Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Το απ' αιώνος απόκρυφον και αγγέλοις άγνωστον μυστήριον.Οι Χαιρετισμοί Της Παναγίας .

Το απ' αιώνος απόκρυφον και αγγέλοις άγνωστον μυστήριον.Οι Χαιρετισμοί Της Παναγίας .
Το απ' αιώνος απόκρυφον και αγγέλοις άγνωστον μυστήριον
Ποίο ήταν το "μυστήριο της ευσεβείας". Το μυστήριο αυτό ήταν μυστικό, απόκρυφο και προαιώνιο σχέδιο της Παναγίας Τριάδος και επομένως άγνωστο και στους Αγγέλους και στους ανθρώπους. Τώρα όμως που το θείο αυτό σχέδιο εκπληρώθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του, μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά τις κύριες φάσεις του και να επισημάνουμε τα βασικά πρόσωπα που εκλήθησαν να παίξουν σημαντικό και πρωτεύοντα ρόλο στην εκπλήρωσι και την επιτυχία του.

Βλέποντας έτσι προς τα πίσω την όλη ιστορία της ανθρωπότητας και μάλιστα την ιερή ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου, διαπιστώνουμε, ότι το πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας κατέχει κεντρική θέσι στο "Μυστήριο της Ευσεβείας" στην εκπλήρωσι δηλαδή της "αρχαίας και αληθινής βουλής" του Θεού. Διότι η Θεοτόκος, υπηρετώντας στην ενσάρκωσι του Θεού, απετέλεσε το βασικό κλειδί για τη φανέρωσι της προαιώνιας αυτής "βουλής" (= αποφάσεως) του Θεού στους "επί γης" ανθρώπους και τους "εν ουρανοίς" αγίους Αγγέλους.

"Ο Θεός Πατήρ, λέγει ο Δαμασκηνός... είχε προγνωστικώς προορίσει την Θεοτόκο Μαρία ως Μητέρα του Μονογενούς Υιού Του... ο θείος αυτός "προορισμός" της Παναγίας είναι ασφαλώς ακατανόητος (δι' ημάς, ουχ ήττον όμως συμπίπτει εν τω Θεώ με την προαιώνιόν του πρόγνωσιν της ελευθέρας προαιρέσεως και της αξίας και της προσωπικής αγιότητας της Παναγίας).

Ο Παράδεισος της Εδέμ είναι ο πρώτος βιβλικός τύπος της Παρθένου. Ο Θεός εδημιούργησε το Παρθένο δάσος και μέσα στην παρθενική ομορφιά του ετοποθέτησε το ωραιότερό του δημιούργημα τον άνθρωπο.
Η Εκκλησία, πολύ γρήγορα, είδε εδώ την πρώτη προτύπωσι της Θεοτόκου: Η Παρθένος είναι ο νέος Παράδεισος που φύτευσε ο Δημιουργός μέσα στον χώρο και τον χρόνο της ιστορίας. Απ' το δεύτερο αυτό Παράδεισο πήγασαν όλες οι ευλογίες για την ανθρωπότητα. Και το σπουδαιότερο: Ενώ ο πρώτος Παράδεισος είχε για κάτοικό του τον χοϊκό Αδάμ, τον "μυστικό Παράδεισο" λαμπρύνη η παρουσία του νέου Αδάμ, του Ιησού.
Χαῖρε τό φῶς ἀρρήτως γεννήσασα
Χαῖρε τό πῶς μηδένα διδάξασα
χαῖρε σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν
χαῖρε πιστῶν καταυγάζουσα φρένας

Η Θεοτόκος και το Μυστήριο του Σταυρού.

Η Θεοτόκος και το Μυστήριο του Σταυρού.
26Μαρ


Χρυσοστόμου Α. Σταμούλη, Καθηγητού Πανεπιστημίου, Α.Π.Θ.,
Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Τόμος 9, Θεσσαλονίκη 1999

Συνήθως, κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία εστιάζει την προσοχή της στο πρόσωπο του Χριστού. Πρόκειται για το πρόσωπο το οποίο κατέχει την κεντρικότερη θέση στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας., και τούτο είναι ευνόητο, εάν αναλογισθεί κανείς ότι ο Υιός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος, είναι ο κατ’ εξοχήν εκφραστής της κοινής, φυσικής ενέργειας της Θεότητας με την οποία ο άνθρωπος και ο κόσμος ανακαινίζονται, μεταποιούνται, μεταμορφώνονται. Ο Υιός, δηλαδή ο Σαρκωμένος Λόγος, κάνει πραγματική τη δυνατότητα θεώσεως των προσώπων της κοινωνίας, μια δυνατότητα που ο δημιουργός δίνει για δεύτερη φορά στο δημιούργημα. Η πραγματικότητα της σάρκωσης του Λόγου αποτελεί τη στέρεη βάση της πραγματικότητας της Εκκλησίας και συνεπώς της πραγματικότητας της σωτηρίας. Η αληθινή σωτηρία, με άλλα και απλούστερα λόγια, προϋποθέτει τον αληθινό λυτρωτή και τούτον συναντά η Εκκλησία μας στο πρόσωπο του σαρκωμένου Λόγου.

