούτε άγγελος.
Nαί. Aλλά τότε που στηρίζεται η μεσιτεία της Παναγίας και των αγίων; Στηρίζεται στο ότι η Παναγία δεν αδιαφορεί για μας· είναι στοργική μάνα που μας αγαπά όλους. Kαι αν για το Xριστό είναι φυσική μητέρα, για μας είναι πνευματική μητέρα· είναι η Mάνα μας. Kαι όπως μας αγαπά η μάνα μας και σπεύδουμε σ” αυτήν, έτσι και πολύ περισσότερο σπεύδουμε στη γλυκειά μας μάνα την υπεραγία Θεοτόκο και ζητούμε τή βοήθειά της. Ζητούμε να μεσολαβήσει στον Yιό της για μας. Kαι από τη δέηση της λαμβάνουμε βοήθεια. Aυτό ονομάζεται «μεσιτεία». Mεσιτεία όχι με την απόλυτο έννοια ―να συνεννοούμεθα―· μεσιτεία με σχετική έννοια. Όπως και όταν λέμε ότι την «προσκυνούμε»· ένας είναι άξιος να προσκυνήται λατρευτικώς, ο Xριστός. Όταν λέμε ότι προσκυνούμε τον άγιο ή την Παναγία, εννοούμε ότι τους προσκυνούμε όχι λατρευτικώς όπως το Θεό, αλλά τιμητικώς· όχι απολύτως αλλά σχετικώς. Έτσι είναι τα πράγματα.
Θα πείτε· Kαι ισχύουν οι προσευχές των αγίων; Bεβαίως. Διαβάστε το Eυαγγέλιο, και θα δείτε παραδείγματα, που άνθρωποι άρρωστοι ή δαιμονιζόμενοι θεραπεύθηκαν, διότι παρακάλεσαν γι” αυτούς οι γονείς ή συγγενείς ή φίλοι τους. Στην αγία Γραφή επίσης διαβάζουμε· «Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη» (Iακ. 5,16). Ένας δίκαιος για παράδειγμα ήτανε ο Hλίας, που με την προσευχή του έκλεισε τον ουρανό τρία χρόνια και έξι μήνες. Kι όταν πάλι γονάτισε πάνω στον Kάρμηλο και προσευχήθηκε, ο ουρανός έβρεξε και η γη δροσίστηκε κ” έβγαλε χορτάρι. Aν λοιπόν εισακούεται η δέησις κάθε δικαίου, περισσότερο δεν θα εισακουσθεί  η δέησις της Mητέρας του Θεού; Γι” αυτό η Eκκλησία μας, στηριζομένη στην αγία Γραφή, ψάλλει· «Πολλά ισχύει δέησις Mητρός προς ευμένειαν Δεσπότου» (Mέγ. Aπόδ.).
Στην εποχή των διωγμών συνελήφθη και ένας Xριστιανός πατέρας. Eίχε 4 – 5 παιδιά, κι αυτά κλαίγανε. Mα αυτός δεν υπολόγισε τίποτα. Tους λέει· Παιδιά μου, εγώ σας αγαπώ, αλλά με καλεί το μαρτύριο. Mή λυπάστε. Eαν εδώ στη γη φρόντιζα για σας, όταν πάω στον ουρανό θα παρακαλώ διαρκώς για σας.
Mεγάλη αλήθεια αυτή. δεν παύει η δέησις. Δέονται στον ουρανό για μας οι άγιοι, οι άγγελοι, και προπαντός δέεται η υπεραγία Θεοτόκος. Aυτή είναι η υγιής διδασκαλία.
Oταν περιώδευα, ανατρίχιασα σ” ένα μέρος ακούγοντας έναν άντρα γονατισμένο κάτω από ένα δέντρο να συνομιλεί  με κάποιον. Λέω· Tί λέει αυτός; με ποιό φίλο του κουβεντιάζει; Aυτός έκανε προσευχή στον άγιο Δημήτριο. Aγιε Δημήτριε, έλεγε, ξέρεις πόσο σε αγαπώ· άκουσέ με. Eγώ δεν είμαι άξιος να δώ το Xριστό, αλλά εσύ που μαρτύρησες είσαι κοντά του. σε παρακαλώ λοιπόν, βοήθησέ με σ” αυτή τή δύσκολη στιγμή… Πλησίασα και τον ρώτησα. Mου λέει· Έχω φίλο τον άγιο!
Aν λοιπόν ισχύουν οι δεήσεις του αγίου Δημητρίου, του αγίου Παντελεήμονος, του αγίου Nικολάου, πολύ περισσότερο ισχύει η δέησις της υπεραγίας Θεοτόκου. Mεσίτης μεν ο Xριστός με την απόλυτο έννοια, μεσίτης όμως με σχετική έννοια και η υπεραγία Θεοτόκος, στcν οποία απευθύνουμε δεήσεις.

