Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Η προσευχή της Παναγίας έχει μεγάλη παρρησία στον Θεό ΑΠΟ ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ κατὰ Χάρη Μητέρα μας! Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριός μας ἀπὸ τὸν Σταυρὸ γιὰ τὴν Μητέρα Του στὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τὸν Ἰωάννη «ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου», τὸ λέει κὰτ΄ ἐπέκταση σὲ ὅλους τους  Χριστιανούς, σὲ ὅλους ἐμᾶς.

Ὁ Κύριός μᾶς δίνει τὴν Μητέρα Του καὶ γιὰ δική μας Μητέρα. Αὐτὸ εἶναι μία «διαθήκη» σὲ μᾶς , ποὺ τὴν ἔγραψε ὁ Χριστός μας πάνω στὸν αἱματοβαμμένο Του Σταυρό.

Η προσευχὴ τῆς Παναγίας ἔχει μεγάλη παρρησία στὸ Θεό. Καὶ ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν προσευχή μας ἡ Παναγία.  Όπως ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ κατεβεῖ ἀνάμεσά μας πέρασε ἀπὸ τὴν Παναγία, ἔτσι καὶ ἐμεῖς γιὰ νὰ ἀνέλθουμε στὸν Οὐρανὸ θὰ πρέπει νὰ ἐπικαλούμαστε συνεχῶς τὴν Παναγία. Τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας κρύβεται στὴν Θεοτόκο. Πράγματι! Ὅ,τι λέγεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία λέγεται καὶ γιὰ τὴν Παναγία καὶ ἀντιστρόφως ὅ,τι λέγεται γιὰ τὴν Παναγία μπορεῖ νὰ λεχθεῖ καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὅσοι ἔχουν τὸν χρόνο ἂς κάνουν αὐτὴ τὴν μελέτη ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ ἐκπλαγοῦν. Θὰ παρατηρήσουν μὲ ἔκπληξη ὅτι οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι ταυτίζουν τρία θέματα : Σταυρὸς – Ἐκκλησία – Παναγία . Ὅ,τι λέγεται γιὰ τὸ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ λέγεται καὶ γιὰ τὸ ἄλλο.

Ὁλόκληρος ὁ μήνας Αὔγουστος εἶναι ἀφιερωμένος στὴν Παναγία. Εἶναι Θεομητορικὸς μήνας . Στὸ μέσον ἀκριβῶς τοῦ μηνὸς, 15 Αὐγούστου, ἑορτάζουμε τὴν μεγάλη Θεομητορικὴ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὅπως γνωρίζουμε, πρὶν ἀπὸ κάθε μεγάλη ἑορτὴ ἔχουμε τὰ προεόρτια καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴ ἔχουμε τὰ μεθεόρτια. Τὰ μεθεόρτια τελειώνουν στὶς 23 Αὐγούστου καὶ τὴν ἡμέρα αὐτὴ «ἀποδίδεται» ἡ ἑορτὴ καὶ λέμε ὅτι ἔχουμε τὴν «ἀπόδοση». Πάντοτε ὅμως στὸ παρελθὸν ὑπῆρχε ἡ τάση νὰ παρατείνουν τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἑορτῆς .

Έτσι στὰ Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους η ἑορτὴ ἀποδίδεται ὄχι στὶς 23 ἀλλὰ στὶς 28 Αὐγούστου. Ἕνα δὲ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Β΄ τοῦ Παλαιολόγου ὅριζε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῆς Θεοτόκου ὁλόκληρο τὸ μήνα Αὔγουστο μέχρι τὴν 31η του μηνὸς. Ἔτσι καὶ τὴν 31η του μηνὸς καθορίστηκε ἑορτὴ τῆς Θεοτόκου, ἡ κατάθεση τῆς Τιμίας Ζώνης Της. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ μήνας Αὔγουστος εἶναι ὁ τελευταῖος μήνας τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Γιατί τὸ Ἐκκλησιαστικὸ ἔτος δὲν ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο ἀλλὰ ἀπὸ τὴν 1η  Σεπτεμβρίου.Ἔτσι τὸ ἔτος ἀρχίζει μὲ τὴν Ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τῆς Παναγίας μας στὶς  8 Σεπτεμβρίου καὶ λήγει τὴν 31η Αυγούστου μὲ ἑορτὴ τῆς Τιμίας Της Ζώνης.

Σὰν προεόρτια ἑτοιμασία γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καθορίστηκε ἀπὸ τὴν 1η του μηνὸς μέχρι τὶς 14 νηστεία καὶ νὰ ψάλλεται κάθε μέρα ἕνας παρακλητικὸς κανόνας στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Οι παρακλητικοὶ κανόνες που ψάλλονται στὴν περίοδο αὐτὴ εἶναι δύο καὶ  μᾶς εἶναι γνωστοὶ μὲ τὸ ὄνομα Μικρὸς καὶ  Μέγας Παρακλητικὸς Κανὼν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.

Ο λαὸς τοὺς κανόνες αὐτούς τους γνωρίζει μὲ τὶς ἐκφράσεις«Μικρὴ» καὶ «Μεγάλη» Παράκληση. Καὶ οἱ δύο Κανόνες ἔχουν τὴν ἴδια διάταξη. Ἂν παρακολουθήσουμε τὴν διάταξή τους θὰ δοῦμε ὅτι εἶναι ἕνας μικρὸς Ὄρθρος. Ὄρθρο λέμε τὴν πρωινὴ ἀκολουθία. Δηλαδὴ ἡ δομή, ἡ κατασκευὴ τοῦ Παρακλητικοῦ κανόνα εἶναι ἕνας μικρὸς Ὄρθρος. Η Παράκληση πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, εἴτε ἡ Μικρὴ εἴτε ἡ Μεγάλη, δὲν λέγεται μόνον τὴν περίοδο τοῦ Δεκαπενταύγουστου, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα. Γνωρίζουμε εὐσεβεῖς Χριστιανούς, ποὺ λένε κάθε μέρα τὴν Παράκληση στὴν Παναγία μας, κατὰ προτίμηση τὴν Μικρή. Εἶναι εὔκολο αὐτὸ ; Καὶ βέβαια εἶναι εὔκολο.

Ἂς κόψουμε χρόνο ἀπὸ τὶς φλυαρίες μας καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἄσκοπα ἔργα μας για μία Παράκληση στὴν Παναγία μας. Ἀλλὰ, ἐὰν δὲν εἶναι εὔκολο νὰ κάνουμε κάθε μέρα τὴν Παράκληση, ἂς τὴν κάνουμε κάθε δεύτερη μέρα ἢ δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα ἢ μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα. Η, ἂς διαβάζουμε ἀπὸ τὴν Παράκληση μόνο δύο ὠδὲς κάθε ἡμέρα, ποὺ δὲν εἶναι καθόλου κουραστικὸ αὐτό, καὶ ἔτσι τὴν ἑβδομάδα θὰ συμπληρώνουμε ὅλη τὴν Παράκληση.

Ἂς μάθουμε νὰ προσευχόμαστε μὲ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν Παράκληση στὴν Παναγία μας. Πόσες καὶ πόσες εὐλαβεῖς ψυχὲς ψέλλισαν μὲ πόθο καὶ μὲ πόνο τὰ ἱερά Της τροπάρια . Αὐτὰ τὰ τροπάρια στὴν Παναγία ἔλεγε ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ποὺ τόσο πολὺ Τὴν ἀγαποῦσε. Ἡ σωτηρία μας εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Ἂς τὴν ἐπικαλούμαστε μὲ τὴν ἀκολουθία τῆς Παρακλήσεως. Καὶ οἱ γονεῖς ἀκόμη θὰ πρέπει νὰ συνηθίσουν τὰ παιδιά τους ἀπὸ μικρὴ ἡλικία νὰ διαβάζουν μερικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Παράκληση στὴν Παναγία. Τουλάχιστον ἂς λένε τὰ Μεγαλυνάρια , ποὺ εἶναι τὰ πιὸ ὡραῖα ἀπὸ ὅλη τὴν Παράκληση καὶ ἔτσι τὰ παιδιά μας θὰ νοιώθουν πολὺ κοντὰ τοὺς τὴν Παναγία καὶ θὰ αἰσθάνονται τὴν προστασία Της.

ΠΗΓΗ ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

Η αόρατη βοήθεια της Υπεραγίας Θεοτόκου ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ


Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος ευλαβής που ονομαζόταν Αγαθόνικος. Αυτός είχε διδαχθή, ακόμη από την παιδική του ηλικία, να λέγη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, τον ύμνο αυτό:

«Θεοτόκε, Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά σου. Ευλογημένη, συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Ότι Σωτήρα έτεκες, των ψυχών ημών».

Αργότερα έκανε μια ζωή με πολλές φροντίδες και έλεγε σπανιώτερα αυτόν τον ύμνο της Κυρίας Θεοτόκου. Κατόπιν σιγά σιγά έπαυσε να τον λέγη.

Ο Θεός όμως, ο Οποίος δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, έστειλε στο σπίτι του έναν ερημίτη από την Θηβαΐδα για να τον ελέγξη διότι εξέχασε αυτόν τον ύμνο της Κυρίας Θεοτόκου. Ο Αγαθόνικος απήντησε στον ερημίτη μοναχό ότι έπαυσε να τον λέγη, διότι, παρότι τον έλεγε για πολλά χρόνια, όμως δεν ευρήκε καμμία ωφέλεια.

Τότε ο ερημίτης του είπε:

«Φέρε στον νου σου τυφλέ και αχάριστε, πόσες φορές σε εβοήθησε αυτή η δοξολογική προσευχή και σε έσωσε από διάφορους πειρασμούς!

Θυμήσου, όταν ήσουν ακόμη παιδί, πως λυτρώθηκες από πνιγμό κατά ένα θαυμαστό τρόπο! Ενθυμήσου, όταν σε εκτύπησαν πολλοί γείτονες σε μία λακκούβα που είχες πέσει κι όμως έμεινες ατραυμάτιστος! Θυμήσου ακόμη, όταν ταξίδευες κάποτε με κάποιον φίλον σου, επέσατε και οι δυό σας από την καρότσα!

Αυτός έσπασε το πόδι του και συ δεν έπαθες τίποτε. Δεν γνωρίζεις ότι ο φίλος σου είναι κάτω αδύνατος από μία ασθένεια, ενώ εσύ είσαι υγιής και δεν αισθάνεσαι κανένα πόνο;

Και, όταν του έφερε στην μνήμη όλα αυτά τα θαυμαστά έργα, στο τέλος του είπε: «Να ξέρης ότι όλες αυτές οι δυστυχίες και ατυχίες που ήλθαν στην ζωήν σου, απομακρύνθηκαν από την θεία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου, χάρις στην μικρή σου αυτή δοξολογική προσευχή, την οποίαν έλεγες κάθε ημέρα ενώπιόν της.

Δώσε λοιπόν προσευχή και συνέχιζε να προσεύχεσαι και στο μέλλον με την προσευχή αυτή και η Μητέρα του Κυρίου μας δεν θα σε εγκαταλείψη ποτέ». Έτσι κατάλαβε ο Αγαθόνικος και δεν άφησε πάλι αυτή την προσευχή.

Ούτε εμείς να μην αφήνουμε να περνά μία ημέρα χωρίς να προσευχηθούμε μ αὐτή την προσευχή μπροστά στην Κυρία Θεοτόκο κι έτσι θα φυλαγώμεθα από πολλές δοκιμασίες και πειρασμούς στην ζωή μας.