Γέννηση, ζωή, πάθος, Σταυρός και Ανάσταση, τα σημαντικότερα γεγονότα, σταθμοί του λειτουργικού χωροχρόνου, συνδέουν το λόγο της υπάρξεώς τους με το μυστήριο του Χριστού. Χριστός αρχή και τέλος, θα έλεγαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Γίνεται εμφανής, λοιπόν, ο ουσιαστικός σύνδεσμος της περί Χριστού διδασκαλίας της Εκκλησίας με τη διδασκαλία και το γεγονός της σωτηρίας. Εξάπαντος, βέβαια, οφείλω να ομολογήσω, ότι τούτη η έμφαση στο πρόσωπο του Χριστού δεν αλλοιώνει το συνολικό χαρακτήρα της Ορθόδοξης Θεολογίας η οποία είναι κατεξοχήν δοξολογική. Η δόξα του Θεού σημαίνει τη δόξα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η όλη Τριάδα δοξάζει και δοξάζεται, καθώς η όλη Τριάδα ενεργεί το μυστήριο της Θείας Οικονομίας.

Εντούτοις, η πλήρωση του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη συμβολή του κτίσματος, δηλαδή χωρίς την ελεύθερη κατάφαση του ανθρώπου. Κεντρική θέση, σε αυτή τη διαδικασία οικείωσης του Φωτός, κατέχει στην Ορθόδοξη Θεολογία και Εκκλησία το πρόσωπο της Μητέρας του σαρκωθέντος Λόγου, το πρόσωπο της Παναγίας Θεοτόκου. Και εάν το πρόσωπο του Υιού κάνει φανερή την θεία πραγματικότητα, το πρόσωπο της Παναγίας φανερώνει την αλήθεια της ανθρώπινης πραγματικότητας. Θεία και ανθρώπινη πραγματικότητα κάνουν την Σωτηρία να αληθεύει. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η Θεομήτωρ βρίσκεται στην καρδιά της εκκλησιαστικής κοινότητας.

Η Παρθένος Μαρία είναι ο ναός ο ακατάλυτος και άγιος, στον οποίο σκήνωσε ο Λόγος. Είναι το χωρίον του αχωρήτου. Είναι ακόμη η χωρήσασα τον αχώρητον «εν μήτρα αγία παρθενική». Συνεπώς, η θεολογική ταύτιση Θεοτόκου και Εκκλησίας, που συχνά ακούμε στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, οδηγεί στην ανέρευση και ανάδειξη της θεολογικής αλήθειας σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία είναι χωρίον ή χώρα του αχωρήτου και πλατυτέρα των ουρανών. ’λλωστε, όπως ορθά έχει υπογραμμίσει ο μακαριστός Επίσκοπος Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός, «η πλατυτέρα, ζωγραφουμένη εις το ημιθόλιον της κόγχης του ιερού βήματος, μετά του Ιησού Χριστού, τούτο ακριβώς συμβολίζει: την Εκκλησία μετά του Ιησού Χριστού εν τω μέσω αυτής».

Η Θεοτόκος, λοιπόν, ως αχωρητοχώρα ή αχωρητοχωρίον του αχωρητοχωρήτου Υιού της βιώνει και συνάμα φανερώνει, πρώτη αυτή, το θαυματουργικό γεγονός, το μυστήριο του Χριστού, του Σαρκωμένου Λόγου, και της Εκκλησίας. Η Μαρία είναι το πρώτο ανθρώπινο όν, παράλληλα με την ανθρωπότητα του Λόγου, που σχετίζεται μαζί του ευχαριστιακά και λυτρωτικά. Η Θεία Ευχαριστία, το όντως μυστήριο της Εκκλησίας, γίνεται δυνατή μόνο με την υποστατική ένωση Θεότητας και ανθρωπότητας που πραγματοποιείται στη μήτρα της Παρθένου Μαρίας θαυματουργικά και συνεπώς ελεύθερα.

Η Θεοτόκος προσφέρει δια της υπουργίας του μυστηρίου της Ενσάρκωσης, το δώρο, τον Υιό της, στους εστιωμένους εντός της μητέρας Εκκλησίας. Πρόκειται σαφώς για τις ευχαριστιακές προεκτάσεις της περί Θεοτόκου διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πού οδηγούν στην μετοχή της αλήθειας, σύμφωνα με την οποία η πίστη στο μυστήριο του Χριστού αποτελεί το Εισοδικόν για το μυστήριο της Θεοτόκου, αλλά και το αντίθετο.

Συνεπώς, η Παναγία μητέρα καλεί τους πιστούς να μετάσχουν στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, δια του οποίου οι πιστοί γίνονται κοινωνοί αλλά και ομολογητές του μυστηρίου του Σταυρού και της Ανάστασης. Με άλλα λόγια δια της Θείας Ευχαριστίας γίνονται οι θεασάμενοι «την του Χριστού ανάστασιν».

Και εξάπαντος η Θεοτόκος δεν προσκαλεί απλά και μόνο τους πιστούς στη θέαση του Σταυρού και της ανάστασης του Χριστού, αλλά η στάση της, ο τρόπος της υπάρξεώς της προσδιορίζει και τον τρόπο οικείωσης, ψηλάφησης και βίωσης της αλήθειας.