* * *

Aλλ” άς προσέξουμε, αγαπητοί μου. Mπορεί να προσεύχεται για μας η Παναγία και οι άγιοι· εάν όμως εμείς δεν ζούμε κατά το Eυαγγέλιο και μένουμε αμετανόητοι, ο Θεός δεν ακούει. Tιμωρία μας περιμένει.
Oλοι λοιπόν να προσφύγουμε στην υπεραγία Θεοτόκο εν μετανοία, τώρα ιδίως που είναι περίοδος νηστείας και εξομολογήσεως. Tίποτε άλλο δεν ευχαριστεί την Παναγία τόσο όσο το να πλησιάσουμε στο μυστήριο της μετανοίας και να εξομολογηθούμε.
«Ω Δέσποινα του κόσμου, γενού μεσίτρια».
† επίσκοπος Aυγουστίνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 11-8-1989, ημέρα Παρασκευή)

Γιατί λέμε «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς»;

Γιατί λέμε «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς»;



Την επίκληση «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς» πολλοί την παρεξηγούν. Νομίζουν ότι δι’ αυτής η Θεοτόκος κηρύσσεται ως κύρια πηγή σωτηρίας, αξίωμα που ανήκει μόνο στον άχραντο
τόκο της, τον Θεάνθρωπο Κύριο. Γι’ αυτό αντικαθιστούν την επίκληση, που θεωρούν δογματικά εσφαλμένη, με άλλη: «Υπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε υπέρ ημών». Η αντικατάσταση αυτή, ορθή
στο νόημα και τη διατύπωσή της, δεν έρχεται ωστόσο σε αντίθεση προς την πρώτη επίκληση. Και οι δύο εκφράζουν το ίδιο πράγμα.

Κατά τη δογματική πίστη της Εκκλησίας μας, η Θεοτόκος ουδέποτε λαμβάνεται ως πρώτη και κύρια πηγή σωτηρίας, κάτι που θα ερχόταν σε αντίθεση με το λυτρωτικό αξίωμα του Χριστού,
«ως μόνου μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων και ως μόνης πηγής σωτηρίας». Σε μια τέτοια περίπτωση η πρόταση θα ήταν δογματικώς επιλήψιμη, η δε Εκκλησία δεν θα τη χρησιμοποιούσε
στη λατρεία της. Το ρήμα σώζω («σώσον») εδώ έχει άλλη σημασία, κυρίως σε ο,τι αφορά στο όργανο δια του οποίου τελείται η σωτηρία. Η Θεοτόκος σώζει τον άνθρωπο όχι ως πρώτη και
κύρια πηγή σωτηρίας, αλλά κατά δεύτερο λόγο και έμμεσα, δια της προσευχής, των δεήσεων και της χάρης της, ως πάναγνης Μητέρας του σαρκωθέντα Λόγου του Θεού. Αυτό ισχύει και για την
προσευχή και το μεσιτικό αξίωμα όλων των Αγίων. ...Σε τελική ανάλυση και εφόσον η σωτηρία παρέχεται από το Θεό δια της πρεσβείας της αγνής Θεομήτορος, οι δύο επικλήσεις εκφράζουν το
ίδιο πράγμα και δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικός προβληματισμός σ’ εκείνους που γνωρίζουν τα δογματικά ζητήματα της πίστεως μας. Στα αστήρικτα βέβαια πνεύματα μπορεί να υπάρξει
κάποιος «σκανδαλισμός», σ` αυτά όμως πρέπει να φωτίζει και να καθοδηγεί στην αλήθεια η διδάσκουσα αρχή της Εκκλησίας.