Στο σκίτσο της σελίδος 22 του 5ου βιβλίου είναι τα εξής γραμμένα κάτω απ αὐτό:

«Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρώγης το ψωμί σου» (Γένεσις 3,19)

ΠΗΓΗ

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

π.Δημήτριος Staniloae: Θεοτόκος ἡ ἀειπάρθενος

 


Ὑπάρχουν δύο ἰδιότητες πού προσιδιάζουν στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ: ἀειπάρθενος καί ταυτόχρονα Θεοτόκος. Καί αὐτές οἱ δύο ἰδιότητες ἀπορρέουν ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού γεννήθηκε ἀπό αὐτήν σάν ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Μονογενής. Νά διακηρύττεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε ἀπό αὐτήν, σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους, ἀπό τήν ἕνωση μιᾶς γυναίκας καί ἑνός ἄντρα,σημαίνει νά τόν ὑποτάσσεις σ᾿ αὐτούς τούς νόμους, ἑπομένως, νά μήν τόν ἀναγνωρίζεις ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά τόν θεωρεῖς ὡς καθαρά ἀνθρώπινη φανέρωση μέσα στα ὅρια τούτου τοῦ κόσμου.

Ὁ πολύ γνωστός προτεστάντης θεολόγος Karl Barth ὑποστήριξε, ἐνάντια σ᾿ ἕναν ἄλλον προτεστάντη τόν Emil Brunner (Der Mittler) τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, λέγοντας ὅτι ὁ γεννημένος ἐκ τῆς Παρθένου Ἰησοῦς μᾶς ἀποκαλύπτεται ὡς ἄνθρωπος καί ταυτόχρονα ὡς κάτι διαφορετικό ἀπό μᾶς. Ἡ παρθενία τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ μᾶς βεβαιώνει πώς στό πρόσωπό Του ἔχουμε ἀνάμεσά μας τόν Ἀσύλληπτο Θεό.

Ἐκτιμώντας αὐτή τήν ἀναγνώριση τοῦ Barth ὀφείλουμε πάρ᾿ ὅλα αὐτά νά παρατηρήσουμε ὅτι δέν βλέπει στή σύλληψη τοῦ Χριστοῦ νά ὑπεισέρχεται μιά προετοιμασία τῆς Μητέρας Του ἐν ὄψει τῆς σύλληψης, προετοιμασία βοηθημένη ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ὁ Barth δέν βγάζει κανένα συμπέρασμα σχετικά μέ τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου γιά τή σημασία πού ἔχει ἡ Παρθένος μέσα στό Χριστιανισμό. Μένει ἔτσι αὐστηρά μέσα στά πλαίσια τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Οἱ Βυζαντινοί συγγραφεῖς ὑπογράμμισαν αὐτήν τήν προετοιμασία τῆς Παρθένου, μέσα στήν ὁποία ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἑνώθηκε μέ τήν ἐνέργεια Ἐκείνης πού θά γινόταν καί πραγματικά ἔγινε ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, καθώς καί τό γεγονός ὅτι αὐτή ἡ προετοιμασία ἦταν μιά νίκη πάνω στά πάθη πού θά μποροῦσαν νά παρουσιαστοῦν καί νά ἀναπτυχθοῦν μέσα της καί ἑπομένως, νά τήν ἐμποδίσουν νά παραμείνει συλλαμβάνοντας τόν Χριστό, στήν κατάσταση τῆς ἄσπιλης Παρθενίας καί νά διατηρήσει τήν Παρθενία της γιά πάντα.

Ἑπομένως ἡ γέννηση τοῦ Σωτήρα ἀπό τήν Παρθένο δέν σημαίνει μόνο νίκη πάνω στούς φυσικούς νόμους ἀλλά ἀκόμη τή δική της νίκη πάνω στά πάθη στά ὁποῖα ὑποτάσσεται γενικά ὁ ἄνθρωπος. Χάρη σ᾿ αὐτό τό γεγονός ὑπηρέτησε τή σύλληψη τοῦ Χριστοῦ «μή φύσει σώματος μόνον, ἀλλά καί νῷ καί θελήσει». Καί αὐτή ἡ συνεργασία ἐμψυχώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γι᾿ Αὐτήν καί τή δική Της ἀγάπη γιά Κεῖνον.

Ἀλλά σ᾿ αὐτό τό θέμα θά ἐπανέλθουμε διεξοδικότερα σέ ἑπόμενες σελίδες.

Πρός τό παρόν σημειώνουμε ὅτι ὑπάρχουν δύο πράξεις πού ὑψώνουν τό Χριστό πάνω ἀπό τούς νόμους πού βασιλεύουν στόν κόσμο: Ἡ γέννηση ἐκ τῆς Παρθένου καί ἡ Ἀνάσταση. Καί αὐτοί πού μαρτυροῦν γιά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου ἀνήκουν στήν ἴδια ὁμάδα μ᾿ αὐτούς πού μαρτυροῦν γιά τήν Ἀνάστασή Του. Συνεπῶς καί οἱ μέν καί οἱ δέ εἶναι τῆς ἴδιας ἀξιοπιστίας. Στήν πρώτη ὁμάδα εἰδικά, πηγή τῆς γνώσης γιά τή γέννηση ἐκ τῆς Παρθένου εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτήν τήν ὁμάδα, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, μετέφερε καί μάλιστα γραπτά τόν διάλογο ἀνάμεσα σ᾿ αὐτήν καί τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ γιά τό γεγονός τῆς Γέννησης.

Ἐπειδή καί οἱ δύο πράξεις στηρίζονται στή μαρτυρία τῆς ἴδιας ὁμάδας δέν ἔχουμε κανένα λόγο νά πιστέψουμε τή μαρτυρία τους γιά τήν Ἀνάσταση καί νά ἀρνηθοῦμε τή μαρτυρία τους γιά τή γέννηση ἐκ τῆς Παρθένου. Καί μάλιστα, ἄν θεωρήσουμε ὅτι καί οἱ δύο πράξεις ἔχουν ὡς θεμέλιο τή θεία δύναμη πού ξεπερνᾶ τούς φυσικούς νόμους, καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά μᾶς ὑψώσει πάνω ἀπό τό ἀπόλυτο καθεστώς τῆς φύσης, κατά τόν ἴδιο τρόπο δέν ἔχουμε κανένα λόγο νά δεχτοῦμε πώς ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἀλλά δέν γεννήθηκε ἐκ τῆς Παρθένου.

Ἀσφαλῶς στήν πράξη τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ δέν βλέπουμε τή συνεργασία ἑνός ἄλλου. Ἀλλά πάρ᾿ ὅλα αὐτά εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς συμφωνίας τῆς ἐνέργειας τῆς ἀνθρωπίνης φύσης Του μέ τή θεία Του ἐνέργεια πού ἐμπεριέχει κι αὐτή ἐπίσης μιά ἀγάπη αὐτῆς τῆς φύσης γιά τό Θεό πού ἔγινε ὑπόστασή της· ἀγάπη ὅμοια μ᾿ αὐτή πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν ψυχή μας καί στό σῶμα μας.

Ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό καί ἡ ἀγάπη Του πρός αὐτήν νοιώθονται ἀπό τήν ἀγάπη Του πού φανερώθηκε ἀνάμεσα στήν Παρθένο καί τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ στό διάστημα τῆς προετοιμασίας τῆς Παρθένου γιά τήν παρθενική σύλληψη Ἐκείνου ὡς ἀνθρώπου καί μάλιστα μέσα στήν πράξη αὐτῆς τῆς σύλληψης.

Ἡ ἀγαπητική ἕνωση ἀνάμεσα στήν Παρθένο καί τόν Χριστό πού κορυφώθηκε στήν παρθενική σύλληψη τοῦ Χριστοῦ, πραγματοποίησε τήν συγκεκριμένη στιγμή τήν κάθαρση τῆς Παρθένου ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, κάθαρση πού συνέπεσε μέ τήν ἀναμάρτητη σύλληψη τοῦ Χριστοῦ. Τό γεγονός αὐτό συνετέλεσε στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καθ᾿ ὅσον ὁ θάνατός Του δέν προκλήθηκε ἀπό ἕνα ἁμάρτημά Του ἀλλά ἀπό τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων πού τά σήκωσε πάνω Του ἀπό ἀγάπη γι᾿ αὐτούς. Βέβαια ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐλευθερία Του ἀπό τήν ἁμαρτία ὀφείλονται κατά πρῶτο λόγο στή θεία Του ὑπόσταση, ἀλλά αὐτή ἡ ὑπόσταση συνάντησε μέσα στήν ἀγάπη Του γιά τήν ἀνθρωπότητα τήν ἀγάπη τῆς μητέρας Του καί τῆς ἀνθρώπινης φύσης, πού πῆρε ἀπό αὐτήν, ἀγάπη πού μπόρεσε νά δεχτεῖ τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν ἁμαρτία.

Ὅπως καί νἆναι, τόσο ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου ὅσο καί ἡ Ἀνάστασή Του ἀποδεικνύουν πώς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί πώς γιά νά πραγματωθεῖ ἡ πρώτη πράξη συνέβαλε καί ἡ μητέρα Του. Ἔτσι ἡ πράξη τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ πού ἀποτελεῖ τή βάση γιά τή μελλοντική μας Ἀνάσταση δέν θά εἶχε γίνει ἄν προηγουμένως δέν εἶχε συλληφθεῖ ἀπό τήν Παρθένο, κι αὐτή ἡ σύλληψη πραγματώθηκε διά τῆς θείας ὑπόστασης τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία ὅμως συνέβαλε καί ἡ προετοιμασία τῆς μητέρας Του. Γιατί ἄν ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀρχίσει τήν ἀνθρώπινη ζωή Του ἀπό τή σύλληψη τῆς Παρθένου γιά τήν ὁποία εἶχε προετοιμασθεῖ ἡ ἁγία Μητέρα Του δέν θά εἶχε ἀποδειχτεῖ ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἤ ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἰσῆλθε στόν κόσμο, καί σ᾿ αὐτήν τήν περίπτωση δέν θά εἶχε γίνει ἡ Ἀνάσταση.

Ἀπό αὐτές τίς δύο πράξεις ἀλλά καί ἀπό τίς δύο μαζί διαπεράστηκαν τά τείχη τοῦ κόσμου μας· ἀπό αὐτές τίς δύο, ἀλλά καί ἀπό τίς δύο μαζί ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτός ὁ κόσμος δέν ἔχει καταδικαστεῖ νά μένει κλεισμένος στόν ἑαυτό του. Χωρίς αὐτές τίς δύο πράξεις μέ τίς ὁποῖες ὁ Χριστός ἄρχισε καί τέλειωσε τήν ἐπίγεια ζωή Του δέν θά εἴχαμε καμμία ἀπόδειξη συγκεκριμένη καί μαρτυρημένη γιά τήν ὕπαρξη ἑνός Θεοῦ πάνω ἀπό τόν κόσμο, πού μπορεῖ νά εἰσχωρήσει μέσα στόν κόσμο καί μπορεῖ νά ὑψώσει αὐτούς πού εἶναι μέσα του πάνω ἀπό τόν κόσμο.