Και είναι αλήθεια ότι η μοναδικότητα και το ανεπανάληπτο του προσώπου του Ιησού Χριστού, του Υιού της, καθιστά μοναδική και τη θέση της Μαρίας στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Όλο το μυστήριο της Παναγίας Θεοτόκου συνοψίζεται στο μυστήριο του Χριστού και με αυτό εξηγείται.

Η Παναγία φανερώνει τον άνθρωπο που ξεπερνά τα πλαίσια-όρια της αυτοσυντήρησης και ορθώνει την καινή, τη νέα ύπαρξη που η ελευθερία της επέτρεψε στο Λόγο να της δωρίσει. Διά της θλίψεως αναζητά την «επέκεινα έκταση» που στην περίπτωση φανερώνει την εισβολή των εσχάτων στα παρόντα. Η αλήθεια της υπάρξεως συνίσταται στην μεταποίηση του ιδιωτικού σχήματος σε σχήμα αληθινό. Η άνθρωπος, η Θεοτόκος, η μητέρα Παναγία δείχνει το δρόμο που χάνεται μέσα στ’ αγκάθαια και εγκαταλείπει την ασφάλεια της αυτοσυντήρησης που οδεύει τον δρόμο τον άλλο, που δεν είναι παρά «μια εικονική προβολή χωρίς αλήθεια». Τούτη η πορεία της Παναγίας- συμπόρευση με τη σαρκωμένη Αλήθεια- προβάλει τον κατά φύση άνθρωπο και ταυτόχρονα δεικνύει τις εκτροπές από τη φύση που ζωγραφούνται σε θεωρίες υπανθρώπων και υπερανθρώπων. ’λλωστε, ο Θεός Λόγος, για να σώσει τον άνθρωπο, δεν έγινε ούτε υπάνθρωπος, ούτε υπεράνθρωπος, αλλά πραγματικός- καινός άνθρωπος. Προσέλαβε όλη τη φύση του κτιστού δημιουργήματός Του «δίχα μόνης αμαρτίας». Μέσα σ’ αυτό το μυστήριο, το μυστήριο του Θεναθρώπου Χριστού, μπορεί κανείς ν’ ανακαλύψει και να αναγνωρίσει το μυστήριο της Θεοτόκου. Η εμπειρία του Χριστού και μόνο αυτή, μπορεί να ερμηνεύσει την εμπειρία της Θεομήτορος που «ξεπερνά το άμεσο, δίχως ούτε μια στιγμή ν’ αφίσταται του πραγματικού». Κορύφωση αυτής της θεομητορικής εμπειρίας αποτελεί η εμπειρία του Σταυρού, όπου η μητέρα παρουσιάζεται από τους Αγίους Πατέρες να ξεπερνά αγωνιζόμενη το όριο της αμεσότητας και να θεωρεί την πραγματικότητα του επέκεινα.

Το μυστήριο του Σταυρού θα μπορούσε αλλιώς, και εντός αυτών των πλαισίων, να ονομαστεί «μυστήριο του πραγματικού», καθώς φανερώνει την πραγματικότητα της Σάρκωσης, της ζωής, του πάθους, του ίδιου του Σταυρού και της Ανάστασης και αναγνωρίζει «την απλή κόρη της γής, Θεοτόκο, καθέδρα του μόνου Βασιλέα των πάντων».

Το «μυστήριο του πραγματικού» με άλλα λόγια προϋποθέτει και ταυτόχρονα διαζωγραφεί την «πραγματικότητα της Μητέρας». Η χοϊκή Μάνα, όπως μας πληροφορεί ο κυρ-Νίκος Πεντζίκης, σηκώνει στην αγκαλιά της το παιδί και κείνο σ’ αντάλλαγμα αποδίδει στη Μητέρα κάθε ωραιότητα και αξία. Τούτη η σχέση, σχέση μοναδική και απόλυτα προσωπική, δίνει τη δυνατότητα στην Παρθένο Μαρία να αναφωνήσει το πανέμορφο «ο Υιός μου και Θεός μου» και να φωτίσει με μιάς τη σχέση δούλης-Κυρίου από τη μια και μητέρας-παιδιού από την άλλη. Η μητέρα πάνω στο Σταυρό θεωρεί το Θεό της αλλά και γιό της. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο σκανδαλίζεται από το πάθος. Είναι δύσκολο ακόμη και γι’ ‘ανθρώπους μοναδικούς, εξαιτίας της κλήσης και της χάρης τους, να αντιληφθούν το μυστήριο σ’ όλο του το βάθος. Ακόμη και όταν υπάρχει η διάθεση, η αδυναμία της ανθρώπινης φύσης είναι τέτοια που αντιμετωπίζει με τη μορφή πειρασμού «τη μωρία του Σταυρού». Είναι γνωστό, άλλωστε, και πρέπει να υπογραμμισθεί ότι στά πλαίσια της αμεσότητας ο Σταυρός δεν μπορεί να ερμηνευθεί αλλιώς, παρά μονάχα ως μωρία. Αντίθετα, στα πλαίσια του πραγματικού, η ψυχή του ανθρώπου βλέπει τη δόξα του επέκεινα και υπομένει την ομοίωση του Θεού. Και τούτο δεν είναι μια στάση μαγική, αυτόματη, που καταργεί τη φύση των πραγμάτων, αλλά τρόπος ενεργητικός, δυναμικός, που προϋποθέτει συνεχή κίνηση, αγώνα και εγκαρτέρηση. Συνεπώς, η πραγματικότητα της χοϊκής Μάνας και του κατ’ αλήθειαν Υιού της φθάνει για να ερμηνεύσει το «πρόσκαιρον» της αδυναμίας της Παναγίας της Παναγίας να κατανοήσει πώς ο Υιός της, Αυτός πού με τα θαύματά Του κατέπληξε την Ιουδαία, βρίσκεται προσηλωμένος στο Σταυρό. Γι’ αυτό ξεσπάει σε δάκρυα. Πρόκειται για εικόνα που οδηγεί τον κατεξοχήν υμνητή της Θεοτόκου, τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, στη διατύπωση μιάς από τις ωραιότερες θέσεις του για το γυναικείο φύλο, πού εκφράζει και την αντίστοιχη ανθρωπολογία του: «Φιλόδακρυ γάρ πώς αεί το θηλειών εστι γένος, και πολύ δή λίαν εις θρήνους ευπετές, όταν δή μάλιστα και πλουσίας έχει του δακρυρροείν τας αφορμάς».