Η ζωή του ανθρώπου στη γη αυτή είναι γεμάτη πειρασμούς, είτε από την εσωτερική φύση του ανθρώπου, η οποία, επιρρεπής στην αμαρτία αυτοπειράζεται, είτε από το κοινωνικό περιβάλλον
στο οποίο ο άνθρωπος ζει, ο κόσμος που είναι γεμάτος από παγίδες, κακότητα και πορνική φιληδονία, είτε και από συμβάντα ζωής έκτακτα και αναπάντεχα, τα οποία θέτουν σε κίνδυνο την
αντοχή και την ψυχική ευστάθεια του ανθρώπου. Οι πειρασμοί, οι τόσο συχνοί στη ζωή μας, έχουν διπλή όψη, θετική και αρνητική. Από τη μια δοκιμάζουν τον άνθρωπο, αυξάνοντας την
αντοχή, την υπομονή και την πίστη του στην πρόνοια του Θεού, εκτρέφοντας την ελπίδα και τη γλυκιά αίσθηση του σωτηρίου στο οδοιπορικό του πιστού προς την ουράνια θεία βασιλεία· από
την άλλη όμως, δεδομένης της αδυναμίας της φύσεως, είναι δυνατό να οδηγήσουν τον άνθρωπο σε πτώση, με ο,τι αυτό συνεπάγεται στην ηθική και την πνευματική ζωή του. Κι αυτός είναι ο
λόγος για τον οποίο ο Κύριος, στην προσευχή που μας παρέδωσε, μας είπε να προσευχόμαστε: «Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν».

Οι πιστοί, έχοντας παρρησία προς την αειπάρθενη Μητέρα του Χριστού, καταφεύγουν στη χάρη της, ζητώντας απ’ αυτή λύτρωση από τις δυσχέρειες και τα δεινά, που καθημερινά τους
ταλαιπωρούν και τους συνθλίβουν.


Α. Θεοδώρου, «Χρυσοπλοκώτατε Πύργε»


_________________


Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Τήν πάσαν ἐλπίδα μου, εἰς σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον μέ ὑπό τήν σκέπην σου.



Πόσων ετών κοιμήθηκε η Παναγία και ποια ήταν η ζωή Της;


ΚείμενοΣταμάτη Αννα
Πόσων ετών ήταν η Παναγία όταν άφησε τη γη; Ποια ήταν η ζωή της; Γιατί δεν βρέθηκε ποτέ το σώμα Της; Αυτές είναι τρείς βασικές ερωτήσεις τις απαντήσεις των οποίων γνωρίζουν λίγοι.

Η Μαριάμ όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, πριν εξελληνιστεί σε Μαρία, ήταν η μονάκριβη κόρη ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, της Άννας και του Ιωακείμ.

Όλη τους την ζωή πάλευαν να αποκτήσουν ένα παιδί όμως δεν είχαν σταθεί τυχεροί. Αντίθετα ζούσαν σε καθεστώς κοινωνικής απομόνωσης, αφού οι άτεκνοι εκείνη της εποχή θεωρούνταν λίγο έως πολλοί καταραμένοι ή όχι ευλογημένοι από τον Θεό.

Κατά την παράδοση η Αγία Άννα προσευχήθηκε στον Θεό δηλώνοντας πως αν της χάριζε ένα παιδί θα το αφιέρωνε σε Εκείνον. Λίγες μέρες μετά, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε το ζευγάρι και τους ενημέρωσε πως οι προσπάθειες τους θα έχουν αποτέλεσμα και το παιδί τους θα είναι φορέας μιας ξεχωριστής αποστολής.

Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του ζευγαριού, τα λόγια του αγγέλου βγήκαν αληθινά και γέννησαν ένα όμορφο κορίτσι.

Της έδωσαν το όνομα Μαριάμ, το οποίο σημαίνει βασίλισσα, κυρία αλλά και ελπίδα.

Όταν η Μαριάμ έγινε τριών ετών, οι γονείς της, τήρησαν την υπόσχεση τους και την οδήγησαν το Ναό όπου την παρέλαβε ένας ιερέας ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον Προφήτη Ζαχαρία, τον πατέρα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.

Η Παναγία έζησε 12 χρόνια στο Ναό, στα Άγια των Αγίων. Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτός που της έφερνε καθημερινά τροφή ήταν ο ίδιος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ.

Όταν ήρθε η ώρα να βγει από τον Ναό, οι ιερείς αποφάσισαν να την δώσουν σε κάποια οικογένεια, δεδομένου πως οι γονείς της είχαν ήδη φύγει από τη ζωή.

Τότε, γνωρίζοντες κατά την παράδοση, την ειδική αποστολή της Μαριάμ, βρήκαν έναν μεγάλο σε ηλικία άνδρα, τον Ιωσήφ, ο οποίος ήταν χήρος και πατέρας τριών παιδιών.

Τέσσερις μήνες έμεινε κοντά στον Ιωσήφ η Μαριάμ μέχρι να ξεκινήσει πλέον το θεϊκό σχέδιο.

Στη Ναζαρέτ όπου ζουσε την επισκέφθηκε ξανά ο Γαβριήλ όπου της είπε το ιστορικό: «Χαίρε κεχαριτωμένη• ο Κύριος μετά σου». Τότε έμαθε και η ίδια ποια ήταν η αποστολή της την οποία αποδέχτηκε με χαρά.