Αὐτός πού ἀρχιζει τή ζωή του ὡς ἄνθρωπος ὑποταγμένος στούς φυσικούς νόμους, δέν ἀποδεικνύεται πώς εἶναι Θεός καί ἑπομένως δέν μπορεῖ οὔτε νά ἀναστήσει. Καί ἀκόμη ἐκείνη πού τόν γέννησε σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους δέν θά ἦταν ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύει πώς εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀπό τό γεγονός ὅτι τόν γέννησε ὄντας Παρθένος.

Ἀλλά ἡ ρίζα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου καί τῆς σέ σύνδεσμο μ᾿ αὐτήν Ἀνάστασής Του, πού δείχνουν ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός ὑπεράνω τούτου τοῦ κόσμου καί ἑπομένως ὅτι δέν εἴμαστε καταδικασμένοι νά μᾶς λιώσει ὁ θάνατος μέσα στόν κόσμο, βρίσκεται μιά σχέση τοῦ Θεοῦ γενικά μέ τή δημιουργία καί εἰδικά μέ τόν ἄνθρωπο, σχέση πού ἀπαιτεῖ νά γίνει πιό ρητά περιγραπτή.

Αὐτός ὁ κόσμος φαίνεται, μέ τίς σοβαρές ἐλλείψεις του ἤ μέ τά ὅριά του στό ἠθικό καί ὀντολογικό πεδίο τά ἀξεπέραστα ἀπό τίς δικές του ἐσωτερικές δυνάμεις, ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι ἡ μόνη μορφή ὕπαρξης. Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν γενικά νά ὑψωθοῦν μόνοι τους σέ μιά πλήρη καί ὁριστική ἠθική καθαρότητα καί κανείς δέν μπορεῖ νά διαφύγει τό θάνατο. Ἀλλά μ᾿ αὐτές τίς δύο ἐλλείψεις ἤ ὅρια εἶναι συνδεδεμένες καί ἄλλες, πού φαίνονται στήν ἀδυναμία τῆς φύσης νά ἱκανοποιήσει πλήρως τίς ἀνθρώπινες φιλοδοξίες. Ἕνα αἴσθημα κενοῦ συνοδεύει πάντα τόν ἄνθρωπο. Ὅσα κι ἄν ἔχει ἀγαθά, ὅσο καλή κοινωνική θέση, ὅσες γνώσεις κι ἄν κατέχει, μένει πάντα ἀνικανοποίητος. Ἀλλά ἀκόμη καί μέσα στήν ἐμπειρία τοῦ κενοῦ, τοῦ ὁρίου, τῆς ἔλλειψης, συνοδευομένων ἀπό τήν τάση τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ὁλοκλήρωσή του, ὑπάρχει ἡ συνείδηση πώς πέρα ἀπό αὐτό τόν κόσμο πρέπει νά ὑπάρχει ἕνα εἶδος πραγματικότητας πού μπορεῖ νά γεμίσει τό κενό, πού μέσα της δέν αἰσθάνεσαι τήν ἐμπειρία τοῦ ὁρίου, δέν νοιώθεις ποτέ τήν ἔλλειψη. Ἔτσι ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ κόσμος αὐτός δέν ἀποτελεῖ τήν τελική πραγματικότητα, πώς δέν εἶναι τό Ἀπόλυτο πού μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ ἀπό μόνο του. Αὐτή ἡ πραγματικότητα ἡ ὑπεράνω τῆς ἐγκοσμιότητας τῶν ἐλλείψεων καί τῶν ὁρίων εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουμε Θεό.

Ἡ ἀγιάτρευτη ἔλλειψη, ἔλλειψη ὀντολογική, ἀπό τήν ὁποία πάσχει αὐτός ὁ κόσμος, πού δείχνει ταυτόχρονα τήν ὁλοκληρωτική του ἐξάρτηση, μαζί μέ τήν τάση πρός τήν ἀπόλυτη ὕπαρξη, εἶναι τόσο ὁλική πού αὐτός ὁ κόσμος πρέπει νά θεωρεῖται ὅτι δέν ἔχει μέσα του τό θεμέλιο τῆς ὕπαρξής του, ἀλλά δέχεται τήν ὕπαρξη ἀποκλειστικά ἀπό τό θέλημα ἑνός ἀπολύτου ὑποκειμένου. Μέ ἄλλα λόγια, αὐτός ὁ κόσμος φαίνεται δημιουργημένος ἐκ τοῦ μηδενός ἀπό τό ἀπόλυτο ὑποκείμενο πού ἔχει τήν ἐξουσία γι᾿ αὐτό.

Ἄν ἀναγνωρίζαμε στόν κόσμο, σέ κάποιο μέτρο, ἕνα δικό του θεμέλιο ὕπαρξης θά σήμαινε ὅτι δέν βλέπουμε πάνω ἀπό αὐτόν κανένα ἀπόλυτο ὑποκείμενο, ἀλλά θεωροῦμε τήν πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ ὑποκειμένου ὡς τό ἥμισυ μιᾶς δύναμης, ἑπομένως θεωροῦμε ὅτι κι αὐτή ὑποφέρει ἀπό ἀγιάτρευτη ἔλλειψη. Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση ἡ ἔλλειψη θά ἦταν συνδεδεμένη ἀνεπανόρθωτα μέ ὅλες τίς ὑπάρξεις, πράγμα πού θά σφράγιζε κάθε ὕπαρξη μέ μιά ἀπουσία νοήματος. Μόνο ἄν θεωρήσουμε ὅτι αὐτός ὁ κόσμος λαμβάνει τήν ὕπαρξή του ἀπό μιά ἀπόλυτη πραγματικότητα, ἑπομένως δέν ἔχει κανένα θεμέλιο μέσα του, οἱ ἐλλείψεις του μποροῦν νά ἐξηγηθοῦν ὡς προερχόμενες ἀπό μιά ἠθελημένη ἐξασθένιση τοῦ δεσμοῦ μέ τήν ἀπόλυτη πραγματικότητα πού τόν δημιούργησε καί πού τόν συντηρεῖ.

Ὁ κόσμος εἶναι τόσο στενά ἐξαρτημένος ἀπό τήν ὑπερβατική πραγματικότητα, πού δέν μπορεῖ νά ἔχει ἔλθει στήν ὕπαρξη παρά ὡς καθαρό ἀντικείμενο (pur objet), χωρίς καμμία πρωτοβουλία τῆς τάξεως τοῦ ὑποκειμένου κατά τήν ἔλευσή του στήν ὕπαρξη, παρ᾿ ὅλο πού τά ἐνσυνείδητα ὄντα τοῦ κόσμου ἀπό τή στιγμή πού δημιουργήθηκαν δείχνουν τήν ἐλευθερία μέ τήν ὁποία εἶναι προικισμένα ἀπό τήν πράξη τῆς δημιουργίας ἤ πού δυνάμει ἔχει ἐγχαραχτεῖ μέσα τους. Στήν πράξη τῆς δημιουργίας ἡ ὑπερβατική πραγματικότητα πρέπει νά ἔχει ἕνα χαρακτήρα ἀπολύτου ὑποκειμένου, πού δέν ἐξαρτᾶται καθόλου στή δημιουργική του πράξη οὔτε ἀπό μιά ἀνώτερη πραγματικότητα οὔτε ἀπό κάποιο πράγμα τούτου τοῦ κόσμου, πού δίνει στόν κόσμο ὕπαρξη ἐκ τοῦ μηδενός μ᾿ ἕνα τρόπο ἀπόλυτα κυριαρχικό. Ὁ κόσμος δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ἀπό τή μιά μεριά κάθ᾿ ἑαυτόν καί ἀπό τήν ἄλλη νά εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς πράξης μιᾶς ἀνώτερης πραγματικότητας. Αὐτό θά σχετικοποιοῦσε καί τήν ἀνώτερη πραγματικότητα, κάνοντάς την νά ἐξαρτᾶται ἀπό μιά ἄλλη ἤ ἀπό τόν κόσμο ἤ ἀπό ἕναν νόμο στόν ὁποῖο θά ἦταν ὑποταγμένη. Ὁ κόσμος δέν μπορεῖ σέ κανένα ποσοστό νά εἶναι ἀπόρροια τῆς ὑπερβατικῆς πραγματικότητας. Αὐτό δέν θά ἐξηγοῦσε τίς ἐλλείψεις του καί θά τόν καθιστοῦσε ἀνίκανο νά λευτερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτές. Σέ κάθε ἄλλη περίπτωση παρεκτός ἀπό ἕνα ὑπερβατικό ἀπόλυτο ὑποκείμενο ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη θά εἶχε ἕναν πανθεϊστικό χαρακτήρα, αἰώνια σχετικοποιημένο· ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη θά εἶχε σφραγισθεῖ μέ τίς ἀνεπανόρθωτες ἐλλείψεις καί ἑπομένως μέ τήν ἀπουσία νοήματος. Δέν θά ὑπῆρχε ἕνα ἀπόλυτο ὑποκείμενο πάνω σέ κάθε ἔλλειψη ἱκανό νά ὑψώσει καί τόν κόσμο σέ μιά κατάσταση τελειότητας, ἄν ἕνα τέτοιο ὑποκείμενο δέν μποροῦσε νά δημιουργήσει κάτι ἐκ τοῦ μηδενός. Ἡ δύναμη αὐτῆς τῆς πραγματικότητας θά εἶχε ἕνα ὅριο ἀφοῦ θά βρισκόταν κλεισμένη στόν ἑαυτό της. Ἄν ὅμως ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μηδενός ἀπό ἕνα ἀπόλυτο ὑποκείμενο, ἀποκλειστικά μέ τό θέλημά του, ἑπομένως ὄχι ἐξαναγκασμένο ἀπό κάτι ἄλλο‒αὐτό τό ὑποκείμενο πρέπει νά ἔχει ἐπιλέξει ἐλεύθερα ἕνα αἴτιο γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου. Γιατί διαφορετικά αὐτό τό ὑποκείμενο θά εἶχε ὁδηγηθεῖ ἀπό μιά δύναμη στή δημιουργία τοῦ κόσμου, μιά ἐσώτερη τυφλή δύναμη, ἑπομένως δέν θά ἦταν κυριολεκτικά ὑποκείμενο. Γιατί ἀνήκει στήν ἐλευθερία νά ἀποφασίσει ἀνάμεσα στά διαφορετικά αἴτια πού παρουσιάζονται στή σκέψη. Δέν ὑπάρχει ἐλευθερία χωρίς τή σκέψη, ἤ χωρίς τό λογικό πού σκέπτεται. Μέ τή σειρά του τό λογικό χωρίς τήν ἐλευθερία δέν ἔχει καμμιά «λογικότητα».

Αὐτό διδάσκει ὁ χριστιανισμός βεβαιώνοντας ὅτι ὁ Πατήρ δημιούργησε τόν κόσμο μέ τό Ρῆμα Του ἤ μέ τό Λόγο Του.

Ἀλλά αὐτός ὁ λόγος ἔχει χαρακτήρα ὑπόστασης ἤ Προσώπου, πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν σύμφωνα μέ τή Γραφή (Φιλιπ. 2, 6) καί «Μορφή» τοῦ Πατρός. Σκέπτονται ἑπομένως ὅτι μέσα σ᾿ αὐτή τήν ἴδια τήν «Μορφή» ὁ Πατέρας ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτό Του γιατί ἡ αὐτογνωσία ἤ ἡ αὐτοσυνειδησία ἑνός Προσώπου δέν εἶναι δυνατή, ἀκόμη κι ὅταν πρόκειται γιά τό Θεό, ἄν δέν καθρεφτίζεται σ᾿ ἕνα ἄλλο Πρόσωπο. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει οὔτε τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός χωρίς τό Ρῆμα Του ἤ τόν Λόγο Του, χωρίς νά διακριθεῖ ἀπό ἕναν κόσμο πού εἶναι δυνατό νά δημιουργηθεῖ διά μιᾶς Αὐτογνωσίας καί Ζωῆς καθ᾿ Ἑαυτήν. Διαφορετικά ὁ κόσμος δέν θά ἦταν παρά μιά ἀσυνείδητη ἀπόρροια τοῦ Θεοῦ.