Πρόδηλο γίνεται από το εντυπωσιακό αυτό κείμενο το πλαίσιο κατανόησης της στάσης της Θεοτόκου στο Σταυρό, που αναδεικνύει την πραγματικότητα της χοϊκής φύσης της Θεομάνας και συνεπώς όλων των συμβεβηκότων της γυναικείας φύσης, με πρώτο αυτό της ευαισθησίας. Συνεπώς, ερωτήματα σαν αυτά που με έκπληξη αναζητούν το γιατί της συγκεκριμένης λειτουργίας της Παναγίας φαίνεται πώς αγνοούν την ορθόδοξη εμπειρία και θεολογία που κατανοεί ότι η στάση της Μητέρας του Θεού δεν είναι μια άρνηση στην κλήση της ή αδυναμία φύσεως, και συνακόλουθη αδυναμία κατανόησης του μυστηρίου, αλλά μια κατάφαση στη «δεινότητα της φύσης των συμβεβηκότων», η οποία μπορεί να καταστρέψει ακόμη και «το νήφοντα λογισμό».

’λλωστε παρόμοια παραδείγματα συναντά κανείς στη σύνολη Εκκλησιαστική ιστορία, με πρώτο αυτό του σκανδαλισμού του Αποστόλου Πέτρου. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε, στα πλαίσια μιάς τέτοιας ανθρωπολογίας και θεολογίας, να θεωρηθεί παράδοξο ένα πράγμα τόσο απλό, όπως είναι ο συναρπασμός του «τρυφερού νοός» της Παρθένου, από έννοιες «ασθενέστερες»; Και εάν για την «κριτική σκέψη» όλα αυτά αποτελούν «σκάνδαλο» και «μωρία», για τους φίλους του Θεού τα πάντα έχουν τη «λογικότητά» τους.

Αν ανατρέξει κανείς στα βιβλικά κείμενα θα ανακαλύψει ότι αυτή την κατάσταση της Θεοτόκου είχε προαναγγείλει στην προφητεία του ο Συμεών: «…και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία». Εάν δε αναζητήσουμε την ερμηνεία του όρου «ρομφαία» στα κείμενα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας τότε θα την εξηγήσουμε ως «οξεία του πάθους προσβολή», δηλαδή ως πειρασμό, που στρέφει το νού σε εκτόπους λογισμούς και τον κατατέμνει. Στο σημείο αυτό δύο πράγματα μπορούν να απομακρύνουν από την αμαρτία-αστοχία, που καθηλώνει την ύπαρξη στην αβάσταχτη ελαφρότητα της αμεσότητας. Η ανθρώπινη ελευθερία και ο θεϊκός φωτισμός. Ή αλλιώς η ελευθερία που κάνει δυνατό το φωτισμό. Έτσι, η καλλίστη έκφραση της ελευθερίας, η Παναγία, δίνει τη δυνατότητα στον Υιό της να προνοήσει τη λύση των σφοδρών διαλογισμών της. Και τούτο πραγματοποιείται με τρόπο εντυπωσιακό. Ο ηγαπημένος μαθητής, ο Ιωάννης, αναλαμβάνει να αποκαλύψει το βάθος του μυστηρίου στην Παρθένο Μαρία και να πληρώσει με τον τρόπο αυτό τη βούληση του Δασκάλου και Σωτήρα του.

Και εάν όλα αυτά αποτελοπυν τη μία ερμηνεία της προφητείας του Συμεών, που συναντά κανείς σε μεγάλους θεολόγους, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο ιερός Καβάσιλας, δε λείπει και η άλλη προσέγγιση, η οποία προχωράει ακόμη περισσότερο και εκφράζεται και αυτή από το δάσκαλο της ακριβείας, τον αλεξανδρινό Κύριλλο.