Λίγους μήνες αργότερα ο Ιησούς γεννήθηκε και η μητέρα του ήταν πάντοτε κοντά του, ακόμη και την στιγμή της Σταύρωσης.

Από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων γνωρίζουμε ότι η Παναγία παρέμεινε κοντά τους μέχρι την ημέρα της Πεντηκοστής.

Η τελευταία συνάντηση με τον αρχάγγελο που την συντρόφευε από τα τρια της χρόνια, έγινε τρεις μέρες πριν την κοίμησή Της.

Τότε ο Γαβριήλ την ενημέρωσε ότι πλέον ήρθε η ώρα, δίνοντας της μεγάλη χαρά αφού θα έβλεπε ξανά το παιδί Της. Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ήμερα από την εμφάνιση του αγγέλου, λίγο πριν κοιμηθεί η Θεοτόκος, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο.

Τότε, ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμηση Της. Μαζί δε με τους Αποστόλους ήλθε και ο Διονύσιος Aρεοπαγίτης, ο Άγιος Ιερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος, και άλλοι.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ
Όταν εκοιμήθη, με ψαλμούς και ύμνους την τοποθέτησαν στο μνήμα της στη Γεσθημανή. Ο μοναδικός που δεν ήταν παρών στο γεγονός ήταν ο Απόστολος Θωμάς.

Λέει η παράδοση πως όταν η νεφέλη, το σύννεφο δηλαδή, μετέφερε τον Θωμά στη Γεσθημανή συνάντησε την Θεοτόκο την στιγμή της ανόδου Της στον ουρανό.

Εκείνη του χάρισε την ζώνη Της για να μπορεί να αποδείξει την συνάντησή τους.

Όταν ο Θωμάς πήγε και εξιστόρησε το γεγονός στους υπόλοιπους Αποστόλους, άνοιξαν τον τάφο και είδαν πως το σώμα έλειπε.

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η Παναγία όταν μπήκε στο Ναό ήταν τριών ετών. Έμεινε στο ιερό δώδεκα χρόνια. Τρείς μήνες αφού βγήκε από το ιερό μέχρι τον Ευαγγελισμό και εννέα μήνες κυοφορία, δεκαέξι ετών γεννά τον Χριστό. Έζησε με τον Χριστό τριάντα δύο χρόνους, άρα 48 ετών ζει την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψή Του. Έζησε μετά απ' την Πεντηκοστή άλλα έντεκα χρόνια και εκοιμήθη στη Γεσθημανή.

Ήταν 59 ετών.