Ἀλλά τό Ρῆμα μέ τό ὁποῖο ὁ Πατέρας δημιουργεῖ τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός εἶναι ταυτόχρονα ὁ Υἱός Του. Καί ἡ αἰτία γιά τήν ὁποία ὁ Πατέρας δημιουργεῖ τόν κόσμο εἶναι ἡ θέληση νά ἁπλώσει τήν πατρική ἀγάπη Του καί σέ ἄλλους γιούς. Ὁ Υἱός καλεῖται ταυτόχρονα Λόγος γιατί δέν ὑπάρχει ἀληθινή σοφία στό Θεό πού νά μήν ἐμπνέεται ἀπό τήν ἀγάπη καί γιατί ἡ λογικότητα πού ἀντανακλᾶται μέσα στόν κόσμο σκοτίζεται καί ἡ κατανόηση ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ἐλαττώνεται ἐκεῖ ὅπου δέν εἶναι παρούσα ἡ ἀγάπη.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός, δημιουργώντας τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός διά τοῦ Λόγου Του πού εἶναι ὁ Υἱός Του, τόν δημιουργεῖ μέ μιά σκέψη πού εἶναι ταυτόχρονα ἡ ἀγάπη πρός αὐτόν τόν κόσμο. Ἔδειξε πιό ἄμεσα τήν ἀγάπη του γιά τόν κόσμο δημιουργώντας τόν ἄνθρωπο. Βέβαια, ἐφ᾿ ὅσον δημιούργησε καί ἕναν κόσμο φυσικό γιά νά χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἅπλωσε τήν ἀγάπη του καί πρός αὐτόν. Ἀλλά δημιουργώντας εἰδικά τόν ἄνθρωπο, κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Του, δέν μποροῦσε νά μή βάλει τήν ἄμεση ἀγάπη Του πρός τόν ἄνθρωπο μέσα στήν πράξη αὐτῆς τῆς δημιουργίας.

Ἄλλωστε, ἀκόμη καί μέσα στά λόγια πού ἀπευθύνει στό Υἱό Του ἐν ὄψει τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν» ἐκδηλώνεται αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τόν Υἱόν ὡς σημεῖο ἀφετηρίας γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, γιά τή δημιουργία ἑνός ἄλλου ἀγαπημένου υἱοῦ. Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο συμπεριλαμβάνεται ἀκόμα καί μέσα στήν πρόσκληση πού ἀπευθύνεται στό Υἱό γιά νά δημιουργήσουν μαζί αὐτό τό ὄν μέ ἀποτυπωμένη πάνω του τήν Εἰκόνα Του πού καθρεφτίζεται στόν Μονογενή Υἱό Του. Μέσα στήν ἀγάπη ἐκδηλώνεται ἡ πιό θετική δύναμη, ἡ πιό δημιουργική δύναμη τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ νά κάνει νά ἐξέλθει ἀκόμη καί ἐκ τοῦ μηδενός αὐτό πού ἀγαπάει.

Ἡ ἀγάπη μέ τήν ὁποία ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο συνεχίζεται ἀκόμη, ὅταν διακηρύττοντας ὅτι δέν εἶναι καλό νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος μόνος (Γεν. 2, 18), τοῦ παρέχει «βοηθό κατ᾿ αὐτόν», δίνοντας ὕπαρξη στή γυναίκα ὄχι ἐκ τοῦ μηδενός τούτη τή φορά, ἀλλά ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ.

Ἡ ἀγάπη δέν φαίνεται σ᾿ αὐτή τήν πράξη ἐκδηλωμένη μέσα στό διάλογο τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἀδάμ, γιατί αὐτό θά τοποθετοῦσε τή γυναίκα σέ κατώτερη θέση ὡς πρός τόν Ἀδάμ ἀκόμη καί σ᾿ αὐτή τήν πράξη τῆς ἔλευσής τους στήν ὕπαρξη. Ὁ Θεός τήν φέρνει κι αὐτήν στήν ὕπαρξη μόνο μέ τήν ἀγάπη πού ἐκδηλώνει συνομιλώντας κάτ᾿ ἰδίαν μέ τόν Ἑαυτό Του, τό ἴδιο ὅπως ἔκανε καί μέ τόν Ἀδάμ. Ἀλλά ὁ φυσικός δεσμός καί ταυτόχρονα ἡ συμπληρωματικότητα μεταξύ τοῦ ἄντρα καί τῆς γυναίκας, πού εἶναι προορισμένοι ἀπό κοινοῦ νά συγκρατήσουν τήν ἀγάπη μέσα στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀποτυπώθηκε στή γυναίκα ἀπ᾿ τό Θεό καθώς τήν ἔφτιαξε ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ πού βρισκόταν σέ ὕπνωση (Γεν. 2, 21). Ἡ γυναίκα δέν ἔρχεται στήν ὕπαρξη μέ ἐνσυνείδητη πρωτοβουλία τοῦ Ἀδάμ, ὅπως ἕνα ἀντικείμενο ἀπ᾿ ἕνα ὑποκείμενο. Ἡ ἑνότητα πού συγκρατεῖ ἡ ἀγάπη μεταξύ τοῦ ἄντρα καί τῆς γυναίκας ἔγινε αἰσθητή ἀπό τό ἀνθρώπινο ζευγάρι ὡς προερχόμενη ἀπό τόν Θεό ἤδη στήν πρώτη στιγμή τῆς ἐνσυνείδητης ὕπαρξής τους ὡς ζευγαριοῦ ἤ τῆς ἐμφάνισης τῆς γυναίκας μπροστά στόν Ἀδάμ καί ἐκφράστηκε ἀπό αὐτόν μέ τά λόγια: «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναίκα αὐτοῦ καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γεν. 2, 24).

Ἀλλά τά ἀνθρώπινα ὄντα πού δέν ἦρθαν στήν ὕπαρξη μέ μιά ἀγάπη ἐκφρασμένη διά λόγου ἀνάμεσα στό Θεό καί σ᾿ αὐτά, ἐπειδή δέν ὑπῆρχαν ἀκόμη τή στιγμή πού ὁ Θεός κατευθυνόταν στήν πράξη τῆς δημιουργίας τους, ἀλλά μέ μιά ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐμπνεόμενη ἀπό τήν προσμονή τῆς ἐλεύθερης ἀπάντησής τους στήν ἀγάπη Του, ἀποτυπωμένη δυνάμει μέσα τους–δέν ἀπάντησαν στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀγάπη τους ἀλλά μέ τήν ἀνυπακοή τους, πράγμα πού ἐξασθένησε καί τήν μεταξύ τους ἀγάπη.

Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός κατέφυγε σέ μιά ἀναδημιουργία τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ὁποία ἔδωσε μιά νέα ἀρχή στήν ὕπαρξή τους κάνοντας χρήση αὐτή τή φορά τῆς διά λόγου ἀγάπης ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόν καί κείνους, ἀφοῦ τώρα ὑπῆρχαν. Αὐτό φέρνει μιά ἑνότητα ἀνώτερη ἀνάμεσα στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους.

Ὁ Υἱός καί τό Ρῆμα τοῦ Θεοῦ δέν ἔμεινε πιά τώρα στή θέση Ἐκείνου διά τοῦ ὁποίου ὁ Θεός δημιούγησε τό ἀνθρώπινο γένος, ἀλλά ἔγινε ὁ Ἴδιος ἄνθρωπος, μένοντας ὡστόσο καί Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός πρός Αὐτόν νά μπορεῖ νά συμπεριλάβει καί τήν ἀγάπη του πρός τόν ἄνθρωπο καί ἀκόμη ἡ ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα νά συμπεριλαμβάνει καί τήν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου προς τόν Πατέρα. Ἑπομένως ἔθεσε σέ ἐνέργεια πολύ μεγαλύτερη ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο ἀπ᾿ ὅτι στήν πρώτη δημιουργία, ὅπου ἐκδήλωνε μόνο ἐξωτερικά τή δημιουργική του δύναμη στόν ἄνθρωπο. Ὁ Υἱός καί τό Ρῆμα τοῦ Θεοῦ δέν ἔμειναν πιά ἐξωτερικά στόν ἄνθρωπο ἀλλά ἐσωτερικεύτηκαν μέσα του. Ἔτσι ἡ ἀνθρωπότητα δέν θά μπορεῖ πιά νά χωριστεῖ ἀπό Αὐτόν ὁλοσχερῶς στήν αἰωνιότητα. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ πρός τήν ἀνθρωπότητα θά μείνει στήν αἰωνιότητα γιατί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ θά μείνει παντοτινά καί ἄνθρωπος καί κάθε φορά πού αὐτό ἤ ἐκεῖνο τό πρόσωπο θά ἐκπέσει στήν ἐπίγεια ζωή του ἀπό τόν δεσμό ἀγάπης μέ Ἐκεῖνον, θά μπορεῖ νά ἐπιστρέψει εὔκολα σ᾿ αὐτό τό δεσμό, χάρη στή φυσικήν κοινωνία (communion) πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος στήν αἰωνιότητα. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος λέει: «Εἰ διά τό δυνατόν εἰρήκει, καί ἐλέλυτο ἡ κατάρα· τοῦ μέν κελεύσαντος ἡ δύναμις ἐπεδείκνυτο, ὁ μέντοι ἄνθρωπος τοιοῦτος ἐγίνετο, οἷος ἦν λαβών τήν χάριν, καί μή συνηρμοσμένην ἔχων, αὐτήν τῷ σώματι· τοιοῦτος γάρ ὤν καί τότε τέθειτο ἐν τῷ παραδείσῳ· τάχα δέ καί χείρων ἐγίνετο, ὅτι καί παραβαίνειν μεμάθηκεν. Ὤν τοίνυν τοιοῦτος, εἰ καί παραπέπειστο ὑπό τοῦ ὄφεως, ἐγίνετο πάλιν χρεία· προστάξαι τόν Θεόν καί λῦσαι τήν κατάραν· καί οὕτως εἰς ἄπειρον ἐγίνετο ἡ χρεία, καί οὐδέν ἧττον οἱ ἄνθρωποι ἔμενον ὑπεύθυνοι, δουλεύοντες τῇ ἁμαρτίᾳ· ἀεί δέ ἁμαρτάνοντες, ἀεί ἐδέοντο τοῦ συγχωροῦντος, καί οὐδέποτε ἠλευθεροῦντο, σάρκες ὄντες καθ᾿ ἑαυτούς, καί ἀεί ἡττώμενοι τῷ νόμῳ διά τήν ἀσθένειαν τῆς σαρκός. …Ἵνα οὖν μηδέ τοῦτο γένηται, πέμπει τόν ἑαυτοῦ Υἱόν, καί γίνεται υἱός ἀνθρώπου, τήν κτιστήν σάρκα λαβών· ἵν᾿, ἐπειδή πάντες εἰσίν ὑπεύθυνοι τῷ θανάτῳ, ἄλλος ὤν τῶν πάντων, αὐτός ὑπέρ πάντων τό ἴδιον σῶμα τῷ θανάτῳ προσενέγκῃ καί λοιπόν, ὡς πάντων δι᾿ αὐτοῦ ἀποθανόντων, ὁ μέν λόγος τῆς ἀποφάσεως πληρωθῇ (πάντες γάρ ἀπέθανον ἐν Χριστῷ)· πάντες δέ δι᾿ αὐτοῦ γένωνται λοιπόν ἐλεύθεροι μέν ἀπό τῆς ἁμαρτίας καί τῆς δι᾿ αὐτήν κατάρας, ἀληθῶς δέ διαμείνωσιν, εἰσαεί ἀναστάντες ἐκ νεκρῶν, καί ἀθανασίαν καί ἀφθαρσίαν ἐνδυσάμενοι. Τοῦ γάρ Λόγου ἐνδυσαμένου τήν σάρκα, καθώς πολλάκις δέδεικται, πᾶν μέν δῆγμα τοῦ ὄφεως δι᾿ ὅλου κατεσβέννυτο ἀπ᾿ αὐτῆς· εἴ τι ἐκ τῶν σαρκικῶν κινημάτων ἀνεφύετο κακόν, ἐξεκόπτετο, καί συνανῃρεῖτο τούτοις ὁ τῆς ἁμαρτίας ἀκόλουθος θάνατος, ὡς αὐτός ὁ Κύριός φησιν… Τούτων δέ λυθέντων ἀπό τῆς σαρκός, πάντες οὕτω κατά τήν συγγένειαν τῆς σαρκός ἠλευθερώθημεν καί λοιπόν συνήφθημεν καί ἡμεῖς τῷ Λόγῳ».