Σύμφωνα με αυτή, η φυσική-βιολογική-αγαπητική σχέση της μητε΄ρας με το παιδί δεν αφαιρεί από την Παρθένο την πλήρη συναίσθηση της αποστολής της. Η στάση της μπροστά στο Σταυρό δεν περιορίζεται μόνο στη λύπη της για τον άδικο χαμό του κατά σάρκα Υιού της. Το δυνατό συναίσθημα του πόνου φώτιζε και λάμπρυνε μια εσωτερική θεωρία της σωτηρίας του ανθρώπου, με την νίκη του θανάτου και της αμαρτίας, από τον Ιησού Χριστό. Αυτό πιστεύει ο άγιος Κύριλλος ότι εκφράζει και η προφητεία του Ζαχαρία, «Ρομφαία εξεγέρθητι επί τον ποιμένα μου», που φανερώνει την αγωνιώδη «βία» του μακαρίου και της Παρθέρνου να ενεργηθεί το «σωτήριον πάθος» και ο «καιρός» της «ανάδειξης των αγαθών» να φθάσει.

Τούτη η ερμηνεία συμπωσόνοντας το χρόνο και τον τρόπο αναδεικνύει το σχέδιο της Θείας Οικονομίας και τον εξαιρετικό ρόλο που η Παναγία διακόνησε εντός του. Μητέρα Θεού και αδελφή ανθρώπων υπούργησε, με περισσή συνέπεια, το μυστήριο της Σωτηρίας, από τη σύλληψη και το ταπεινό σπήλαιο, έως τη Σταύρωση και την Ανάσταση. Ανέδειξε το κάλλος το άγιο, ως κάλλος οδύνης, και υφιστάμενη την αναπνοή του Υιού της έκλαψε για την αποκατάσταση της πραγματικής ενότητας. Αυτή η Δέσποινα του κόσμου, με την άγια ευαισθησία της μάνας και τη βαθειά αίσθηση της ευθύνης για την υπουργία του μυστηρίου της σωτηρίας, ενεέπνευσε στο μεγάλο βυζαντινό της Θεσσαλονίκης, τον τρελλό της ευθύνης, τον κυρ-Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, την «Παράκλησή» του:
«Μητέρα, πού το μέγεθός σου, επιτρέπει να πάρει
ο πόνος τη μορφή ακύμαντης θάλασσας,
όταν τον αντικρύζεις καθηλωμένο στο Σταυρό,
μη πάψεις να διαμένεις στα μάτια μας,
σήμερα, που δοκιμαζόμενα εκείνα,
χορηγούν σ’ όλους, την υπέρ πάντα αλήθεια.
Όχι τη λογική των θηρίων,
Αλλά εκείνην του ποιμνίου
Του καινούριου σου παιδιού,
Μάντρα των θελόντων σωθήναι,
της παραμυθίας χώρα απέραντη,
καταστόλιστη μ’ όλες τις χάρες της άνοιξης,
επέτρεψε στους δούλους σου την είσοδο,
ώστε να μπορούν όρθιοι,
να συνεχίσουν να άδουν αδιάκοπα,
σε σένα, ευχαριστήριους ύμνους,
Υπέρμαχη σε όλους τους κινδύνους,
Στρατήγισσα».

Θεομητορική Ερμηνεία της Νέας Εύας(Αμαλία Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου)