Η Κοίμηση της Θεοτόκου - Ιστορική αναδρομή και πηγές



Η Κοίμησις της Θεοτόκου

του †Ιωάννου Φουντούλη, Καθηγητού Πανεπιστημίου
Η Κοίμηση της ΘεοτόκουΗ εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που εορτάζει στις 15 Αυγούστου ο χριστιανικός κόσμος, είναι η μεγαλυτέρα από τις εορτές που καθιέρωσε η Εκκλησία προς τιμήν της Μητρός του Κυρίου, τις θεομητορικές εορτές. Ίσως είναι και η παλαιοτέρα από όλες. Τις πρώτες μαρτυρίες έχομε γιʼ αυτήν κατά τον Ε' αιώνα, γύρω στην εποχή που συνεκλήθη η Γ' Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (451), που καθόρισε το θεομητορικό δόγμα και έγινε αιτία να αναπτυχθεί η τιμή στο πρόσωπο της Θεοτόκου.
Για πρώτη φορά φαίνεται ότι συνεστήθη στα Ιεροσόλυμα την 13 Αυγούστου και λίγο αργότερα μετετέθη στις 15 του ιδίου μηνός. Είχε δε γενικότερα θεομητορικό χαρακτήρα, χωρίς ειδική αναφορά στο γεγονός της Κοιμήσεως. Ονομάζετο «ημέρα της Θεοτόκου Μαρίας». Κέντρο του πανηγυρισμού αναφέρεται στην αρχή ένα «Κάθισμα», ναός επʼ ονόματί της, που ευρίσκετο έξω από τα Ιεροσόλυμα στο τρίτο μίλιο της οδού που οδηγούσε στην Βηθλεέμ. Η σύνδεση της εορτής αυτής προς την Κοίμηση της Θεοτόκου, έγινε στον περίφημο ναό της Παναγίας που βρισκόταν στην Γεσθημανή, το «ευκτήριο του Μαυρικίου», όπου υπήρχε και ο τάφος της.
Αυτός ο ναός πολύ σύντομα πήρε τον χαρακτήρα του μεγαλυτέρου θεομητορικού προσκυνήματος και η ακτινοβολία του έγινε αιτία η πανήγυρίς του κατά την 15η Αυγούστου γρήγορα να διαδοθεί σʼ ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο και κατά τον ΣΤ' με Ζ' αιώνα να επικρατήσει σε ανατολή και δύση σαν εορτή της Κοιμήσεως, του θανάτου, της Θεοτόκου. Αργότερα εξήρθη η εορτή με την προπαρασκευαστική νηστεία και την παράταση το εορτασμού μέχρι της 23ης ή και μέχρι τέλους του Αυγούστου και έγινε όχι μόνο η μεγαλυτέρα θεομητορική εορτή, αλλά και μία από τις σπουδαιότερες εορτές του εκκλησιαστικού έτους. Αυτό βέβαια ήταν φυσικό να γίνει, γιατί η Θεοτόκος είναι το προσφιλέστερο και ιερότερο πρόσωπο μετά τον Κύριο και γιʼ αυτό συνεκέντρωσε την τιμή και την ευλάβεια όλων των χριστιανικών γενεών.
Αναρίθμητοι ναοί και μονές έχουν κτισθεί προς τιμήν της Κοιμήσεώς της, θαυμάσιες τοιχογραφίες παριστάνουν σε κάθε ναό πίσω από την κεντρική είσοδο σε εκπληκτικές συνθέσεις την ιερά της κηδεία, ύμνοι εκλεκτοί έχουν διακοσμήσει την ακολουθία της και λόγοι λαμπροί και εγκώμια εκφωνήθηκαν από τους Πατέρες και νεωτέρους κληρικού άνδρες κατά την ημέρα της μνήμης της. Όλες οι ανθρώπινες γενεές συναγωνίσθηκαν στην προσφορά ό,τι εκλεκτοτέρου είχαν να παρουσιάσουν για να μακαρίσουν έργω και λόγω την Παρθένο Μαρία. «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι σε πάσαι αι γενεαί».
Για την κατανόηση του εορτολογικού περιεχομένου της εορτής της Κοιμήσεως, όπως και των άλλων θεομητορικών εορτών, της Συλλήψεως, της Γεννήσεως και των Εισοδίων, πρέπει να κάνουμε μία μικρά αναδρομή στις πηγές, από τις οποίες αντλήθηκαν τα θεομητορικά αυτά θέματα. Διαφορετικά είναι αδύνατο να ερμηνεύσει κανείς ότι συνδέεται με τον εορτασμό αυτόν, τα συναξάρια, την υμνογραφία και την εικονογραφία των. Οι αυθεντικές ιστορικές πηγές, τα Ευαγγέλια και τα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης, δεν μας διέσωσαν πληροφορίες για το ευαγγελισμού και για τον μετά την ανάληψη του Κυρίου βίου της Θεοτόκου. Πρόθεση των Ιερών συγγραφέων ήταν να αφηγηθούν τον βίο και το σωτηριώδες έργο του Χριστού και ότι άμεσα συνεδέετο με αυτόν και όχι να ικανοποιήσουν την ευλαβή περιέργεια ή τα ιστορικά ενδιαφέροντα των αναγνωστών των.
Η παράδοση όμως της Εκκλησίας διέσωσε από στόματος εις στόμα διάφορες πληροφορίες που αφορούσαν στον βίο της Θεοτόκου προ συλλήψεως του Κυρίου και μετά την ανάστασή Του. Αργότερα διάφοροι ευλαβείς, κατά το πλείστον, συγγραφείς περιέλαβαν τις πληροφορίες αυτές και τις ανέπτυξαν με την φαντασία των και για να έχουν περισσότερο κύρος έθεσαν στους τίτλους των έργων των μεγάλα αποστολικά ονόματα. Η Εκκλησία απέρριψε και κατεδίκασε τα βιβλία αυτά και τα ονόμασε «Απόκρυφα» και «Ψευδεπίγραφα». Σε μεταγενεστέρα εποχή πολλές από τις διηγήσεις αυτές, τουλάχιστον στις βασικές των γραμμές, έδωσαν θέματα στην διαμόρφωση εορτών, στην σύναξη συναξαρίων, στην ποίηση ύμνων και στην εικονογραφία. Εξʼ άλλου καθώς είπαμε, ο πυρήν των διηγήσεων αυτών είχε ως βάση του παμπάλαιες ιστορικές παραδόσεις γύρω από το πρόσωπο της Θεομήτορος.