Αὐτή ἡ μέγιστη ἀγάπη, βαλμένη ἀπ᾿ τό Θεό μέσα στήν ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου, φάνηκε στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Δημιουργεῖται τώρα ὡς ἄνθρωπος, ὄχι ἀπό μιά ἀγάπη φανερωμένη μόνο ἀπό Αὐτόν ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, ἀλλά ἀπό μιά ἀγάπη διαλεγόμενη μέ τήν θηλυκή ὕπαρξη ἀπό τήν ὁποία θά σχημάτιζε τό σῶμα Του. Δέν δημιουργεῖ τήν ἀνθρωπότητά του ἐκ τοῦ μηδενός γιατί ἐκτιμοῦσε τήν ὑπάρχουσα ἀνθρωπότητα πού ἤθελε νά τή σώσει κρατώντας τή φυσική συνέχεια μαζί της. Καί αὐτή ἡ ἀνθρωπότητα ὑψώθηκε στήν κορφή τῆς ἀγάπης της γι᾿ Αὐτόν μέσα στήν Παρθένο πού εἶχε ζήσει προσμένοντας μόνον Ἐκεῖνον. Οὔτε ὅμως ἤθελε νά σχηματίσει τό σῶμα του ἀρχίζοντας ἀπό μιά ἐμπαθή ἕνωση ἄνδρα καί γυναίκας, ἀλλά τό σχηματίζει ἀπό μιά γυναίκα, ὄχι χωρίς τήν ἐνσυνείδητη συναίνεσή της, ὅπως ὅταν ἐλήφθη τό σῶμα τῆς Εὔας ἀπό τόν Ἀδάμ, ἀλλά μέ τή συναίνεσή της ὑψωμένη σέ κορύφωση ἀγάπης, πού τήν δείχνει ἡ ἄσπιλη παρθενία της, παρθενία πού τήν κράτησε καί τήν βάθυνε μέσα ἀπό μιά ζωή ὁλοκληρωτικά δοσμένη στό Θεό, ὁδηγημένη μέ ὅλα τά κινήματα τῆς ψυχῆς της ἀποκλειστικά πρός Αὐτόν.

Ὅμως σ᾿ αὐτή τή ζωή τῆς Παρθένου δέν συγκεντρωνόταν μόνο ἡ ἐνέργειά της ἀλλά συνοδευόταν καί ἐνισχυόταν ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ρήματος. Ἡ ἀγάπη της γι᾿ Αὐτόν συναντοῦσε τή δική Του ἀγάπη γι᾿ αὐτήν, ἀγάπη πού στήριζε καί θέρμαινε τήν ἀγάπη της γι᾿ Αὐτόν. Ὁ Θεός μποροῦσε κι αὐτή τή φορά νά δημιουργήσει ἕνα σῶμα μέ μόνη τήν ἐξουσία Του. Καί μάλιστα ἀκόμη περισσότερο τώρα πού ἐπρόκειτο γιά ἕνα σῶμα δημιουργημένο γι᾿ Αὐτόν τόν ἴδιο. Ἀλλά δέν τό κάνει, καί προτιμάει νά θέσει σέ ἐνέργεια τή μέγιστη ἀγάπη Του γιά τό ἄνθρωπο καί νά βοηθήσει Αὐτήν πού θά τόν γεννοῦσε νά αὐξήσει τήν ἀγάπη της γι᾿ Αὐτόν γιατί ἤθελε νά θέσει στήν ἀρχή αὐτῆς τῆς νέας βαθμίδας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης τήν ἀγάπη, πού γίνεται πλήρης ὅταν φανερώνεται ὄχι μόνον ἀπό μέρους Του ἀλλά καί ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ἡ νέα ἀνθρώπινη ὕπαρξη δέν μπορεῖ νά εἶναι τέλεια ἤ νά φθάσει στήν τελειότητα παρά μόνο ἄν θεμελιώνεται στήν ἀγάπη. Ἄν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μπόρεσε νά δημιουργήσει τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός, αὐτή ἡ ἀγάπη μπόρεσε νά δημιουργήσει τώρα ἕνα νέο ξεκίνημα τῆς ἀνθρωπότητας γιά μιά ὕπαρξη ὁλότελα ἀνώτερη πάνω ἀπό τούς φυσικούς νόμους.

Νά πώς περιγράφει ὁ Νικόλαος Καβάσιλας τήν ἀπαρχή τῆς νέας σχέσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀνθρωπότητα, ἀπαρχή πού ἐγκαινιάζεται μέ τή σύλληψη τῆς Παρθένου Μαρίας: «Ἀλλά τό ἀκόμη πιό θαυμαστό εἶναι τό ἑξῆς: Ὁ Θεός οὔτε προειδοποίησε τόν Ἀδάμ οὔτε τόν ἔπεισε νά τοῦ δώση τήν πλευρά, ἀπό τήν ὁποία ἔπρεπε νά δημιουργηθῆ ἡ Εὔα. Τόν κοίμισε κι ἔτσι, ἔχοντάς του ἀφαιρέσει τίς αἰσθήσεις, τοῦ ἀπέσπασε τό μέλος. Ἐνῶ γιά νά προχωρήση στή δημιουργία τοῦ Νέου Ἀδάμ ἐδίδαξε προηγουμένως τήν Παρθένο καί περίμενε τήν πίστη καί τήν παραδοχή της. Γιά τή δημιουργία τοῦ Ἀδάμ πάλι συσκέπτεται μέ τόν μονογενῆ του Υἱό λέγοντας: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον». Ὅταν ὅμως χρειάσθηκε νά «εἰσαγάγῃ τόν πρωτότοκον» -αὐτόν τόν «θαυμαστόν Σύμβουλον»- «εἰς τήν οἰκουμένην», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος (Ἑβρ. 1, 6), καί νά πλάση τόν δεύτερο Ἀδάμ, παίρνει στήν ἀπόφασή του αὐτή συνεργάτη τήν Παρθένο… Καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν τό ἔργο ὄχι μόνο τοῦ Πατρός, πού «εὐδόκησε», καί τῆς Δυνάμεώς του, πού «ἐπεσκίασε», καί τοῦ Πνεύματος, πού «ἐπεδήμησε», ἀλλά καί τῆς θελήσεως καί τῆς πίστεως τῆς Παρθένου».

Ὑπῆρξε πάντα τόσο ὁλοκληρωτικά ἀφοσιωμένη στό Θεό, πού ὁ Θεός δέν μποροῦσε νά μήν τῆς ἀπαντήσει δίνοντάς της ὅ,τι εἶχε καλύτερο. Προετοιμάστηκε τόσο δυναμικά γιά νά γίνει νύμφη Του πού δέν μποροῦσε νά τῆς τό ἀρνηθεῖ. «Γιατί, ἄν ἡ Πανάμωμη τήρησε ὅλα ἐκεῖνα πού εἶχε ὑποχρέωση νά τηρήση, ἄν ἀποδείχθηκε ἄνθρωπος τόσο εὐγνώμων καί δέν παρέλειψε τίποτε ἀπ᾿ ὅσα τοῦ χρωστοῦσε, πῶς εἶναι δυνατόν νά μή φερόταν ἐξίσου δίκαια καί ὁ Θεός; Ἄν ἡ Παρθένος δέν παρέλειψε τίποτε ἀπό αὐτά πού μποροῦν νά ἀναδείξουν τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί Τόν ἀγάπησε μέ τόσο σφοδρό ἔρωτα, θά ἦταν βέβαια ἐντελῶς ἀπίθανο νά μή θεωρήση ὁ Θεός ὑποχρέωσή Του νά τῆς δώση ἰσάξια ἀμοιβή, νά γίνει υἱός της». Καί πλάθεται ἔτσι μέ λόγο μητρικό ὁ τοῦ Πατρός Λόγος. Καί κτίζεται μέ τήν φωνήν τοῦ κτίσματος ὁ Δημιουργός».

Ἡ πνευματική ἕνωση μέ τό Υἱό τοῦ Θεοῦ μέσα σέ ὅλο της τό εἶναι τήν κατέστησε ἕνα εἶδος νύμφης Του. Αὐτή ἡ ἕνωση μέσα στήν ἀγάπη δημιούργησε μέσα της μιά τόσο δυνατή παρουσία τοῦ Ρήματος μέ τό ἅγιό Του πνεῦμα καί ἡ ἀγάπη Του γιά τήν ἀνθρωπότητα ἐντάθηκε τόσο πολύ, πού ἄρχισε νά σχηματίζεται ὡς ἄνθρωπος μέσα σ᾿ αὐτήν, ἕλκοντάς την μέσα στήν σχηματιζόμενη ὑπόστασή Του σά νἆταν ἡ ἴδια της ἡ φύση: ἀνθρώπινη εἰκόνα τῆς Θεότητας.

Ἀλλά εὑρισκόμενη σ᾿ ἕνα τέτοιο βαθμό ἀγαπητικῆς ἕνωσης μέ τόν Υἱόν πού λαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση Του ἀπ᾿ αὐτή – αὐτήν πού τόν ἀγαπᾶ τόσο δυνατά καί πού μέ τή σειρά Του τήν ἀγαπᾶ– δέν μπορεῖ νά ἐκπέσει ἀπό αὐτήν τήν ἀγάπη πού τήν ἔκανε νά Τόν προσμένει μένοντας Παρθένος, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὄντας νύμφη, καί ἀκόμη μετά πού ἔγινε μητέρα Του.