954691-620x751

…. Το πρόσωπο της Θεοτόκου βάλλεται από αιρετικούς (προτεστάντες) που δεν θέλησαν να μάθουν την Ορθόδοξη Θεολογία μας γύρω από το πρόσωπο το οποίο υποτιμούν και συστηματικά διαβάλουν. Έτσι ακολουθείται το ηθικώς παράδοξο να κατηγορούν συνέχεια και δίχως συστολή την Θεοτόκο, δίχως να γνωρίζουν για τι πράγμα μιλάνε! Εκεί ακριβώς κρύβεται εκτός από την άγνοια και η μισαλλοδοξία, αφού τα πάντα ερμηνεύονται βάση της δικής τους θεωρίας. Πώς γίνεται όμως να κρίνεις μια διδασκαλία, μια θεωρία, ένα λόγο, ή κάποια τοποθέτηση για ένα θέμα με μοναδικό κριτήριο τη δική σου κοσμοθεωρία; Και το πιο λυπηρό · πώς γίνεται να κρίνει κάποιος ένα πρόσωπο και τη θεολογία γύρω απο αυτό το πρόσωπο, όταν ποτέ του δεν έχει μελετήσει συστηματικά κανένα έργο και δεν έχει κάνει την παραμικρή προσπάθεια να προσεγγίσει αυτό, για το οποίο με νεανικό ενθουσιασμό κατηγορεί;Η Θεοτόκος δεν ήρθε να εξασθενήσει, ή να αντικαταστήσει τη μεσιτεία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (Ά Τιμ. Β’ 5-6). Η μεσιτεία είναι καθαρά δεήσεως και πρεσβείας. Κατά συνέπειαν «δεν είναι μεσιτεία θυτήριος και λυτρωτική, αλλά μεσιτεία δεήσεως και ικεσίας υπέρ της επί γης στρατευομένης Εκκλησίας» (Η Ορθοδοξία ελπίς του κόσμου, Νικ. Π. Βασιλειάδη, Α΄τόμος, σελ. 211). Η θέση της, η διακονία και η προσφορά της είναι μοναδική για το έργο της Θείας Οικονομίας. Η ελεύθερη επιλογή της για Υπακοή στο θέλημα του Θεού (Λουκ. 1.38) αναδεικνύει το ανθρώπινο κάλλος και τη συμβολή της Θεοτόκου στη Σωτηρία του κόσμου. Στο σημερινό άρθρο θα θίξω το θέμα της Νέας Εύας και αρωγό μου στη προσπάθεια αυτή θα επιστρατεύσω την Αμαλία Σπουρλάκου, διδάκτορα Θεολογίας.«Εν τω μέτρω τούτο της Θείας ενανθρωπήσεως, ήτοι της Θείας σαρκώσεως και της εξ αυτής προκυψάσης νέας γεννήσεως του ανθρώπου, η περί Νέας Εύας έννοια δέον, όπως αναλύεται εις δύο τινά: «Την εν τη των πιστών Εκκλησίαν απο γυναικός» γέννησιν της όντως Ζωής, της Θείας και αθανάτου Ζωής, Χριστού του Θεού, εις αναίρεσιν του θανάτου, και την δια της Εκκλησίας μετάδοσιν της Ζωής ταύτης εν τη νέα δημιουργία, τή απο του Χριστού. Αλλώς ειπείν, η Νέα Εύα ενεργεί και επιτελεί το κατά Θείαν Πρόνοιαν και βούλησιν έργον αυτήςως βοηθός του Νέου Αδάμ εν τω μυστηρίω της Ζωής, εν τη νέα γεννήσει, εις δύο φάσεις: την εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου γέννησιν του Χριστού ως κεφαλής· την εκ Πνεύματος Αγίου και ύδατος αναγέννησιν των ανθρώπων ως Σώματος του Χριστού, ίνα «ομού πάντες ώμεν συνημμένοι και συγκεκολλημένοι τη κεφαλή» (Χρυσοστόμου, προς Εφεσίους, PG 62, 26). Η Χριστιανική αλήθεια περί της αναδημιουργίας του ανθρώπου, της ζωοποιήσεως, δηλαδή, αυτού εν τω Χριστώ, στρέφεται πέριξ των δύο τούτων σημείων, ως αμετακίνητων, αμετάθετων και αμετάβλητων πόλων. Ούτως η Νέα Εύα κέκτηται, ομοίως, και «μαριολογικόν» χαρακτήρα, καθ’όσον η Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία κατέστη και αυτή η Μήτηρ της Ζωής.Η Εύα, παρατηρεί ο Τερτυλλιανός, ως βοηθός του Αδάμ δηλοί «το γένος της Μαρίας και εφ’εξής της Εκκλησίας» (Adversus Marciomem, II,4,PL 2, 289A). Ο Θεός, ως επεξηγεί ο αυτός, εγνώριζεν ότι η γυνή εν τη Μαρία και εν συνεχεία εν τη Εκκλησία θα ήτο ευεργετική διά τον άνθρωπον και ούτω προεικόνισεν αυτάς εν εκείνη. Διο και διαχωρίζει σαφώς την ιδιότητα εκάστης ως Νέας Εύας εν τω μυστηρίω της Ζωής. «Η Παρθένος μήτηρ του Θεού είναι η Νέα Εύα εν τη πράξη της Υπακοής αυτής εις την Θείαν ενσάρκωσιν· η Εκκλησία, γεγγεννημένη εκ της νυγείσης πλευράς του Χριστού, ως η Εύα εξήλθεν εκ της πλευράς του Αδάμ, είναι η Νέα Εύα, η μήτηρ των Ζώντων, εν τη πνευματική γονιμότητι αυτής». «Αντί της Εύας η Μαρία», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, αναφερόμενος εις την Νέαν Εύαν της ζωής εν τη δια της Θείας σαρκώσεως αναγεννήσει (Λόγος εις το άγιον Πάσχα), ενώ περί της ετέρας, της Νέας Εύας της πνευματικής αναγεννήσεως, δέχεται ότι αυτή είναι η απορρυείσα εκ της πλευράς του Χριστού, καθ’ομοιότητα της εκ της πλευράς του Αδάμ προκυψάσης Εύας. «Απο Μαρίας γαρ λαμβάνεται η λέξις και περί της Εκκλησίας έσται μοι τούτο λέγειν», διευκρινίζει ο Επιφάνιος Κύπρου, αναφερόμενος εις την αυτήν διάκρισιν της μητρός Εύας. «Τυπικώς η πρώτη Εύα ζωή εκλήθη, ίνα σημάνει τήν δευτέραν, τουτέστιν την Αγίαν Μαρίαν, την γενννήσασαν την Ζωήν των ανθρώπων», παρατηρεί ο Νείλος Σιναϊτης (επιστολή ΣΞΖ’, PG 79, 180 D), χωρίς βεβαίως να παραθεωρή το έτερον μέρος της τυπολογικής ερμηνείας της Εύας και του Αδάμ, καθ’ην «ο μεν Αδάμ πέπλασται», η δε Εύα ωκοδομήθη, ίνα δειχθεί Θεός Λόγος εκ Μαρίας μεν το σώμα το άσπιλον αναπλάσας εαυτώ, εκ δε της νυγείσης επί του Σταυρού πλευράς την νύμφην εαυτού την Εκκλησίαν οικοδομών».
«Το πρώτο ζεύγος (Εύα-Θεοτόκος) καταδεικνύει την συνεργία του ανθρώπου εις το έργον της εισόδου της Ζωής εις τον κόσμον, κατ’αντίθεσιν προς την προτέραν συνεργίαν αυτού εις την εις αυτόν είσοδον του θανάτου. «Η μεν γαρ Εύα πρόφασις γεγένηται θανάτου τοις ανθρώποις· δι’αυτής γαρ εισήλθεν ο θάνατος εις τον κόσμον· η δε Μαρία πρόφασις ζωής, δι’ής εγεννήθη ημίν ζωή» (Επιφανίου Κύπρου, Κατά αιρέσεων). Η ιδιότης, δηλαδή, της Θεοτόκου ως Νέας Εύας περιορίζεται εις την αντιπαραβολήν της Ζωής πρός τον θάνατον, του κυήματος αυτής (του Χριστού) προς το κύημα της Εύας (τον διάβολον). Εις τούτο δε ακριβώς έγκειται  και ο αντιθετικός χαρακτήρ της σχέσεως Εύα-Μαρία, όστις εξ επόψεως υποκειμένου εκφράζει την έναντι του Θεού στάσιν του ανθρώπου εν τη πτώσει (δια της Εύας) και τη ανορθώσει αυτού (δια της Θεοτόκου). Το τελευταίον τούτο είναι τοιαύτης σημασίας, ώστε, εν τέλει, ο συσχετισμός Εύας και Θεοτόκου να αφορά κυρίως εις την υπακοήν της δευτέρας εις το Θείον θέλημα-απαραίτητον προϋπόθεσιν της Θείας σαρκώσεως- ως αποκαθιστώσαν την παρακοήν της πρώτης εις το Θείον θέλημα- μοναδικήν αιτία της εισόδου του θανάτου εις τον κόσμον. Εις το συμπέρασμα τούτο αγόμεθα απολύτως και εκ μόνης της αντιπαραθέσεως  των σχετικών αγιογραφικών κειμένων, Γεν. 3,1-7 και Λουκ. 1,26-38. Εν αμφοτέροις τούτοις τίθεται θέμα αποδοχής του Θείου θελήματος εκ μέρους του ανθρώπου, αλλά και παρέχονται τα δύο ακραία παραδείγματα της συμπεριφοράς αυτού έναντι εκείνου, μετά των γνωστών προεκτάσεων αυτών δια την απώλειαν και την σωτηρίαν του κόσμου.
        Η Εύα δεν απεδέχθη το Θείον θέλημα, παρακούσασα την εντολήν, ενώ αντιθέτος η Παρθένος Μαρία υπέταξεν εαυτήν πλήρως τω Θεώ, υπακούσασα. Η Θεοτόκος Μαρία είναι απλώς η Νέα Εύα της υπακοής, η αντιπαραβαλλομένη εις την παλαιάν Εύαν της απειθείας και ανυπακοής έναντι του Θεού, η γεννήσασα την ζωήν, ως εκείνη τον θάνατον. Η Ζωής όμως αυτή εν συνεχεία μεταδίδεται τοις ανθρώποις δια του μυστηρίου της Εκκλησίας, της μόνης δεχομένης Αυτήν διηνεκώς εκ του Θεού Πατρός δι’Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Ο Χριστός παρέχει τω αναγεγενημένω δια της Εκκλησίας την μετοχήν της εαυτού ζωής, ήτις προσδιορίζει την αιώνιον ζωήν. Η πνευματική μητρότης της Εκκλησίας αφορά, δηλαδή εις την εν Χριστώ υπόστασιν του ανθρώπου, ην ούτως λαμβάνει εκ του Χριστού και της Εκκλησίας, ως μητρός, δι’ό και δεν πρέπει να συγχέεται αυτή προς την μητρότητα της Θεοτόκου Μαρίας. Η Εκκλησία είναι δια τον Χριστιανόν, ότι και η φυσική μήτηρ διά τον εξ αυτής γεννώμενον, ήτοι η μητρότης αυτής είναι φύσεως οντολογικής.
        Ούτω, το δεύτερον ζεύγος (Εύα-Εκκλησία) εκφράζει την κατ’αναλογίαν πρός την πρώτην επιτελουμένην δευτέραν γέννησιν του ανθρώπου εν τη Ζωή και την διατήρησιν αυτού εν αυτή. Ο συσχετισμός, δηλαδή, Εύας και Εκκλησίας αφορά κυρίως εις την αποστολήν της τελευταίας παρά τω πλευρώ του Νέου Αδάμ-Χριστού, καθ’ομοιότητα του μυστηρίου της πρώτης, ως βοηθού του παλαιού Αδάμ, και εις την τελείωσιν του δι’αυτών προτυπωθέντος μυστηρίου της όλης δημιουργίας. Ως πληροφορούμεθα εκ του H. Holstein, και δια «την λατινικήν παράδοσιν», ο «παραλληλισμός Μαρίας και Εκκλησίας», ως πρός την Εύαν, υπήρξεν έως του η’ αιώνος ανάλογος. Η Θεοτόκος, δηλαδή, «συνεκρίνετο πρός την Εύαν κατά την πράξιν της υπακοής αυτής εις την Θείαν ενσάρκωσιν», ενώ «η Εκκλησία συνεκρίνετο προς την Εύαν κατά την γόνιμον μητρότητα αυτής, ως “μητρός των ζώντων”. [...]
        Δια της αντιθέσεως Εύα-Θεοτόκος οι Πατέρες της Εκκλησίας διαπραγματεύονται ουσία το θέμα της συνδρομής της οικείας προαιρέσεως του ανθρώπου εις τον έργον Χάριτι Θεία θεώσεως αυτού. Η συνδρομή αυτή αφορά εις μόνην, πλήν απαραίτητον, την αποδοχήν του Θείου θελήματος περί αυτού, οριζομένην απ’αρχής διά των υπό του Θεού αιτουμένων εν τω γενικώ όρω της υπακοής. Η αντίθεσις Εύα-Θεοτόκος αποτελεί αναντιρρήτως υποδειγματικήν πατερικήν διδασκαλίαν εν τω σχολείο της αληθείας περί της ορθής χρήσεως του αυτεξουσίου εν τω αγώνι της αποτάξεως του Σατανά και της συντάξεως τω Χριστώ».
Η Νέα Εύα, Μήτηρ και Παρθένος, Εκκλησιολογική-Θεομητορική Προσέγγισις
Αμαλία Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Διδάκτορος Θεολογίας