Ἡ καθαρή καί τέλεια ἀγάπη της γι᾿ Αὐτόν τήν ἔκανε νά ἑνώσει μέσα της τή μητρότητα καί τήν παρθενία, πράγμα ἀδύνατο διά τίς ἄλλες γυναῖκες. Ἡ ἀγάπη της γιά τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, γεμάτη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γιά αὐτήν, ἑνώνει τήν παρθενία μέ τή γέννηση, ἐξηγώντας αὐτό τό μυστήριο πού δέν κατανοεῖται ἀπό μιά λογική πού τῆς λείπει ἡ ἀγάπη· αὐτή ἡ ἀγάπη ἐξηγεῖ ἀκόμη τό γεγονός ὅτι μένει πάντα Παρθένος, ἄν καί ἔγινε Μητέρα καί δέ σκέφτηκε ποτέ παρά μόνο τό Υἱό της. Γι᾿ αὐτό εἰκονίζεται πάντα μέ τό Υἱό της στά χέρια ἤ πλάι στό Υἱό της σέ στάση προσευχῆς.

Γι᾿ αὐτό ἀπευθύνουμε σ᾿ αὐτήν περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο σέ ὅλους τούς ἁγίους, τίς προσευχές μας, πεπεισμένοι ὅτι ἡ ἕνωση μέ τό Υἱό της, βασισμένη σέ μιά ἀγάπη πολύ μεγαλύτερη ἀπό τήν ἕνωση καί τήν ἀγάπη ἀνάμεσα σέ κάθε ἄλλο δημιούργημα καί Ἐκεῖνον, τήν κάνει νά εἰσακούγεται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον ἅγιο ἤ ἄγγελο ἀπό τό Υἱό της, ὅταν προσεύχεται γιά μᾶς.

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Παναγία Μυρτιδιώτισσα

 

Παναγία Μυρτιδιώτισσα

Παναγία Μυρτιδιώτισσα η προστάτιδα των Κυθήρων

Το νησί των Κυθήρων σεμνύνεται για την προστάτιδά του «Παναγία Μυρτιδιώτισσα».


Η χαριτόβρυτη εικόνα της, μεγαλοπρεπής και επιβλητική, ανακαλύφθηκε, καθώς λέει η παράδοση, στην τοποθεσία «Μυρτίδια», περιοχή τότε έρημη και κατάφυτη από μυρσίνες.

Κάποιος ευλαβέστατος βοσκός, την ώρα που προσευχόταν, άκουσε μέσα σ’ εκείνη την ερημιά μια φωνή να του λέει:

– Αν ψάξεις εδώ τριγύρω, θα βρεις την εικόνα μου. Βρίσκομαι εδώ από πολύ καιρό, για να βοηθήσω τούτο τον τόπο.

Πραγματικά, σε λίγη ώρα ο βοσκός ανακαλύπτει την πάνσεπτη εικόνα της Παναγίας μέσα σε κλαδιά μυρσίνης.

Συγκινημένος την ασπάζεται και τη μεταφέρει στην καλύβα του.

Το πρωί, πράγμα παράδοξο, η εικόνα είχε εξαφανιστεί. Την ξαναβρίσκει όμως στο σημείο που για πρώτη φορά την είχε ανακαλύψει.

Εκεί ακριβώς χτίζει ναό, ενθρονίζει μέσα σ’ αυτόν την ιερή εικόνα και την επονομάζει «Παναγία Μυρτιδιώτισσα», επειδή βρέθηκε στην περιοχή «Μυρτίδια» και μέσα στις μυρσίνες.

Στη θαυματουργή εικόνα της Μυρτιδιώτισσας εικονίζεται η Θεοτόκος σαν Βρεφοκρατούσα. Το πρόσωπό της, καθώς και του Κυρίου, είναι τελείως μελανό και πλαισιωμένο από καθαρό χρυσάφι και πολύτιμους λίθους.

Συνήθως δεν διακρίνεται σ’ αυτά κανένα απολύτως χαρακτηριστικό.

Συμβαίνει όμως σε αραιά διαστήματα το εξής παράδοξο: Το πρόσωπο της Παρθένου αλλάζει ξαφνικά χρώμα και γίνεται ρόδινο. Στα χείλη διαγράφεται ένα ανέκφραστο γλυκό μειδίαμα, ενώ τα μάτια της κοιτάζουν τον πιστό με ιλαρότητα.

Αυτό διαρκεί για λίγα δευτερόλεπτα, οπότε η σεπτή μορφή της επανέρχεται στη συνηθισμένη κατάσταση.

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ ΣΤΟ ΠΥΡΓΙ (Αλεξ.Παπαδιαμάντη)

 

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ ΣΤΟ ΠΥΡΓΙ (Αλεξ.Παπαδιαμάντη)

Φως της Καστοριάς: Το Γενέσιον της Θεοτόκου, 8 Σεπτεμβρίου. Ποίημα  Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κ᾿ ἡ Ἄννα
ποὺ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!

Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.

Χαίρεται τ᾿ ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει
τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό,
χαίρετ᾿ ὁ βοσκὸς ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,
χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,
χαίρεται τὸ ἐρίφιο ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.

Κ᾿ ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει
καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανειώνει ἡ γῆς,
σὰ σεμνὴ κόρη ποὺ περίμενε χρόνια
τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα
καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·
καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα ποὺ γέννησε θεόπαιδο
κ᾿ εὐφράνθη στὰ γεράματά της!

Δός μου κ᾿ ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,
πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.

Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Εγκώμιο Α΄ στην πάνσεπτη Κοίμηση της Μητέρας του Θεού


«Μ' εγκώμια μνημονεύουμε τους δίκαιους», λέγει ο σοφώτατος Σολομώντας. «Ο θάνατος των αγίων Του είναι αξετίμητος για το Θεό», προείπε ο θεοπάτορας Δαβίδ. Αν λοιπόν όλους τους δίκαιους τους μνημονεύουμε εγκωμιαστικά, ποιος δε θα προσφέρη τον έπαινό του στη βρυσομάννα της δικαιοσύνης και της οσιότητας το θησαυρό, όχι για να δοξάση, μα για να δοξαστή ο ίδιος με δόξα αιώνια;
Δεν έχει ανάγκη από τη δική μας δόξα η σκηνή της δόξας του Θεού, ή πόλη του Θεού, μια και γι' Αυτήν ειπώθηκαν λόγια δοξασμένα, καθώς της λέγει ο εξαίσιος Δαβίδ: «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου, η πόλις του Θεού».
Αλήθεια, ποια τάχα μπορούμε να νομίσουμε για πόλη του αόρατου και άπειρου Θεού, που όλα τα χωράει στην παλάμη Του, παρά μόνο Εκείνη, που με αληθινά υπερφυσικό και υπερούσιο τρόπο εχώρεσε απερίγραπτα τον υπερούσιο Λόγο του Θεού και Θεό; Γι' Αυτήν ο ίδιος ο Κύριος με τα χείλη του προφήτη έχει λαλήσει λόγια όλο δόξα, γιατί τί ενδοξότερο υπάρχει από την αποδοχή της αρχαίας αληθινής Θεϊκής Βουλής ;
2. Αληθινά, δεν υπάρχει γλώσσα άνθρωπου, μήτε υπερκόσμιος αγγελικός νους, που να μπορή επάξια να υμνήση Εκείνη, με την οποία μας δόθηκε η δυνατότητα να θεωρούμε καθαρά «τη δόξα του Κυρίου». Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα βουβαθούμε τάχα, αφού δε μπορούμε επάξια να την υμνήσουμε, ζαρώνοντας από φόβο; Καθόλου. Να περάση πάλι το πόδι μας το κατώφλι, που λένε, ν' αγνοήσουμε τ' ανθρώπινά μας όρια και ν' αγγίξουμε τραχιά τ' αννέγγιχτα, λυμένοι από το χαλινάρι του φόβου; Ποτέ. Ενώνοντας όμως τον πόθο με το φόβο και πλέκοντας κι από τα δυό ένα διπλό στεφάνι με ιερή ευλάβεια, τρεμάμενο χέρι και ψυχή όλο πόθο, ας προσφέρουμε μ' ευγνωμοσύνη στη Μητέρα του Βασιλιά, Αυτήν που ευεργέτησε όλη την πλάση, το φτωχικό μα πρώτο απ' όλα δώρο του νου μας - της το χρωστάμε. Ιστοράνε δά πως κάποιοι ξωμάχοι, καθώς οργώνανε με τα καματερά τους, είδανε να διαβαίνη ένας βασιλιάς, λαμπρός μέσα στη βασιλική του πορφύρα, στραφτοκοπώντας από τη φεγγοβολή του διαδήματος και μ' αμέτρητους σωματοφύλακες γύρω του. Επειδή τίποτε δεν είχανε να προσφέρουν στο βασιλιά, ένας γρήγορα έπιασε με τις χούφτες του νερό - έτρεχε πλάι άφθονο - και του το πήγε δώρο. O βασιλιάς του είπε: «Τι είναι τούτο, παιδί μου;». Θαρραλέα αποκρίθηκε: «Ό,τι είχα, αυτό έφερα, γιατί η κρίση μου έλεγε πως το καλύτερο ήταν να μη σκεπάση την προθυμία μου η φτώχεια, μια κι εσύ δεν έχεις ανάγκη τα δώρα μας ούτε θέλεις τίποτε δικό μας έξω από την αγάπη μας. Τούτο που κάνω είναι χρέος μα κι έπαινος για μας, αφού όσοι δείχνουν ευγνωμοσύνη συνήθως δοξάζονται».Ο βασιλιάς θαύμασε και παίνεψε τη σοφία του, δέχτηκε καλοδιάθετα την πρόθυμη προσφορά του και τον αντάμειψε βασιλικά με πάμπολλα δώρα. Αν λοιπόν ο αλαζονικός εκείνος τύραννος προτίμησε τα φιλικά αισθήματα κι όχι τα πλούσια δώρα, Αυτή, η αληθινά αγαθή Δέσποινά μας, η Μητέρα του Θεού, του μόνου αγαθού, που η συγκατάβασή Του είναι άπειρη και προτίμησε το δίλεπτο παρά τις πλούσιες προσφορές καρπών, δε θα δεχτή την πρόθεσή μας παραβλέποντας την αδυναμία μας; Μα ναι, θα δεχτεί το χρέος μας και θα μας αμείψει μ' ασύγκριτα δώρα. Αφού λοιπόν είναι ανάγκη να μιλήσουμε οπωσδήποτε για να ξεπληρώσουμε το χρέος, ας γυρίσουμε το λόγο μας γρήγορα σ' Αυτήν λέγοντας:

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2020

Τό Θεοτοκάριον τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου



Ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι μεγάλη Θεο­μητορική ἑορτή πού δείχνει τό μεγαλεῖο καί τήν δόξα τῆς Θεο­τόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας. Ἡ ψυχή καί τό σῶμα τῆς Πανα­γίας μετά τήν κοίμησή της ἀνέβηκαν στόν οὐρανό καί ἀπό ἐκεῖ μεσιτεύει στόν Υἱό καί Θεό της.
Θά ἤθελα νά ἐπισημάνω, μέ τήν εὐκαιρία τῆς μεγάλης αὐτῆς Θεομητορικῆς ἑορτῆς, ὅτι ἕνα ἀπό τά ἀγαπητά λειτουργικά βιβλία στίς Ἱερές Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀλλά καί ἐκτός αὐτοῦ εἶναι τό Θεοτοκάριο πού ψάλλεται κάθε ἡμέρα κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ.
Μέσα στούς ὕμνους τοῦ Θεοτοκαρίου περικλείεται ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως διαμορφώθηκε ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἀπό τά κείμενα τῶν Πατέρων. Ἰσχύει καί στό σημεῖο αὐτό ἡ ἑνότητα μεταξύ τοῦ lex credendi καί lex orandi, δηλαδή συνδυασμός μεταξύ κανόνα πίστεως καί κανόνα προσευχῆς.  Νομίζω ὅτι σέ αὐτόν τόν συνδυασμό ἀνευρίσκεται ἡ ὀρθόδοξη θεολογία.  
Τό Θεοτοκάριον εἶναι ἕνα λειτουργικό βιβλίο, τό ὁποῖο περι­λαμβάνει κανόνες καί τροπάρια προσόμοια στήν Παναγία μας. Τό πρῶτο Θεοτοκάριο εἶναι τοῦ μοναχοῦ Ἀγαπίου Λάνδου τοῦ Κρητός, πού ἐκδόθηκε στήν Βενετία τό ἔτος 1643 καί σέ μεταγενέστερες ἐκδόσεις, καί τό δεύτερο Θεοτο­κάριο εἶναι τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Σήμερα ἐν χρήσει στίς Ἱερές Μονές εἶναι τό Θεοτοκάριον τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού ψάλλεται κάθε ἀπό­γευ­μα στόν Ἑσπερινό στόν ἦχο τῆς κάθε ἑβδομάδος, καί μετά τόν κανόνα ψάλλονται τά προσόμοια τροπάρια.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἔχει συλλέξει πενήντα ἕξι κανόνες, δηλαδή ἑπτά κανόνες γιά τούς ὀκτώ ἤχους. Συγχρό­νως, ἔχει προσθέσει καί ἕξι παρακλητικούς κανόνες στήν Πανα­γία, γιά κάθε θλίψη, γιά κάθε ἀσθένεια, εὐχαριστία μετά τήν νόσο, παρακλητικό ἰαμβικό κανόνα, χαρμόσυνο κανόνα πού ψάλλεται τό Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου, καί εὐχα­ριστήριο κανόνα πού ψάλλε­ται στίς Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους τό Σάββατο τοῦ Ἀκαθί­στου. Ὁ συνολικός ἀριθμός τῶν κανόνων εἶναι ἑξήντα δύο, οἱ ὁποῖοι συνετέ­θησαν ἀπό εἴκοσι μεγάλους ὑμνογράφους τῆς Ἐκκλη­σίας μας.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικός ὁ πρῶτος κανόνας τοῦ πρώτου ἤχου ὁ ὁποῖος ψάλλεται τό ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, καί εἶναι ποίημα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Στόν κανόνα αὐτόν παρουσιάζεται μέ ὡραίους λόγους ἕνας διάλο­γος μεταξύ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, τῆς Θεομήτορος καί τοῦ Χριστοῦ, καί δείχνει τό ἔργο τῆς Παναγίας μας στήν Ἐκ­κλη­σία.
Στό πρῶτο τροπάριο κάθε ὠδῆς τοῦ κανόνος αὐτοῦ ὁ ἁμαρ­τωλός ἄνθρωπος δέεται στήν Θεοτόκο γιά τίς ἁμαρτίες του. Στό δεύτερο τροπά­ριο ἡ Θεοτόκος δέεται στόν Χριστό γιά τόν συγκεκριμένο ἄνθρω­πο. Στό τρίτο τροπάριο ὁ Χριστός ἀπαντᾶ στήν Θεοτόκο Μητέρα Του ὅτι δέν εἶναι πραγματική ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, γιατί τά ἔργα του εἶναι ἀντίθετα μέ τήν ἐκζήτηση μετάνοιας. Καί στό τέταρτο τροπάριο ἡ Θεοτόκος μεταφέρει στόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τόν προτρέπει σέ μετάνοια καί τελικά σέ σωτηρία. Ὅλος αὐτός ὁ διάλογος εἶναι ἐκπληκτικός καί ἐκτυλίσσεται μέ δραματικό τρόπο, γιατί φαίνεται ὅτι ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος ζητᾶ τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, ἀλλά ἡ μετάνοιά του δέν εἶναι ἀλη­θι­νή καί ὁλο­κλη­ρωμένη.
Στόν κανόνα αὐτό φαίνεται ὅτι ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος ἐπιμένει, ἡ Θεοτόκος ἐξακολου­θεῖ νά πρεσβεύη στόν Υἱό της γιά τόν ἄνθρωπο πού τήν παρακαλεῖ νά μεσιτεύση στόν Χριστό, καί στό τέλος ὁ Χριστός δίνει τήν ἄφεση, ἀλλά ζητᾶ ἀπό τήν Θεοτόκο νά τοῦ πῆ νά παύση νά ἁμαρτάνη. Ἡ Θεοτόκος μεταβιβάζει αὐτόν τόν λόγο τοῦ Χρι­στοῦ στόν ἄνθρωπο καί τοῦ συνιστᾶ νά προσέχη, ὥστε ὁ ὑπόλοιπος βίος του νά εἶναι θεάρεστος, γιά νά ἀπολαύση τόν Πα­ρά­δεισο.
Μέ ἕναν ὡραῖο καί ἐπαγωγικό τρόπο στόν κανόνα αὐτό φαίνεται ποιό εἶναι τό ἔργο τῆς Θεοτόκου, τί σημαίνει ἡ μεσιτεία της καί πῶς ὁ Χριστός συγ­χω­ρεῖ τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, στόν διάλογο αὐτό φαίνεται καθαρά ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἁμαρτία, τήν μετάνοια καί τήν συγχώρηση, καθώς, ἐπίσης, καί ἡ θεολογία γιά τήν σχέση μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Προοίμιο τοῦ Θεο­τοκαρίου γράφει ὅτι συνέλεξε ὅλους αὐτούς τούς ἀσματικούς κανόνες, πού ἦταν σέ πολλά Θεοτοκάρια στίς Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καί τούς τύπωσε «εἰς δόξαν τῆς Ἀειπαρθένου καί εἰς κοινήν ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν καί εὐλαβῶν ἐραστῶν τῆς Θεο­τόκου ὠφέλειαν».
Καί στήν συνέχεια γράφει: «Καί καθώς ἀπό ἕνα ὡραῖον περιβόλι ἐκλέγεται ἀπό τά ἐκεῖσε εὑρισκόμενα ἄνθη ἕνας πολυειδής στέφανος καί προσφέρεται εἰς τόν ἐπί γῆς βασιλέα ὡς δῶρον πολύτιμον, οὕτω δή καί ἀπό ὅλους τούς ἀσματικούς κανό­νας τῆς Θεοτόκου, τούς εὑρισκομένους εἰς τό ἁγιώνυμον Ὄρος, τόν ἀλληγορικόν τῆς Ἀειπαρθένου παράδεισον, ἐδιαλέχθη ὁ πα­ρών ποικιλόχροος ἀρωματό­πνοος καί πολυανθο­στό­λιστος στέφα­νος, καί προσφέρεται μετά πόθου πολλοῦ καί εὐλαβείας εἰς αὐτήν τήν παντοβασίλισσαν τῶν οὐρανῶν Θεοτό­κον, δῶρον ὄντα εἰς αὐτήν ποθεινότερον ἀπό τόν χρυσοτάλαντον καί βαρύτιμον στέφανον τοῦ Μολχόμ (Β΄ Βασιλ. ιβ΄, 30), τόν ὁποῖον ἐφόρει ὁ βασιλεύς Δαβίδ εἰς τήν κεφαλήν, ἀπό τόν δωδεκάστερον στέ­φανον τῆς Ἀποκαλύψεως, καί ἁπλῶς ἀπό ὅλους τούς λιθομαργα­ροχρύσους στεφάνους τῶν ἐπί γῆς βασιλέων».
Συνηθίζουμε νά προσφέρουμε στεφάνια ἀπό λουλούδια στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας. Καλό εἶναι αὐτό καί εὐλογημένο. Ἀλλά πάνω ἀπό ὅλα εἶναι εὐλογημένο νά καταθέτουμε στήν Παναγία μας καί τόν Χριστό ἕνα στεφάνι ἀπό τά ἄνθη τῆς προσευχῆς μας, τῆς μετάνοιάς μας καί τῆς ἀγάπης μας πρός αὐτούς.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης συνιστοῦσε σέ μιά μοναχή: «Νά διαβάζης κάθε μέρα ἕναν κανόνα ἀπό τό Θεοτοκάριο καί θά δῆς, θά ἀπο­κτήσης λεβεντιά... Τό Θεοτοκάριο πολύ βοηθάει. Θερμαίνεται ἡ καρδιά, συγκινεῖται».
Στήν συνέχεια θά παρατεθῆ αὐτός ὁ Κανόνας, πού εἶναι ποίημα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, γιά νά φανῆ τό ἔργο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού πρεσβεύει στόν ἐλεήμονα Θεό γιά τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μετανοεῖ πραγματικῶς.
Καί ἐπειδή ζοῦμε σέ μιά ἐποχή πού ἔχουμε πολλά προβλήματα, ἀλλά θέλουμε νά ἔχουμε σχέση μέ τόν Θεό, χρειάζεται μετάνοια καί μάλιστα μετάνοια ἀληθινή, τήν ὁποία ὑποδεικνύει ὁ Κανόνας πού ἀκολουθεῖ.
*   *   *

ΚΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ
ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ

ᾨδή α΄,  ἦχος α’ -  ᾨδήν ἐπινίκιον
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Δοχεῖον τῆς φύσεως τῆς ἀχωρήτου, Χριστόν ἐκδυσώπησον, ἵνα πυρός ρύσηται τοῦ ἀφεγγοῦς με ἁγνή, καί ἀναδείξῃ κοινωνόν τῆς Βασιλείας αὐτοῦ.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Ἐμήν δέξαι δέησιν Υἱέ καί Λόγε, καί ρῦσαι κολάσεως τόν βοῶντα δοῦλόν σου, πρός με ἐκ βάθους ψυχῆς, καί καταξίωσον αὐτόν τῆς βασιλείας σου.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Σύ Μῆτερ ἐλέους με πηγήν γινώσκεις˙ καί γάρ τούς καθ’ ὥραν μοι τῷ Δεσπότῃ πταίοντας, ἁμαρτωλούς ἐλεῶ˙ ἀλλ’ οὗτος λίαν με αἰσχροῖς, παραπικραίνει κακοῖς.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Πολλοῖς παραπτώμασι καί ἀτοπίαις, αἰσχραῖς παρεπίκρανας, τόν Υἱόν μου˙ ὅθεν σοι, εἰς ἀγανάκτησιν νῦν, κεκίνηται καί εἰς ὀργήν ἡ εὐσπλαγχνία αὐτοῦ.

ᾨδή γ’  - Τῷ πρό τῶν αἰώνων
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Ὅλον μου τόν βίον, ἀληθῶς ἐν κακοῖς ἐδαπάνησα˙ καί διά τοῦτό σοι κραυγάζω, τόν Υἱόν σου δυσώπει, ἁγνή ἵνα ὡς τόν ἄσωτον, ἀνακαλέσῃ καί σώσῃ με νῦν, κείμενον τοῖς πταίσμασιν.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Ἵλαθι Παντάναξ, ὁ τεχθείς απορρήτως ἐκ μήτρας μου, καί κατοικτείρησον σόν δοῦλον,  ὡς τόν ἄσωτον πάλαι, υἱόν καί δεῖξον πανάγαθε, τῆς δεξιᾶς παραστάτην τῆς σῆς, ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Νουνεχῶς ὦ Μῆτερ, ἐκβοῶ σοι κἀγὼ ἐπακούσαί μου· ὁ ἀσωτίαις ἐμβιώσας, ἐν θερμῇ μετανοίᾳ, ἐλθὼν ἔκραζε τὸ ἥμαρτον, ἀλλ’ οὗτος κἄν σοι βοᾷ μεταγνούς, ἐν ὑστέροις ψεύδεται.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Ἅ μοι  ἔφης εἶπον, τῷ Υἱῷ μου κραυγάζουσα ἵνα σε, καταξιώση Βασιλείας, ἀλλ’ αὐτός μοι ἀντέφη· θερμῇ πίστει οὐ προσῆλθέ μοι, καὶ διὰ τοῦτο ἐκπέμπω αὐτὸν ἀπὸ τοῦ προσώπου μου.