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΕΟΡΤΗ ΥΠΟΜΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΟΣ


ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΕΟΡΤΗ ΥΠΟΜΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΟΣ


π. Νικηφόρου Νάσσου

Ὁμιλώντας περί τῆς Ἀειπαρθένου Θεοτόκου ὁ Μέγας ἐν Θεολογίᾳ καί Διδασκαλίᾳ, φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγει ὅτι ὁ Πανάγιος Θεός, ἐπιθυμώντας νά φτιάξει μία εἰκόνα, ἕναν τέλειο ζωγραφικό πίνακα, στόν ὁποῖον νά ἀποτυπώνονται ὅλα τά καλά, μία σύνθεση ὅλων τῶν θείων καί τῶν ἀνθρωπίνων χαρίτων, ἕνα κόσμημα ὅλης τῆς ὁρατῆς καί ἀοράτου κτίσεως, μιά εἰκόνα ἡ ὁποία θά μαρτυροῦσε ὅλη τη δύναμη καί τή σοφία τοῦ δημιουργοῦ της ὡς καλλιτέχνου, κατεσκεύασε τήν πάγκαλη Μητέρα Του, ἀφοῦ συγκέντρωσε πάνω σ᾿ αὐτήν ὅλες τίς χάρες τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

 
Σαράντα μέρες μετά την γιορτή των Χριστουγέννων, η Εκκλησία μας γιορτάζει την Υπαπαντή του Κυρίου. Η οποία είναι μεγάλη Θεομητορική εορτή και λογίζεται και ως Δεσποτική. 
Η Χριστιανική γιορτή της Υπαπαντής έχει τις ρίζες της στην Π.Δ. όπου ο Θεός παραγγέλλει  στο Μωυσή να Του αφιερώνουν οι Ισραηλίτες «παν πρωτότοκον πρωτογενές διανοίγον μήτραν». Παράλληλα έπρεπε να προσφέρουν << αμνό ενιαύσιον άμωμον εις ολοκαύτωμα και νεοσσός περιστεράς ή τρυγών περί αμαρτίας…>> ή σε περίπτωση αδυναμίας  «δύο τρυγώνες ή δύο νεοσσοί περιστερών, μία εις ολοκαύτωμα και μία περί αμαρτίας>>
ὁ Θεὸς δηλαδή ζήτησε ἀπὸ τὸ Μωυσῆ τὴν προσφορὰ κάθε πρωτότοκου αρσενικού παιδιοῦ σὰν μιὰ θυσία σὲ μνήμη τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Ἰσραὴλ σώθηκε ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν Αἰγυπτίων μέσῳ τοῦ θανάτου ὅλων τῶν πρωτοτόκων τῆς Αἰγύπτου.
Ἡ παρουσίαση αὐτὴ τοῦ κάθε πρωτότοκου βρέφους στὸ Ναὸ δὲ σήμαινε μιὰ πλήρη ἀφιέρωση στὸ Θεό: τὰ παιδιὰ αὐτὰ ἐπέστρεφαν στὴ συνέχεια πίσω στὴν καθημερινὴ κοσμικὴ ζωή. Ἡ παρουσίαση σήμαινε τὴν ἄφεσή τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σήμαινε ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε πάνω τους δικαίωμα ζωῆς καὶ θανάτου καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναγνωριζόταν ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ γονεῖς πλήρωναν γιὰ τὸ παιδὶ σὰν λύτρα ἕνα ἀμνὸ ἢ ἕνα ζεῦγος περιστεριῶν.