Ὠδὴ δ’ - Ἐν Πνεύματι προβλέπων
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Νοήσας ὦ Παρθένε τὴν δύναμιν τὴν σήν, μετὰ δέους κράζω σοι τῇ μόνῃ ἀγαθῇ· εἰ καὶ μετάνοιαν ὅλως θερμὴν οὐκ ἔχω, ἀλλὰ ταῖς σαῖς πρὸς τὸν Δεσπότην ἱκεσίαις, δίδου μοι τελείαν διόρθωσιν.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Ἐπάκουσον ὁ φύσει φιλάνθρωπος, Θεός, τῆς μητρός σου Δεσπότα βοώσης ἐκτενῶς· καὶ τὸν σὸν δοῦλον ἐκλύτρωσαι καταδίκης, εἰ δὲ καὶ πίστιν οὐ κέκτηται τὴν τελείαν, ταύτην ὡς Θεὸς αὐτῷ δώρησαι.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Ὑπόθεσιν, ὦ Μῆτερ αὐτῷ παντοδαπήν, τοῦ σωθῆναι δέδωκα, ἀλλ’ οὗτος οὐκ ἐᾷ τὰς ἁμαρτίας εἰσῆλθε καὶ ἐν θανάτῳ· καὶ διὰ τοῦτο οὐδὲ δύναται σωθῆναι, ἕως οὗ εἰς πῦρ ἀπελεύσεται.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Σὲ νῦν ἐπιγινώσκω αἰτίαν τῆς σαυτοῦ, ἀπωλείας ὥς φησι ὁ θεῖός μου Υἱός· σύ γὰρ κατάκεισαι ὅλως τῇ ἁμαρτίᾳ, καὶ παρεδόθης τελείως τῇ ῥᾳθυμίᾳ, τὶς ἐξαναστήσει σε κείμενον;

Ὠδή ε’ -  Θεὸς ὤν εἰρήνης
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Ὁδοὺς μετανοίας, Παρθένε ποθῶ, διατρίβειν ἀεὶ τὰς φερούσας με, ζωὴν πρὸς ἀτελεύτητον ἀλλ’ αὖθις τὰ δεινά, συστήματα δαιμόνων, καθέλκουσι κρημνίσαι, εἰς βυθὸν ἁμαρτίας, καὶ ἀπωλείας δεινὸν βόρβορον.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Νεκρώσας τὸν θάνατον, Σῶτερ τὸ πρίν, τὸν Ἀδὰμ τῶν δεσμῶν ἠλευθέρωσας· διὸ καὶ νῦν τὸν δοῦλον σου, Υἱέ μου δυσωπῶ, ἑξάρπασον δαιμόνων τῶν ἐπηρεαζόντων· αὐτοὶ γὰρ οὐκ ἐῶσι, μετανοῆσαί τινα πώποτε.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Πανύμνητε Μῆτερ, βοῶ σοι κἀγώ, προσευχῇ καὶ νηστείᾳ ἐξέρχονται, τὰ πλήθη τὰ παμπόνηρα, δαιμόνων ἐξ αὐτοῦ· ἀλλ’ οὗτος ἐγκρατείᾳ, δεήσει καὶ ἁγνεία, μὴ καθάρας τὸ σῶμα, δαιμόνων φεῦ γέγονε σπήλαιον.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Ῥημάτων τῶν πρὶν τοῦ Υἱοῦ μου καλῶς, ἐνωτίζου καὶ γνῶθι τὰ δέοντα· ἡνίκα γὰρ οὐκ ἴσχυσαν οἱ τούτου μαθηταί, τὸ πνεῦμα ἐκδιῶξαι, ἐβόα τούτοις λέγων· προσευχῇ καὶ νηστείᾳ, δαιμόνων γένος ἐκδιώκεται.

Ὠδὴ ς’ - Τὸν Προφήτην Ἰωνᾶν
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Οὐ ῥημάτων εὐπορῶ, ἀρετῶν τε ἀπορῶ, οὐ γὰρ στέργω προσευχήν, καὶ νηστείαν ἐκτελεῖν, Θεόνυμφε· καὶ διὰ τοῦτο πρὸς σὲ κατέφυγον.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Σύνες εὔσπλαγχνε Υἱέ, σῆς Μητρὸς ἐκδυσωπῶ, ὁ προστρέχων ἐπ’ ἐμέ, χρηστῶν ἔργων ἀπορεῖ, καὶ κράζει μοι· οὐκ ἔχω πλὴν σου ἐλπίδα Δέσποινα.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Λιτανεύουσα θερμῶς, παῦσαι Μῆτερ τοῦ λαλεῖν, καὶ γὰρ οὖτος ἀφορῶν, ὅτι εὔσπλαγχνός εἰμι, μολύνεται· μὴ ἐπιβλέπων εἰς τὴν ὀργὴν τὴν ἐμήν.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Ἱκετεύω ὑπὲρ σοῦ, τὸν Υἱόν μου καὶ Θεόν, ἵνα τύχῃς ἱλασμοῦ, ἀλλ’ αὐτός μοι ἐκβοᾷ, τοῦ παύσασθαι· καὶ μὴ πρεσβεύειν εἰς τὸ σωθῆναί σε.

Ὠδὴ ζ’ - Οἱ παῖδες εὐσεβείᾳ
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Τὴν πᾶσάν μου ἐλπίδα, ἐπὶ σὲ ἀνατίθημι Δέσποινα· καὶ μὴ ἀπώσῃ εἰς βυθόν, ἀπωλείας με τὸν δείλαιον, ἀλλ’ ἀνάστρεψον τῷ σῷ βοῶσα πάλιν Υἱῷ· μὴ ἀπολέσῃς τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν σου.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Ἀμέτρητον ὡς ἔχων, εὐσπλαγχνίας τὸ πέλαγος Δεσπότα· δέξαι με πάλιν δυσωπῶ, σὲ τὸν μόνον εὐδιάλλακτον, καὶ οἰκτείρησον τῶν σῶν χειρῶν τὸ ποίημα· ὁ οἰκτειρήσας ποτὲ τὴν Χαναναίαν.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Ἱλάσκομαι καὶ σῴζω, τὸν ἐν πόθῳ, πολλῷ προσερχόμενον· καὶ γὰρ οὐ θέλω τὸ ἐμόν, ἀπολέσθαι πλάσμα πώποτε, εἰς τὸ σῶσαι γὰρ αὐτό, ὅλος ἐτέχθην ἐκ σοῦ· ἀλλ’ οὗτος πόρρω τῶν ἔργων μου ὑπάρχει.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Σοφία τοῦ Ὑψίστου προϋπάρχων, ὁ Υἱός μου γέγονεν, ἄνθρωπος ὅλος ἐξ ἑμοῦ, ἵνα σώσῃ τοὺς φυλάσσοντας, μετὰ πίστεως θερμῆς τὸ θεῖον βάπτισμα· ἀλλὰ σὺ τούτων ἀμέτοχος ἐδείχθης.

Ὠδὴ η’ - Ὃν φρίττουσιν Ἄγγελοι
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Θαρρήσας προσῆλθόν σοι Παρθένε θεωρῶν, τὸν σὸν Υἱὸν σώσαντα, τὴν πόρνην καὶ λῃστήν· αὐτοὶ γὰρ νομίμως οὐδὲν ἔργον χρηστόν, ἔπραξαν ἐν βίῳ, ἀλλ’ ἔτυχον συγγνώμης.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Ἐξ ὕψους ἐπίβλεψον εἰσάκουσον τῆς σῆς, Μητρὸς δεομένης σου καὶ ῥῦσαι τοῦ πυρός, τὸν δοῦλον σου τοῦτον ὡς τὴν πόρνην τὸ πρίν, καὶ ὡς ἐλυτρώσω λῃστὴν ἐν τῷ σταυρῷ σου.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Ὁ πάλαι κρεμάμενος λῃστὴς ἐν τῷ σταυρῷ, ἐν πίστει ἐκραύγαζε τὸ μνήσθητι κἀμοῦ· ἡ πόρνη δὲ πάλιν τῶν δακρύων πηγάς, ἔβλυζεν ἀλλ’ οὗτος, αὐτοῖς οὐχ ὡμοιώθη.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Δακρύουσαν σέσωκε τὴν πόρνην ὁ Χριστός· ὡσαύτως πιστεύσαντα λῃστὴν ἐν τῷ σταυρῷ· εἰ οὖν θέλεις ἄρτι σωτηρίας τυχεῖν, πρόσδραμε Κυρίῳ σὺν δάκρυσι καὶ πίστει.

Ὠδὴ θ’ - Τὴν φωτοφόρον νεφέλην
Ὁ ἁμαρτωλός πρός τήν Θεοτόκον
Ὤφθην ἁπάντων ἀνθρώπων, ἁμαρτωλότερος Κόρη, καὶ διὰ τοῦτο προσελθεῖν, τῷ Υἱῷ σου αἰδοῦμαι· ἀλλὰ δυσώπησον αὐτόν, καὶ ἵλεων ποίησον τοῦ δέξασθαι, ἐν θερμῇ με τῇ πίστει καὶ ἐν πόθῳ προσερχόμενον αὐτῷ.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν Χριστόν
Ῥῦσαι κολάσεως Λόγε, τὸν προσελθόντα σοι δοῦλον, καὶ μὴ μνησθῇς ἀνομιῶν, τῶν αὐτοῦ δυσωπῶ σε· εἰ γὰρ καὶ ἥμαρτε Σωτήρ, ἀλλά μοι προσπέφευγε καὶ δέομαι· δι’ ἐμὲ τοῦτον δέξαι ὁ τοῖς πᾶσι, τὰ αἰτήματα πληρῶν.
Ὁ Χριστός πρός τήν Θεοτόκον
Οὔκ ἐστιν ἄξιος Μῆτερ, ὁ προσφυγών σοι ἐλέους· καὶ γὰρ ἀνθρώπων με οὐδείς, ὡς αὐτὸς παροργίζει· ἀλλὰ πρεσβείαις σου σεπταῖς, αὐτὸν τῆς κολάσεως ἀμέτοχον, ἐν τῇ κρίσει ποιήσω εἰ προσάξει, μετανοίας μοι καρπούς.
Ἡ Θεοτόκος πρός τόν ἁμαρτωλόν
Ὑπὸ τὸν ἅδην ὑπάρχων, ἀνεβιβάσθης πρὸς ὕψος, ταῖς πρὸς τὸν θεῖόν μου Υἱόν, ἱκεσίαις καὶ πρόσχες· μὴ τοῖς προτέροις σου δεινοῖς, ἐμπέσῃς ἐγκλήμασιν ἀλλ’ ἄπελθε, εἰς ὀδοὺς μετανοίας, μήπως πάλιν, τῇ γεέννῃ ἐμβληθῇς.